[ Β' Επεισόδιο ] | [ Διάρθρωση ] | [ Γ' Επεισόδιο ] |
μετάφραση: Ι. Γρυπάρη
Χορός | Χορός | |
μηδάμ᾽ ὁ πάντα
νέμων
θεῖτ᾽ ἐμᾷ γνώμᾳ κράτος ἀντίπαλον Ζεύς, |
Μη μ' αξιώσει
αντίδικη τη δύναμη του ο Δίας,
οπού τα πάντα κυβερνά, |
|
530 | μηδ᾽ ἐλινύσαιμι
θεοὺς ὁσίαις θοίναις ποτινισομένα
βουφόνοις παρ᾽ Ὠκεανοῦ πατρὸς ἄσβεστον πόρον, |
να στήσει στη
δική μου γνώμη ενάντια·
κι εγώ ας μη λείψω στους θεούς αγνής βοδιών θυσίας να κάνω προσφορά στ' άσωστα του πατέρα Ωκεανού ακρογιάλια, |
535 | μηδ᾽ ἀλίτοιμι
λόγοις·
ἀλλά μοι τόδ᾽ ἐμμένοι καὶ μήποτ᾽ ἐκτακείη· |
κι ούτε ποτέ
με λόγο ας αμαρτήσω,
μ' άσβηστη πάντα μες στο νου τη γνώμη αυτή ας κρατήσω. |
ἁδύ τι θαρσαλέαις
τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, φαναῖς θυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις. φρίσ- |
Είναι γλυκό με
θαρρετές ελπίδες της ζωής μου
όλες τις μέρες να περνώ, και ν' ανασταίνω με χαρές καθάριες την ψυχή μου. |
|
540 | σω δέ σε δερκομένα
μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον < >. Ζῆνα γὰρ οὐ τρομέων ἰδίᾳ γνώμᾳ σέβῃ θνατοὺς ἄγαν, Προμηθεῦ. |
Μα εσένα - σύγκορμη
σπαρνώ(1)
να βλέπω μύρια να ξεσκούν μαρτύρια, Προμηθέα, γιατί, χωρίς να φοβηθείς το Δία, πας στους ανθρώπους τους θνητούς με τη δική σου ιδέα και δίνεις τόση αξία. |
545 | φέρ᾽, ὅπως ἄχαρις
χάρις, ὦ φίλος·
εἰπὲ ποῦ τίς ἀλκά; τίς ἐφαμερίων ἄρηξις; οὐδ᾽ ἐδέρχθης ὀλιγοδρανίαν ἄκικυν, ἰσόνειρον, τὸ φωτῶν |
Άδωρο δώρο η
χάρη τους· τι τ' όφελος, αλήθεια
και ποια από τους λιγόζωους βοήθεια; Δεν το είδες; πόσο αδύναμο κι ολιγοδρανισμένο(2), τυφλό σα μέσα σ' όνειρο ζαλεύει(3) τ' ανθρώπινο κοπάδι ' μποδεμένο(4); |
550 | ἀλαὸν γένος
ἐμπεποδισμένον; οὔποτε < >
τὰν Διὸς ἁρμονίαν θνατῶν παρεξίασι βουλαί. |
Όμως του Δία
την πάνσοφη αρμονία
βουλή θνητού δεν την παρασαλεύει. |
ἔμαθον τάδε
σὰς προσιδοῦσ᾽ ὀλο-
ὰς τύχας, Προμηθεῦ. τὸ διαμφίδιον δέ μοι μέλος προσέπτα |
Το 'μαθ' αυτό,
τα πάθη σου είδα τα φριχτά
κι ένας αλλιώτικος σκοπός στο νου μου, Προμηθέα, πετά |
|
555 | τόδ᾽ ἐκεῖνό
θ᾽, ὅ τ᾽ ἀμφὶ λουτρὰ
καὶ λέχος σὸν ὑμεναίουν ἰότατι γάμων, ὅτε τὰν ὁμοπάτριον ἕδνοις |
όχι σαν κείνο
που 'ψαλλα μια μέρα, όταν γαμπρός
στο νυφικό κρεβάτι σου μ' αριθμητά προικιά την κέρδισες κι οδήγαες μόνος μόνη |
560 | ἄγαγες Ἡσιόναν πείθὼν δάμαρτα κοινόλεκτρον. | την κόρη του πατέρα μου Ησιόνη. |
Σημειώσεις: (1) σπαρνώ: σπαράζω, χτυπιέμαι (2) ολιγοδρανισμένος: αμήχανος, απαθής (3) ζαλεύω: σαλεύω, σκιρτώ (4) μποδεμένος: δυσκολεμένος, παγιδευμένος |
[ Β' Επεισόδιο ] | [ Διάρθρωση ] | [ Αρχή Σελίδας ] | [ Γ' Επεισόδιο ] |