[ Β' Στάσιμο ] [ Διάρθρωση ] [ Γ' Στάσιμο ]

 

Αἰσχύλου Προμηθεὺς Δεσμώτης

μετάφραση: Ι. Γρυπάρη

Γ'   Ε Π Ε Ι Σ Ο Δ Ι Ο

 
  Ἰώ Ιώ
 τίς γῆ; τί γένος; τίνα φῶ λεύσσειν
τόνδε χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν
χειμαζόμενον;
τίνος ἀμπλακίας ποινὰς ὀλέκῃ;
Ποια χώρα; τι έθνος; ποιος τάχα είναι αυτός
που τον βλέπω σ' αυτό τον γκρεμνό καρφωτό
να τον δέρνουνε τέτοιες φουρτούνες;
Σαν τι κρίμα πλερώνεις μ' αυτή την ποινή,
που κακοθανατάς;
565σήμηνον ὅποι γῆς ἡ μογερὰ πεπλάνημαι.Πε μου, ω πε μου, σε ποια χώρα γης
να πλανήθηκα η μαύρη;
  ἆ ἆ, ἒ ἔ,
χρίει τις αὖ με τὰν τάλαιναν οἶστρος,
εἴδωλον Ἄργου γηγενοῦς, ἄλευ᾽ ἆ δᾶ· φοβοῦμαι
τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν.
ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ᾽ ἔχων,
Αχ! Αχ!
Πάλι την άθλια με κεντά ένας οίστρος...(1)
να το, του Αργού το φάντασμα του γίγαντα·
βόηθα θεέ!
τον βλέπω, να, ο βοσκός με μύρια μάτια
που 'ρχεται και σκιαχτά τριγύρω του τηρά,
570 ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει.
ἀλλ᾽, ἐμὲ τὰν τάλαιναν
ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγετεῖ, πλανᾷ
τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν.
που και νεκρό δεν τόνε κρύβει η γης,
μ' απ' τον κάτω κόσμο
βγαίνοντας σαλαγάει και με γυρνά
στην άμμο του γιαλού την άθλια νηστικιά.
  ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ Και το σουραύλι του βαριά σφυρίζει ένα σκοπό
575 ἀχέτας ὑπνοδόταν νόμον·
ἰὼ ἰὼ πόποι, ποῖ μ᾽ ἄγουσι τη-
λέπλαγκτοι πλάναι;
τί ποτέ μ᾽, ὦ Κρόνιε παῖ, τί ποτε ταῖσδ᾽
ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν
που σα νανούρισμα ύπνο φέρνει.
Αλίμονο μου αλί! πού πάλι με τραβούν
οι μακροπεριπλάνητοι παραδαρμοί;
Σε τι με βρήκες να 'φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι;
και μες σε τέτοιες συμφορές μ' έζεψες, όίμέ,
580 πημοναῖσιν; ἓ ἕ,
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι
δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις;
κι έτσι με τυραγνάς τη μαύρη με άγριας τρέλας σκιάξιμο έξω νου;
  πυρί <με> φλέξον, ἢ χθονὶ κάλυψον, ἤ
ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν,
μηδέ μοι φθονήσῃς
εὐγμάτων, ἄναξ.
Φωτιά ρίξε και κάψε με, ή χώσε με στη γης,
δώσε με στα θεριά του πέλαου να με φαν,
μα μη αποστρέψεις, θε μου, τις ευχές μου·
585 ἄδην με πολύπλανοι πλάναι
γεγυμνάκασιν, οὐδ᾽ ἔχω μαθεῖν ὅπα
πημονὰς ἀλύξω.
κλύεις φθέγμα τᾶς βούκερω παρθένου;
με σώνει όσοι με γύμνασαν μακροπαραδαρμοί,
και να μην ξέρω πού
τέλος θα βρουν οι συμφορές μου.
Ακούεις της βοϊδοκέρατης παρθένας τη φωνή;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  πῶς δ᾽ οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης, Πώς δεν ακούω την οιστροκέντητη την κόρη
590 τῆς Ἰναχείας; ἣ Διὸς θάλπει κέαρ
ἔρωτι, καὶ νῦν τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους
Ἥρᾳ στυγητὸς πρὸς βίαν γυμνάζεται.
του Ινάχου, που φλογίζει την καρδιά του Δια
μ' έρωτα: κι όπου τώρα μισητή απ' την Ήρα
στους άσωστους γυμνάζεται άθελα της δρόμους;
  Ἰώ Ιώ
593 πόθεν ἐμοῦ σὺ πατρὸς ὄνομ᾽ ἀπύεις;
εἰπέ μοι τᾷ μογερᾷ τίς ὤν;
Πούθ' έχεις του πατέρα μου τόνομα συ ακουστά;
πέ μου της πολυπαθιασμένης,
595 τίς ἄρα μ᾽, ὦ τάλας, τὰν τάλαιναν ὧδ᾽
ἔτυμα προσθροεῖς;
θεόσυτόν τε νόσον ὠνόμασας, ἃ
μαραίνει με χρίουσα κέντροις, <ἰώ>,
φοιταλέοισιν ἓ ἕ·
σκιρτημάτων δὲ νήστισιν
ποιος είσαι, ποιός; πού, ώ δύστυχε, στην δύστυχην εμέ
μου τάπες έτσι αληθινά
και τη θεόσταλτη ωνομάτισες αρρώστεια,
πού με μαραίνει αλείφοντας με μανιακά κεντριά
600 αἰκείαις λαβρόσυτος ἦλθον, <Ἥρας >
ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα. δυσ-
δαιμόνων δὲ τίνες οἵ, ἓ ἕ,
οἷ᾽ ἐγὼ μογοῦσιν;
ἀλλά μοι τορῶς
κ' ήρθα μ' ακράτηγη φορά σκιρτόντας νηστικιά
από θεόργητες βουλές κατατρεμένη.
Μ' απ' τους δυστυχισμένους ποιοί
τόσα τραβούνε όσα εγώ;
Φανέρωσε μου ξάστερα τί άλλο με περιμένει·
605 τέκμηρον ὅ τι μ᾽ ἐπαμμένει
παθεῖν, τί μῆχαρ, ἢ τί φάρμακον νόσου,
δεῖξον, εἴπερ οἶσθα·
θρόει, φράζε τᾷ δυσπλάνῳ παρθένῳ.
νάναι να υπάρχη λυτρωμός και της αρρώστειας γιατρικό;
δείξε μου συ, αν το ξέρης.
Μίλα μου, φώτισε με εσύ
την άθλια την παραδαρμένη.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  λέξω τορῶς σοι πᾶν ὅπερ χρῄζεις μαθεῖν, Όλα θα σου τα πω, πού λαχταράς να μάθης,
610 οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματ᾽, ἀλλ᾽ ἁπλῷ λόγῳ,
ὥσπερ δίκαιον πρὸς φίλους οἴγειν στόμα.
πυρὸς βροτοῖς δοτῆρ᾽ ὁρᾷς Προμηθέα.
με λόγια απλά και ξάστερα, δίχως να πλέκω
αινίγματα, μα όπως σε φίλους είναι δίκιο
ν' ανοίγης στόμα: Λοιπόν είμαι ο Προμηθέας
εγώ, πού στους ανθρώπους τη φωτιά έχω δώσει.
  Ἰώ Ιώ
  ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς,
τλῆμον Προμηθεῦ, τοῦ δίκην πάσχεις τάδε;
Ώ, πού είδαν τόσο όλοι οι θνητοί καλό από σένα,
δύστυχε Προμηθέα, γιατί να πάσχης τέτοια;
  Προμηθεύς Προμηθέας
615 ἁρμοῖ πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους. Ότι κ' έπαψα πια να θρηνώ τα δεινά μου.
  Ἰώ Ιώ
  οὔκουν πόροις ἂν τήνδε δωρεὰν ἐμοί; Τότε λοιπόν αυτή τη χάρη δε μου κάνεις;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  λέγ᾽ ἥντιν᾽ αἰτῇ· πᾶν γὰρ ἂν πύθοιό μου. Λέγε ν' ακούσω, κι ό,τι μου ζητάς θα μάθης.
  Ἰώ Ιώ
  σήμηνον ὅστις ἐν φάραγγί σ᾽ ὤχμασεν. Πέ μου, ποιος σ' αλυσόδεσε σ' αυτούς τους βράχους;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ. Του Δία είναι η βουλή και του Ηφαίστου το χέρι.
  Ἰώ Ιώ
620 ποινὰς δὲ ποίων ἀμπλακημάτων τίνεις; Καί ποιο το κρίμα το βαρύ πού έτσι πλερώνεις;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας μόνον. Είναι αρκετά κι αυτά πού σου έχω φανερώσει.
  Ἰώ Ιώ
  καὶ πρός γε τούτοις τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης
δεῖξον, τίς ἔσται τῇ ταλαιπώρῳ χρόνος.
Μα κάν δε θα μου πής να ξέρω ακόμη, πότε
τέλος θα δω η ταλαίπωρη στους παιδεμούς μου;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τὸ μὴ μαθεῖν σοι κρεῖσσον ἢ μαθεῖν τάδε. θάταν καλύτερα για σε να μην το μάθης.
  Ἰώ Ιώ
625 μήτοι με κρύψῃς τοῦθ᾽ ὅπερ μέλλω παθεῖν. Μη μου το κρύβης ό,τι 'ναι γραφτό να πάθω.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἀλλ᾽ οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος. Δε σ' το ζηλεύω αυτό πού μου ζητάς το δώρο.
  Ἰώ Ιώ
  τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν; Λοιπόν γιατί μ' αργείς και δε μου λες τα πάντα;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  φθόνος μὲν οὐδείς, σὰς δ᾽ ὀκνῶ θράξαι φρένας. Φτάνει να θες, μα δεν τολμώ να σε ταράξω.
  Ἰώ Ιώ
  μή μου προκήδου μᾶσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ. Μη γνοιάζεσαι για με πιότερο κι απ' την ίδια.
  Προμηθεύς Προμηθέας
630 ἐπεὶ προθυμῇ, χρὴ λέγειν. ἄκουε δή. Ανάγκη, αφού έχεις τόση βία· και λοιπόν άκου.
  Χορός Χορός
  μήπω γε· μοῖραν δ᾽ ἡδονῆς κἀμοὶ πόρε.
τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον,
αὐτῆς λεγούσης τὰς πολυφθόρους τύχας·
τὰ λοιπὰ δ᾽ ἄθλων σοῦ διδαχθήτω πάρα.
Μη ακόμα· δός κ' εμένα μέρας απ' τη χάρη·
πρώτα νακούσωμε απ' αυτή να μας πή η ίδια
τη συμφορά και τίς βαριόμοιρές της τύχες,
κι όσ' άλλα πιά της μέλλουνται, από σε ας τα μάθη.
  Προμηθεύς Προμηθέας
635 σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖσδ᾽ ὑπουργῆσαι χάριν,
ἄλλως τε πάντως καὶ κασιγνήταις πατρός.
ὡς τἀποκλαῦσαι κἀποδύρασθαι τύχας
ἐνταῦθ᾽, ὅπου μέλλοι τις οἴσεσθαι δάκρυ
πρὸς τῶν κλυόντων, ἀξίαν τριβὴν ἔχει.
Σε σένα στέκει, Ιώ, τη χάρη να των κάμης,
μια πού είναι μάλιστα κι αδερφές του πατρός σου·
γιατί και να κλαυτή κανείς και να θρηνήση
τα πάθη του, όταν θα βρή δάκρυα από κείνους
πού τον ακούουν, ο κόπος του δεν πάει του κάκου.
  Ἰώ Ιώ
640 οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ὑμῖν ἀπιστῆσαί με χρή,
σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε
πεύσεσθε· καίτοι καὶ λέγουσ᾽ αἰσχύνομαι
θεόσσυτον χειμῶνα καὶ διαφθορὰν
μορφῆς, ὅθεν μοι σχετλίᾳ προσέπτατο.
Δε ξέρω πώς μπορώ να μη σας υπακούσω.
Ένα προς ένα, ξάστερα, θακούσετε όλα
πού ζητάτε από με, κι αν με ντροπή θα λέγω
τη θεόργητή μου συμφορά και της μορφής μου
το παράλλαμ' αυτό, πώς με βρήκε, τη μαύρη!
645 αἰεὶ γὰρ ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι
ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμοὺς παρηγόρουν
λείοισι μύθοις "ὦ μέγ᾽ εὔδαιμον κόρη,
τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου
τυχεῖν μεγίστου; Ζεὺς γὰρ ἱμέρου βέλει
Συχνά τη νύχτα στην παρθενική μου κλίνη
ερχόνταν υπνοφαντασιές και με πλάνευαν
με λόγια δολερά: "ώ τρισευτυχισμένη,
πώς κάθεσαι τόσον καιρό παρθένα ακόμη,
ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη;
γιατ' έχει ο Δίας φλογιστή απ' του ερωτά σου
650 πρὸς σοῦ τέθαλπται καὶ συναίρεσθαι Κύπριν
θέλει· σὺ δ᾽, ὦ παῖ, μὴ ᾽πολακτίσῃς λέχος
τὸ Ζηνός, ἀλλ᾽ ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν
λειμῶνα, ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός,
ὡς ἂν τὸ Δῖον ὄμμα λωφήσῃ πόθου."
τα βέλη, και να μοιραστή ποθεί μαζί σου
τη γλύκα της αγάπης σου· μα μη αποστρέψης
του Δία τους γάμους κ' έβγα, κόρη, στα λειβάδια
της Λέρνας, στού πατέρα σου τα βοσκοτόπια,
για να χόρταση ο πόθος σου του Δία το μάτι."
655 τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασι
συνειχόμην δύστηνος, ἔστε δὴ πατρὶ
ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτ᾽ ὀνείρατα.
ὁ δ᾽ ἔς τε Πυθὼ κἀπὶ Δωδώνης πυκνοὺς
θεοπρόπους ἴαλλεν, ὡς μάθοι τί χρὴ
Τέτοια όνειρα με τάραζαν όλες τίς νύχτες
την άμοιρη, ως που τόλμησα να κάμω λόγο
στον πατέρα γι' αυτά των ύπνων μου τα σκιάχτρα.
Καί κείνος στέλνει στην Πυθώ και στη Δωδώνη
συχνούς θεοπρόπους, για να μάθη, τί αν θα κάμη
660 δρῶντ᾽ ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα.
ἧκον δ᾽ ἀναγγέλλοντες αἰολοστόμους
χρησμοὺς ἀσήμους δυσκρίτως τ᾽ εἰρημένους.
τέλος δ᾽ ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ
σαφῶς ἐπισκήπτουσα καὶ μυθουμένη
ή τί αν θα πή, τους θεούς θέλει ευχαρίστηση.
Μα δυσοπείκαστους χρησμούς γυρνόντας φέρνουν,
σκοτεινά και τυφλά κι αξεδιάλυτα λόγια.
ως που μες στα πολλά ξάστερος ήρθε λόγος
στον Ίναχο, προστάζοντας και λέγοντας του
665 ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν ἐμέ,
ἄφετον ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις·
κεἰ μὴ θέλοι, πυρωπὸν ἐκ Διὸς μολεῖν
κεραυνόν, ὃς πᾶν ἐξαϊστώσοι γένος.
έξω απ' τα σπίτια κι απ' τη χώρα να με διώξη
για να πλανιέμαι απόλυτη στης γης τίς άκρες.
κι αν δε θελήση, κεραυνός φωτιά απ' το Δία
θαρθή π' όλο το γένος του θα ξολοθρέψη.
  τοιοῖσδε πεισθεὶς Λοξίου μαντεύμασιν Σε τέτοιους του Λοξία χρησμούς υποταγμένος
670 ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων
ἄκουσαν ἄκων· ἀλλ᾽ ἐπηνάγκαζέ νιν
Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε.
εὐθὺς δὲ μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι
ἦσαν, κεραστὶς δ᾽, ὡς ὁρᾶτ᾽, ὀξυστόμῳ
μ' έβγαλε και μ' απόδιωξε μες απ' το σπίτι
άθελ' αυτός άθελα εγώ· μα να το πράξη
με βία του Δία τον έσφιγγε το χαλινάρι.
Κι αμέσως μου παράλλαξε η μορφή κι ο νους μου.
κ' έτσι με κέρατα στο μέτωπο, ως με βλέπεις,
μ' οξύ κεντρί βοϊδόμυιγας φαρμακεμένη
675 μύωπι χρισθεῖσ᾽ ἐμμανεῖ σκιρτήματι
ᾖσσον πρὸς εὔποτόν τε Κερχνείας ῥέος
Λέρνης τε κρήνην · βουκόλος δὲ γηγενὴς
ἄκρατος ὀργὴν Ἄργος ὡμάρτει, πυκνοῖς
ὄσσοις δεδορκὼς τοὺς ἐμοὺς κατὰ στίβους.
με ξώφρενα σκιρτήματα κατά το ρέμμα
της Κέρχνης χύμηξα και τίς πηγές της Λέρνας.
και βοϊδολάτης γίγαντας ατόφυος, ο Άργος,
ξακλούθα μέ ειχε ο αμέρωτος με μύρια μάτια
680 ἀπροσδόκητος δ᾽ αὐτὸν ἀφνίδιος μόρος
τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν. οἰστροπλὴξ δ᾽ ἐγὼ
μάστιγι θείᾳ γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι.
πίσω απ' τα χνάρια μου· ως που απάντεχος ο Χάρος
τον πήρε ξάφνου, μα με θεϊκιά βουκέντρα
μυιγοκέντητη εγώ σε γη από γης πλανιούμαι.
  κλύεις τὰ πραχθέντ᾽· εἰ δ᾽ ἔχεις εἰπεῖν ὅ τι
λοιπὸν πόνων, σήμαινε· μηδέ μ᾽ οἰκτίσας
Άκουσες όσα τράβηξα· τώρ' αν γνωρίζης
να πής όσα μου λείπουνται, φανέρωσε τα,
δίχως να θες από έλεος να με θερμάνης
685 ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν· νόσημα γὰρ
αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους.
με ψευτοπαρηγόριες· γιατί, λέω, δεν είναι
άλλη πιο αίσχρή απ' τα πλαστά τα λόγια αρρώστεια.
  Χορός Χορός
  ἔα ἔα, ἄπεχε, φεῦ·
οὔποτ᾽ οὔποτ᾽ ηὔχουν <ὧδε > ξένους
μολεῖσθαι λόγους εἰς ἀκοὰν ἐμάν,
Αχ! Αχ!
μακριά κι όξω από μας!
ποτέ δεν τόλεγα ποτέ
παράξενα έτσι πράματα
ν' αρθούν στην ακοή μου
690 οὐδ᾽ ὧδε δυσθέατα καὶ δύσοιστα
πήματα, λύματα, [δείματα] ἀμ-
φάκει κέντρῳ τύψειν ψυχὰν ἐμάν.
ἰὼ [ἰὼ] μοῖρα μοῖρα,
κ' έτσι άστεργα ανυπόφερτα
παθήματα, βδελύγματα, σκιαξίματα
με δίστομο κεντρί
να μου μαργώσουν τη ψυχή μου.
695 πέφρικ᾽ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς. τα πάθη σου είδα κ' έφριξα.
ώ μοίρα, μοίρα, αλλοί μου!
  Προμηθεύς Προμηθέας
  πρῴ γε στενάζεις καὶ φόβου πλέα τις εἶ·
ἐπίσχες ἔστ᾽ ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθῃς.
Πρίν της ώρας θρηνείς και πήρες ένα φόβο...
περίμεν' ως που και τα επίλοιπα να μάθης.
  Χορός Χορός
  λέγ᾽, ἐκδίδασκε· τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ
τὸ λοιπὸν ἄλγος προυξεπίστασθαι τορῶς.
Λέγε, φανέρωνε τα· κ' είναι στους αρρώστους
καλό να ξέρουν από πρίν, τί τους προσμένει.
  Προμηθεύς Προμηθέας
700 τὴν πρίν γε χρείαν ἠνύσασθ᾽ ἐμοῦ πάρα
κούφως· μαθεῖν γὰρ τῆσδε πρῶτ᾽ ἐχρῄζετε
τὸν ἀμφ᾽ ἑαυτῆς ἆθλον ἐξηγουμένης·
τὰ λοιπὰ νῦν ἀκούσαθ᾽, οἷα χρὴ πάθη
τλῆναι πρὸς Ἥρας τήνδε τὴν νεάνιδα.
Εύκολα πριν πετύχατε από με τη χάρη
πού μου ζητήσατε· γιατί θέλατε πρώτα
νακούσετε απ' αυτήν τα πάθια της την ίδια.
ακούτε τώρα και τα επίλοιπα, όσα πρέπει
από την Ήρα η κόρη αυτή να δοκιμάση.
705 σύ τ᾽ Ἰνάχειον σπέρμα, τοὺς ἐμοὺς λόγους
θυμῷ βάλ᾽, ὡς ἂν τέρματ᾽ ἐκμάθῃς ὁδοῦ.
πρῶτον μὲν ἐνθένδ᾽ ἡλίου πρὸς ἀντολὰς
στρέψασα σαυτὴν στεῖχ᾽ ἀνηρότους γύας·
Σκύθας δ᾽ ἀφίξῃ νομάδας, οἳ πλεκτὰς στέγας
και συ, του Ινάχου σπέρμα, βάλ' τα μες στο νου σου
τα λόγια αυτά, τους δρόμους σου για να γνωρίζης.
Πρώτ' απ' εδώ προς του ήλιου στρέφοντας το βγάλμα
θα προχωρής γραμμή σ' ανόργωτα χωράφια
και στους σκηνίτες Σκύθες θέ να φτάσης, πόχουν
710 πεδάρσιοι ναίουσ᾽ ἐπ᾽ εὐκύκλοις ὄχοις
ἑκηβόλοις τόξοισιν ἐξηρτυμένοι·
οἷς μὴ πελάζειν, ἀλλ᾽ ἁλιστόνοις πόδας
χρίμπτουσα ῥαχίαισιν ἐκπερᾶν χθόνα.
λαιᾶς δὲ χειρὸς οἱ σιδηροτέκτονες
σπίτια, στέγες πλεχτές ψηλά πάνω σ' αμάξια,
αρματωμένοι με μακρόρριχτα δοξάρια·
μην τους σιμώσης· μα στριμώχνοντας τα χνάρια
στους κυματόχτυπους γκρεμνούς βγαίνε απ' τη χώρα.
Έπειτα απ' το ζερβί το χέρι οι σιδεράδες
715 οἰκοῦσι Χάλυβες, οὓς φυλάξασθαί σε χρή.
ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις.
ἥξεις δ᾽ Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον,
ὃν μὴ περάσῃς, οὐ γὰρ εὔβατος περᾶν,
πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλῃς, ὀρῶν
Χάλυβες κατοικούν, που πρέπει ν' αποφύγης,
γιατ' είν'ανήμεροι άνθρωποι κ' εχθροί στους ξένους.
Κ' ύστερα στον Υβρίστην - όνομα και πράμα -
θα φτάσης ποταμό, πού εύκολα δεν περνιέται,
παρ' όταν έρθης στου Καυκάσου αυτό το μέρος,
720 ὕψιστον, ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος
κροτάφων ἀπ᾽ αὐτῶν. ἀστρογείτονας δὲ χρὴ
κορυφὰς ὑπερβάλλουσαν ἐς μεσημβρινὴν
βῆναι κέλευθον, ἔνθ᾽, Ἀμαζόνων στρατὸν
ἥξεις στυγάνορ᾽, αἳ Θεμίσκυράν ποτε
του πιο ψηλού βουνού, πού ο ποταμός ξεχύνει
κατώκορφα την άφρη του· κι αφού περάσης
τις αστρογείτονές του αυτές κορφές, θα στρέψης
το δρόμο νοτινά, και κεί τις αντρομάχες
Αμαζόνες θα βρής, πού κάποτε θέ νάρθουν
725 κατοικιοῦσιν ἀμφὶ Θερμώδονθ᾽, ἵνα
τραχεῖα πόντου Σαλμυδησσία γνάθος
ἐχθρόξενος ναύταισι, μητρυιὰ νεῶν·
αὗταί σ᾽ ὁδηγήσουσι καὶ μάλ᾽ ἀσμένως.
ἰσθμὸν δ᾽ ἐπ᾽ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης πύλαις
να κατοικήσουν τη Θεμίσκυρα, τριγύρω
στο Θερμώδοντα, ως πέρα στη Σαλμηδυσσία
τη γλώσσα, εχθρή στους ναύτες και μητρυιά στα πλοία·
αυτές και πάρα πρόθυμα θα σ' οδηγήσουν
και στον Κιμμέριο τον πορθμό θαρθής, στης λίμνης
τάνοιγμα επάνω το στενό, πού μ' όλη πρέπει
730 Κιμμερικὸν ἥξεις, ὃν θρασυσπλάγχνως σε χρὴ
λιποῦσαν αὐλῶν᾽ ἐκπερᾶν Μαιωτικόν·
ἔσται δὲ θνητοῖς εἰσαεὶ λόγος μέγας
τῆς σῆς πορείας, Βόσπορος δ᾽ ἐπώνυμος
κεκλήσεται. λιποῦσα δ᾽ Εὐρώπης πέδον
την τόλμη της καρδιάς ναφήσης κ' ίσα αντίκρυ
να σχίσης το Μαιωτικό πορθμό, πού ως τόσο
λόγος πολύς θα μείνη πάντα στους ανθρώπους
απ' αυτό σου το πέρασμα, κι απ' τόνομα σου
Βόσπορος θέλει ονομαστή· κ' έτσι απ' τη χώρα
735 ἤπειρον ἥξεις Ἀσιάδ᾽·. ἆρ᾽, ὑμῖν δοκεῖ
ὁ τῶν θεῶν τύραννος ἐς τὰ πάνθ᾽ ὁμῶς
βίαιος εἶναι; τῇδε γὰρ θνητῇ θεὸς
χρῄζων μιγῆναι τάσδ᾽ ἐπέρριψεν πλάνας.
πικροῦ δ᾽ ἔκυρσας, ὦ κόρη, τῶν σῶν γάμων
της Ευρώπης θαρθής στα μέρη της Ασίας.
Λοιπόν τί λέτε; δε σας φαίνεται ο δεσπότης
πώς είναι των θεών όμοια σκληρός στα πάντα,
πού για να θέλη, αυτός θεός, θνητής γυναίκας
ν' απολαύση τον έρωτα, την έρριξε σε τέτοιους
κατατρεμούς; κ' ηύρες των γάμων σου μνηστήρα
740 μνηστῆρος. οὓς γὰρ νῦν ἀκήκοας λόγους,
εἶναι δόκει σοι μηδέπω ᾽ν προοιμίοις.
πικρό, κόρη φτωχή, γιατ' όσα έχεις μ' ακούσει
δεν είναι, ξέρε το, ουδ' αρχή των συμφορών σου.
  Ἰώ Ιώ
  ἰώ μοί μοι, ἒ ἔ. Αλλοί μου, αλλοί! Άχ! Άχ!
  Προμηθεύς Προμηθέας
  σὺ δ᾽ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ; τί που
δράσεις, ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά;
Πάλι θρηνείς και σκούζεις· τότε τί θα κάμης.
όταν θ' ακούσης και τα επίλοιπα της πάθη;
  Χορός Χορός
745 ἦ γάρ τι λοιπὸν τῇδε πημάτων ἐρεῖς; Μένουν αλήθεια κι άλλα να της πής ακόμα;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  δυσχείμερόν γε πέλαγος ἀτηρᾶς δύης. Ολόκληρο άγριο πέλαγο μαύρης φουρτούνας.
  Ἰώ Ιώ
  τί δῆτ᾽ ἐμοὶ ζῆν κέρδος, ἀλλ᾽ οὐκ ἐν τάχει
ἔρριψ᾽ ἐμαυτὴν τῆσδ᾽ ἀπὸ στύφλου πέτρας,
ὅπως πέδοι σκήψασα τῶν πάντων πόνων
Τότε τί μ' ωφελεί να ζω κ' ευτύς δεν τρέχω
πάνω απ' αυτόν να γκρεμνιστώ το ξερό βράχο
και βροντημένη καταγής να γλύτωνα έτσι
750 ἀπηλλάγην; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν
ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς.
απ' όλα τα δεινά; κάλλιο κανείς να πάη
μια και καλή, παρά να τυραγνιέται αιώνια.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἦ δυσπετῶς ἂν τοὺς ἐμοὺς ἄθλους φέροις,
ὅτῳ θανεῖν μέν ἐστιν οὐ πεπρωμένον·
αὕτη γὰρ ἦν ἂν πημάτων ἀπαλλαγή·
Πόσο βαριά θα βάσταες τους δικούς μου πόνους,
πού να πεθάνω εγώ δε μου είναι πεπρωμένο!
γιατ' έτσι, θέ να γλύτων' απ' τα βάσανα μου·
755 νῦν δ᾽ οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον
μόχθων, πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος.
μα τώρ' άλλο δεν βλέπω μπρος κανένα τέλος
στα πάθη μου, πριν πέση ο Δίας από το θρόνο.
  Ἰώ Ιώ
  ἦ γάρ ποτ᾽ ἔστιν ἐκπεσεῖν ἀρχῆς Δία; Τη βασιλεία ποτέ μπορεί να χάση ο Δίας;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἥδοι᾽ ἄν, οἶμαι, τήνδ᾽ ἰδοῦσα συμφοράν. Θάχαιρες βέβαια νάβλεπες μια τέτοια τύχη.
  Ἰώ Ιώ
  πῶς δ᾽ οὐκ ἄν, ἥτις ἐκ Διὸς πάσχω κακῶς; Καί πώς να μη; πούν' αφορμή της συμφοράς μου;
  Προμηθεύς Προμηθέας
760 ὡς τοίνυν ὄντων τῶνδέ σοι μαθεῖν πάρα. Μπορείς λοιπόν να χαίρεσαι, γιατί θα γίνη.
  Ἰώ Ιώ
  πρὸς τοῦ τύραννα σκῆπτρα συληθήσεται; Κι από ποιόν θέλει της αρχής τα σκήπτρα χάσει;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  πρὸς αὐτὸς αὑτοῦ κενοφρόνων βουλευμάτων. Απ' τίς δικές του μόνος του τις μάταιες γνώμες.
  Ἰώ Ιώ
  ποίῳ τρόπῳ; σήμηνον, εἰ μή τις βλάβη. Καί με ποιο τρόπο; ιστόρησε μου το, αν δε βλάφτη.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ᾽ ἀσχαλᾷ. Γάμο θα κάμη τέτοιο, πού θα μετανοιώση.
  Ἰώ Ιώ
765 θέορτον, ἢ βρότειον; εἰ ῥητόν, φράσον. Με θεά ή με θνητή; δε μου το λες, αν κάνη;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τί δ᾽ ὅντιν᾽·; οὐ γὰρ ῥητὸν αὐδᾶσθαι τόδε. Τί μ' όποια; αυτό άπ' το στόμα μου δεν πάει νάβγη.
  Ἰώ Ιώ
  ἦ πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων; Καί θα ξεθρονιστή λοιπόν από γυναίκα;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἣ τέξεταί γε παῖδα φέρτερον πατρός. Παιδί, απ' τον ίδιο πιο τρανό, θα του γέννηση.
  Ἰώ Ιώ
  οὐδ᾽ ἔστιν αὐτῷ τῆσδ᾽ ἀποστροφὴ τύχης; Καί ν' αποφύγη το κακό δεν είναι τρόπος;
  Προμηθεύς Προμηθέας
770 οὐ δῆτα, πλὴν ἔγωγ᾽ ἂν ἐκ δεσμῶν λυθείς. Κανείς, έξω αν εγώ λυθώ από τα δεσμά μου.
  Ἰώ Ιώ
  τίς οὖν ὁ λύσων ἐστὶν ἄκοντος Διός; Ποιος να σε λύση, δίχως να το θέλη ο Δίας;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τῶν σῶν τιν᾽ αὐτὸν ἐγγόνων εἶναι χρεών. Είναι γραμμένο κάποιος νάναι από δικούς σου.
  Ἰώ Ιώ
  πῶς εἶπας; ἦ ᾽μὸς παῖς σ᾽ ἀπαλλάξει κακῶν; Πώς είπες; γυιός μου τάχα λες να σε λύτρωση;
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τρίτος γε γένναν πρὸς δέκ᾽ ἄλλαισιν γοναῖς. Από τρείς κι άλλες δέκα σου γενιές κατόπι.
  Ἰώ Ιώ
775 ἥδ᾽ οὐκέτ᾽ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία. Αυτούς σου τώρα τους χρησμούς πια δεν τους νοιώθω.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  καὶ μηδὲ σαυτῆς ἐκμαθεῖν ζήτει πόνους. Τότε μη θες και τάλλα σου να μάθης πάθη.
  Ἰώ Ιώ
  μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ᾽ ἀποστέρει. Τη χάρη μια πού μόταξες μην πάρης πίσω.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  δυοῖν λόγοιν σε θατέρῳ δωρήσομαι. Το ένα απ' τα δυο πού είχα να πω θα σου χαρίσω.
  Ἰώ Ιώ
  ποίοιν; πρόδειξον, αἵρεσίν τ᾽ ἐμοὶ δίδου. Πέ μου ποια 'ναι τα δυο κι άφις με να διαλέξω.
 ΠρομηθεύςΠρομηθέας
780 δίδωμ᾽· ἑλοῦ γάρ, ἢ πόνων τὰ λοιπά σοι
φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ᾽ ἐμέ.
Σ' αφήνω, διάλεξε· ή τα επίλοιπα σου πάθη
καθαρά να σου πω, ή ποιος θα λύση εμένα.
  Χορός Χορός
  τούτων σὺ τὴν μὲν τῇδε, τὴν δ᾽ ἐμοὶ χάριν
θέσθαι θέλησον, μηδ᾽ ἀτιμάσῃς λόγου·
καὶ τῇδε μὲν γέγωνε τὴν λοιπὴν πλάνην,
Απ' τίς δυο χάρες θέλησε τη μια να κάμης
εμένα και την άλλη αυτής· μη μου λες όχι.
μα πέ σ' αυτήν τους δρόμους πόχει ακόμα πίσω,
785 ἐμοὶ δὲ τὸν λύσοντα· τοῦτο γὰρ ποθῶ. και μένα αυτό πού επιθυμώ, ποιος θα σε λύση.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  ἐπεὶ προθυμεῖσθ᾽, οὐκ ἐναντιώσομαι
τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν πᾶν ὅσον προσχρῄζετε.
σοὶ πρῶτον, Ἰοῖ, πολύδονον πλάνην φράσω,
ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν.
Στην τόση σας επιθυμία δεν είναι τρόπος
ν' αντισταθώ, κι όλα θα σας τα πω πού ακόμα
λαχταράτε ν' ακούσετε· και πρώτα εσένα
τους πολυπλάνητούς σου, Ιώ, θα πω τους δρόμους,
και γράφ' τους στα θυμητικά του νου δεφτέρια.
790 ὅταν περάσῃς ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον,
πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς
*
πόντου περῶσα φλοῖσβον, ἔστ᾽ ἂν ἐξίκῃ
πρὸς Γοργόνεια πεδία Κισθήνης, ἵνα
αἱ Φορκίδες ναίουσι δηναιαὶ κόραι
Αφού θέ να διαβής το ρέμμα πού χωρίζει
τη μια άπ' την άλλην ήπειρο, θα στρέψης κάτω
στην πυρωμένη ανατολή πού δέρνει ο ήλιος,
και του πελάου το σάλαγο περνόντας θάρθης
κατά τους κάμπους τους Γοργόνειους της Κισθήνης,
πού οι τρείς παμπάλαιες κατοικούν Φορκίδες κόρες
795 τρεῖς κυκνόμορφοι, κοινὸν ὄμμ᾽ ἐκτημέναι,
μονόδοντες, ἃς οὔθ᾽ ἥλιος προσδέρκεται
ἀκτῖσιν οὔθ᾽ ἡ νύκτερος μήνη ποτέ.
πέλας δ᾽ ἀδελφαὶ τῶνδε τρεῖς κατάπτεροι,
δρακοντόμαλλοι Γοργόνες βροτοστυγεῖς,
κυκνόμορφες, μονόδοντες, μ' ένα μονάχα
μάτι και για τίς τρείς των, πούδε του ήλιου αχτίδες
ποτέ τίς βλέπουν, ουδέ της νυχτιάς φεγγάρι.
Κ' οι ανθρωπομίσητες κοντά τρείς αδερφές των
οι φτερωτές και φιδοπλόκαμες Γοργόνες,
800 ἃς θνητὸς οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοάς.
τοιοῦτο μέν σοι τοῦτο φρούριον λέγω·
ἄλλην δ᾽ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν·
ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνας
γρῦπας φύλαξαι, τόν τε μουνῶπα στρατὸν
πού άνθρωπος να τίς δη, δεν έχει πια να ζήση·
και σου το λέω αυτό τα μέτρα σου να λάβης.
Μ' άκουσε κι άλλο φοβερό θέαμ' ακόμη·
γιατί και τους ακρόχολους του Δία τους σκύλους
τους Γρύπες, με το σουβλερό μουσούνι, πρέπει
να φυλαχτής κι απ' το στρατό τον καβαλλάρη
805 Ἀριμασπὸν ἱπποβάμον᾽, οἳ χρυσόρρυτον
οἰκοῦσιν ἀμφὶ νᾶμα Πλούτωνος πόρου·
τούτοις σὺ μὴ πέλαζε. τηλουρὸν δὲ γῆν
ἥξεις, κελαινὸν φῦλον, οἳ πρὸς ἡλίου
ναίουσι πηγαῖς, ἔνθα ποταμὸς Αἰθίοψ.
των μονοφθάλμων Αριμάσπων, πού στίς όχθες
του χρυσορρόα του Πλούτωνα κάθουνται γύρω.
αυτούς μην τους ζυγώνης συ· και θέ να φτάσης
σε χώρα αλαργινή μαύρων ανθρώπων πέρα
κατά του Ήλιου τίς πηγές, πού τους ποτίζει
ο Αιθίοπας ποταμός· αυτού τίς όχθες πάρε
810 τούτου παρ᾽ ὄχθας ἕρφ᾽, ἕως ἂν ἐξίκῃ
καταβασμόν, ἔνθα Βιβλίνων ὀρῶν ἄπο
ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος.
οὗτός σ᾽ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα
Νειλῶτιν, οὗ δὴ τὴν μακρὰν ἀποικίαν,
και τράβα ως πού να βρής τον καταρράχτην, όπου
τ άγια καλόπιοτα νερά του κατεβάζει
ο Νείλος ποταμός από τα Βύβλινα όρη·
κι αυτός στην τρίγωνη θα σε στρατέψη χώρα,
την Αίγυπτο, όπου την τρανή την αποικία
815 Ἰοῖ, πέπρωται σοί τε καὶ τέκνοις κτίσαι.
τῶν δ᾽ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον,
ἐπανδίπλαζε καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε·
σχολὴ δὲ πλείων ἢ θέλω πάρεστί μοι.
εσύ κ' οι γυιοί σου είναι γραφτό να θεμελιώσης.
Αν τίποτ' απ' αυτά ψευδό και δεν το νοιώθεις,
ρώτα με πάλι ξάστερα να σου εξηγήσω·
γιατ' άδειαν έχω πιότερη κι απ' όση θέλω.
  Χορός Χορός
  εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ἢ παρειμένον Αν μένη απ' τους πολύφθορους αυτής τους δρόμους,
820 ἔχεις γεγωνεῖν τῆς πολυφθόρου πλάνης,
λέγ᾽· εἰ δὲ πάντ᾽ εἴρηκας, ἡμῖν αὖ χάριν
δὸς ἥνπερ αἰτούμεσθα, μέμνησαι δέ που.
ή έχεις αφήσει τίποτε να πής ακόμη,
λέγε· μ' αν όλα τάχης πή, κάμε τη χάρη
και μας πού σου ζητήσαμε· βέβαια θυμάσαι.
  Προμηθεύς Προμηθέας
  τὸ πᾶν πορείας ἥδε τέρμ᾽ ἀκήκοεν.
ὅπως δ᾽ ἂν εἰδῇ μὴ μάτην κλύουσά μου,
Όλη ως το τέλος την πορεία της έχει ακούσει
αυτή· μα για να δη πως δε μιλώ του βρόντου,
825 ἃ πρὶν μολεῖν δεῦρ᾽ ἐκμεμόχθηκεν φράσω,
τεκμήριον τοῦτ᾽ αὐτὸ δοὺς μύθων ἐμῶν.
ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων,
πρὸς αὐτὸ δ᾽ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων.
ἐπεὶ γὰρ ἦλθες πρὸς Μολοσσὰ γάπεδα,
θα πω κι όσα πρίν έρθη εδώ είχε περάσει,
δίνοντας τούτο απόδειξη για τάλλα πού είπα·
και για ναφήνω τα πολλά κι άδικα λόγια
ευτύς στον τελευταίο σου θαρθώ το δρόμο.
Λοιπόν αφού έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα
830 τὴν αἰπύνωτόν τ᾽ ἀμφὶ Δωδώνην, ἵνα
μαντεῖα θᾶκός τ᾽ ἐστὶ Θεσπρωτοῦ Διός,
τέρας τ᾽ ἄπιστον, αἱ προσήγοροι δρύες,
ὑφ᾽ ὧν σὺ λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως
προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ
και κατά τη ψηλόρραχη Δωδώνην, όπου
του Δία του Θεσπρωτού μαντεία κι ο θρόνος είναι
και, θάμ' άπίστευτον, οι δρύες οπού μιλούνε
και πού σε καληνώρισαν ξάστερα κι όχι
μ' αινίγματα "τή σεβαστή του Δία γυναίκα"
835 μέλλουσ᾽ ἔσεσθαι. τῶνδε προσσαίνει σέ τι ;
ἐντεῦθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν
κέλευθον ᾖξας πρὸς μέγαν κόλπον ῾Ρέας,
ἀφ᾽ οὗ παλιμπλάγκτοισι χειμάζῃ δρόμοις·
χρόνον δὲ τὸν μέλλοντα πόντιος μυχός,
- σού αγγίζει την καρδιά τίποτ' απ' όλα τούτα;
από κεί ο οίστρος σ' έσφιξε κ' έδωσες δρόμο
κατάγιαλα προς τον πλατύ της Ρέας τον κόρφο,
απ' όπου πίσω γύρισες σε νέες φουρτούνες.
Μα σε μελλούμενους καιρούς αυτός ο πόντος
840 σαφῶς ἐπίστασ᾽, Ἰόνιος κεκλήσεται,.
τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς.
σημεῖά σοι τάδ᾽ ἐστὶ τῆς ἐμῆς φρενός,
ὡς δέρκεται πλέον τι τοῦ πεφασμένου.
τὰ λοιπὰ δ᾽ ὑμῖν τῇδέ τ᾽ ἐς κοινὸν φράσω,
Ιόνιος θα ονομαστή, σου λέω να ξέρης,
για να θυμάει το δρόμο σου σ' όλο τον κόσμο.
Σημάδια λοιπόν έχε αυτά, πως βλέπει κάτι
πιότερο κι απ' το φανερό εμένα ο νους μου.
Τώρα για σας κι αυτήν μαζί θα πω όσα μένουν
845 ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος. γυρνόντας πίσω στα παλιά των λόγων χνάρια.
  ἔστιν πόλις Κάνωβος ἐσχάτη χθονός,
Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι·
ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα
ἐπαφῶν ἀταρβεῖ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον.
Στην άκρη άκρη της γης του Νείλου είναι μια πόλη,
ο Κάνωβος, στίς ίδιες εκβολές του επάνω·
εδώ σε φέρνει πάλι ο Δίας στα λογικά σου
μ' άσφαλτο χέρι αγγίζοντας - μ' επαφή μόνο.
850 ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γεννημάτων
τέξεις κελαινὸν Ἔπαφον, ὃς καρπώσεται
ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα·
πέμπτη δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ γέννα πεντηκοντάπαις
πάλιν πρὸς Ἄργος οὐχ ἑκοῦσ᾽ ἐλεύσεται
κ' έτσι απ' το Δία μαύρο γυιό θέ να γεννήσης,
τον Έπαφο με τόνομα, πού όση ποτίζει
χώραν ο Νείλος ο πλατύς θα εξουσιάση.
Κι απ' αυτόν πέμπτη γενεά οι πενήντα κόρες
στο Άργος θαρθούνε πίσω, δίχως να το θέλουν,
855 θηλύσπορος, φεύγουσα συγγενῆ γάμον
ἀνεψιῶν· οἱ δ᾽ ἐπτοημένοι φρένας,
κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι,
ἥξουσι θηρεύοντες οὐ θηρασίμους
γάμους, φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεός·
για ν' αποφύγουν το συγγενικό το γάμο
με τους ξαδέρφους των, πού ποθοπλανταγμένοι,
σαν τα γεράκια απόκοντα στίς περιστέρες,
κυνηγόντας θαρθούν ακυνήγητους γάμους.
Μα ο Θεός δε θα τους αξίωση να χαρούνε
860 Πελασγία δὲ δέξεται θηλυκτόνῳ
Ἄρει, δαμέντων νυκτιφρουρήτῳ θράσει.
γυνὴ γὰρ ἄνδρ᾽ ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ,
δίθηκτον ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος·
τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς ἔλθοι Κύπρις.
τα σώματα τους· κι από θηλυκειάν αντρεία
και νυχτοφύλαχτην αποκοτιά πεσμένους
θα δεχτή η γη του Πελασγού, και καθενός των
θα πάρη η καθεμιά γυναίκα τη ζωή τους,
μπήχνοντας δίστομο σπαθί μες στίς σφαγές των.
Τέτοιος να πέφτη o Έρωτας και στους εχθρούς μου!
865 μίαν δὲ παίδων ἵμερος θέλξει τὸ μὴ
κτεῖναι σύνευνον, ἀλλ᾽ ἀπαμβλυνθήσεται
γνώμην· δυοῖν δὲ θάτερον βουλήσεται,
κλύειν ἄναλκις μᾶλλον ἢ μιαιφόνος·
αὕτη κατ᾽ Ἄργος βασιλικὸν τέξει γένος.
Μόνο μιαν άπ' τίς κόρες θα γητέψη η αγάπη,
να μη σφάξη το ταίρι της και με τη γνώμη
στομωμένη, κάλλιο άπ' τα δυο θα προτίμηση
άναντρη ν ακουστή η μιαρή αντροφόνα.
Αυτή γενεά βασιλική θέ να γεννήση
870 μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ᾽ ἐπεξελθεῖν τορῶς.
σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς
τόξοισι κλεινός, ὃς πόνων ἐκ τῶνδ᾽ ἐμὲ
λύσει. τοιόνδε χρησμὸν ἡ παλαιγενὴς
μήτηρ ἐμοὶ διῆλθε Τιτανὶς Θέμις·
στο Άργος· μα θάθελε πολλά λόγια όλα τούτα
να λέω καταλεπτώς· μα όπως και νάναι, θάβγη
τοξότης απ' το σπέρμα αυτό ξακουστός ήρως,
πού απ' τα βάσαν' αυτά και μένα θα λύτρωση.
Τέτοιο κρατώ χρησμό απ' την πανάρχαια Θέμη
την Τιτανίδα τη μητέρα μου, μα θέλει
875 ὅπως δὲ χὤπη, ταῦτα δεῖ μακροῦ λόγου
εἰπεῖν, σύ τ᾽ οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς.
πολύν καιρό, το πώς και τί να σου ιστορήσω
και συ δε θάχες διάφορο να μου τ' ακούσης.
  Ἰώ Ιώ
  ἐλελεῦ ἐλελεῦ,
ὑπό μ᾽ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς
μανίαι θάλπουσ᾽, οἴστρου δ᾽ ἄρδις
Άχ! αλλοί κι απ' αλλοί!
Πάλι αρχίζει σπασμός και μανίας ταραγμός
να πυρώνη το νου μου, και τρέλλας κεντρί
880 χρίει μ᾽ ἄπυρος·
κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει.
τροχοδινεῖται δ᾽ ὄμμαθ᾽ ἑλίγδην,
ἔξω δὲ δρόμου φέρομαι λύσσης
πνεύματι μάργῳ, γλώσσης ἀκρατής·
με φωτιά δίχως φλόγα μ' ανάφτει.
Μες στα στήθια από τον τρόμο λαχτίζ' η καρδιά,
τροχοφέρνουν τα μάτια ένα γύρο
κι όξω δρόμου με παίρνει και φέρνει όξω νου
η άγρια μπόρα της λύσσας και δεν κυβερνώ
885 θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ᾽ εἰκῆ
στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης.
πια τη γλώσσα· μα λόγια άλλ' άντ' άλλα θολά
με της μαύρης τα κύματα της συμφοράς
μιαν έρχονται, μια πάνε.
     
 

Σημειώσεις:
(1) οίστρος· η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα
 

 
 
[ Β' Στάσιμο ] [ Διάρθρωση ] [ Αρχή Σελίδας ] [ Γ' Στάσιμο ]


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Σεπτέμβριος 2000, Οκτώβριος 2001