[ Πάροδος ] [ Διάρθρωση ] [ Α' Στάσιμο ]

 

Αἰσχύλου Προμηθεὺς Δεσμώτης

μετάφραση: Ι. Γρυπάρη

Α'     Ε Π Ε Ι Σ Ο Δ Ι Ο

 
  Χορός Χορός
196 πάντ᾽ ἐκκάλυψον καὶ γέγων᾽ ἡμῖν λόγον,
ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ᾽ αἰτιάματι,
οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται·
δίδαξον ἡμᾶς, εἴ τι μὴ βλάπτει λόγῳ.
 
Όλα φανέρωσε μας τα, και ιστόρησε μας,
επάνω σε τι φταίξιμο σε βρήκε ο Δίας
κι έτσι άτιμα κι έτσι πικρά σε βασανίζει·
μάθε κι εμάς - αν δε σου φέρνει βλάβη ο λόγος.
 
  Προμηθεύς
ἀλγεινὰ μέν μοι καὶ λέγειν ἐστὶν τάδε,
Προμηθέας
Και να τα λέω πονώ, μα πάλι να σωπαίνω
200 ἄλγος δὲ σιγᾶν, πανταχῇ δὲ δύσποτμα.
ἐπεὶ τάχιστ᾽ ἤρξαντο δαίμονες χόλου
στάσις τ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο,
οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον,
ὡς Ζεὺς ἀνάσσοι δῆθεν, οἱ δὲ τοὔμπαλιν
πόνος κι αυτός, κι από παντού κακά και μαύρα.
Αμέσως π' αρχινήσανε οι θεοί την έχθρα
κι έπιασε η αμάχη να φουσκώνει ανάμεσα τους
κι άλλοι ζητούσανε να βγάλουν απ' το θρόνο
τον Κρόνο και να πάρει ο Δίας την εξουσία,
205 σπεύδοντες, ὡς Ζεὺς μήποτ᾽ ἄρξειεν θεῶν,
ἐνταῦθ᾽ ἐγὼ τὰ λῷστα βουλεύων πιθεῖν
Τιτᾶνας, Οὐρανοῦ τε καὶ Χθονὸς τέκνα,
οὐκ ἠδυνήθην. αἱμύλας δὲ μηχανὰς
ἀτιμάσαντες καρτεροῖς φρονήμασιν
κι άλλοι το ενάντιο προσπαθούσαν, να μη γίνει
ποτέ του ο Δίας βασιλιάς - εγώ ζητώντας
το συμφερότερο να πείσω τους Τιτάνες,
τους γιους της γης και τ' Ουρανού, δεν μπόρεσα όμως·
γιατί καταφρονώντας τους γλυκούς τους τρόπους,
στου λογισμού τους την αποκοτιά, εθαρρούσαν
210 ᾤοντ᾽ ἀμοχθεὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν·
ἐμοὶ δὲ μήτηρ οὐχ ἅπαξ μόνον Θέμις,
καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία,
τὸ μέλλον κραίνοιτο προυτεθεσπίκει,
ὡς οὐ κατ᾽ ἰσχὺν οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερόν
άκοπα με τη δύναμη τους να νικήσουν.
Μα εμένα μου 'χε η μάνα μου Θέμις και Γαία
(με τα πολλά της μια μορφή τα ονόματα της)
όχι μονάχα μια φορά το προφητέψει,
πως τίποτα δεν είναι με τη βία να γίνει,
215 χρείη, δόλῳ δὲ τοὺς ὑπερσχόντας κρατεῖν.
τοιαῦτ᾽ ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου
οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι τὸ πᾶν.
κράτιστα δή μοι τῶν παρεστώτων τότε
ἐφαίνετ᾽ εἶναι προσλαβόντα μητέρα
μα με το δόλο όποιοι μπορέσουν θα νικήσουν. 
Κι όταν εγώ τους τα 'λεγα και τα εξηγούσα 
ούτε να στρέψουν να με δουν καταδεχτήκαν. 
Το πιο καλό λοιπόν που 'χα να κάμω τότε, 
ήταν να πάω με τη μητέρα και στο Δία 
220 ἑκόνθ᾽ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν.
ἐμαῖς δὲ βουλαῖς Ταρτάρου μελαμβαθὴς
κευθμὼν καλύπτει τὸν παλαιγενῆ Κρόνον
αὐτοῖσι συμμάχοισι. τοιάδ᾽ ἐξ ἐμοῦ
ὁ τῶν θεῶν τύραννος ὠφελημένος
πρόθυμο πρόθυμος κι εγώ να παραστέξω.
Κι είναι δικιά μου συμβουλή που του Ταρτάρου 
ο βαθυσκότεινος κρυψώνας τον σκεπάζει 
τον παμπάλαιο Κρόνο με τους σύμμαχους του. 
Κι όμως ενώ τέτοια καλά είδε από μένα
225 κακαῖσι ποιναῖς ταῖσδὲ μ᾽ ἐξημείψατο.
ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι
νόσημα, τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι.
ὃ δ᾽ οὖν ἐρωτᾶτ᾽, αἰτίαν καθ᾽ ἥντινα
αἰκίζεταί με, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ.
ο άρχοντας των θεών, μ' εξόφλησε με τούτη 
την κακιά πλερωμή, γιατί κατάρα το 'χει 
ο τύραννος να μην πιστεύεται σε φίλους. 
Και τώρα αυτό που με ρωτάτε, για ποια αιτία 
έτσι άτιμα μου φέρνεται, θα σας 'ξηγήσω. 
230 ὅπως τάχιστα τὸν πατρῷον ἐς θρόνον
καθέζετ᾽, εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα
ἄλλοισιν ἄλλα καὶ διεστοιχίζετο
ἀρχήν· βροτῶν δὲ τῶν ταλαιπώρων λόγον
οὐκ ἔσχεν οὐδέν᾽, ἀλλ᾽ ἀιστώσας γένος
Ευτύς που κάθισε στον πατρικό του θρόνο
κι αμέσως στους θεούς τιμές να ορίζει αρχίζει 
άλλες και στον καθένα και να τους μοιράζει 
με τάξη την αρχή, χωρίς όμως καθόλου 
για τους ανθρώπους να γνοιαστεί, μα είχε στο νου του
235 τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον.
καὶ τοῖσιν οὐδεὶς ἀντέβαινε πλὴν ἐμοῦ.
ἐγὼ δ᾽ ἐτόλμησ᾽· ἐξελυσάμην βροτοὺς
τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν.
τῷ τοι τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι,
να τους 'ξοντώσει ολότελα κι άλλους να σπείρει. 
Σ' αυτά δε βρέθηκε κανείς ν' αντιμιλήσει, 
μα εγώ μονάχα ετόλμησα, και τους ανθρώπους 
έσωσα να μην κατεβούν στον Άδη στάχτη. 
Γι' αυτό με τέτοιες συμφορές καταπονιούμαι,
240 πάσχειν μὲν ἀλγειναῖσιν, οἰκτραῖσιν δ᾽ ἰδεῖν·
θνητοὺς δ᾽ ἐν οἴκτῳ προθέμενος, τούτου τυχεῖν
οὐκ ἠξιώθην αὐτός, ἀλλὰ νηλεῶς
ὧδ᾽ ἐρρύθμισμαι, Ζηνὶ δυσκλεὴς θέα.
 
αβάσταγες να τις τραβώ κι άθλιες να βλέπεις.
Κι ενώ όλη τη συμπόνια μου για τους ανθρώπους 
έδειξα εγώ, δεν τ' αξιώθηκα να λάχω 
κι ο ίδιος την όμοια, μα έτσι μ' έχουν διορθώσει 
σκληρά - που ντρόπιασμα άτιμο του Δία να στέκω.
 
  Χορός Χορός
245 σιδηρόφρων τε κἀκ πέτρας εἰργασμένος
ὅστις, Προμηθεῦ, σοῖσιν οὐ συνασχαλᾷ
μόχθοις· ἐγὼ γὰρ οὔτ᾽ ἂν εἰσιδεῖν τάδε
ἔχρῃζον εἰσιδοῦσά τ᾽ ἠλγύνθην κέαρ. 
 
Ατσάλι έχει καρδιά κι από πέτρα πλασμένος
όποιος στα πάθια τα δικά σου Προμηθέα,
δε συμπονά· μα εγώ δε χρειαζόμουν ούτε
να τα 'βλεπα, και ράγισε η καρδιά που τα είδα.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  καὶ μὴν φίλοις <γ᾽ > ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ. 
 
Αλήθεια, ελεεινός οι φίλοι να με βλέπουν.
 
  Χορός Χορός
  μή πού τι προύβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; 
 
Μα πε μου, μην προχώρησες πιο πέρ' ακόμα;
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
250 θνητούς γ᾽ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον. 
 
Τους έπαυσα στα μάτια εμπρός να 'χουν τo χάρο.
 
  Χορός Χορός
  τὸ ποῖον εὑρὼν τῆσδε φάρμακον νόσου; 
 
Ποιο γιατρικό για την αρρώστια αυτή τους βρήκες;
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα. 
 
Τυφλές ελπίδες θρόνιασα μες στην καρδιά τους.
 
  Χορός Χορός
  μέγ᾽ ὠφέλημα τοῦτ᾽ ἐδωρήσω βροτοῖς. 
 
Μεγάλο αυτό στον άνθρωπο χάρισες κέρδος.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  πρὸς τοῖσδε μέντοι πῦρ ἐγώ σφιν ὤπασα. 
 
Μα έξω απ' αυτά και τη φωτιά του 'δωσ' ακόμα.
 
  Χορός Χορός
255 καὶ νῦν φλογωπὸν πῦρ ἔχουσ᾽ ἐφήμεροι;
 
Κι έχουν τη λαμπερή φωτιά οι λιγόζωοι τώρα;
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἀφ᾽ οὗ γε πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας.
 
Όπου πολλές μ' αυτή θα διδαχτούνε τέχνες.
 
  Χορός Χορός
  τοιοῖσδε δή σε Ζεὺς ἐπ᾽ αἰτιάμασιν-- Λοιπόν για τέτοιες αφορμές και σένα ο Δίας -
  Προμηθεύς Προμηθέας
  αἰκίζεταί τε κοὐδαμῇ χαλᾷ κακῶν.
 
Άγρια παιδεύει, κι ούτε λέει για να λουφάξει.
 
  Χορός Χορός
  οὐδ᾽ ἔστιν ἄθλου τέρμα σοι προκείμενον;
 
Κι εμπρός σου τέλος των βασάνων σου δε βλέπεις;
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
260 οὐκ ἄλλο γ᾽ οὐδέν, πλὴν ὅταν κείνῳ δοκῇ.
 
Άλλο κανένα, εκτός όταν αυτός το κρίνει.
 
  Χορός Χορός
  δόξει δὲ πῶς; τίς ἐλπίς; οὐχ ὁρᾷς ὅτι
ἥμαρτες; ὡς δ᾽ ἥμαρτες οὔτ᾽ ἐμοὶ λέγειν
καθ᾽ ἡδονὴν σοί τ᾽ ἄλγος. ἀλλὰ ταῦτα μὲν
μεθῶμεν, ἄθλου δ᾽ ἔκλυσιν ζήτει τινά.
 
Πώς θα το κρίνει; και τι ελπίζεις; δεν το βλέπεις 
πως έφταιξες; κι ότι έφταιξες, ούτε σε μένα 
καρδιά μου κάνει να το λέγω, και σου δίνει 
πόνο και σένα· μ' ας αφήσαμε αυτά τώρα 
κι έλα, κοίτα να βρεις τρόπο για να γλιτώσεις.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
265 ἐλαφρὸν ὅστις πημάτων ἔξω πόδα
ἔχει παραινεῖν νουθετεῖν τε τὸν κακῶς
πράσσοντ᾽· ἐγὼ δὲ ταῦθ᾽ ἅπαντ᾽ ἠπιστάμην.
ἑκὼν ἑκὼν ἥμαρτον, οὐκ ἀρνήσομαι·
θνητοῖς ἀρήγων αὐτὸς ηὑρόμην πόνους.
 
Εύκολο είναι για κείνον που 'χει όξω το πόδι
απ' τα δεινά, να δίνει συμβουλές κι ορμήνειες
στο δυστυχή· μα εγώ τα γνώριζα όλα τούτα·
Ήθελα κι έφταιξα - ήθελα! και δεν τ' αρνιούμαι·
για να βοηθήσω τους θνητούς, βρήκα εγώ πόνους
270 οὐ μήν τι ποιναῖς γ᾽ ᾠόμην τοίαισί με
κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις πεδαρσίοις,
τυχόντ᾽ ἐρήμου τοῦδ᾽ ἀγείτονος πάγου.
καί μοι τὰ μὲν παρόντα μὴ δύρεσθ᾽ ἄχη,
πέδοι δὲ βᾶσαι τὰς προσερπούσας τύχας
και πάθια· μα δεν το 'λπιζα με τέτοιες παίδειες
πάνω σε γκρίφια ουρανοκρέμαστα να λιώσω
του έρημου αυτού κι απόκοσμου που 'λαχα βράχου.
Μα έτσι τα τωρινά μη μου θρηνείτε πάθη
κι ελάτε κάτω εδώ ν' ακούσετε την τύχη
275 ἀκούσαθ᾽, ὡς μάθητε διὰ τέλους τὸ πᾶν.
πίθεσθέ μοι πίθεσθε, συμπονήσατε
τῷ νῦν μογοῦντι. ταὐτά τοι πλανωμένη
πρὸς ἄλλοτ᾽ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει.
 
που με προσμένει κι όλα μάθετε ως το τέλος.
Μη μου αρνηθείτε ό,τι ζητώ κι ελεηθείτε
έναν που πάσχει· η συμφορά όμοια γυρνώντας
πότε στον ένα κάθεται, πότε στον άλλο.
 
  Χορός Χορός
  οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώυξας Με τη γνώμη μας ήταν το κάλεσμα,
280 τοῦτο, Προμηθεῦ.
καὶ νῦν ἐλαφρῷ ποδὶ κραιπνόσυτον
θᾶκον προλιποῦσ᾽, αἰθέρα θ᾽ ἁγνὸν
πόρον οἰωνῶν, ὀκριοέσσῃ
χθονὶ τῇδε πελῶ, τοὺς σοὺς δὲ πόνους
Προμηθέα, που μας έκαμες·
και με πόδι ελαφρό τώρ' αφήνοντας
το γοργόδρομο θρόνο μας
και τον πάναγνο αιθέρα, το πέραμα
των πουλιών, στην απόκρημνη
θα πεζέψω αυτή γης, για ν' ακούσω
285 χρῄζω διὰ παντὸς ἀκοῦσαι.
 
πέρα ως πέρα τους πόνους σου.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  ἥκω δολιχῆς τέρμα κελεύθου
διαμειψάμενος πρὸς σέ, Προμηθεῦ,
τὸν πτερυγωκῆ τόνδ᾽ οἰωνὸν
γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων·
Μακρινή πήρα στράτα και ξάκρισα
και σε σένα εδώ έφτασα, 
Προμηθέα, κυβερνώντας με νόημα
και χωρίς χαλινάρια
290 ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσθι, συναλγῶ.
τὸ τε γάρ με, δοκῶ, συγγενὲς οὕτως
ἐσαναγκάζει,
χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ
μείζονα μοῖραν νείμαιμ᾽ ἢ σοί.
το γοργόφτερο τούτο πετούμενο.
Γνώριζε το, συμπάσχω στα πάθη σου,
γιατί βέβαια πρώτα η συγγένεια
μ' αναγκάζει, μα κι έξω απ' αυτή
κανέν' άλλο σε μοίρα καλύτερη
από σε δε θα βάλω.
295 γνώσῃ δὲ τάδ᾽ ὡς ἔτυμ᾽, οὐδὲ μάτην
χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι· φέρε γὰρ
σήμαιν᾽ ὅ τι χρή σοι συμπράσσειν·
οὐ γάρ ποτ᾽ ἐρεῖς ὡς Ὠκεανοῦ
φίλος ἐστὶ βεβαιότερός σοι.
 
Θα το δεις και μονάχος σου, μάταια
πως δεν το 'χω να λέω γλυκόλογα·
κι έλα, πε μου, τι πρέπει να κάνομε,
γιατί φίλο πως έχεις ποτέ δε θα πεις
από μένα πιο βέβαιο, τον Ωκεανό.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
300 ἔα· τί χρῆμα λεύσσω; καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν
ἥκεις ἐπόπτης; πῶς ἐτόλμησας, λιπὼν
ἐπώνυμόν τε ῥεῦμα καὶ πετρηρεφῆ
αὐτόκτιτ᾽ ἄντρα, τὴν σιδηρομήτορα
ἐλθεῖν ἐς αἶαν; ἦ θεωρήσων τύχας
Α! τι 'ναι τούτο; και λοιπόν και συ έχεις έρθει 
τα πάθη μου να δεις; πώς τόλμησες ν' αφήσεις 
τ' ομώνυμο σου ρέμα και τα θολωτά σου 
τ' ατόφια σπήλια, στη σιδερομάνα ετούτη
για να 'ρθεις γη; κι έφτασες για να δεις αλήθεια
305 ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς;
δέρκου θέαμα, τόνδε τὸν Διὸς φίλον,
τὸν συγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα,
οἵαις ὑπ᾽ αὐτοῦ πημοναῖσι κάμπτομαι.
 
τα πάθη και τη μοίρα μου να συμπονέσεις;
Να, βλέπε φρίκη! αυτόν του Δία το φίλο, που είχε
μαζί ενεργήσει ν' ανεβεί στην εξουσία, 
με τι τρόπο παιδεύομαι τώρ' απ' τον ίδιο.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  ὁρῶ, Προμηθεῦ, καὶ παραινέσαι γέ σοι Τα βλέπω, ναι, και θέλω, αν και γνωρίζω πόσον
310 θέλω τὰ λῷστα, καίπερ ὄντι ποικίλῳ.
γίγνωσκε σαυτὸν καὶ μεθάρμοσαι τρόπους
νέους· νέος γὰρ καὶ τύραννος ἐν θεοῖς.
εἰ δ᾽ ὧδε τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους
ῥίψεις, τάχ᾽ ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω
είσαι σοφός, μια καλή γνώμη να σου δώσω· 
Τον εαυτό σου γνώρισε κι άλλαξε τρόπους 
σύμφωνους με τους νέους καιρούς, αφού και νέος 
άρχοντας μέσα στους θεούς ορίζει τώρα. 
Μ' αν θέλεις έτσι απόκοτα και τραχιά λόγια 
να ρίχτεις, όσο κι αν ψηλά θρονιάζει ο Δίας,
315 θακῶν κλύοι Ζεύς, ὥστε σοι τὸν νῦν ὄχλον
παρόντα μόχθων παιδιὰν εἶναι δοκεῖν.
ἀλλ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες,
ζήτει δὲ τῶνδε πημάτων ἀπαλλαγάς.
ἀρχαῖ᾽ ἴσως σοι φαίνομαι λέγειν τάδε·
πάντα θα σ' άκουγε, ώστε αυτά που απ' την οργή του
τώρα τραβάς, να φαίνονται παιχνίδι, αλήθεια. 
Μ' άφησε πια, ταλαίπωρε, τη γνώμη που 'χεις 
και κοίτ' απ' τα δεινά σου αυτά πώς να γλιτώσεις. 
Ίσως παλαιικά σου φαίνονται όσα λέγω,
320 τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου
γλώσσης, Προμηθεῦ, τἀπίχειρα γίγνεται.
σὺ δ᾽ οὐδέπω ταπεινὸς οὐδ᾽ εἴκεις κακοῖς,
πρὸς τοῖς παροῦσι δ᾽ ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις.
οὔκουν ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ
όμως, να, και τα επίχειρα ποια 'ναι της γλώσσας, 
που τα πολύ περήφανα τα λόγια ξέρει. 
Και συ ποτέ σου ταπεινός, ουδέ λυγίζεις 
στις συμφορές, μα ζητάς κι άλλες να προσθέσεις 
στις τωρινές· μ' αν θ' άκουγες τις συμβουλές μου,
325 πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῖς, ὁρῶν ὅτι
τραχὺς μόναρχος οὐδ᾽ ὑπεύθυνος κρατεῖ.
καὶ νῦν ἐγὼ μὲν εἶμι καὶ πειράσομαι
ἐὰν δύνωμαι τῶνδέ σ᾽ ἐκλῦσαι πόνων.
σὺ δ᾽ ἡσύχαζε μηδ᾽ ἄγαν λαβροστόμει.
στα κέντρα δε θα λάχτιζες, αφού το βλέπεις
πως είν' τραχύς και ανεύθυνος ο νέος μονάρχης. 
Τώρα πηγαίνω εγώ και θα κοιτάξω αν είναι τρόπος 
απ' τα δεινά σου αυτά να σε γλιτώσω. 
Μα ησύχαζε και τα πολλά τα λόγια ας λείπουν.
330 ἢ οὐκ οἶσθ᾽ ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων ὅτι
γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται;
 
Ή δεν το ξέρεις, μ' όλη τη σοφία την τόση, 
πως γλώσσα αστόχαστη ζημιά δική της φέρνει;
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ζηλῶ σ᾽ ὁθούνεκ᾽ ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς
τούτων μετασχεῖν καὶ τετολμηκὼς ἐμοί.
καὶ νῦν ἔασον μηδέ σοι μελησάτω.
Σε ζηλεύω που βρίσκεσαι έξω από αιτία,
μόλο που τόλμησες να λάβεις σ' όλα μέρος.
Μ' άφησ' με τώρα κι έγνοια σου από μένα· εκείνου
τη γνώμη βέβαια δε γυρνάς, γιατί δεν έχει
335 πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν· οὐ γὰρ εὐπιθής.
πάπταινε δ᾽ αὐτὸς μή τι πημανθῇς ὁδῷ.
 
εύκολο τόσο αυτί· μόν' κοίταξε μην πάθεις
κι ο ίδιος τίποτε κακό απ' αυτό δρόμο.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  πολλῷ γ᾽ ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς
ἢ σαυτόν· ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι.
Είσαι, καθώς φως φανερό μου τ' αποδείχνεις, 
άλλους πολύ αξιότερους σοφούς να κάνεις
340 ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς.
αὐχῶ γὰρ αὐχῶ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ
δώσειν Δί᾽, ὥστε τῶνδέ σ᾽ ἐκλῦσαι πόνων.
 
παρά τον εαυτό σου· μα μη μου αντικόβεις 
το δρόμο που ξεκίνησα, γιατί το λέω 
και το καυχιούμαι, πως αυτό το δώρο εμένα 
θα κάμει ο Δίας κι απ' τα δεσμά θενά σε λύσει.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τὰ μὲν σ᾽ ἐπαινῶ κοὐδαμῇ λήξω ποτέ· Χάρη σου το χρωστώ και δε θα την ξεχάσω
343β προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις. ἀτὰρ
μηδὲν πόνει. μάτην γὰρ οὐδὲν ὠφελῶν
όλη την τόση προθυμία που δείχνεις· όμως
μην κοπιάζεις, γιατί ανώφελα θα πάνε
345 ἐμοὶ πονήσεις, εἴ τι καὶ πονεῖν θέλεις.
ἀλλ᾽ ἡσύχαζε σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων·
ἐγὼ γὰρ οὐκ, εἰ δυστυχῶ, τοῦδ᾽ εἵνεκα
θέλοιμ᾽ ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν.
οὐ δῆτ᾽ ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τύχαι
για μένα οι κόποι σου, αν σκοπό το 'χεις κι αλήθεια·
Κάθου ήσυχος λοιπόν κι έξω απ' αυτά τραβήξου, 
γιατί, αν εμένα ώρα κακιά με ήβρε, ποτέ μου 
δε θα 'θελα 'ξαιτίας μου να πάθουν κι άλλοι. 
Όχι· με φτάνει κι όσο τ' αδελφού μου η μοίρα
350 τείρουσ᾽ Ἄτλαντος, ὃς πρὸς ἑσπέρους τόπους
ἕστηκε κίον᾽ οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς
ὤμοις ἐρείδων, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον.
τὸν γηγενῆ τε Κιλικίων οἰκήτορα
ἄντρων ἰδὼν ᾤκτιρα, δάιον τέρας
του Άτλαντα με πονεί, που στους Εσπέριους τόπους 
στέκει στηρίζοντας στους ώμους την κολόνα 
τ' ουρανού και της γης - κακοβάσταγο βάρος. 
Κι ακόμα είδα και πόνεσα της Γαίας το θρέμμα 
που 'χε μονιά του τις σπηλιές της Κιλικίας,
355 ἑκατογκάρανον πρὸς βίαν χειρούμενον
Τυφῶνα θοῦρον· πᾶσιν [ὅς] ἀντέστη θεοῖς,
σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόβον·
ἐξ ὀμμάτων δ᾽ ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας,
ὡς τὴν Διὸς τυραννίδ᾽ ἐκπέρσων βίᾳ·
το γαύρο μ' εκατό κεφάλια τον Τυφώνα, 
τέρας φριχτό, να τον δαμάζει η βία· κι είχε
κεφάλι σ' όλους τους θεούς σηκώσει ενάντια, 
σφυρίζοντας με τ' άγρια του σαγόνια τρόμο 
κι από τα μάτια του άστραφτε γοργόνειες φλόγες, 
που 'θελ' από το θρόνο του το Δία να ρίξει·
360 ἀλλ᾽ ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς ἄγρυπνον βέλος,
καταιβάτης κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα,
ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων
κομπασμάτων. φρένας γὰρ εἰς αὐτὰς τυπεὶς
ἐφεψαλώθη κἀξεβροντήθη σθένος.
μα ήρθεν επάνω του άγρυπνο του Δία το βέλος 
ο κατεβάτης κεραυνός, φωτιά και λάβρα, 
που από τις μεγαλόστομες τις κομποφάνειες 
τον τράνταξε κι ίσα στο ψυχικό βαρώντας 
στάχτη θρύψαλα βρόντησε τη δύναμη του.
365 καὶ νῦν ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας
κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου
ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο·
κορυφαῖς δ᾽ ἐν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ
Ἥφαιστος· ἔνθεν ἐκραγήσονταί ποτε
Και τώρα ανώφελο κορμί παραριγμένο 
κοντά σ' ένα της θάλασσας στενό θαμμένος 
κάτω απ' το βάρος κείτεται βαθιά της Αίτνας 
και στις κορφές της κάθεται σφυροκοπώντας 
ο Ήφαιστος μύδρους, που από κει φωτιάς μια μέρα
370 ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ἀγρίαις γνάθοις
τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας·
τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον
θερμοῖς ἀπλάτου βέλεσι πυρπνόου ζάλης,
καίπερ κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος.
θα ξεχυθούνε ποταμοί, μ' άγριες σαγόνες 
της Σικελίας σπαράζοντας τους πλούσιους κάμπους· 
τέτοιο ο Τυφώνας μάνισμα θενά ξεβράσει
με καυτά ρέματα άσμιχτης πύρινης μπόρας, 
αν κι απ' του Δία τον κεραυνό καρβουνωμένος.
375 σὺ δ᾽ οὐκ ἄπειρος, οὐδ᾽ ἐμοῦ διδασκάλου
χρῄζεις· σεαυτὸν σῷζ᾽ ὅπως ἐπίστασαι·
ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην,
ἔστ᾽ ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου.
 
Μα εσύ έχεις κρίση κι από με δεν περιμένεις 
να σε διδάξω· όπως μπορείς να σωθείς κοίτα· 
κι εγώ τη μοίρα αυτή που με ήβρε θα υποφέρω 
ώσπου η οργή μες στην καρδιά του Δία να πέσει.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  οὔκουν, Προμηθεῦ, τοῦτο γιγνώσκεις, ὅτι Μα δεν το ξέρεις, Προμηθέα, κι αυτό: πως είναι
380 ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι;
 
γιατρός τα λόγια πάνω στης οργής τη βράση;
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἐάν τις ἐν καιρῷ γε μαλθάσσῃ κέαρ
καὶ μὴ σφριγῶντα θυμὸν ἰσχναίνῃ βίᾳ.
 
Όταν στην ώρα την πληγή κανείς μαλάζει
κι όχι να τη ζουλά σκληρά στο φόρμισμά της.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  ἐν τῷ προθυμεῖσθαι δὲ καὶ τολμᾶν τίνα
ὁρᾷς ἐνοῦσαν ζημίαν; δίδασκέ με.
 
Κι όταν ένας τολμά το ζήλο του να δείξει, 
ποια ζημιά βλέπεις; μάθε μου και με να ξέρω.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
385 μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ᾽ εὐηθίαν.
 
Περιττό βλέπω κόπο κι άμυαλη ελαφρότη.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  ἔα με τῇδε τῇ νόσῳ νοσεῖν, ἐπεὶ
κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ φρονεῖν δοκεῖν.
 
Άφησ' με στην αρρώστια αυτή, γιατί 'ναι κέρδος 
σωστά να κρίνεις κι άλλος γι' άμυαλο να σ' έχει.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἐμὸν δοκήσει τἀμπλάκημ᾽ εἶναι τόδε.
 
Δικό μου θα φανεί το αμάρτημα αυτό να είναι.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  σαφῶς μ᾽ ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν.
 
Βλέπω, με στέλνει ο λόγος σου από κείθε πού 'ρθα.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
390 μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάλῃ.
 
Μην τύχει κι η συμπόνια μου σ' έχθρα σε ρίξει.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  ἦ τῷ νέον θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας;
 
Τάχα του παντοδύναμου του νέου κυρίου;
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τούτου φυλάσσου μή ποτ᾽ ἀχθεσθῇ κέαρ.
 
Αυτόν φυλάγου, μήπως σου οργιστεί ποτέ του.
 
  Ὠκεανός Ωκεανός
  ἡ σή, Προμηθεῦ, συμφορὰ διδάσκαλος.
 
Δάσκαλο τη δική σου συμφορά θενά 'χω.
 
  Προμηθεύς Προμηθέας
  στέλλου, κομίζου, σῷζε τὸν παρόντα νοῦν.
 
Πήγαινε, τράβα· φύλαγε τη γνώση που 'χεις.
 
395 Ὠκεανός
ὁρμωμένῳ μοι τόνδ᾽ ἐθώυξας λόγον.
λευρὸν γὰρ οἷμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς
τετρασκελὴς οἰωνός· ἄσμενος δέ τἂν
σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι κάμψειεν γόνυ.
Ωκεανός
Με βρίσκει ο λόγος σου έτοιμο να ξεκινήσω, 
γιατί και το τετράποδο πουλί αναδεύει 
στον πλατύ αιθέρα τα φτερά, που με χαρά του 
στα δικά του παχνιά θα λύγιζε τα γόνα.
     
     

 
 
 
 
[ Πάροδος ] [ Αρχή Σελίδας ] [ Διάρθρωση ] [ Α' Στάσιμο ]


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Σεπτέμβριος 2000, Οκτώβριος 2001