|
91.
Πολιτική αστάθεια εν Αθήναις
|
Από πολλού ήδη χρόνου διέσπειρε τας φήμας ταύτας ο Θηραμένης. Και όταν επέστρεψαν εκ της Λακεδαίμονος οι πρέσβεις, χωρίς να κατορθώσουν τίποτε υπέρ της γενικής ειρήνης, εξηκολούθει υποστηρίζων, ότι η οχύρωσις αυτή της Ηετιωνείας θα φέρη πιθανώς την καταστροφήν του κράτους. Διότι κατά την εποχήν ακριβώς αυτήν, συνεπεία προσκλήσεως των Ευβοέων, σαράντα δύο πλοία, μεταξύ των οποίων μερικά ήσαν Ιταλιωτικά, από τον Τάραντα και τους Λοκρούς, και μερικά Σικελιωτικά, εστάθμευαν ήδη εις τον Λαν της Λακωνικής, ετοιμαζόμενα να πλεύσουν κατά της Ευβοίας, υπό την αρχηγίαν του Σπαρτιάτου Ηγησανδρίδου, υιού του Ηγησάνδρου. Τα πλοία ταύτα, υπεστήριζεν ο Θηραμένης, ότι δεν προωρίζοντο διά την Εύβοιαν, αλλ' ότι έμελλαν να πλεύσουν προς προστασίαν εκείνων, οι όποιοι τειχίζουν την Ηετιώνειαν, και ότι αν δεν λάβουν από τούδε τα μέτρα των, θα φθάσουν εις την καταστροφήν, χωρίς να το εννοήσουν. Και πράγματι εκείνοι κατά των οποίων απηυθύνετο η κατηγορία διενήργουν τοιούτο τι και επομένως δεν επρόκειτο περί απλής συκοφαντίας. Διότι ούτοι, διατηρούντες εν πάση περιπτώσει την ολιγαρχικήν αρχήν, επεδίωκαν προ παντός μεν να διατηρήσουν και την επί των συμμάχων ηγεμονίαν, αλλ' εάν τούτο δεν ήτο δυνατόν, να μείνουν ανεξάρτητοι, διατηρούντες απλώς τον στόλον και τα τείχη της πόλεως. Και αν και τούτο απεκλείετο, να μη καταστραφούν τουλάχιστον αυτοί προ των άλλων διά της εκ νέου εγκαταστάσεως της δημοκρατίας, αλλά και τους εχθρούς να εισαγάγουν εντός της πόλεως και παραιτούμενοι της διατηρήσεως του στόλου και των τειχών να συνάψουν ειρήνην υπό οιουσδήποτε όρους διά το κράτος, αρκεί να κατώρθωναν να σώσουν τουλάχιστον την ζωήν των.
92. Ως εκ τούτου, έκτιζαν μετά πολλής δραστηριότητος και επεδίωκαν να τελειώσουν εγκαίρως το τείχος της Ηετιωνείας, το οποίον είχε και πύλας και πυλίδας και παντός είδους ευκολίας διά την είσοδον του εχθρού. Και μέχρι τούδε μεν αι κατηγορίαι του Θηραμένους και των περί αυτόν περιωρίζοντο εις στενόν κύκλον και εγίνοντο κρυφίως μάλλον. Αλλά μετά την επιστροφήν του από της εις την Λακεδαίμονα πρεσβείας, ο Φρύνιχος, πριν απομακρυνθή πολλά βήματα από το Βουλευτήριον, ετραυματίσθη φονικώς από ένα των περιπόλων εντός της αγοράς και κατά την ώραν όπου αύτη είναι γεμάτη από κόσμον, και απέθανεν αμέσως. Ο δράστης διέφυγεν. Αλλ' οι συνεργοί αυτού, κάποιος Αργείος, συλληφθείς και υποβληθείς εις βασανιστήρια υπό των Τετρακοσίων κατά την ανάκρισιν, δεν απεκάλυψε κανένα ηθικόν αυτουργόν ούτε άλλο τι ωμολόγησε παρά μόνον ότι εγνώριζεν, ότι πολλοί συνήρχοντο και εις του περιπολάρχου και εις άλλας οικίας. Και επειδή ουδείς προέβη εις βίαιον μέτρον, ένεκα του φόνου τούτου, τότε πλέον και ο Θηραμένης και ο Αριστοκράτης και όσοι, είτε εκ του κύκλου αυτών των Τετρακοσίων, είτε εκτός αυτού, ήσαν της ιδίας με εκείνον γνώμης, προέβησαν τολμηρότερον ήδη εις την λήψιν αποφασιστικών μέτρων. Καθόσον και η Πελοποννησιακή μοίρα του στόλου, περιπλεύσασα τον Μαλέαν, ήλθεν από τον Λαν και ηγκυροβόλησεν εις την Επίδαυρον, οπόθεν είχε προβή εις επιδρομήν κατά της Αιγίνης. Και ο Θηραμένης υπεστήριζεν, ότι, εάν ο στόλος ούτος έπλεε κατά της Ευβοίας, δεν ήτο φυσικόν ν' ανέλθη τον Σαρωνικόν κόλπον μέχρι της Αιγίνης και απ' εκεί πάλιν να επιστρέψη, όπως αγκυροβολήση εις την Επίδαυρον, εάν δεν είχε προσκληθή προς τον σκοπόν διά τον οποίον ανέκαθεν κατηγόρει ούτος τους άκρους ολιγαρχικούς. Ως εκ τούτου, προσέθεσε, δεν ημπορούν να μένουν πλέον
αδρανείς. Τέλος, αφού ηκούσθησαν πολλοί στασιαστικοί λόγοι και διετυπώθησαν διάφοροι υποψίαι, επελήφθησαν σοβαρώτερον της καταστάσεως. Καθόσον οι οπλίται, οι οποίοι εις τον Πειραιά ησχολούντο με την κατασκευήν του τείχους της Ηετιωνείας, μεταξύ των οποίων ήτον και ο Αριστοκράτης, ως ταξίαρχος την φυλής του, συνέλαβαν τον Αλεξικλέα, ο οποίος είχε διορισθή στρατηγός υπό των ολιγαρχικών και ενδιεφέρετο εξαιρετικώς διά τας πολιτικάς λέσχας, και τον εφυλάκισαν μέσα εις ένα σπήτι. Μετ' αυτών συνέπραξαν και άλλοι, και κάποιος Έρμων, αρχηγός των περιπόλων, αι οποίαι εστάθμευαν εις την Μουνυχίαν. Το σπουδαιότερον όμως ήτον, ότι το πλήθος των οπλιτών επιδοκίμαζε ταύτα.
Ευθύς ως ανηγγέλθησαν ταύτα εις τους Τετρακοσίους, καθ' ην ακριβώς ώραν συνεδρίαζαν εις το Βουλευτήριον, όσοι εξ αυτών απεδοκίμαζαν αυτά, ήσαν έτοιμοι να λάβουν τα όπλα και ήρχισαν απειλούντες τον Θηραμένη και τους περί αυτόν. Αλλ' ούτος απέκρουσε την κατηγορίαν και προσεφέρθη να μεταβή αμέσως με αυτούς, όπως από κοινού ελευθερώσουν τον Αλεξικλέα. Και παραλαβών ένα των ομοφρόνων του στρατηγών κατήρχετο εις τον Πειραιά. Έσπευδεν, εξ άλλου, προς τα εκεί και ο Αρίσταρχος, με μερικούς νέους εκ της τάξεως των ιππέων. Ο επικρατών θόρυβος ήτο μέγας και τρομερός. Καθόσον και εις τας Αθήνας ενόμιζον ότι ο Πειραιεύς είχε καταληφθή υπό επαναστατών και ότι ο συλληφθείς στρατηγός είχε θανατωθή και εις τον Πειραιά, ότι όσον ούπω θα φθάσουν εξ Αθηνών να τους επιτεθούν. Και μόλις και μετά μεγάλης δυσκολίας καθησύχασαν και απέφυγαν την εμφύλιον σύγκρουσιν διά της επεμβάσεως των πρεσβυτέρων, οι οποίοι εμπόδιζαν τους περιτρέχοντας τας Αθήνας και οπλιζομένους, και του εκ Φαρσάλων Θουκυδίδου, προξένου των Αθηναίων, ο οποίος, ευρεθείς εκεί, έσπευδε μετά μεγάλου ζήλου εμποδίζων καθένα πού συνήντα και εξορκίζων αυτούς να μη καταστρέψουν την πατρίδα, καθ' ην στιγμήν ο εχθρός παραμονεύει τόσον πλησίον. Και ο μεν Θηραμένης, ο οποίος ήτο και αυτός στρατηγός, κατελθών εις τον Πειραιά, επετίμα τους οπλίτας, διά κραυγών τουλάχιστον. Ο Αρίσταρχος όμως και οι άλλοι αντίπαλοι του Θηραμένους εμαίνοντο κατά του πλήθους. Οι πλείστοι, εξ άλλου, των οπλιτών ουδαμώς μετέβαλαν γνώμην, αλλ' ετοιμάζοντο να επιληφθούν της κατεδαφίσεως και ηρώτων τον Θηραμένη, εάν νομίζη, ότι η οικοδομή του τείχους γίνεται με απλούν σκοπόν και αν δεν νομίζη, ότι η κατεδάφισίς του είναι προτιμωτέρα. Ούτος απήντησεν, ότι αν εκείνοι νομίζουν, ότι πρέπει να κατεδαφισθή, συμφωνεί και αυτός. Ευθύς αμέσως, οι οπλίται και πολλοί εκ των κατοίκων του Πειραιώς, αναβάντες εις το τείχος, ήρχισαν να το κρημνίζουν.
Ή πρόσκλησις, η οποία απηυθύνετο προς το πλήθος, ήτον ότι «όποιος προτιμά να άρχουν οι Πέντε Χιλιάδες αντί των Τετρακοσίων οφείλει να βοηθήση εις την κατεδάφισιν». Διότι απέκρυπταν εισέτι τας αληθείς προθέσεις των υπό το όνομα των Πέντε Χιλιάδων, μη λέγοντες καθαρά «όποιος προτιμά να άρχη ο λαός, διότι εφοβούντο μήπως οι Πέντε Χιλιάδες υφίστανται πραγματικώς και επομένως μήπως ομιλών κανείς, χωρίς να το γνωρίζη, προς άλλον ανήκοντα εις τους Πέντε χιλιάδας, εκτεθή εις κίνδυνον. Και διά τούτο οι Τετρακόσιοι, εάν δεν ήθελαν να υφίστανται πραγματικώς οι Πέντε Χιλιάδες, δεν ήθελαν όμως ούτε να γνωρίζη ο κόσμος, ότι δεν υφίστανται. Διότι το να καταστήσουν συμμέτοχους της αρχής τόσον πολλούς εθεώρουν καθαράν δημοκρατίαν, ενώ εξ άλλου η αβεβαιότης θα εδημιούργει φόβον των μεν προς τους δε.
93. Την επομένην, οι Τετρακόσιοι, μολονότι ζωηρώς ανησυχούντες, ήρχισαν εν τούτοις συγκεντρωνόμενοι εις το Βουλευτήριον. Εξ άλλου, οι οπλίται
εις τον Πειραιά, αφού απέλυσαν τον Αλεξικλέα που είχαν συλλάβει, και κατεδάφισαν το τείχος, ήλθαν εις το παρά την Μουνυχίαν Διονυσιακόν θέατρον και αποθέσαντες τα όπλα των συνεκρότησαν συνέλευσιν, και κατόπιν ληφθείσης αποφάσεως, εβάδισαν ευθύς προς τας Αθήνας όπου εστάθμευσαν εις τον αρχαίαν ναόν των Διοσκούρων, αποθέσαντες εκεί τα όπλα των. Εκεί ήλθαν προς συνάντησίν των μερικοί απεσταλμένοι από τους Τετρακοσίους, ο! οποίοι ήρχισαν συνδιαλεγόμενοι εις προς ένα και προσπαθούντες να πείσουν όσους έβλεπαν διαλλακτικού χαρακτήρος και οι ίδιοι να μένουν ήσυχοι και τους άλλους να συγκρατούν, βεβαιώνοντες, ότι θα δημοσιευθούν τα ονόματα των Πέντε Χιλιάδων, και ότι εκ τούτων θα λαμβάνωνται εκ περιτροπής οι Τετρακόσιοι, καθ' όν τρόπον εγκρίνουν οι Πέντε Χιλιάδες. Αλλ' εν τω μεταξύ συνιστών να μη προβούν εις καμμίαν ενέργειαν, η οποία ημπορεί να καταστρέψη την πόλιν ούτε να εξωθήσουν αυτήν προς τους εχθρούς. Μετά πολλούς εκατέρωθεν λόγους, το όλον πλήθος των οπλιτών κατέστη ηρεμώτερον και ήρχισαν ιδίως φοβούμενοι διά τους επαπειλούντας την όλην πολιτείαν κινδύνους. Συνεφώνησαν λοιπόν, όπως συνέλθη εις ωρισμένην ημέραν συνέλευσις του λαού εις το θέατρον του Διονύσου, διά να επιδίωξη την αποκατάστασιν της ομονοίας.
94.
Ήττα των Αθηναίων εις ναυμαχίαν προ του λιμένος της Ερετρίας
|
Κατά την ορισθείσαν ημέραν, ενώ οι πολίται είχαν αρχίσει ήδη συνερχόμενοι, ανηγγέλθη, ότι η υπό τον Αγησανδρίδαν εκ σαράντα δύο πλοίων μοίρα του Πελοποννησιακού στόλου, προερχομένη εκ Μεγάρων, διήρχετο προ της Σαλαμίνος και καθείς από τους οπλίτας ενόμιζεν, ότι πρόκειται ακριβώς περί πραγματοποιήσεως των όσων από καιρού έλεγεν ο Θηραμένης και οι περί αυτόν, ότι δηλαδή τα πλοία ήρχοντο διά να καταλάβουν το τείχος της Ηετιωνείας, και έχαιραν διότι το είχαν ήδη κατεδαφίσει. Είναι ενδεχόμενον, ότι ο Ηγησανδρίδας περιέπλεε περί την Επίδαυρον και τα γειτονικά μέρη, συνεπεία πράγματι προηγουμένης συνεννοήσεως, είναι όμως πιθανόν και ότι τον συνεκράτει εκεί η ελπίς, ότι, ένεκα των επικρατουσών τότε εμφυλίων διαιρέσεων, ημπορούσε να επωφεληθή καταλλήλου τινός ευκαιρίας. Οπωσδήποτε, μόλις ήκουσαν την είδησιν ταύτην όλοι οι Αθηναίοι, οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα, ήρχισαν τρέχοντες προς τον Πειραιά, καθόσον εθεώρησαν ότι των εσωτερικών των ερίδων προείχεν ο μεγαλήτερος αγών προς τους κοινούς εχθρούς, ο οποίος τους ηπείλει πλέον, όχι μακρόθεν, αλλά προ του στομίου του ιδίου λιμένος των. Και άλλοι μεν ήρχισαν επιβαίνοντες εις τα έτοιμα ήδη πλοία, άλλοι προέβαιναν εις την καθέλκυσιν άλλων, και άλλοι έσπευδαν εις άμυναν των τειχών και του στομίου του λιμένος.
95. Ή μοίρα εν τούτοις του Πελοποννησιακού στόλου, αφού έπλευσε κατά μήκος της ακτής και έκαμψε το Σούνιον, ηγκυροβόλησε μεταξύ Θορικού και Πρασιών και ακολούθως κατέπλευσεν εις Ωρωπόν. Οι Αθηναίοι έπεμψαν εσπευσμένως εις Ερέτρειαν, υπό την αρχηγίαν του Θυμοχάρους, μοίραν στόλου, τα πληρώματα του οποίου ηναγκάσθησαν να συγκροτήσουν όπως όπως από μη ησκημένους άνδρας, αφ' ενός μεν ένεκα της επικρατούσης εντός της πόλεως πολιτικής ανωμαλίας, αφ' ετέρου δε ένεκα της επιθυμίας του να σπεύσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον εις βοήθειαν των σπουδαιότατων κτήσεων των. Διότι μετά των εκ Δεκελείας αποκλεισμόν της Αττικής, η Εύβοια ήτο το παν δι' αυτούς. Μετά την άφιξιν της μοίρας ταύτης του στόλου και την εις αυτήν προσθήκην των προηγουμένως ήδη εις την Εύβοιαν ναυλοχούντων πλοίων,
η δύναμις αυτής ανήλθεν εις τριάντα εξ σκάφη. Και άμα ως μόλις ταύτα έφθασαν, ηναγκάσθησαν ευθύς αμέσως να ναυμαχήσουν. Διότι ο Αγησανδρίδας, μετά το μεσημβρινόν πρόγευμα, εξέπλευσεν από τον Ωρωπόν. Το πλάτος της θαλάσσης μεταξύ τούτου και της Ερετρίας είναι εξήντα στάδιοι. Ως εκ τούτου, όταν οι Αθηναίοι είδαν πλέουσαν κατ' αυτών την Πελοποννησιακήν μοίραν, ήρχισαν αποβιβάζοντες τα πληρώματα των, νομίζοντες ότι οι άνδρες ήσαν παρατεταγμένοι αμέσως πλησίον των πλοίων. Αλλ' ούτοι ευρίσκοντο την στιγμήν εκείνην εις τας πλέον απομακρυσμένος οικίας της Ερετρίας, προς προμήθειαν τροφίμων διά το πρόγευμα των. Διότι εκ προνοίας των Ερετριέων δεν ευρίσκετο εις την αγοράν τίποτε προς πώλησιν, ακριβώς διά να επιβραδυνθή η επιβίβασις των πληρωμάτων και προφθάσουν οι Πελοποννήσιοι να επιτεθούν και αναγκάσουν ούτω τους Αθηναίους να εκπλεύσουν προς αντιμετώπισιν αυτών όπως όπως. Ή κατάλληλος, άλλωστε, στιγμή διά τον έκπλουν εγνωστοποιήθη εις τον Ωρωπόν διά της υψώσεως σήματος εξ Ερετρίας. Ούτως απροετοίμαστοι εκπλεύσαντες οι Αθηναίοι και ναυμαχήσαντες προ του λιμένος της Ερετρίας, κατώρθωσαν μολαταύτα να ανθέξουν επί τινα χρόνον, έπειτα όμως, τραπέντες εις φυγήν, κατεδιώχθησαν μέχρι της ξηράς. Ατυχέστεροι όλων υπήρξαν όσοι εξ αυτών κατέφυγαν εις την πόλιν της Ερετρίας, θεωρούντες αυτήν φιλικήν, καθόσον οι κάτοικοι εφόνευαν αυτούς. Αλλ' όσοι κατέφυγαν εις το οχύρωμα της Ερετρίας, το οποίον κατείχετο υπ' αυτών των Αθηναίων, εσώθησαν, καθώς και τα πληρώματα των πλοίων, τα οποία έφθασαν εις την Χαλκίδα. Οι Πελοποννήσιοι, κυριεύσαντες είκοσι δύο πλοία, και άλλους μεν εκ των πληρωμάτων αυτών φονεύσαντες, άλλους δε συλλαβόντες ζώντας, έστησαν τρόπαιον. Ολίγον μετά ταύτα, αφού απέσπασαν από τους Αθηναίους ολόκληρον την Εύβοιαν, πλην του Ωρεού, τον οποίον κατείχαν ούτοι, ήρχισαν ρυθμίζοντες τα της διοικήσεως αυτής.
96.
Μόλις ήλθεν εις Αθήνας η είδησις των γεγονότων τούτων της Ευβοίας, οι κάτοικοι κατελήφθησαν από μεγαλήτερον παρά ποτέ άλλοτε πανικόν. Ούτε αυτή η καταστροφή της Σικελικής εκστρατείας, όσον φοβερά και αν εθεωρήθη τότε, ούτε άλλο ποτέ τίποτε κατεπτόησεν αυτούς τόσον πολύ. Και πώς ήτο τωόντι δυνατόν να μη αποθαρρυνθούν, όταν ο στρατός της Σάμου είχεν επαναστατήσει, και ούτε πλοία, αλλ' ούτε πληρώματα υπήρχαν, και η πόλις εμαστίζετο υπό εμφυλίων ερίδων και δεν εγνώριζαν μήπως από στιγμής εις στιγμήν εκραγή εμφύλιος πόλεμος, και ως κορύφωμα όλων επήλθε τόσον μεγάλη συμφορά, συνεπεία της οποίας έχασαν τόσα πλοία, και το σπουδαιότερον, την Εύβοιαν, από την οποίαν επορίζοντο περισσοτέρας ωφελείας παρά από αυτήν την Αττικήν. Εκείνο όμως, το οποίον περισσότερον και αμεσώτερον τους ανησύχει, ήτον ο φόβος μήπως ο εχθρός, νικητής ήδη, τολμήση να επιτεθή κατ' ευθείαν εναντίον των, πλέων κατά του Πειραιώς, στερουμένου ναυτικής δυνάμεως προς άμυναν. Ενόμιζαν μάλιστα ότι ο εχθρός φθάνει εκεί από στιγμής εις στιγμήν, πράγμα το οποίον και θα κατώρθωναν ευκόλως, εάν ήσαν τολμηρότεροι. Διά της παραμονής των προς ενέργειαν αποκλεισμού, και τας διαιρέσεις εντός της πόλεως θα επέτειναν, και τον στόλον θα εξηνάγκαζαν, καίτοι εχθρόν της ολιγαρχίας να έλθη εκ των παραλίων της Ιωνίας προς βοήθειαν των ιδίων των συγγενών και ολοκλήρου της πόλεως, οπότε όχι μόνον ο Ελλήσποντος θα περιήρχετο εις την εξουσίαν των, αλλά και η Ιωνία και αι νήσοι και ούτως ειπείν ολό
Πανικός εν Αθήναις εκ της ήττης
|
κλήρος η επικράτεια της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Αλλ' όχι μόνον εις την περίστασιν αυτήν, αλλά και εις πολλάς άλλας απεδείχθησαν οι Λακεδαιμόνιοι χρησιμώτατοι διά τους Αθηναίους εχθροί. Διότι η μεγίστη διαφορά του χαρακτήρος των δύο λαών, των οποίων ο μεν είναι ταχύς, ο δε βραδύς, ο εις αποφασιστικός, ο άλλος άτολμος, παρέσχε μεγίστην υπηρεσίαν εις τους Αθηναίους, προ πάντων καθόσον η ηγεμονία αυτών ήτο ναυτική. Τούτο, άλλωστε, απέδειξαν και οι Συρακούσιοι, οι οποίοι ως εκ του ότι τους ωμοίαζαν κατά τον χαρακτήρα περισσότερον όλων των άλλων, επολέμησαν αυτούς και πολύ καλλίτερα όλων των άλλων.
97.
Πολιτειακή μεταβολή εν Αθήναις. Απόφασις να συνεχισθή 6 πόλεμος
|
Παρ' όλην εν τούτοις την εκ της ειδήσεως ταύτης προξενηθείσαν κατάπληξιν, οι Αθηναίοι κατώρθωσαν να εξοπλίσουν είκοσι πλοία και συνεκάλεσαν αμέσως, διά πρώτην φοράν μετά
την εγκατάστασιν της ολιγαρχίας, συνέλευσιν του λαού, εις την θέσιν όπου συνειθίζετο να συνέρχεται αύτη και προηγουμένως, και η οποία ονομάζεται Πνύξ. Κατ' αυτήν κατήργησαν τους Τετρακοσίους και εψήφισαν ν' ανατεθή η κυβέρνησις εις τους Πέντε Χιλιάδες, εις τους οποίους θα περιελαμβάνοντο και όσοι ημπορούσαν εξ ιδίων να προμηθευθούν πλήρη τον οπλισμόν των. Συγχρόνως απεφάσισαν, ότι κανείς από τους ασκούντας δημοσίαν υπηρεσίαν δεν θα λαμβάνη μισθόν. Ο παραβάτης της απαγορεύσεως ταύτης εκηρύττετο κατάρατος. Μετά την πρώτην ταύτην, συνεκλήθησαν ακολούθως και άλλαι συνελεύσεις του λάου εις την Πνύκα, κατά τας οποίας διώρισαν τους νομοθέτας και εψήφισαν όλα τα άλλα αναγκαία διά την οργάνωσιν της πολιτείας μέτρα. Και κατά την πρώτην περίοδον, η οποία επηκολούθησε τα μέτρα ταύτα, οι Αθηναίοι είχον αναμφισβητήτως το άριστον επί των ήμερων μου πολίτευμα. Διότι έγινε τότε η προσήκουσα ανάμιξις δημοκρατίας και ολιγαρχίας και το νέον τούτο πολίτευμα επέτρεψε διά πρώτην φοράν εις την πόλιν ν' ανορθωθή πάλιν μετά την ολεθρίαν κατάστασιν, εις την οποίαν είχε καταπέσει. Εψήφισαν συγχρόνως άδειαν επιστροφής και διά τον Αλκιβιάδην και δι' άλλους συγχρόνως εξορίστους και στείλαντες απεσταλμένους προς αυτόν και τον στρατόν της Σάμου, τους προσεκάλουν να επιληφθούν δραστηρίως της διεξαγωγής του πολέμου.
98.
Η Οινόη καταλαμβάνεται υπό των Βοιωτών
|
Ευθύς μετά την έναρξιν της νέας ταύτης πολιτειακής μεταβολής, ο Πείσανδρος, ο Αλεξικλής και οι κυριώτεροι ολιγαρχικοί, διέφυγαν λαθραίως εις την Δεκέλειαν. Μόνος εξ αυτών ο Αρίσταρχος, ο οποίος ήτο εις από τους στρατηγούς, παραλαβών μερικούς από τους πλέον βαρβάρους τοξότας, διηυθύνθη εσπευσμένως προς την Οινόην, Αθηναϊκόν φρούριον, παρά τα σύνορα της Βοιωτίας. Το φρούριον τούτο επολιόρκουν τότε, δι' ίδιον λογαριασμόν, οι Κορίνθιοι, ζητήσαντες και την βοήθειαν των Βοιωτών, διά τον λόγον, ότι ήθελαν να εκδικηθούν την φρουράν αυτού, η οποία είχε φονεύσει μερικούς ιδικούς των, επιστρέφοντας εκ Δεκελείας. Συνεννοηθείς με τους πολιορκητάς, ο Αρίσταρχος ηπάτησε την φρουράν της Οινόης, διαβεβαιώνων ότι η κυβέρνησις των Αθηνών είχε συνομολογήσει ειρήνην προς τους Λακεδαιμονίους, ρυθμίζουσαν και τα άλλα ζητήματα, και σύμφωνα με ένα εκ των όρων αυτής έπρεπε να παραδώσουν το φρούριον εις τους Βοιωτούς. Ή φρουρά, πιστεύσασα τον Αρίσταρχον ως στρατηγόν, και διατελούσα ως εκ της πολιορκίας εις
πλήρη άγνοιαν των γινομένων, εξεκένωσε το φρούριον, κατόπιν ανακωχής. Κατά τοιούτον τρόπον η Οινόη, μετά την εκκένωσιν της, κατελήφθη υπό των Βοιωτών, ενώ εις την ολιγαρχίαν και τους εμφυλίους σπαραγμούς των Αθηνών ετέθη τέρμα.
99.
Ο Πελοποννησιακός στόλος πλέει εκ Μιλήτου προς τον Ελλήσποντον, ο δε Αθηναϊκός αποπλέει εκ Σάμου προς συνάντησιν αυτού
|
Κατά την αυτήν περίπου εποχήν του θέρους τούτου, επειδή οι Πελοποννήσιοι εις την Μίλητον έβλεπαν, ότι κανείς δεν έδιδεν εις αυτούς την διατροφήν, την οποίαν ο Τισσαφέρνης είχε παραγγείλει, ως ήδη ελέχθη, να δίδεται, ότι ούτε ο Φοινικικός στόλος είχεν έλθει ακόμη, ούτε ο Τισσαφέρνης, ότι ο μετά τούτου συναποσταλείς Φίλιππος, καθώς και ο Στταρτιάτης Ιπποκράτης, ο οποίος ευρίσκετο εις την Φάσιλιν, είχαν ποιήσει τον ναύαρχον Μίνδαρον, ότι και ο στόλος δεν θα έλθη και η συμπεριφορά του Τισσαφέρνους ήτο καθ' όλα ανειλικρινής, και επί πλέον ανήγγελλαν ότι ο Φαρνάβαζος τους προσεκάλει, υποσχόμενος όπως ο Τισσαφέρνης, εάν εξασφαλίση την βοήθειαν του Πελοποννησιακού στόλου, ν' αττοσπάση και αυτός από τους Αθηναίους τας υπολειπομένας ακόμη Ελληνικάς πόλεις της σατραπείας του, προσδοκών εκ της αποστασίας αυτής να ωφεληθή και ο ίδιος. Τότε πλέον ο Μίνδαρος, κατόπιν παραγγέλματος δοθέντος αιφνιδίως, διά να διαφύγη την προσοχήν των εν Σάμω Αθηναίων, εξέπλευσεν εκ της Μιλήτου εις αρίστην τάξιν, επί κεφαλής στόλου εξ εβδομήντα τριών πλοίων, πλέων προς τον Ελλήσποντον, όπου προηγουμένως, κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, είχε καταπλεύσει μοίρα στόλου δέκα εξ πλοίων, η οποία επέδραμε μέρος της Χερσονήσου (της Καλλιπόλεως). Καταληφθείς όμως υπό τρικυμίας, ηναγκάσθη να προσορμισθή εις την Ίκαρον, και αφού παρέμεινεν εκεί πέντε ή εξ ημέρας, ένεκα της κακοκαιρίας, κατέπλευσεν εις την Χίον.
100. Όταν ο Θράσυλλος έμαθε τον εκ της Μιλήτου έκπλουν του Μινδάρου, απέπλευσε και αυτός αμέσως εκ Σάμου, επί κεφαλής πενήντα πέντε πλοίων, σπεύδων να προλάβη την είσοδον του εχθρικού στόλου εις τον Ελλήσποντον. Αλλά μαθών, ότι ούτος ευρίσκετο εις την Χίον και νομίσας ότι θα κατορθώση να μη τον αφίση να διαφύγη απ' εκεί απαρατήρητος, ετοποθέτησε προς τον σκοπόν τούτον φρουράν και εις την Λέσβον και εις την απέναντι Μικρασιατικήν ακτήν, διά να επιτηρούν τας κινήσεις του. Ο ίδιος, πλεύσας κατά μήκος της ακτής εις την Μήθυμναν, διέταξε την ετοιμασίαν κριθάλευρου και όλων των αναγκαίων τροφίμων, όπως, εάν παραταθή η εκεί παραμονή του Μινδάρου, χρησιμοποίηση την Λέσβον ως ορμητήριον των κατά της Χίου επιχειρήσεων του. Ήθελε, συγχρόνως, επειδή η Ερεσός είχεν αποστατήσει, αποσχισθείσα από την λοιπήν Λέσβον, να πλεύση εναντίον της και την κυρίευση, εάν ημπορέση. Καθόσον μερικοί από τους επιφανεστάτους Μυθημναίους εξόριστους είχαν φέρει από την Κύμην πενήντα περίπου οπλίτας οπαδούς των, εκτός άλλων μισθοφόρων εκ Μικρασίας, του όλου αυτών αριθμού ανελθόντος εις τριακοσίους περίπου. Με την δύναμιν αυτήν, της οποίας την αρχηγίαν ανέλαβεν ο Θηβαίος Ανάξαρχος, λόγω της κοινότητος της καταγωγής, επετέθησαν πρώτον κατά της Μηθύμνης. Αλλ' επειδή η απόπειρα των απεκρούσθη ως εκ της εγκαίρου αφίξεως της Αθηναϊκής φρουράς εκ Μυτιλήνης, ήτις, εξελθούσα μετά τούτο των τειχών συνήψε μάχην, διά της οποίας και πάλιν τους απώθησεν, ήλθαν διά της ορεινής οδού εις την Έρεσον, την οποίαν έπεισαν να επαναστατήση. Εκεί λοιπόν έπλευσε με όλον του τον στόλον ο Θρά
συλλος, προτιθέμενος να επιτεθή κατά της πόλεως. Αλλ' εύρε φθάσαντα προηγουμένως εκεί τον Θρασύβουλον, ο οποίος είχεν έλθει από την Σάμον επί κεφαλής πέντε πλοίων, ευθύς ως ανηγγέλθη εις αυτούς η εις Λέσβον διάβασις των περί ων ο λόγος εξορίστων. Μη προλαβών όμως την έκρηξιν του κινήματος, ηρκέσθη ν' αγκυροβολήση προ της πόλεως. Εκεί επίσης προσήλθαν και δύο πλοία, επιστρέφοντα εκ του Ελλησπόντου εις τα ίδια, και πέντε Μηθυμναϊκά. Ή όλη δύναμις του στόλου ανήλθεν εις εξήντα επτά πλοία, με τους πεζοναύτας των οποίων και χρησιμοποιούντες πολιορκητικάς μηχανάς και κάθε άλλο μέσον ετοιμάζοντο, να καταλάβουν, ει δυνατόν, την Έρεσον εξ εφόδου.
101. Εν τω μεταξύ, ο υπό τον Μίνδαρον Πελοποννησιακός στόλος εις την Χίον, αφού έμεινεν εκεί δύο ημέρας προς παραλαβήν τροφών, έκαστος δε των ανδρών έλαβε παρά των Χίων τρεις Χιακάς τεσσαρακοστός (Σημ. πιθανώς το 40όν του χρυσού στατήρος), απέπλευσαν την τρίτην ημέραν εσπευσμένως εκ της Χίου, όχι προς την διεύθυνσιν της ανοικτής θαλάσσης, (και τούτο εκ φόβου μήπως συναντηθούν με τον προ της Ερεσού Αθηναϊκόν στόλον), αλλά με κατεύθυνσιν προς βορράν, έχοντες την Λέσβον αριστερά. Και αφού προσήγγισαν εις τον λιμένα των Καρτερείων, οι οποίοι ανήκαν εις το κράτος της Φώκαιας, όπου επρογευμάτισαν, και έπλευσαν έπειτα κατά μήκος του εδάφους της Κύμης, εδείπνησαν μέρος μεν εις τας Αργινούσας νήσους, μέρος δε επί της απέναντι της Μυτιλήνης Μικρασιατικής ακτής. Εκείθεν ανεχώρησαν πάλιν πολύ πριν να εξημέρωση, πλέοντες κατά μήκος της ακτής. Φθάσαντες εις Αρματούντα, απέναντι ακριβώς της Μηθύμνης, επί της Μικρασιατικής ακτής, αφού δ' επρογευμάτισαν εσπευσμένως, συνέχισαν τον παρά την ακτήν πλουν των. Και αφού διήλθαν προ του Λεκτού, της Λαρίσης, της Αμαξιτού, και των άλλων πλησιοχώρων μερών, έφθασαν προ του μεσονυκτίου εις το Ροίτειον, το οποίον ευρίσκεται ήδη εις τον Ελλήσποντον. Μερικά μάλιστα εκ των πλοίων του στόλου κατέπλευσαν εις το Σίγειον και εις άλλα πλησιόχωρα μέρη.
102. Αλλ' η εκ δέκα οκτώ πλοίων Αθηναϊκή μοίρα στόλου, η οποία εστάθμευεν εις την Σηστόν, επληροφορήθη και δι' οπτικού τηλεγράφου και από την αιφνιδίαν εμφάνισιν πολλών πυρών επί του εχθρικού εδάφους, ότι ο Πελοποννησιακάς στόλος εισέπλεεν εις τον Ελλήσποντον. Ως εκ τούτου, διαρκούσης της ιδίας νυκτός, πλέοντες όσον το δυνατόν εγγύτερον της ακτής της Χερσονήσου, διηυθύνοντο προς τον Ελαιούντα, επιδιώκοντες να εξέλθουν εις το ανοικτόν πέλαγος. Και διέφυγαν μεν την προσοχήν των δέκα εξ Πελοποννησιακών πλοίων, τα όποια εστάθμευαν εις την Άβυδον, μολονότι είχε συστηθή εις αυτά υπό του προσεγγίζοντος υπό τον Μίνδαρον φιλικού στόλου να επιτηρούν τας κινήσεις των, μήπως θελήσουν να εκπλεύσουν. Τον στόλον όμως του Μινδάρου, ο οποίος τους αντελήφθη κατά τα εξημερώματα και έσπευσεν ευθύς εις καταδίωξιν των, δεν κατώρθωσαν να διαφύγουν όλα τα Αθηναϊκά πλοία, αλλά τα περισσότερα μεν εσώθησαν, καταφυγόντα εις την Ίμβρον και την Λήμνον, τέσσαρα όμως, τα οποία έπλεαν τελευταία, κατέφθασεν ο Πελοποννησιακός στόλος, πλησίον του Ελαιούντος. Εν εξ αυτών, το οποίον εξώκειλε πλησίον του ναού του Πρωτεσίλαου, συνέλαβαν οι Πελοποννήσιοι με όλον το πλήρωμα του. Δύο άλλα εκυρίευσαν κενά πληρωμάτων και το τέταρτον, εγκαταλειφθέν επίσης υπό του πληρώματος του, έκαυσαν πλησίον της Ίμβρου.
103. Κατόπιν τούτου, ο στόλος του Μινδάρου, ενωθείς και με την μοίραν της Αβύδου, και έχων ήδη δύναμιν ογδοήντα εξ πλοίων, απέκλεισε, κατά την ημέραν αυτήν, τον Ελαιούντα, επειδή όμως η πόλις ηρνείτο να παραδοθή, απέπλευσαν εις την Άβυδον.
Οι Αθηναίοι, οι οποίοι δεν έλαβον καμμίαν είδησιν από τους σκοπούς πού είχον τοποθετήσει, και δεν εφαντάζοντο, ότι ημπορούσαν να μη αντιληφθούν τον κατά μήκος της ακτής πλουν του εχθρικού στόλου, αλλ' εξηκολούθουν με την ησυχίαν των ασχολούμενοι εις επιθέσεις κατά του τείχους της Ερέσου, ευθύς ως αντελήφθησαν την πλάνην των, εγκατέλειψαν την Έρεσον και έπλευσαν μετά πάσης ταχύτητος προς υπεράσπισιν του Ελλησπόντου. Συναντήσαντες δε δύο Πελοποννησιακά πλοία, τα οποία, κατά την μνημονευθείσαν προ μικρού καταδίωξιν της Αθηναϊκής μοίρας, είχαν παρασυρθή υπό της τόλμης των πολύ προς το ανοικτόν πέλαγος, συνέλαβαν αυτά και κατέπλευσαν την επιούσαν εις Ελαιούντα. Εκεί, αφού ηγκυροβόλησαν, προσήλθαν προς αυτούς τα εκ της Ίμβρου καταφυγόντα πλοία, και ησχολήθησαν επί πέντε ημέρας παρασκευαζόμενοι διά την επικειμένην ναυμαχίαν, η οποία διεξήχθη κατά τον έξης τρόπον.
104.
Ναυμαχία παρά την Άβυδον. Ήττα των Σπαρτιατών
|
Ο Αθηναϊκός στόλος, τεταγμένος εις γραμμήν παραγωγής, έπλεε πλησιέστατα της ακτής προς την διεύθυνσιν της Σηστού. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, αντιληφθέντες αυτόν, εξέπλευσαν και αυτοί εκ της Αβύδου, κατά διεύθυνσιν αντίθετον. Ευθύς ως αντελήφθησαν την επικειμένην ναυμαχίαν, ο μεν Αθηναϊκός στόλος, έχων δύναμιν εβδομήντα εξ πλοίων, εξέτεινε την γραμμήν της παρατάξεως του κατά μήκος της ακτής της Χερσονήσου από του Ιδάκου μέχρι των Αρριανών, ο δε Πελοποννησιακός, έχων δύναμιν ογδοήντα εξ πλοίων, από της Αβύδου μέχρι του Δαρδάνου. Το δεξιόν κέρας των Πελοποννησίων κατείχαν οι Συρακούσιοι, το αριστερόν ο Μίνδαρος αυτός, με τα ευκινητότερα πλοία του στόλου. Το αριστερόν των Αθηναίων διώκει ο Θράσυλλος, το δεξιόν ο Θρασύβουλος. Οι λοιποί στρατηγοί ετάχθησαν έκαστος εις την ορισθείσαν δι' αυτόν θέσιν. Οι Πελοποννήσιοι εβιάζοντο να επιτεθούν πρώτοι, και διά μεν της αριστεράς των πτερύγων να υπερφαλαγγίσουν το δεξιόν κέρας των Αθηναίων, και αποκόψουν εις αυτό, εάν ημπορούσαν, τον προς την ανοικτήν θάλασσαν έκπλουν, ν' απωθήσουν δε συγχρόνως το κέντρον της εχθρικής παρατάξεως προς την ξηράν, από την οποίαν ολίγον απείχεν. Αλλ' οι Αθηναίοι, αντιληφθέντες τούτο, επεξέτειναν το δεξιόν κέρας των, του οποίου την εις την ανοικτήν θάλασσαν έξοδον επεζήτει ν' αποκόψη ο εχθρός, και επρόλαβαν την υπερφαλάγγισιν. Επειδή όμως το αριστερόν των είχεν ήδη κάμψει το ακρωτήριον, το καλούμενον Κυνός Σήμα, αποτέλεσμα τούτου υπήρξεν, ότι το κέντρον της παρατάξεως των ήρχισε να εξασθενή και τ' αποτελούντα αυτό πλοία ν' απέχουν πολύ το εν του άλλου, τόσον μάλλον, καθόσον εμειονέκτουν υπό έποψιν αριθμού πλοίων και η παραλία περί το Κυνός Σήμα προέχει εις οξείαν γωνίαν, εις τρόπον ώστε δεν ήτο δυνατόν να βλέπουν τι εγίνετο πέραν του ακρωτηρίου τούτου.
105. Επιπεσόντες επομένως οι Πελοποννήσιοι κατά του Αθηναϊκού κέντρου, απώθησαν τα πλοία αυτού εις την ξηράν και υπερτερήσαντες σημαντικώς κατά την μάχην, απεβιβάσθησαν, όπως καταδιώξουν και εκεί τον εχθρόν. Προς βοήθειαν του κέντρου, ούτε ο Θρασύβουλος ηδύνατο να έλθη εκ του δεξιού, ένεκα του πλήθους των πλοίων, τα οποία επίεζαν αυτόν διά των επιθέσεων των, ούτε ο Θράσυλλος εκ του αριστερού, διότι το ακρωτήριον εμπόδιζε την θέαν και διότι συγχρόνως τα πλοία των Συρακουσίων και των άλλων όσοι ήσαν απέναντί του, ισάριθμα προς τα ιδικά του, τον συνεκράτουν. Αλλ' επί τέλους μέρος της παρατάξεως των Πελοποννησίων ήρχισε να περιπίπτη
εις αταξίαν λόγω του ότι ήρχισαν να καταδιώκουν άνευ προφυλάξεως άλλοι το εν και άλλοι το άλλο εχθρικόν πλοίον, ένεκα της εμπιστοσύνης, την οποίαν τους ενέπνεεν η νίκη των κατά του κέντρου. Αντιληφθείς τούτο ο Θρασύβουλος, έπαυσεν επεκτείνων την παράταξιν του, και στρέψας αμέσως μέτωπον προς τον εχθρόν, επετέθη κατά του απέναντι του μέρους της εχθρικής παρατάξεως και την ηνάγκασεν εις εσπευσμένην υποχώρησιν. Έπειτα, επιτεθείς κατά του μέρους της εχθρικής παρατάξεως, το οποίον είχε νικήσει εις το κέντρον, επροξένησεν εις τα διεσπαρμένα πλοία του σοβαράς βλάβας, και ενέβαλε τα πλείστα εξ αυτών εις πανικόν, ούτως ώστε ετράπησαν εις φυγήν, χωρίς αντίστασιν. Και οι Συρακούσιοι, άλλωστε, κατά την στιγμήν ακριβώς αυτήν, είχον ενδώσει απέναντι της υπό τον Θράσυλλον πτέρυγος του Αθηναϊκού στόλου και ετράπησαν έτι μάλλον εις φυγήν, όταν είδαν και τους άλλους φεύγοντας.
106. Μετά την εις φυγήν τροπήν, το πλείστον των Πελοποννησιακών πλοίων κατέφυγαν προς τον Πύδιον ποταμόν το πρώτον, και έπειτα εις την Άβυδον. Οι Αθηναίοι εκυρίευσαν ολίγα πλοία, διότι ένεκα της στενότητος του Ελλησπόντου, ο εχθρός ηδύνατο εις μικράν απόστασιν να εύρη τόπον καταφυγής. Αλλ' η νίκη, την οποίαν κατήγαγαν κατά την ναυμαχίαν ταύτην, υπήρξεν επικαιροτάτη. Διότι, ενώ τελευταίον εφοβούντο τον Πελοποννησιακόν στόλον, ένεκα των επανειλημμένων μικρών αποτυχιών των και της μεγάλης καταστροφής των της Σικελίας, έπαυσαν του λοιπού να μέμφωνται ζωηρώς εαυτούς, ή να νομίζουν, ότι οι εχθροί των αξίζουν μεγάλα πράγματα κατά θάλασσαν. Συνέλαβαν, εν τούτοις, εκ των εχθρικών πλοίων οκτώ Χιακά, πέντε των Κορινθίων, δύο των Αμπρακιωτών, δύο των Βοιωτών, και ανά εν των Λευκαδίων, των Λακεδαιμονίων, των Συρακουσίων και των Πελληνέων. Οι ίδιοι, εξ άλλου, έχασαν δέκα πέντε πλοία. Αφού δ' έστησαν τρόπαιον εις το ακρωτήριον Κυνός Σήμα, συνέλεξαν τα ναυάγια και επέτρεψαν εις τους εχθρούς να παραλάβουν τους νεκρούς των, χορηγήσαντες βραχείαν προς τούτο ανακωχήν, απέστειλαν και εις τας Αθήνας τριήρη, φέρουσαν την αγγελίαν της νίκης. Μετά την άφιξιν της τριήρεως, και το άκουσμα τόσον ανελπίστου επιτυχίας, μετά την καταστροφήν πού έπαθαν προσφάτως και εις την Εύβοιαν και κατά την διάρκειαν των εμφυλίων σπαραγμών, οι Αθηναίοι και πολύ θάρρος ανέλαβαν και ενόμισαν, ότι ημπορούσαν ακόμη να νικήσουν, εάν επιληφθούν μετά ζήλου της καταστάσεως.
107.
Νίκη των Αθηναίων έξω του Αρπαγίου
|
Οι Αθηναίοι, αφού προέβησαν εσπευσμένως εις τας αναγκαίας επισκευάς των πλοίων των, εξέπλευσαν την τετάρτην μετά την ναυμαχίαν ημέραν εκ της Σηστού, διευθυνόμενοι κατά της Κυζίκου, η οποία είχεν αποστατήσει. Έξωθεν του Αρπαγίου και του Πριάπου, αντελήφθησαν αγκυροβολημένα τα οκτώ Πελοποννησιακά πλοία της μοίρας του Βυζαντίου, επετέθησαν κατ' αυτών και τα εκυρίευσαν, αφού ενίκησαν κατόπιν μάχης τους προσδραμόντας εκ της ξηράς προς υπεράσπισιν αυτών. Φθάσαντες ακολούθως εις την Κύζικον, ανέκτησαν αυτήν, ατείχιστον ούσαν, και της επέβαλαν την πληρωμήν πολεμικού προστίμου. Αλλ' εν τω μεταξύ, έπλευσαν και οι Πελοποννήσιοι εκ της Αβύδου κατά του Ελαιούντος, όπου ανέκτησαν όσα εκ των κυριευθέντων πλοίων των ήσαν εις καλήν κατάστασιν (ενώ τα λοιπά εκάησαν από τους Ελαιουσίους), και έπεμψαν τον Ιπποκράτη και τον Επικλέα εις Εύβοιαν, διά να φέρουν τα εκεί ευρισκόμενα πλοία.
108.
Ο Αλκιβιάδης ανακοινοί εις τους Αθηναίους της Σάμου ότι ο Τισσαφέρνης δεν πρόσκειται εις τους Σπαρτιάτας
|
Κατά την ιδίαν εποχήν, κατέπλευσε και ο Αλκιβιάδης, επί κεφαλής των δέκα τριών πλοίων, εις την Σάμον, επιστρέφων από το μέχρι Καύνου και Φασήλιδος ταξείδιον και ανήγγειλε και ότι επέτυχε να επιστρέψη ο Φοινικικός στόλος εις τα ίδια και επομένως να μη έλθη εις βοήθειαν των Πελοποννησίων και ότι εξησφάλισε την υπέρ των Αθηναίων φιλίαν του Τισσαφέρνους περισσότερον από πριν. Ακολούθως, εξοπλίσας εννέα πλοία επί πλέον των όσων ήδη είχεν, εισέπραξε πολλά χρήματα από τους Αλικαρνασσείς και ωχύρωσε την Κων. Μεθ' ο διορίσας διοικητήν της Κω, επέστρεψεν εις την Σάμον, προσεγγίζοντος ήδη του φθινοπώρου.
Ο
Δολοφονική ενέργεια Πέρσου υπάρχου κατά Δηλίων στρατιωτών παρά την Άντανδρον
|
Τισσαφέρνης, εξ άλλου, όταν έμαθεν, ότι ο Πελοποννησιακός στόλος είχε καταπλεύσει εκ της Μιλήτου εις τον Ελλήσποντον, εξεκίνησεν από την Άσπενδον, διευθυνόμενος προς την Ιωνίαν. Αλλ' ενώ οι Πελοποννήσιοι ευρίσκοντο εις τον Ελλήσποντον, οι Αντάνδριοι, οι οποίοι είναι Αιολείς, έφεραν από την Άβυδον μερικούς οπλίτας διά του όρους της Ίδης και τους εισήγαγαν εντός της πόλεως των, καθόσον επιέζοντο υπό του Πέρσου Αρσάκου, υπάρχου του Τισσαφέρνους. Ο Αρσάκης αυτός προφασιζόμενος έχθραν εναντίον εχθρού, τον οποίον δεν ωνόμαζε, προσεκάλεσε να τον συνοδεύσουν εις την κατ' αυτού εκστρατείαν μερικούς από τους καλλιτέρους στρατιώτας των Δηλίων, όσοι είχαν εγκατασταθή εις το Αδραμύττιον, μετά την υπό των Αθηναίων εκτόπισίν των εκ της Δήλου, κατά την εποχήν του καθαρμού της νήσου. Τούτους ωδήγησεν έξω της πόλεως ως φίλους και συμμάχους, δήθεν, και περιμείνας την ώραν, κατά την οποίαν ούτοι επρογευμάτιζαν, τους περιεκύκλωσε με τους άνδρας του και τους εφόνευσε, βάλλων κατ' αυτών βροχήν ακοντίων. Ένεκα του κακουργήματος λοιπόν τούτου, εφοβούντο οι Αντάνδριοι μήπως αποπειραθή και κατ' αυτών ανάλογον τινα βιαιοπραγίαν. Και επειδή επέβαλεν εις αυτούς επί πλέον αφόρητα βάρη, εξεδίωξαν την φρουράν αυτού εκ της ακροπόλεως των.
109.
Ο Τισσαφέρνης αποφασίζει να μεταβή εις Ελλήσποντον, διά να δικαιολόγηση την στάσιν του έναντι των Πελοποννησίων
|
Ο Τισσαφέρνης, αντιληφθείς ότι και το νέον τούτο πλήγμα ήτον έργον των Πελοποννησίων, όπως και το της Μιλήτου και της Κνίδου (διότι και εκ της τελευταίας ταύτης πόλεως είχεν εκδιωχθή η φρουρά του), νομίζων δ' ως εκ τούτου, ότι είχε χάσει εντελώς την εκτίμησιν των και φοβηθείς περαιτέρω ζημίας εκ της εχθρότητας των, αλλά και δυσφορών συγχρόνως, διότι ο Φαρνάβαζος, εξασφαλίσας ήδη τας υπηρεσίας των, ήτο ενδεχόμενον να εξασφαλίση, διά μικροτέρας δαπάνης και εις ολιγώτερον διάστημα χρόνου, μεγαλητέρας από τας ιδικάς του επιτυχίας εις τας επιχειρήσεις του εναντίον των [από τας ιδικάς του] Αθηναίων, απεφάσισε να έλθη προς τους Πελοποννησίους εις τον Ελλήσποντον, όπως παραπονεθή διά τα γεγονότα της Αντάνδρου και δικαιολογηθή όσον ημπορούσε καλλίτερα και διά το ζήτημα του Φοινικικού στόλου και διά τας άλλας εναντίον του κατηγορίας. Και πρώτον μεν ήλθεν εις την Έφεσον, όπου προσέφερε θυσίαν εις την Αρτέμιδα.
Τ Ε Λ Ο Σ
[Προηγούμενα]
|