Χορός μέλει, φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαρ· γείτονες δὲ καρδίας |
ΧΟΡΟΣ Νάθε ημπόρου! μα πού ό φόβος δεν αφήνει την καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση... |
|
290 |
μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, δράκοντας ὥς τις τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας πάντρομος πελειάς. |
Η έγνοια, πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσει, των εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει. Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι το πασίτρομο για τ' άλουβα πουλιά του, π' ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του |
295 |
τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργους πανδαμεὶ πανομιλεὶ στείχουσιν. τί γένωμαι; τοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισιν ἰάπτουσι πολίταις |
έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέρι. Γιατί ορμούν άλλοι στους πύργους, σμάρια, στάρια, πλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώ; κι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια |
300 | χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν. | στο λαό μας το γυροζωσμένο. |
παντὶ τρόπῳ, Διογενεῖς θεοί, πόλιν καὶ στρατὸν Καδμογενῆ ῥύεσθε. |
Σώσετε, ώ θεοί Διογέννητοι όλοι , το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη. |
|
ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον | Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα | |
305 |
τᾶσδ᾽ ἄρειον, ἐχθροῖς ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶαν, ὕδωρ τε Διρκαῖον, εὐτραφέστατον πωμάτων ὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν |
πιο καλή, σαν θέλετε την παραδώση στους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρα καί της Δίρκης το νερό, πού όσοι κι αν όσοι ποταμοί τον κόσμο τρέχουν, |
310 |
ὁ γαιάοχος Τηθύος τε παῖδες. |
το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν; |
πρὸς τάδ᾽, ὦ πολιοῦχοι θεοί, τοῖσι μὲν ἔξω πύργων ἀνδρολέτειραν |
Καί γι' αυτό, θεοί της πόλης μας προστάτες, στους εχθρούς, πού μας περίζωσαν τα κάστρα, |
|
315 |
κῆρα, ῥίψοπλον ἄταν, ἐμβαλόντες ἄροισθε κῦδος τοῖσδε πολίταις. καὶ πόλεως ῥύτορες <ἔστ᾽> εὔεδροί τε στάθητ᾽ |
ρίχτ' απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστρα, πού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτες· και χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μας καί στην πόλη σωτηρία· καί σταθήτε καλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μας· |
320 |
ὀξυγόοις λιταῖσιν. |
τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε. |
οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν Ἀίδᾳ προϊάψαι, δορὸς ἄγραν δουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷ ὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν |
Τόσο μια πανάρχαια πόλη, ώ τί κρίμα, να τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένη απ' ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη |
|
325 |
περθομέναν ἀτίμως, τὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαι, ἒ ἔ, νέας τε καὶ παλαιὰς ἱππηδὸν πλοκάμων, περιρρηγνυμένων φαρέων. βοᾷ |
έτσι ανάξια απ' τους θεούς της στάχτη θρύμα. Κ' οί γυναίκες σκλαβωμένες, ωϊμένα, νιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνε απ' τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα, |
330 |
δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις, λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου· βαρείας τοι τύχας προταρβῶ. |
ενώ η πόλη θε ν' αδειάζη όλη αντάρα καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνε· βαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα! |
κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποις νομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι |
Κι ώ τί κλάμα, που οι αθώες οι κορασίδες, πρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους, |
|
335 |
δωμάτων στυγερὰν ὁδόν· τί; τὸν φθίμενον γὰρ προλέγω βέλτερα τῶνδε πράσσειν· πολλὰ γάρ, εὖτε πτόλις δαμασθῇ, ἒ ἔ, δυστυχῆ τε πράσσει. |
μαύρη στράτα θε να πάρουν, αγουρίδες ωμοτρύγητες, μακρυά απ' τα γονικά τους. Ώ μακάριοι πού πεθαίνουν, πρίν να δούνε όσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνει μια που πάρθηκε· εδώ σφάζουν, κεί τραβούνε, |
340 |
ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει, φονεύει, τὰ δὲ πυρφορεῖ· καπνῷ [δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπαν· μαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμας μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης. |
φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνει κι ο θεός του ολέθρου ό Άρης, πού δριμώνει μ' άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει. |
345 |
κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ, προτὶ [πτόλιν] δ᾽ ὁρκάνα πυργῶτις· πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρ <ἀμφὶ> δορὶ κλίνεται· βλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων |
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρες από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν, οί άντρες σφάζονται απ' τους άντρες κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουν με το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν. |
350 |
ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται. ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες· ξυμβολεῖ φέρων φέροντι, καὶ κενὸς κενὸν καλεῖ, ξύννομον θέλων ἔχειν, |
Χέρι χέρι οί αρπαγές κ' οί κούρσες τρέχουν, φορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοι κι ό άδειος κράζει τ' αδειανού νάχη κολλήγα, μα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα |
355 |
οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοι. τἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα. |
ούτε κι ίδια θέλει νάχη. - Ώ, τί 'ν' να γένη! |
παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼν ἀλγύνει κυρήσας· πικρὸν δ᾽ ὄμμα θαλαμηπόλων· |
Χύμα χάμου όλ' οί καρποί λύπη σου φέρνουν, με πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν· |
|
360 |
πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτος γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται. δμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαι· τλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον |
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ' αρπάζουν τ' αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουν. Καί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτη την καρδιά απ' της συμφοράς τη νέα την τύχη |
365 |
ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣς δυσμενοῦς ὑπερτέρου ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν, παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον. |
περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι, όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχη· μόνη ελπίδα, του θανάτου ή νύχτα αν σώση απ' τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση. |