Χορός ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοι δαίμονες, οἳ δὴ Κάδμου πύργους τούσδε ῥύεσθε, |
ΧΟΡΟΣ Παντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοί, πού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ' αυτούς, |
|
825 |
πότερον χαίρω κἀπολολύξω πόλεως ἀσινεῖ < > σωτῆρι . ., ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας |
σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πω στων Θηβών τον προστάτη Σωτήρα, ή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό |
830 |
ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχους; οἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίαν καὶ πολυνεικεῖς |
θλιβερούς πολεμάρχους, πού με τόνομ' αλήθεια πολύ ταιριαστό |
832b |
ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ. |
απ' τη άθεη διχόνοια τους πάνε; |
ὦ μέλαινα καὶ τελεία | Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη | |
833b |
γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά, κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύος. |
του γένους και του Οιδίποδα κατάρα, σύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά |
835 | ἔτευξα τύμβῳ μέλος | καί σε θανατερό |
Θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας· ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός. |
ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδα, ν' ακούω πώς πέσανε νεκροί αντίθεα ματοκυλισμένοι. ώ συναυλία των κονταριών αλήθεια τρισκαταραμένη! |
|
840 |
ἐξέπραξεν, οὐδ᾽ ἀπεῖπεν πατρόθεν εὐκταία φάτις· βουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσαν. μέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλιν· θέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται. |
Ηρθ' ως το τέλος ουδ' απόστασε η ευχή απ' το στόμα του πατέρα κι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουη βάσταξε ως πέρα. Μια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί |
845 |
ἰὼ πολύστονοι, τόδ᾽ ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον· ἦλθε δ᾽ αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ. |
δε ξεθυμαίνουν. Ποιός, συφοριασμένοι να το πιστέψη αυτό πού κάματε; Να την, όχι με λόγια, η βαρυοστέναχτη καί μαύρη συμφορά φτασμένη. |
τάδ᾽ αὐτόδηλα, προῦπτος ἀγγέλου λόγος· διπλαῖ μέριμναι, <> διδυμάνορα |
Όσα τ' αυτιά μας άκουσαν τα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια, ιδού τα· |
|
850 |
κάκ᾽ αὐτοφόνα, δίμοιρα τέλεια τάδε πάθη. τί φῶ; |
οι δυο μας έγνοιες, συμφορές διπλές των δυο αδερφών, πού ένας τον άλλο σκότωσε, διπλά, σωστά σφαχτάρια ετούτα. Και τί να πω; |
τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνων δόμων ἐφέστιοι; |
τί άλλο, η συμφορές στις συμφορές τις άλλες των σπιτιών; |
|
ἀλλὰ γόων, ὦ φίλαι, κατ᾽ οὖρον | Μα με τον πρίμον αγέρα, φίλες, των θρήνων | |
855 |
ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεται τὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα, τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι, τὰν ἀνάλιον |
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρω κουπιά τα χέρια σας για την πομπή, πού πάντ' ανάμεσ' απ' τον Αχέροντα τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδεί με τα κατάμαυρα τα πανιά ως την ανήλιαγη, πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας, |
860 |
πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον. |
την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά. |
ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνη, θρῆνον ἀδελφοῖν· οὐκ ἀμφιβόλως οἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων |
[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνται η Αντιγόνη κι η Ισμήνη, να κλάψουνε τους νεκρούς αδερφούς τωνε· Δίχως άλλο απ' τα ωραία, στοχάζομαι, |
|
865 |
στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον. ἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμης τὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύος ἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽ |
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνε της καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνο. Μα εμείς πρέπει, πριν πιάσουν το θρήνο τους, το στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμε των Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε |
870 | ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν. | τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα. |
ἰώ, δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται, κλαίω, στένομαι, καὶ δόλος οὐδεὶς μὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν. |
Ωχ ωϊμέ! Ωϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχες μέσα σ' όλες εκείνες πού δένουνε ζώστρα γύρω στη μέση τους, κλαίω στενάζω και μ' όχι καμώματα απ' τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου.] |
|
875 |
ἰὼ ἰὼ δύσφρονες, φίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονες, δόμους πατρῴους ἑλόντες μέλεοι σὺν αἰχμᾷ. μέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους |
Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοι στους φίλους ανυπάκουοι στίς συμφορές αχόρταγοι, τα πατρικά τα σπίτια σας πήγατε καί ρημάξατε, άθλιοι, με την αμάχη σας. — Άθλιοι απ' αλήθεια, πού ηύρανε καί θάνατο αθλιώτατο |
880 |
εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ. |
για ντροπή τω σπιτιώ τους. |
ἰὼ ἰὼ δωμάτων ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας ἰδόντες, ἤδη διήλλαχθε |
Τους τοίχους των γκρεμνίσετε, αλλοίμονο, μονάχοι σας καί μοναρχίες είδετε πικρές πολύ ο καθένας σας· |
|
885 |
σὺν σιδάρῳ. κάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδα πότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν. |
τώρα συμβιβαστήκατε με σίδερο στο χέρι. — Κι αληθινή βγήκε πολύ του Οιδίποδα πατέρα των η φοβερή Ερινύα. |
δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοι, τετυμμένοι δῆθ᾽, |
Απ' τα ζερβά τρυπημένοι αλήθεια, ναι, τρυπημένοι |
|
890 |
ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων * |
κι ομόσπλαχνα πλευρά. |
892 |
αἰαῖ δαιμόνιοι, αἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνων θανάτων ἀραί. |
Αλλοί, δυστυχισμένοι, αλλοί καί στίς κατάρες, πού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά. |
895 |
διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένους, [ἐννέπω] ἀναυδάτῳ μένει ἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸς <οὐ> διχόφρονι πότμῳ. |
— Τα σπίτια τους και τα κορμιά τους χτύπησ' η λαβωματιά, αυτή πού λες, πέρα για πέρα, πού ήρθε με λύσσα ανάκουστη και φονικιά διχογνωμία απ' την κατάρα του πατέρα. |
900 |
διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, στένουσι πύργοι, στένει πέδον φίλανδρον· μένει κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοις, δι᾽ ὧν αἰνομόροις, |
Βόγγος περνάει μες την πόλη, βόγγος στους πύργους, και σ' όλη, πούταν δική τους τη γή· κ' οι απόγονοί τους τα πλούτη θενά χαρούνε, πού τούτη |
905 |
δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα [καὶ] θανάτου τέλος. ἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοι κτήμαθ᾽, ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖν. διαλλακτῆρι δ᾽ οὐκ ἀμεμφεία φίλοις, |
την άγρια φέραν αμάχη καί του θανάτου το τέλος, αλλοί! Μεράσανε μ' αψιά καρδιά το βίος των σε ίσια μερδικά καί μοναχά οι δικοί τους μπορεί νάχουν παράπονο με το συμβιβαστή τους |
910 |
οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης. σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσιν, σιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσι, τάχ᾽ ἄν τις εἴποι, τίνες; τάφων πατρῴων λαχαί. |
τον άχαρο Άρη, το φονιά. Έτσι όπως είναι κοίτουνται σιδεροχτυπημένοι καί τώρα τους προσμένει, θενά ρωτήσης: ποιά; η σιδεροσκαμμένη του πατρικού των τάφου η μοιρασιά. |
915 |
ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺς προπέμπει δαϊκτὴρ γόος αὐτόστονος, αὐτοπήμων, δαϊόφρων [δ᾽·], οὐ φιλογαθής, ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός, ἃ |
Με αχό πολύ και σπαραγμό στον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένος τους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιών σε κάθε χαρά ξένος, που ο μαύρος κι άραχλος πικρά δάκρυα μας φέρνει απ' την καρδιά μας |
920 |
κλαιομένας μου μινύθει τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν. |
καί λυώνει η δόλια αληθινά να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της. |
πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισιν ὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίτας, ξένων τε πάντων στίχας |
Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πω το πολύ πόκαμαν κακό καί στους δικούς των πατριώτες, καί το μεγάλο χαλασμό πού κάμανε στον πόλεμο |
|
925 |
πολυφθόρους ἐν δαΐ. δυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσα πρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαι τεκνογόνοι κέκληνται. παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα |
καί στους εξωφερμένους στρατιώτες. Άχ μέσα σ' όλες πιο βαρυόμοιρη όσες μαννάδες κράζουνται παιδιών η μάννα πού τους εγεννούσε! πόκαμεν άντρα το δικό της γυιό |
930 |
τούσδ᾽ ἔτεχ᾽, οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ- τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοις χερσὶν ὁμοσπόροισιν. |
για να γέννηση αυτούς τους δυό πού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνε, έτσι με χέρια αδερφικά ο ένας από τον άλλο να σφαγούνε. |
ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροι, διατομαῖς οὐ φίλοις, |
Αλήθεια αδερφικά χαθήκανε ολότελα, μαζί, ξωλοθρεμένοι μ' άγρια στη μέση μερασιά |
|
935 |
ἔριδι μαινομένᾳ, νείκεος ἐν τελευτᾷ. πέπαυται δ᾽ ἔχθος, ἐν δὲ γαίᾳ ζόα φονορύτῳ μέμεικται· κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι. |
καί λύσσα στη συνερισιά, πούναι πια τώρα τελειωμένη. Κ' ή έχτρα τους έπαψε· στα χώματα με το διπλό τους φόνο ποτισμένα οι ζωές των σμίξανε μαζί κ' είν' απ' αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα. |
940 |
πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιος ξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶς θακτὸς σίδαρος· πικρὸς δὲ χρημάτων κακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ- αν τιθεὶς ἀλαθῆ. |
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτής το σίδερο, ο περατινός ο ξένος, που απ' τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένος, πικρός κι ο Άρης κακομοιραστής στα υπάρχοντα τους, πόχει βγάλει πέρα στ' αλήθεια την κατάρα του πατέρα. |
945 |
ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι διοδότων ἀχθέων· ὑπὸ δὲ σώματι γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος ἔσται. ἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες |
Απ' τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρη και τώρα κάτω από τη γη, πού τα κορμιά τους θα κρατή τ' αρίφνητο θέ νάχουνε λογάρι. Ωϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα |
950 |
πόνοισι γενεάν· τελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν νόμον, τετραμμένου παντρόπῳ φυγᾷ γένους. ἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις, |
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθη, ως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαν του θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάρι, ενώ η γενιά σας τ' ασταμάτηγο πήρε φευγιό καί πάει. Στις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν |
955 |
ἐν αἷς ἐθείνοντο, καὶ δυοῖν κρα- τήσας ἔληξε δαίμων. |
το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτης και μόνο αφού τους δυο τους δάμασεν έπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της. |
Ἀντιγόνη παισθεὶς ἔπαισας. |
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α' Πληγήν έδωσες, πληγήν έλαβες. |
|
Ἰσμήνη σὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών. |
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β' Τονέ σκότωσες και σκοτώθηκες. |
|
Ἀντιγόνη δορὶ δ᾽ ἔκανες— |
Α’ Με κοντάρι τον σκότωσες. |
|
Ἰσμήνη δορὶ δ᾽ ἔθανες— |
Β’ Με κοντάρι σκοτώθηκες. |
|
Ἀντιγόνη | Α’ | |
960 | μελεοπόνος. | Ώ κακόπραγος. |
Ἰσμήνη μελεοπαθής. |
Β’ Ώ κακόπαθος. |
|
Ἀντιγόνη ἴτω γόος. |
Α’ Χυθήτε θρήνοι μου. |
|
Ἰσμήνη ἴτω δάκρυ. |
Β’ Χυθήτε δάκρυα μου. |
|
Ἀντιγόνη πρόκεισαι — |
Α’ Νεκρός κοίτεσαι. |
|
Ἰσμήνη | Β’ | |
965 | κατακτάς. | Αφού σκότωσες. |
Ἀντιγόνη ἠέ. |
Α’ Ωϊμένα μου! |
|
Ἰσμήνη ἠέ. |
Β’ Ωϊμένα μου! |
|
Ἀντιγόνη μαίνεται γόοισι φρήν. |
Α’ Σαλεύει ο νους μου απ' το κακό |
|
Ἰσμήνη ἐντὸς δὲ καρδία στένει. |
Β’ Βαθειά από την καρδιά βογγώ. |
|
Ἀντιγόνη ἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ. |
Α’ Ώ πολυθρήνητέ μου, εσύ. |
|
Ἰσμήνη | Β’ | |
970 | σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε. | Πάλι τρισάμοιρε καί συ. |
Ἀντιγόνη πρὸς φίλου [γ᾽·] ἔφθισο. |
Α’ Σκοτώθηκες από δικό σου. |
|
Ἰσμήνη καὶ φίλον ἔκτανες. |
Β’ Καί πάλι σκότωσες δικό σου. |
|
Ἀντιγόνη διπλᾶ λέγειν— |
Α’ Διπλά να πής. |
|
Ἰσμήνη διπλᾶ δ᾽ ὁρᾶν— |
Β’ Διπλά να δής. |
|
Ἀντιγόνη | Α’ | |
975 | ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν. | Διπλές που στέκουν συμφορές |
Ἰσμήνη πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν. |
Β’ Αδερφικές τις αδερφές. |
|
Χορός ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιά, μέλαιν᾽ Ἐρινύς, ἦ μεγασθενής τις εἶ. |
Α’ Β’ Ώ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιά τρανή σου, αλήθεια, η δύναμη, μαύρη Ερινύα. |
|
Ἀντιγόνη | Α’ | |
980 | ἠέ. | Ωϊμένα μου! |
Ἰσμήνη ἠέ. |
Β’ Ωϊμένα μου! |
|
Ἀντιγόνη δυσθέατα πήματα — |
Α’ Συμφορές κακοθώρητες |
|
Ἰσμήνη ἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί. |
Β’ Ήρθε πίσω καί μούφερε. |
|
Ἀντιγόνη οὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν. |
Α’ Μα δεν ήρθε, κι αν σκότωσε |
|
Ἰσμήνη σωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν. |
Β’ Τη ζωή μόνο πόχασε. |
|
Ἀντιγόνη | Α’ | |
985 | ὤλεσε δῆτ᾽ <ἄγαν>. | Την έχασεν αλήθεια αυτός |
Ἰσμήνη καὶ τὸν ἐνόσφισεν. |
Β’ Καί τηνέ στέρησε κι αυτού |
|
Ἀντιγόνη τάλαν γένος. |
Α’ Αλλοί, βαριόμοιρη γενιά |
|
Ἰσμήνη τάλαν πάθος. |
Β’ Αλλοί, τρισάθλια συμφορά |
|
Ἀντιγόνη δύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα. |
Α’ Δίπονα πάθη αδερφικά |
|
Ἰσμήνη | Β’ | |
990 | δίυγρα τριπάλτων πημάτων. | Φριχτά που επλάκωσαν κακά. |
Χορός ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιά, μέλαιν᾽ Ἐρινύς, ἦ μεγασθενής τις εἶ. |
Α’ Β’ Ώ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιά, τρανή σου αλήθεια η δύναμη, μαύρη Ερινύα. |
|
Ἀντιγόνη σὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶν— |
Α’ Δοκίμασες κι έχεις να πής. |
|
Ἰσμήνη | Β’ | |
995 | σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθών— | Πίσω δεν έμεινες καί συ. |
Ἀντιγόνη ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν, |
Α’ Αφού στην πόλη γύρισες |
|
Ἰσμήνη δορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας. |
Β’ Του κονταριού του αντίμαχος. |
|
Ἀντιγόνη ὀλοὰ λέγειν. |
Α’ Φριχτά να πής. |
|
Ἰσμήνη ὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν. |
Β’ Φριχτά να δής. |
|
Ἀντιγόνη | Α’ | |
1000 | ἰὼ πόνος— | Ωϊμέ κακά. |
Ἰσμήνη ἰὼ κακά— |
Β’ Ωϊμέ δεινά. |
|
Ἀντιγόνη δώμασι καὶ χθονί. |
Α’ Στα σπίτια και στη χώρα μας |
|
Ἰσμήνη πρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί. |
Β’ Κι ακόμη πιότερο σε με. |
|
Ἀντιγόνη καὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί. |
Α’ Και σε με περισσότερο. |
|
Ἰσμήνη | Β’ | |
1005 | ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν, ἄναξ. | Αλλοί κι αλλοί σου, βασιλιά, στις συμφορές. |
Ἀντιγόνη ἰὼ πάντων πολυστονώτατοι. |
Α’ Αλλοί καί συ, πολύκλαυτε χίλιες φορές. |
|
Ἰσμήνη ἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ. |
Β’ Ωϊμέ, που ετυφλωθήκετε απ' των θεών τη βλάβη. |
|
Ἀντιγόνη ἰὼ ἰώ, ποῦ σφε θήσομεν χθονός; |
Α’ Ωϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη. |
|
Ἰσμήνη ἰώ, ὅπου <᾽στι> τιμιώτατον. |
Β’ Σε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο; |
|
Ἀντιγόνη | Α’ | |
1010 | ἰὼ ἰώ, πῆμα πατρὶ πάρευνον. | Ω μνήμα, στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο! |