[ Πρόλογος ] | [ Διάρθρωση ] | [ Α' Επεισόδιο ] |
μετάφραση: Ι. Γρυπάρη
Χορός | Χορός | |
128β | μηδὲν φοβηθῇς· φιλία
γὰρ ἅδε τάξις πτερύγων θοαῖς ἁμίλλαις προσέβα |
Μη
φοβηθείς ολότελα· φίλοι 'μαστε που ερχόμαστε
σ' αυτό το βράχο, η συντροφιά μας, με τις διπλογοργόστροφες πετώντας τις φτερούγες μας. |
130 | τόνδε πάγον,
πατρῴας
μόγις παρειποῦσα φρένας. κραιπνοφόροι δέ μ᾽ ἔπεμψαν αὖραι· κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος |
Μόλις
και καταφέραμε τη γνώμη του πατέρα μας
και κατά δω το φύσημα τ' ανέμου μας προβόδησε· γιατί ως τα βάθη της σπηλιάς αχός σα βρόντημα βαριάς |
130β | διῇξεν ἄντρων
μυχόν, ἐκ
δ᾽ ἔπληξέ μου τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ· |
επέρασε
και μ' έκαμε να ξιπαστώ
και κατά μέρος τη δειλή αφήνοντας τη συστολή |
135 | σύθην δ᾽ ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ. | εχίμησα ανυπόδετη με το άρμα φτερωτό. |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
αἰαῖ αἰαῖ,
τῆς πολυτέκνου Τηθύος ἔκγονα, τοῦ περὶ πᾶσάν θ᾽ εἱλισσομένου χθόν᾽ ἀκοιμήτῳ ῥεύματι παῖδες |
Οϊμένανε,
οϊμέ!
Της πολύτεκνης κόρες Τηθύας και που σ' όλη τη γη περιτρόγυρα με τ' ακοίμητο ρέμα του στρέφεται |
|
140 | πατρὸς, Ὠκεανοῦ,
δέρχθητ᾽, ἐσίδεσθ᾽ οἵῳ δεσμῷ, προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις |
του
πατέρα Ωκεανού θυγατέρες,
με τι δέσιμο ιδείτε, κοιτάξετε, καρφωμένος σε τούτης της φάραγγας τα ψηλά τα γκρεμνά, |
143β | φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω. | φρουρά αζήλευτη θενά φυλάξω! |
Χορός | Χορός | |
λεύσσω, Προμηθεῦ· φοβερὰ | Τα βλέπω, Προμηθέα, κι εμπρός στα μάτια μου έτσι απλώθηκε | |
145 | δ᾽ ἐμοῖσιν ὄσσοις
ὀμίχλα
προσῇξε πλήρης δακρύων σὸν δέμας εἰσιδούσᾳ πέτραις προσαυαινόμενον ταῖσδ᾽ ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις. νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ᾽, Ὀλύμπου· νεοχμοῖς |
μια
καταχνιά θολή, γιομάτη
με δάκρυα, που είδα πως σ' αυτόν απάνω τον ξερόβραχο ξεραίνεται το σώμα σου σφιχταλυσοπερίπλεχτο μες σε πεδούκλια ατσάλινα, π' αλύπητα το φτείρουνε. Γιατί καινούργιοι κυβερνούν θεοί το δοιάκι τ' ουρανού· κι ο Δίας που εξουσιάζει τώρα δυνατά, |
150 | δὲ δὴ νόμοις
Ζεὺς ἀθέτως κρατύνει.
τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀιστοῖ. |
με
νέους νόμους τους παλιούς
αντικατάστησε θεσμούς, κι όσες δυνάμεις ήταν πριν, τώρα ποδοπατά. |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
εἰ γάρ μ᾽ ὑπὸ
γῆν νέρθεν θ᾽ Ἅιδου
τοῦ νεκροδέγμονος εἰς ἀπέρατον Τάρταρον ἧκεν, |
Μα
είθε κάτω απ' τη γη, και πιο κάτω
κι απ' τον Άδην ακόμη τον άραχλο στον απέραντο Τάρταρο μ' έστελνε |
|
155 | δεσμοῖς ἀλύτοις
ἀγρίως πελάσας,
ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ᾽ ἐπεγήθει. νῦν δ᾽ αἰθέριον κίνυγμ᾽ ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα. |
σκληρά
μ' άλυτα σίδερα ζώνοντας,
για να μην εγελούσαν τουλάχιστο ή θεός ή όποιος άλλος στα πάθη μου. Ενώ τώρα σαν ξέφαντο σκιάχτρο τραβώ μ' όσα να χαίρονται οι εχθροί μου. |
Χορός | Χορός | |
160 | τίς ὧδε τλησικάρδιος
θεῶν, ὅτῳ τάδ᾽ ἐπιχαρῆ; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, δίχα γε Διός; ὁ δ᾽ ἐπικότως ἀεὶ θέμενος ἄγναμπτον νόον |
Ποιος
έχει απ' τους θεούς τόσο σκληρή καρδιά,
που με τα πάθη αυτά σου να γελά; Τα βάσανα σου ποιος δε συμπονεί; έξω απ' το Δία, γιατ' αυτός μ' οργή παντοτινή και με τη γνώμη του που δεν αλλάζει |
165 | δάμναται Οὐρανίαν
γένναν, οὐδὲ λήξει, πρὶν ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ ἢ παλάμᾳ τινὶ τὰν δυσάλωτον ἕλῃ τις ἀρχάν. |
τη
γέννα τ' Ουρανού δαμάζει·
και δε θα σταματήσει πριν ή την καρδιά του χορτάσει, ή μ' όποιον τρόπο την αρχή κανείς την άπαρτη του αρπάοει. |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
ἦ μὴν ἔτ᾽ ἐμοῦ,
καίπερ κρατεραῖς
ἐν γυιοπέδαις αἰκιζομένου, |
Όμως
έγνοια του, κι αν σε σκληρότατα
χεροπέδουκλα εγώ βασανίζομαι, |
|
170 | χρείαν ἕξει
μακάρων πρύτανις,
δεῖξαι τὸ νέον βούλευμ᾽ ὑφ᾽ ὅτου σκῆπτρον τιμάς τ᾽ ἀποσυλᾶται. καί μ᾽ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει, στερεάς τ᾽ |
την
ανάγκη μου ακόμα θα λάβει
των μακάρων ο Πρύτανης, να του πω την καινούργια βουλή, πως θα χάσει εξουσία και θρόνο. Μα όλες τότε οι γητειές οι μελίγλωσσες |
175 | οὔποτ᾽ ἀπειλὰς
πτήξας τόδ᾽ ἐγὼ
καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐξ ἀγρίων δεσμῶν χαλάσῃ ποινάς τε τίνειν τῆσδ᾽ αἰκείας ἐθελήσῃ. |
της
πειθώς δε θα με ξεπλανέψουνε,
μ' ουδέ μπρος σε φοβέρες ζαρώνοντας θα του τη φανερώσω, πριν τ' άδικα μου αφαιρέσει δεσμά, και τις παίδειες μου στρέξει αυτές να πλερώσει |
Χορός | Χορός | |
180 | σὺ μὲν θρασύς
τε καὶ πικραῖς
δύαισιν οὐδὲν ἐπιχαλᾷς, ἄγαν δ᾽ ἐλευθεροστομεῖς. ἐμὰς δὲ φρένας ἐρέθισε διάτορος φόβος· δέδια δ᾽ ἀμφὶ σαῖς τύχαις, |
Μα
είσαι και συ θρασύς και στις πικρές σου
αυτές
τη γνώμη δε λυγάς τις συμφορές. Τη γλώσσα σου καθόλου δεν κρατείς κι εμέ το νου μου ερέθισε φόβος πολύ βαρύς, γιατί μ' αυτά που σου 'τυχαν φοβούμαι και που θα σώσεις, διαλογούμαι, |
185 | πᾷ ποτε τῶνδε
πόνων
χρή σε τέρμα κέλ- σαντ᾽ ἐσιδεῖν· ἀκίχητα γὰρ ἤθεα καὶ κέαρ ἀπαράμυθον ἔχει Κρόνου παῖς. |
να
βρεις λιμάνι μια φορά
στα τωρινά βάσανα σου, γιατ' είναι ασύντυχη η βουλή του Δία κι αμάλαχτη η καρδιά του |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
οἶδ᾽ ὅτι τραχὺς καὶ παρ᾽ ἑαυτῷ | Ξέρ' ότι 'ναι σκληρός και στα χέρια του | |
190 | τὸ δίκαιον ἔχων
Ζεύς. ἀλλ᾽ ἔμπας [ὀίω]
μαλακογνώμων ἔσται ποθ᾽, ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ· τὴν δ᾽ ἀτέραμνον στορέσας ὀργὴν εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα |
πως
το δίκιο κρατεί· μα στοχάζομαι
θα γενεί έναν καιρό μαλακόγνωμος σαν του πέσει η βαριά στο κεφάλι· μα μερώνοντας τότε την άκαμπτη την οργή του σε αγάπης συνταίριασμα |
195 | σπεύδων σπεύδοντί ποθ᾽ ἥξει. | μ' εμέ πρόθυμο πρόθυμα θα 'ρθει. |
[ Πρόλογος ] | [ Διάρθρωση ] | [ Αρχή Σελίδας ] | [ Α' Επεισόδιο ] |