[ Α' Στάσιμο ] | [ Διάρθρωση ] | [ B' Στάσιμο ] |
μετάφραση: Ι. Γρυπάρη
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
μή τοι χλιδῇ
δοκεῖτε μηδ᾽ αὐθαδίᾳ
σιγᾶν με· συννοίᾳ δὲ δάπτομαι κέαρ, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον. καίτοι θεοῖσι τοῖς νέοις τούτοις γέρα |
Μην το θαρρείτε
ξιπασιά μου ή περηφάνια
που δε μιλώ· μες στη βουβή τη συλλογή μου σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια. Κι όμως, στο βάθος, σε ποιον άλλο παρά εμένα |
|
440 | τίς ἄλλος ἢ
᾽γὼ παντελῶς διώρισεν;
ἀλλ᾽ αὐτὰ σιγῶ· καὶ γὰρ εἰδυίαισιν ἂν ὑμῖν λέγοιμι· τἀν βροτοῖς δὲ πήματα ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους. |
χρωστούνε οι
νέοι αυτοί θεοί τις τιμές που 'χουν;
Μ' αυτά τ' αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω λόγο, γιατί τα ξέρετε· τώρα τα πάθη των ανθρώπων ν' ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες· |
445 | λέξω δέ, μέμψιν
οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων,
ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽ εὔνοιαν ἐξηγούμενος· |
κι όχι παράπονο
μ' αυτούς πως έχω, μόνο
για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου. |
οἳ πρῶτα μὲν
βλέποντες ἔβλεπον μάτην,
κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσι τὸν μακρὸν βίον |
Και λοιπόν πρώτα
βλέπαν και του κάκου έβλεπαν, άκουγαν και
δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων
μορφές σ' όλο το μάκρος της ζωής τους όλα |
|
450 | ἔφυρον εἰκῇ
πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς
δόμους προσείλους, ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν· κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις. ἦν δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ |
τα πάντα έτσι
ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε
πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε τα ξύλα να δουλέυουν, μα σ' ανήλια σπήλια χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ' αχαμνά μερμήγκια. Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι, |
455 | οὔτ᾽ ἀνθεμώδους
ἦρος οὔτε καρπίμου
θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις. |
ούτε ανθοφόρας
άνοιξης, ούτε του θέρους
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορευόνταν με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις. |
καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων, | Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, | |
460 | ἐξηῦρον αὐτοῖς,
γραμμάτων τε συνθέσεις,
μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην. κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα σάγμασὶν θ᾽, ὅπως θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων |
και των γραμμάτων
τα συνθέματα τους βρήκα,
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες. Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα κάτω από ζεύγλες(1) και σαμάρια, για να παίρνουν τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου. |
465 | γένοινθ᾽, ὑφ᾽
ἅρμα τ᾽ ἤγαγον φιληνίους
ἵππους, ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς. θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα. |
Κι έδεσα χαλινόστεργα(2)
τ' άλογα στο άρμα,
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι· και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος πάρεξ εγώ λινόφτερα(3) του ναύτη αμάξια. |
τοιαῦτα μηχανήματ᾽ ἐξευρὼν τάλας | Μα ο άμοιρος! ενώ ήβρα τέτοιες σοφές τέχνες | |
470 | βροτοῖσιν, αὐτὸς
οὐκ ἔχω σόφισμ᾽ ὅτῳ
τῆς νῦν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ. |
για τους ανθρώπους,
τίποτα για με τον ίδιο
δεν έχω να σωθώ απ' αυτές τις συμφορές μου. |
Χορός | Χορός | |
πέπονθας αἰκὲς
πῆμ᾽· ἀποσφαλεὶς φρενῶν
πλανᾷ, κακὸς δ᾽ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις |
Δε σου 'πρεπε
αυτό που 'παθες· έξω απ' το νου
σου παραστρατείς και σαν κακός γιατρός, που πέσει σ' αρρώστια, τα 'χασες και συ και δε γνωρίζεις |
|
475 | εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος. | ποια φάρμακα να γιατρευτείς έχεις ανάγκη. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τὰ λοιπά μου
κλύουσα θαυμάσῃ πλέον,
οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην. τὸ μὲν μέγιστον, εἴ τις ἐς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀλέξημ᾽ οὐδέν, οὔτε βρώσιμον, |
Τ' άλλα ν' ακούσεις
πιότερο θενά θαυμάσεις,
τι μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες· κι η πιο μεγάλη - που αν κανείς ήθε αρρωστήσει, δεν είχε αντίδοτο κανένα, ούτε να πάρει, |
|
480 | οὐ χριστόν, οὐδὲ
πιστόν, ἀλλὰ φαρμάκων
χρείᾳ κατεσκέλλοντο, πρίν γ᾽ ἐγώ σφισιν ἔδειξα κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων, αἷς τὰς ἁπάσας ἐξαμύνονται νόσους. τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, |
ούτε να πιει,
ούτε αλειφτεί, και μαραινόταν
έτσι με δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι έδειξα τ' ανεκάτωμα λογής φαρμάκων την πάσ' αρρώστια τους μ' αυτά να πολεμούνε. Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους |
485 | κἄκρινα πρῶτος
ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ
ὕπαρ γενέσθαι, κληδόνας τε δυσκρίτους ἐγνώρισ᾽ αὐτοῖς ἐνοδίους τε συμβόλους· γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισ᾽, οἵτινές τε δεξιοὶ φύσιν |
κι έκρινα πρώτος,
απ' τα ονείρατα ποια πρέπει
να βγουν αλήθεια, και τους έμαθα να κρίνουν τ' αρπαχτά λόγια και τις συντυχιές του δρόμου. Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων όρισα καθαρά, ποια είναι δεξιά σημάδια |
490 | εὐωνύμους τε,
καὶ δίαιταν ἥντινα
ἔχουσ᾽ ἕκαστοι, καὶ πρὸς ἀλλήλους τίνες ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι· σπλάγχνων τε λειότητα, καὶ χροιὰν τίνα ἔχουσ᾽ ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν |
και ποια ζερβά,
καθώς και τις συνήθειες που 'χουν,
τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά(4) τους. Εγώ, και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να 'ναι, τι χρώμα να 'χουν για ν' αρέσουν στους θεούς τους |
495 | χολή, λοβοῦ τε
ποικίλην εὐμορφίαν.
κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ καὶ μακρὰν ὀσφῦν πυρώσας δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς, καὶ φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα, πρόσθεν ὄντ᾽ ἐπάργεμα. |
και της χολής
και του λοβού(5)
τις τόσες όψεις·
και μες στη σκέπη τυλιχτούς καίοντας τους γοφούς(6) και της ράχης το κόκαλο, δύσκολης τέχνης το δρόμο στους ανθρώπους άνοιξα, και μάτια στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια. |
500 | τοιαῦτα μὲν
δὴ ταῦτ᾽· ἔνερθε δὲ χθονὸς
κεκρυμμέν᾽, ἀνθρώποισιν ὠφελήματα, χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε τίς φήσειεν ἂν πάροιθεν ἐξευρεῖν ἐμοῦ; οὐδείς, σάφ᾽ οἶδα, μὴ μάτην φλύσαι θέλων. |
Μα έξω απ' αυτά
και τα κρυμμένα μες στα σπλάχνα
της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι, του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από μένα πως τα ήβρε πρώτος θενά πει; βέβαια κανένας, εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου. |
505 | βραχεῖ δὲ μύθῳ
πάντα συλλήβδην μάθε,
πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως. |
Και μ' ένα λόγο
σύντομο σου λέω να ξέρεις·
στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες. |
Χορός | Χορός | |
μή νυν βροτοὺς
μὲν ὠφέλει καιροῦ πέρα,
σαυτοῦ δ᾽ ἀκήδει δυστυχοῦντος. ὡς ἐγὼ εὔελπίς εἰμι τῶνδέ σ᾽ ἐκ δεσμῶν ἔτι |
Μα ενώ ωφελείς
τον άνθρωπο πέρ' απ' το μέτρο,
στη δυστυχία μην παρατάς μονάχα εσένα· μα εγώ έχω ελπίδα να λυθείς απ' τα δεσμά σου |
|
510 | λυθέντα μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός. | κι όχι πιο λίγη δύναμη απ' το Δία να πάρεις. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
οὐ ταῦτα ταύτῃ
μοῖρά πω τελεσφόρος
κρᾶναι πέπρωται, μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω· τέχνη δ᾽ ἀνάγκης ἀσθενεστέρα μακρῷ. |
Δεν είν' γραφτό
απ' τη μοίρα τέτοιο ακόμα τέλος
αυτά να λάβουν, μα αφού δαμαστώ από μύρια βάσανα, τότε θα λυθώ, γιατί έχει η τέχνη πολύ πιο λίγη δύναμη απ' την ανάγκη. |
|
Χορός | Χορός | |
515 | τίς οὖν ἀνάγκης ἐστὶν οἰακοστρόφος; | Και ποιος να κυβερνά το δοιάκι της ανάγκης; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
Μοῖραι τρίμορφοι μνήμονές τ᾽ Ἐρινύες | Μοίρες οι τρεις κι οι Ερινύες που δεν ξεχνούνε. | |
Χορός | Χορός | |
τούτων ἄρα Ζεύς ἐστιν ἀσθενέστερος; | Ώστε είναι πιο απ' αυτές αδύνατος ο Δίας; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
οὔκουν ἂν ἐκφύγοι γε τὴν πεπρωμένην. | Βέβαια να φύγει απ' το γραφτό δε θα ήταν τρόπος. | |
Χορός | Χορός | |
τί γὰρ πέπρωται Ζηνὶ πλὴν ἀεὶ κρατεῖν; | Και τι άλλο του γραφτό παρά εξουσία αιώνια; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
520 | τοῦτ᾽ οὐκέτ᾽ ἂν πύθοιο μηδὲ λιπάρει. | Μ' όλα τα παρακάλια αυτό δε θα το μάθεις. |
Χορός | Χορός | |
ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις. | Μυστήριο θα 'ναι βέβαια που έτσι τα κρύβεις. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἄλλου λόγου μέμνησθε, τόνδε δ᾽ οὐδαμῶς
καιρὸς γεγωνεῖν, ἀλλὰ συγκαλυπτέος ὅσον μάλιστα· τόνδε γὰρ σῴζων ἐγὼ |
Άλλη ομιλία ας αλλάζαμε, γιατί δεν είναι
καιρός γι' αυτό το λόγο, που όσο πιο κρυμμένος πρέπει να μένει· κι έτσι μόνο αν τον φυλάγω, |
|
525 | δεσμοὺς ἀεικεῖς καὶ δύας ἐκφυγγάνω. | απ' τ' άπρεπα δεσμά και πάθη θα γλιτώσω. |
Σημειώσεις: (1) ζεύγλα: ξύλινος ζυγός στο σβέρκο του ζώου (2) χαλινόστεργος: αυτός που δέχεται να του περάσουν χαλινάρι (3) λινόφτερα: φτερά από λινό ύφασμα, τα πανιά του πλοίου (4) συνταίριασμα: συνδιαλλαγή, συμφιλίωση (5) λοβός: το κάτω μέρος του πνεύμονα (6) γόφος: γοφός, το οστό της λεκάνης |
[ Α' Στάσιμο ] | [ Διάρθρωση ] | [ Αρχή Σελίδας ] | [ Β' Στάσιμο ] |