[ Α' Επεισόδιο ] | [ Διάρθρωση ] | [ B' Επεισόδιο ] |
μετάφραση: Ι. Γρυπάρη
Χορός | Χορός | |
στένω σε τᾶς οὐλομένας τύχας, Προμηθεῦ· | Προμηθέα, την ασύντυχη | |
400 | δακρυσίστακτα
δ᾽ ἀπ᾽ ὄσσων
ῥαδινὰν λειβομένα ῥέος παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς· ἀμέγαρτα γὰρ τάδε Ζεὺς ἰδίοις νόμοις κρατύνων |
μοίρ' αυτή σου
θρηνώ
κι απ' τα μάτια μου αβάοτηγο βρύση τρέχει και την όψη μου βρέχει δάκρυ θερμό. Γιατ' ο Δίας με νόμους δικούς του σκληρά κι άθεα αυτά κυβερνά |
405 | ὑπερήφανον θεοῖς
τοῖς
πάρος ἐνδείκνυσιν αἰχμάν. πρόπασα δ᾽ ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, μεγαλοσχήμονά ἀρχαι- οπρεπῆ < > στένουσι τὰν σὰν |
και στους πριν
τους θεούς με περήφανο χέρι
ακουμπάει στο λαιμό τους μαχαίρι. Πέρα και πέρ' αντηχάει και περνά πάσα χώρα οδυρμός, κι όλα τώρα θρηνούν τη δική σου και των δυο σου αδερφών |
410 | ξυνομαιμόνων
τε τιμάν,
ὁπόσοι τ᾽ ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος νέμονται, μεγαλοστόνοισι σοῖς πή- μασι συγκάμνουσι θνατοί. |
μεγαλόσχημη
αρχαιόπρεπη τιμή.
Κι όσοι θνητοί κατοικούν την αγία πλατιά Ανατολή συμπονούν τα δικά σου βαριόμοιρα πάθη. |
415 | Κολχίδος τε γᾶς
ἔνοικοι
παρθένοι, μάχας ἄτρεστοι, καὶ Σκύθης ὅμιλος, οἳ γᾶς ἔσχατον τόπον ἀμφὶ Μαι- ῶτιν ἔχουσι λίμναν, |
Και μαζί της
Κολχίδος οι ατρόμαχτες
στους πολέμους παρθένες, κι οι ορδές των Σκυθών, που στην άκρη της γης κάθονται γύρω στη Μαιώηδα λίμνη, |
420 | Ἀραβίας τ᾽ ἄρειον
ἄνθος,
ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται, δάιος στρατός, ὀξυπρῴ- ροισι βρέμων ἐν αἰχμαῖς. |
Και της Άριας
ο άρειος(1) ο ανθός
που κρατούν το ψηλόγκρεμνο κάστρο κοντά στου Καυκάσου τα μέρη και φρουμάζουν(2), τρομάρα στρατός, μ' αθερόκοψες σπάθες στο χέρι. |
425 | [μόνον δὴ πρόσθεν
ἄλλον ἐν πόνοις
δαμέντ᾽ ἀδαμαντοδέτοις Τιτᾶνα λύμαις εἰσιδόμαν, θεόν, Ἄτλαντος [αἰὲν]; ὑπέροχον σθένος κραταιόν, <ὃς> οὐράνιόν [τε] πόλον |
[Ένα μόνον ως
τώρα έχω γνωρίσει
θεόν άλλο, που τέτοιο μαρτύριο άγριο με πεδούκλια ατσαλένια δαμάζει, τον Τιτάνα τον Άτλαντα - ω πόνοι! που όλο πάντα το βάρος της γης |
430 | νώτοις <στέγων> ὑποστενάζει.] | και τ' ουράνιου
του θόλου σηκώνει
και βουβά 'ναστενάζει.] |
βοᾷ δὲ πόντιος
κλύδων
ξυμπίτνων, στένει βυθός, κελαινὸς δ᾽ Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς, παγαί θ᾽ ἁγνορύτων ποταμῶν |
Και συμπονώντας
ο πόντος βογκά,
στενάζει ο βυθός, κρυφανταριάζουν βαθιά τα μαύρα της γης καταχθόνια και με τ' αγνά ρέματα τους θρηνούν των ποταμών οι πηγές |
|
435 | στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν. | στου φριχτού μαρτυρίου αού την ψυχοπόνια. |
Σημειώσεις: (1) άρειος: πολεμικός, που εμπνέει ο Άρης (2) φρουμάζω: χλιμιντρίζω σαν άλογο |
[ Α' Επεισόδιο ] | [ Διάρθρωση ] | [ Αρχή Σελίδας ] | [ Β' Επεισόδιο ] |