|
102. Διάρρηξις συμμαχίας Αθηναίων και Λακεδαιμονίων | Οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή παρετείνετο, ατυχώς δι' αυτούς, ο πόλεμος
προς τους καταλαβόντας την Ιθώμην, επεκαλέσθησαν την βοήθειαν και άλλων
συμμάχων και των Αθηναίων, οι οποίοι απέστειλαν ικανήν τοιαύτην με αρχηγόν
τον Κίμωνα. Την βοήθειαν των Αθηναίων επεκαλέσθησαν κυρίως, διότι οι τελευταίοι
εθεωρούντο ικανοί εις την τειχομαχίαν, ενώ η μακρά διάρκεια της πολιορκίας
είχε δείξει εις τους Λακεδαιμονίους τηνιδικήν των ως προς τούτο ανεπάρκειαν.
Διότι άλλως θα είχαν καταλάβει εξ εφόδου την Ιθώμην. Εξ αφορμής, άλλωστε,
της εκστρατείας αυτής, έγινε διά πρώτην φοράν καταφανής η έλλειψις αρμονίας
εις τας μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αθηναίων σχέσεις. Διότι οι Λακεδαιμόνιοι,
επειδή η δι' εφόδου κατάληψις δεν επετύγχανε, εφοβήθησαν μήπως, εάν παραταθή
η παρουσία των Αθηναίων, τους οποίους άλλωστε εθεώρουν αλλοφύλους, οι
τελευταίοι, λόγω του τολμηρού και αστάτου χαρακτήρας των, παρασυρθούν
από τους πολιορκουμένους και ταχθούν με το μέρος των, και διά τούτο τους
απεμάκρυναν, μόνους εκ των συμμάχων, χωρίς να εκδηλώσουν τας υποψίας των,
αλλ' ειπόντες ότι δεν τους έχουν πλέον ανάγκην. Οι Αθηναίοι, εν τούτοις,
εννόησαν ότι η πομάκρυνσίς των ωφείλετο εις κάποιαν υποψίαν και όχι εις
την ευσχημοτέραν δικαιολογίαν, η οποία εδόθη. Και επειδή εθεώρησαν αφόρητον
το πράγμα και ενόμισαν ότι δεν ήσαν άξιοι τοιαύτης ύβρεως εκ μέρους των
Λακεδαιμονίων, ευθύς αφού επέστρεψαν, παρήτησαν την συμμαχίαν, την οποίαν
είχαν συνομολογήσει με αυτούς εναντίον των Περσών, και συνωμολόγησαν νέαν
τοιαύτην με τους Αργείους, οι οποίοι, ήσαν εχθροί εκείνων. Ομοία συμμαχία,
επιβεβαιωθείσα με τους ιδίους όρκους, συνωμολογήθη συγχρόνως από τους
δύο, τους Αθηναίους δηλαδή και τους Αργείους, με τους Θεσσαλούς.
103. Προσχώρησις των Μεγάρων εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν | Κατά το δέκατον έτος της πολιορκίας της Ιθώμης, οι παναστάται,
μη δυνάμενοι ν' ανθέξουν περισσότερον, εσυνθηκολόγησαν με τους Λακεδαιμονίους,
Κατά τους όρους της συνθήκης, ώφειλαν ν' απέλθουν από την Πελοπόννησον,
εξασφαλιζομένης εις αυτούς της ελευθέρας πορείας των, και ποτέ πλέον να
μην επιστρέψουν εις αυτήν· εν περιπτώσει παραβάσεως συλλαμβανόμενοι θα
εγίνοντο δούλοι εκείνου που τους συνέλαβε. Μεταξύ των Λακεδαιμονίων, άλλωστε,
ανεφέρετο κάποιος αρχαίος Πυθικός χρησμός, κατά τον οποίον ώφειλαν ν'
αφίνουν ελευθέρους εκείνους που κατέφευγαν ως ικέται εις τον Ιθωμήτην
Δία. Οι Μεσσήνιοι, συνεπώς, μαζί με τα τέκνα και τας γυναίκας των, εξεκένωσαν
την Ιθώμην, και οι Αθηναίοι, ένεκα των εχθρικών ήδη σχέσεων των προς τους
Λακεδαιμονίους, τους εδέχθησαν και τους εγκατέστησαν εις την Ναύπακτον,
την οποίαν είχαν κυριεύσει προσφάτως από τους Οζόλας Λοκρούς. Και οι Μεγαρείς,
άλλωστε, εγκαταλείψαντες τους Λακεδαιμονίους, προσεχώρησαν εις την Συμμαχίαν
των Αθηναίων, διότι επιέζοντο από τον πόλεμον που τους έκαμναν οι Κορίνθιοι
ένεκα συνοριακών ερίδων. Συνέπεια τούτου υπήρξεν ότι οι Αθηναίοι κατέλαβαν
τα Μέγαρα και τας Πηγάς (επίνειον των Μεγάρων) και οικοδόμησαν διά τους
Μεγαρείς τα Μακρά Τείχη, τα οποία εξετείνοντο από την πόλιν μέχρι του
λιμένος της Νισαίας, και των οποίων την φρούρησιν ανέλαβαν οι ίδιοι. Και
ένεκα της αιτίας αυτής κυρίως ήρχισε διά πρώτην φοράν να εξάπτεται το
σφοδρόν μίσος των Κορινθίων εναντίον των Αθηναίων.
104. Εκστρατεία των Αθηναίων κατά των Περσών εις την Αίγυπτον | Εν τω μεταξύ, ο υιός του Ψαμμητίχου Ινάρως, βασιλεύς των Λιβύων,
που κατοικούν πλησίον της Αιγύπτου, ορμώμενος από την Μάρειαν, πόλιν κειμένην
προς νότον της νήσου Φάρου, παρέσυρε το μεγαλύτερον μέρος της Αιγύπτου
εις επανάστασιν εναντίον του βασιλέως Αρταξέρξου, και αφού ανέλαβεν ο
ίδιος την αρχήν, επροσκάλεσε τους Αθηναίους εις βοήθειαν. Και επειδή οι
τελευταίοι έτυχε να ευρίσκωνται εις Κύπρον, όπου είχαν εκστρατεύσει, με
διακόσια πλοία ιδικά των και των συμμάχων των, απέπλευσαν απ' εκεί και
ήλθαν εις την Αίγυπτον. Αφού ανέπλευσαν τον Νείλον, και έγιναν κύριοι
του ποταμού και των δύο τρίτων της Μέμφιδος, ήρχισαν την επίθεσιν εναντίον
του τρίτον μέρους, το οποίον καλείται Λευκόν Τείχος, εντός του οποίου
ευρίσκοντο όσοι από τους Πέρσας και Μήδους είχαν καταφύγει εκεί και όσοι
από τους Αιγυπτίους δεν είχαν λάβει μέρος εις την επανάστασιν.
105. Ήττα των Κορινθίων εις την Μεγαρίδα | Οι Αθηναίοι, προς τούτοις, ενεργήσαντες διά του στόλου των απόβασιν
εις την Αλιάδα, συνήψαν μάχην προς τους Κορινθίους και Επιδαυρίους, κατά
την οποίαν νικηταί ανεδείχθησαν οι Κορίνθιοι. Ακολούθως οι Αθηναίοι εναυμάχησαν
προς τον Πελοποννησιακόν στόλον πλησίον της Κεκρυφαλείας, και την φοράν
αυτήν νικηταί ανεδείχθησαν οι Αθηναίοι. Μετά ταύτα περιήλθαν εις πόλεμον
οι Αθηναίοι προς τους Αιγινήτας, και συγκροτηθείσης πλησίον της Αιγίνης
ναυμαχίας, εις την οποίαν έλαβαν μέρος και οι σύμμαχοι των δύο μερών,
ενίκησαν οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Λεωκράτους, υιού του Στροίβου,
και κυριεύσαντες εβδομήντα πλοία ενήργησαν απόβασιν εις το έδαφος των
Αιγινητών και επολιόρκησαν την πόλιν. Οι Πελοποννήσιοι, θέλοντες να βοηθήσουν
τους Αιγινήτας, απεβίβασαν εις την νήσον τριακοσίους οπλίτας, οι οποίοι
προηγουμένως είχαν σταλή εις επικουρίαν των Κορινθίων και Επιδαυρίων,
ενώ οι Κορίνθιοι με τους συμμάχους των κατέλαβαν τα υψώματα της Γερανείας
και επέδραμαν εις την Μεγαρίδα, διότι ενόμιζαν ότι οι Αθηναίοι δεν θα
είναι εις θέσιν να βοηθήσουν τους Μεγαρείς, εφόσον σημαντική στρατιωτική
των δύναμις απουσίαζεν εις Αίγιναν και Αίγυπτον, αλλ' ότι, και αν τυχόν
έλθουν εις βοήθειαν, θ' αναγκασθούν να λύσουν την πολιορκίαν της Αιγίνης.
Οι Αθηναίοι, εν τούτοις, δεν μετεκίνησαν τον πολιορκούντα την Αίγιναν
στρατόν των, αλλ' από την υπολειπομένην εις την πόλιν δύναμιν οι νεώτεροι
και οι γεροντότεροι άνδρες ήλθαν εις Μέγαρα υπό την αρχηγίαν του στρατηγού
Μυρωνίδου. Και συγκροτηθείσης προς τους Κορινθίους μάχης αμφιρρόπου, αφού
οι δύο στρατοί απεχωρίσθησαν, έκαστος από αυτούς εθεώρησεν ότι ο αντίπαλος
του μάλλον είχεν ηττηθή. Και οι μεν Αθηναίοι, οι οποίοι πράγματι ήσαν
κυρίως νικηταί, έστησαν τρόπαιον μετά την αναχώρησιν των Κορινθίων. Οι
Κορίνθιοι, εξ άλλου, κακιζόμενοι από τους πρεσβυτέρους της πόλεως, αφού
παρεσκευάσθησαν επί δώδεκα περίπου ημέρας, επανήλθαν και ήρχισαν να στήνουν
και αυτοί αντίζηλον τρόπαιον ως νικηταί. Αλλ' εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι,
εξορμήσαντες από τα Μέγαρα, και τους στήνοντας το τρόπαιον εφόνευσαν,
και συμπλακέντες προς τους λοιπούς, τους ενίκησαν.
106. Oι Κορίνθιοι υπεχώρουν καταδιωκόμενοι, όταν αρκεκοί από αυτούς,
πιεζόμενοι ισχυρώς από τους καταδιώκοντας, έχασαν τον δρόμον και ενέπεσαν
εντός κτήματος κάποιου ιδιώτου, το οποίον έτυχε να περιβάλλεται από βαθείαν
τάφρον και από το οποίον δεν υπήρχεν έξοδος. Οι Αθηναίοι, ως αντελήφθησαν
το πράγμα, τους απέκλεισαν κατά μέτωπον με τους οπλίτας των, και τοποθετήσαντες
πέριξ τους ελαφρώς ωπλισμένους στρατιώτας των, εφόνευσαν διά λιθοβολισμού
όλους τους εισελθόντας. Η συμφορά αύτη υπήρξε μέγα πλήγμα διά τους Κορινθίους.
Το κύριον, εν τούτοις, σώμα του στρατού των κατώρθωσε να επιστρέψη εις
τα ίδια.
107. Νίκη των Λακεδαιμονίων παρά την Τανάγραν | Κατά την εποχήν αυτήν, ήρχισαν οι Αθηναίοι να οικοδομούν και τα
μακρά προς την θάλασσαν τείχη, το προς το Φάληρον και το προς τον Πειραιά.
Και επειδή οι Φωκείς, εκστρατεύσαντες κατά του Βοιού, του Κυτινίου και
του Ερινεού, της χώρας των Δωριέων, μητροπόλεως των Λακεδαιμονίων, εκυρίευσαν
μίαν από τας πόλεις αυτάς, οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την αρχηγίαν του Νικομήδους,
υιού του Κλεομβρότου, ο οποίος ήτο επίτροπος του ανηλίκου βασιλέως Πλειστοάνακτος,
υιού του Παυσανίου, ήλθαν εις βοήθειαν των Δωριέων με χιλίους πεντακοσίους
ιδικούς των οπλίτας και δέκα χιλιάδας συμμάχους, και αφού ηνάγκασαν τους
Φωκείς διά συνθήκης ν' αποδώσουν την πόλιν, ητοιμάζοντο να επιστρέψουν
εις τα ίδια. Αλλ' η επιστροφή των παρουσίαζε πολλάς δυσκολίας, διότι,
αν μεν ήθελαν να διαπεραιωθούν κατά θάλασσαν διά του Κορινθιακού κόλπου,
έπρεπε να περιμένουν ότι οι Αθηναίοι, των οποίων ο στόλος είχε περιπλεύσει
την Πελοπόννησον και ευρίσκοντο ήδη εκεί, θα τους εμποδίσουν. Η κατά ξηράν,
εξ άλλου, πορεία διά της Γερανείας δεν τους εφαίνετο ασφαλής, εφόσον οι
Αθηναίοι κατείχαν τα Μέγαρα και τας Πηγάς. Διότι η Γεράνεια είναι δύσβατος
και εφρουρείτο διαρκώς από τους Αθηναίους, οι οποίοι, καθώς έμαθαν τότε
οι Λακεδαιμόνιοι, σκοπόν είχαν να εμποδίσουν και απ' εκεί την διάβασίν
των. Απεφάσισαν λοιπόν ν' αναβάλουν την αναχώρησιν των από την Βοιωτίαν,
διά να σκεφθούν πως ημπορούν να περάσουν ασφαλέστερον εις την Πελοπόννησον.
Εις την απόφασιν αυτήν έφθασαν εν μέρει και διότι μερικοί Αθηναίοι τους
προσεκάλουν κρυφίως, με την ελπίδα να θέσουν τέρμα εις το δημοκρατικόν
πολίτευμα και εις την ανοικοδόμησιν των Μακρών Τειχών. Αλλ' οι Αθηναίοι,
νομίσαντες ότι οι Λακεδαιμόνιοι ευρίσκονται εις μεγάλην αμηχανίαν ως προς
τον τρόπον της επιστροφής των, και υποπτευθέντες επί πλέον αυτούς ότι
θέλουν να καταλύσουν το δημοκρατικόν των πολίτευμα, εξεστράτευσαν εναντίον
των με όλας των τας δυνάμεις, και μαζί με αυτούς χίλιοι Αργείοι και διάφορα
στρατιωτικά αποσπάσματα των άλλων συμμάχων, της όλης δυνάμεως συμποσωθείσης
εις δέκα τέσσαρας χιλιάδας άνδρας. Εις βοήθειαν των Αθηναίων ήλθε και
ιππικόν Θεσσαλικόν, σύμφωνα με τους όρους της προς τους Θεσσαλούς συμμαχίας.
Τούτο όμως, διαρκούσης της μάχης, ελιποτάκτησε προς τους Λακεδαιμονίους.
108. Κατά την μάχην, η οποία συνεκροτήθη εις την Τανάγραν της Βοιωτίας,
και της οποίας αι απώλειαι υπήρξαν μεγάλαι και από τα δύο μέρη, ενίκησαν
οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των, και αφού επέδραμαν εις την Μεγαρίδα
και την εδενδροτόμησαν, επέστρεψαν πάλιν εις τα ίδια διά της Γερανείας
και του Ισθμού. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, εξεστράτευσαν την εξηκοστήν δευτέραν
ημέραν μετά την μάχην, υπό την αρχηγίαν του στρατηγού Μυρωνίδου, εναντίον
των Βοιωτών. Και νικήσαντες αυτούς εις μάχην παρά τα Οινόφυτα, έγιναν
κύριοι της Βοιωτίας και της Φωκίδος, κατηδάφισαν τα τείχη της Τανάγρας
και έλαβαν ομήρους από τους Οπουντίους Λοκρούς εκατόν ανδρας. τους πλουσιωτάτους.
Συνεπλήρωσαν επίσης την οικοδομήν των Μακρών Τειχών. Και οι Αιγινήται,
εξ άλλου, υπετάχθησαν εις τους Αθηναίους διά συνθήκης, κατά τους όρους
της οποίας κατηδάφισαν τα τείχη των, παρέδωσαν τον στόλον των, και ανέλαβαν
την καταβολήν φόρου εις το μέλλον. Επί πλέον, οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν
του Τολμίδου, υιού του Τολμαίου, περιπλεύσαντες την Πελοπόννησον, έκαυσαν
τον ναύσταθμον των Λακεδαιμονίων (Γύθειον), κατέλαβαν την Χαλκίδα, πόλιν
των Κορινθίων, και ενεργήσαντες απόβασιν εις το εδαφος των Σικυωνίων,
ενίκησαν αυτούς κατά την συγκροτηθείσαν μάχην.
109. Ήττα και αποχώρησις των Αθηναίων από την Αίγυπτον | Εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί των εξηκολούθουν να παραμένουν
εις την Αίγυπτον, όπου ο πόλεμος ελάμβανε διαφόρους φάσεις. Διότι, επειδή
κατ' αρχάς οι Αθηναίοι έγιναν κύριοι της Αιγύπτου, ο Βασιλεύς απέστειλεν
εις Λακεδαίμονα τον Μεγάβαζον, κομιστήν χρημάτων, διά να πείση τους Πελοποννησίους
να εισβάλουν εις την Αττικήν και επιτύχη τοιουτοτρόπως την εκκένωσιν της
Αιγύπτου εκ μέρους των Αθηναίων. Αλλ' επειδή η αποστολή του δεν ευωδώνετο
και τα χρήματα εξωδεύοντο ματαίως, ο Μεγάβαζος με τα υπολειφθέντα χρήματα
επέστρεψε εις Ασίαν, και εστάλη άλλος Πέρσης, ο Μεγάβυζος, υιός του Ζωπύρου,
με πολύν στρατόν. Ο Μεγάβυζος ελθών διά ξηράς ενίκησε τους Αιγυπτίους
και τους συμμάχους των κατά την συγκροτηθείσαν μάχην, εξεδίωξε τους Έλληνας
από την Μέμφιδα, και τέλος τους ενέκλεισεν εις την νήσον Προσωπίτιδα,
όπου τους επολιόρκησεν επί εν έτος και έξη μήνας μέχρις ότου, διά της
παροχετεύσεως του ύδατος προς άλλην διεύθυνσιν, απεξήρανε την διώρυγα,
και ετσι όχι μόνον τα πλοία ευρέθησαν επί της ξηράς, αλλά και το πλείστον
της νήσου ηνώθη με την ξηράν, και ο Μεγάβαζος, διαβάς πεζή, την εκυρίευσε.
110. Τοιουτοτρόπως, κατόπιν εξαετούς πολέμου, η κατά της Αιγύπτου επιχείρησις
των Ελλήνων κατέληξεν εις καταστροφήν, και ολίγοι μόνον από τους πολλούς
εσώθησαν, πορευόμενοι διά Λιβύης εις Κυρήνην ενώ oι πλείστοι εχάθησαν.
Η Αίγυπτος περιήλθε πάλιν υπό την κυριαρχίαν του Βασιλέως, πλην του Αμυρταίου,
βασιλέως των ελών, τον οποίον δεν ημπορούσαν να υποτάξουν ένεκα της μεγάλης
εκτάσεως του έλους, και συγχρόνως διότι οι κάτοικοι του είναι oι μαχιμώτεροι
Αιγύπτιοι. Ο βασιλεύς, εξ άλλου, των Λιβύων Ινάρως, ο οποίος υπήρξεν η
αιτία όλης αυτής της κινήσεως εις την Αίγυπτον, συλληφθείς διά προδοσίας,
ανεσκολοπίσθη. Εν τω μεταξύ, πενήντα πολεμικά πλοία εξέπλευσαν από τας
Αθήνας και τας άλλας ομοσπόνδους πόλεις, διευθυνόμενα εις Αίγυπτον προς
συμπλήρωσιν των κενών του εκεί στόλου, και προσήγγισαν εις το Μενδήσιον
στόμιον του ποταμού, εν πλήρει αγνοία των συμβάντων. Πεζός στρατός από
την ξηράν και Φοινικικός στόλος από την θάλασσαν επέπεσαν εναντίον των
και κατέστρεψαν τα περισσότερα, ενώ τα ολιγώτερα μόνον διέφυγαν. Τοιούτον
υπήρξε το τέλος της μεγάλης εις Αίγυπτον εκστρατείας των Αθηναίων και
των συμμάχων.
111. Εκστρατεία Αθηναίων εις Θεσσαλίαν, Σικυώνα και Ακαρνανίαν | Μετά ταύτα, ο Ορέστης, υιός του βασιλέως των Θεσσαλών Εχεκρατίδου,
ενώ ήτο εξόριστος, έπεισε τους Αθηναίους να τον αποκαταστήσουν εις την
αρχήν. Παραλαβόντες δε μερικούς Βοιωτούς και Φωκείς, οι οποίοι ήσαν ήδη
σύμμαχοί των, oι Αθηναίοι εξεστράτευσαν κατά της Φαρσάλου, πόλεως της
Θεσσαλίας. Και εις μεν την ύπαιθρον χώραν επεκράτουν, εφόσον ήτο τούτο
δυνατόν, χωρίς ν' απομακρύνωνται από το στρατόπεδόν των -διότι το Θεσσαλικόν
ιππικόν τους ανεχαίτιζε- την πόλιν όμως δεν ημπόρεσαν να κυριεύσουν, ούτε
κανείς άλλος από τους σκοπούς, διά τους οποίους εξεστράτευσαν, ευωδώνετο,
και ως εκ τούτου επέστρεψαν άπρακτοι, ακολουθούμενοι από τον Ορέστην.
Ολίγον χρόνον ύστερον, χίλιοι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Περικλέους,
υιού του Ξανθίππου, επιβάντες εις τον στόλον που εστάθμευεν εις τας Πηγάς,
αι οποίαι ευρίσκοντο εις την κατοχήν των, έπλευσαν κατά μήκος της ακτής
εις Σικυώνα, και ενεργήσαντες απόβασιν, ενίκησαν κατά την συγκροτηθείσαν
μάχην τους αντεπεξελθόντας εναντίον των Σικυωνίους. Αμέσως δε μετά τούτο,
παραλαβόντες μερικούς Αχαιούς και πλεύσαντες εις την απέναντι ακτήν, επετέθησαν
κατά των Οινιάδων, πόλεως της Ακαρνανίας, και την επολιόρκησαν. Δεν ημπόρεσαν
όμως να την κυριεύσουν, αλλ' επέστρεψαν εις τα ίδια άπρακτοι.
112. Εκστρατείαι Αθηναίων εις Κύπρον και Δελφούς | Μετά παρέλευσιν τριών ετών, συνωμολογήθη συνθήκη πενταετούς ειρήνης
μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Ως εκ τούτου, οι τελευταίοι
απέσχον επί του παρόντος από πολέμου εναντίον Ελλήνων, εξεστράτευσαν όμως
εναντίον της Κύπρου, με στόλον διακοσίων Αθηναϊκών και συμμαχικών πλοίων
υπό την αρχηγίαν του στρατηγού Κίμωνος. Τμήμα του στόλου αυτού, αποτελούμενον
από εξήντα πλοία, έπλευσεν εις την Αίγυπτον, συνεπεία προσκλήσεως του
βασιλέως των ελών Αμυρταίου, ενώ ο λοιπός στόλος ήρχισε την πολιορκίαν
του Κιτίου. Αλλ' επειδή απέθανεν ο Κίμων, ενέσκηψε δε κατόπιν λιμός, οι
Αθηναίοι εγκατέλειψαν το Κίτιον, και κατά τον πλουν της επιστροφής, όταν
ευρίσκοντο προ της Σαλαμίνος της Κύπρου, συνήψαν ναυμαχίαν και ευθύς αμέσως
πεζομαχίαν εναντίον Φοινίκων και Κυπρίων και Κιλίκων, και νικήσαντες κατά
γην και κατά θάλασσαν, επέστρεψαν εις τα ίδια, συνοδευόμενοι και από το
τμήμα του στόλου, το οποίον επέστρεφεν από την Αίγυπτον. Μετά ταύτα, οι
Λακεδαιμόνιοι επεχείρησαν την εκστρατείαν του Ιερού καλουμένου πολέμου,
και καταλαβόντες τον ναόν των Δελφών, τον παρέδωσαν εις τους κατοίκους
των Δελφών. Αλλ' ύστερον πάλιν, όταν οι Λακεδαιμόνιοι απεσύρθησαν, οι
Αθηναίοι εξεστράτευσαν, και αφού κατέλαβαν τον ναόν, τον παρέδωσαν εις
τους Φωκείς.
113. Ήττα Αθηναίων εις Βοιωτίαν | Μετά παρέλευσιν μερικού καιρού, οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του
Τολμίδου, υιού του Τολμαίου, εξεστράτευσαν με χιλίους ιδικούς των οπλίτας
και ανάλογα στρατιωτικά αποσπάσματα των άλλων συμμάχων, εναντίον του Ορχομενού
και της Χαιρωνείας και μερικών άλλων πόλεων της Βοιωτίας, αι οποίαι κατείχοντο
από τους εξορίστους Βοιωτούς και ήσαν ένεκα τούτου εχθρικαί. Μετά την
άλωσιν της Χαιρωνείας και τον εξανδραποδισμόν των κατοίκων της, εγκατέστησαν
φρουράν και ήρχισαν την πορείαν της εις τα ίδια επιστροφής. Αλλ' ενώ επορεύοντο
διά της Κορώνειας, επετέθησαν εναντίον των οι κατέχοντες τον Ορχομενόν
εξόριστοι Βοιωτοί και μαζί με αυτούς Λοκροί και εξόριστοι Ευβοείς, καθώς
και άλλοι έχοντες τα ίδια πολιτικά φρονήματα. Και ενίκησαν κατά την μάχην,
και μέρος μεν από τους Αθηναίους εφόνευσαν, τους δε λοιπούς συνέλαβαν
ζώντας. Συνεπεία τούτου, οι Αθηναίοι εξεκένωσαν ολόκληρον την Βοιωτίαν
κατόπιν συνθήκης, διά της οποίας συνωμολογείτο η απόδοσις των αιχμαλώτων.
Τοιουτοτρόπως όχι μόνον οι εξόριστοι Βοιωτοί επανήλθον εις τας εστίας
τον, αλλά και όλοι ανεξαιρέτως ανέκτησαν την ανεξαρτησίαν των.
114. Κατάπνιξις επαναστάσεως της Ευβοίας | Ολίγον χρόνον μετά ταύτα, επανεστάτησεν η Εύβοια εναντίον των Αθηναίων.
Και ενώ ο Περικλής, επί κεφαλής Αθηναϊκού στρατού, είχε διαβή τον πορθμόν
και ευρίσκετο ήδη εις την Εύβοιαν, ανηγγέλθη προς αυτόν ότι τα Μέγαρα
επανεστάτησαν, ότι επίκειται εισβολή των Πελοποννησίων εις την Αττικήν
και ότι εξωλωθρεύθη από τους Μεγαρείς η Αθηναϊκή φρουρά, εκτός όσων κατέφυγαν
εις την Νίσαιαν. Οι Μεγαρείς επανεστάτησαν, αφού προηγουμένως κατά πρόσκλησίν
των είχεν έλθει εις βοήθειάν των δύναμις Κορινθίων και Σικυωνίων και Επιδαυρίων.
Ο Περικλής επανέφερεν εσπευσμένως τον στρατόν από την Εύβοιαν. Και οι
Πελοποννήσιοι μετά τούτο, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων
Πλειστοάνακτος, υιού του Παυσανίου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, και προχωρήσαντες
μέχρι της Ελευσίνος και του Θριασίου πεδίου, ηρήμωσαν την χώραν, αλλά
χωρίς να προελάσουν περαιτέρω, επέστρεψαν εις τα ίδια. Και τότε πάλιν
οι Αθηναίοι, διαβάντες εις την Εύβοιαν υπό την αρχηγίαν του Περικλέους,
την υπέταξαν ολόκληρον. Και των μεν άλλων πόλεων ερρύθμισαν διά συνθηκών
τα πολιτεύματα, όπως τους εσύμφερε, τους Εστιαίους όμως εξεδίωξαν από
τας εστίας των και κατέλαβαν το έδαφός των.
115. Τριακονταετής συνθήκη μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων | Ολίγον χρόνον μετά την εξ Ευβοίας επιστροφήν των, συνωμολόγησαν
προς τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους αυτών την Τριακονταετή συνθήκην,
κατά τους όρους της οποίας απέδιδαν την Νίσαιαν, τας Πηγάς, την Τροιζήνα
και την Αχαΐαν, αι οποίαι, ενώ ανήκαν εις την Πελοποννησιακήν ομοσπονδίαν,
κατείχοντο υπό των Αθηναίων.
Κατάπνιξις επαναστάσεως της Σάμου υπό των Αθηναίων | Κατά το έκτον μετά την συνθήκην αυτήν έτος, οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι
περιήλθαν διά την κατοχήν της Πριήνης εις πόλεμον, κατά την διάρκειαν
του οποίου οι Μιλήσιοι, μειονεκτούντες στρατιωτικώς, ήλθαν προς τους Αθηναίους
καταφερόμενοι εναντίον των Σαμίων. Τους Μιλησίους υπεστήριζαν και μερικοί
ιδιώται από την Σάμον, οι οποίοι επεδίωκαν να ανατρέψουν το πολίτευμα
της νήσου των. Συνεπεία τούτου, οι Αθηναίοι, πλεύσαντες εις Σάμον με στόλον
σαράντα πλοίων, εγκαθίδρυσαν την δημοκρατίαν, και αφού παρέλαβαν ομήρους
πενήντα παιδία και πενήντα άνδρας -τους οποίους ετοποθέτησαν προς φύλαξιν
εις την Λήμνον- ανεχώρησαν αφίσαντες φρουράν. Μερικοί, εν τούτοις, από
τους Σαμίους δεν ήθελαν να παραμείνουν, αλλ' έφυγαν εις την απέναντι Μικρασιατικήν
ακτήν, και αφού συνεννοήθησαν με τους επιφανεστέρους από τους ολιγαργικούς
της πόλεως, και συνωμολόγησαν συμμαχίαν με τον Πισσούθνην, υιόν του Υστάσπου,
σατράπου τότε των Σάρδεων, και εστρατολόγησαν μισθοφορικήν δύναμιν επτακοσίων
ανδρών, επέρασαν εν καιρώ νυκτός εις την Σάμον. Και πρώτον επετέθησαν
εναντίον των δημοκρατικών και συνέλαβαν τους περισσοτέρους από τους αργηγούς
των, έπειτα απήγαγαν κρυφίως τους ομήρους των από την Λήμνον και απεκήρυξαν
κάθε δεσμόν της Σάμου προς την Αθηναϊκήν ομοσπονδίαν, και τέλος παρέδωκαν
εις τον Πισσούθνην την Αθηναϊκήν φρουράν και τους ανωτάτους Αθηναίους
υπαλλήλους, όσοι ευρίσκοντο εις την νήσον, και ήρχισαν ευθύς να ετοιμάζουν
εκστρατείαν κατά της Μιλήτου. Συνεπανεστάτησαν δε μετά των Σαμίων και
οι Βυζάντιοι.
116. Αλλ' οι Αθηναίοι, ευθύς ως το έμαθαν, έπλευσαν εναντίον της Σάμου
με στόλον εξήντα πλοίων. Δέκα εξ από τα πλοία αυτά, εν τούτοις, δεν εχρησιμοποιήθησαν
εις την εναντίον της νήσου επίθεσιν, διότι είχαν αποπλεύσει άλλα μεν εις
Καρίαν, προς επιτήρησιν του Φοινικικού στόλου, αλλά δε εις Χίον και Λέσβον,
διά να ζητήσουν την αποστολήν επικουριών. Αλλά τα λοιπά σαράντα τέσσερα
πλοία, υπό την αρχηγίαν του Περικλέους και εννέα αλλων στρατηγών, εναυμάχησαν
παρά την Τραγίαν νήσον πρός εβδομήντα Σαμιακά, ερχόμενα από την Μίλητον,
εκ των οποίων είκοσι ήσαν οπλιταγωγά, και ενίκησαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι,
ενισχυθέντες βραδύτερον από τας Αθήνας με σαράντα νέα πλοία και από την
Χίον και Λέσβον με είκοσι πέντε, ενήργησαν απόβασιν, και επειδή υπερείχαν
κατά το πεζικόν, ήρχισαν να πολιορκούν την πόλιν από τας τρεις πλευράς
διά της ανεγέρσεως ισαρίθμων πολιορκητικών τειχών, και από το μέρος της
θαλάσσης διά του στόλου. Αλλ' ο Περικλής, λαβών εξήντα πλοία από τον πολιορκητικόν
στόλον, απήλθεν εσπευσμένως προς την Καύνον της Καρίας, καθόσον είχεν
αναγγελθή ότι Φοινικικός στόλος πλέει εναντίον των Αθηναίων, και ο Στησαγόρας
μαζί με άλλους είχεν ήδη εκπλεύσει από την Σάμον με πέντε πλοία, διά να
ζητήση την βοήθειαν του Φοινικικού στόλου.
117. Εν τω μεταξύ, εκπλεύσαντες οι Σάμιοι, επέπεσαν αιφνιδιαστικώς κατά
του ναυτικού σταθμού των Αθηναίων, ο οποίος δεν επροστατεύετο με σταυρώματα,
και καταστρέψαντες τα περίπολα πλοία και ναυμαχήσαντες κατ' εκείνων όσα
εξέπλευσαν προς αντιμετώπισίν των, ενίκησαν και εκυριάρχησαν της πλησίον
των ακτών θαλάσσης επί δύο εβδομάδας, κατά την διάρκειαν των οποίων εισήγαν
και εξήγαν ό,τι ήθελαν. Αλλά μετά την επιστροφήν του Περικλέους, απεκλείσθησαν
εκ νέου από το μέρος της θαλάσσης. Βραδύτερον ήλθαν προς επικουρίαν, από
τας Αθήνας, σαράντα πλοία υπό τον Θουκυδίδην, τον Άγνωνα και τον Φορμίωνα,
και έτερα πάλιν είκοσι υπό τον Τληπόλεμον και Αντικλέα, και από την Χίον
και Λέσβον τριάντα. Οι Σάμιοι προέβησαν εις κάποιαν ναυμαχίαν μικράς σημασίας,
αλλ' επειδή δεν ημπορούσαν ν' ανθέξουν περισσότερον, ηναγκάσθησαν, κατά
τον ένατον μετά την έναρξιν της πολιορκίας μήνα, να υποταγθούν διά συνθηκολογίας,
κατά τους όρους της οποίας κατηδάφισαν τα τείχη των, έδωσαν ομήρους, παρέδωσαν
τον στόλον των και ανέλαβαν την υποχρέωσιν να καταβάλουν τα έξοδα του
πολέμου κατά τακτάς δόσεις. Και οι Βυζάντιοι, εξ άλλου, υπετάχθησαν, παραδεχθέντες
να είναι υπήκοοι όπως πριν.
118. Η Αθηναϊκή ηγεμονία και η αντίδρασις των Λακεδαιμονίων | Μετά παρέλευσιν ολίγων ετών, συνέβησαν τα προηγουμένως ήδη ιστορηθέντα,
ήτοι τα Κερκυραϊκά, τα Ποτειδαιατικά, και όσα άλλα υπήρξαν αίτια του παρόντος
πολέμου. Όλαι αυταί αι επιχειρήσεις των Ελλήνων, είτε των μεν κατά των
δε, είτε εναντίον του βαρβάρου, έγιναν εις διάστημα πενήντα περίπου ετών,
μεταξύ της αποχωρήσεως του Ξέρξου και της αρχής του παρόντος πολέμου.
Διαρκούσης της περιόδου αυτής, οι Αθηναίοι επέβαλαν την ηγεμονίαν των
με ισχυροτέραν πυγμήν, και η πόλις των Αθηνών ανήλθεν εις περιωπήν μεγάλης
δυνάμεως. Οι Λακεδαιμόνιοι, εξ άλλου, μολονότι αντιλαμβανόμενοι τούτο,
όχι μόνον δεν επεχείρουν να τους εμποδίσουν, ειμή κατά συντόμους περιόδους,
αλλά και ησύχαζαν τον περισσότερον καιρόν, διότι και προτού δυσκόλως απεφάσιζαν
την ανάληψιν πολέμων, εκτός οσάκις εξηναγκάζοντο εις τούτο, εξ άλλου,
όμως, και διότι ημποδίζοντο από εμφυλίους πολέμους. Αλλ' επί τέλους η
δύναμις των Αθηνών ήρχισε να ογκώνεται κατά τρόπον καταφανή, και ήρχισαν
να βάζουν χέρι επάνω εις τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων. Και τότε οι
τελευταίοι δεν ημπόρεσαν πλέον ν' ανεχθούν τούτο, αλλ' έκριναν ότι επρεπε
να ριφθούν με ζήλον εις τον αγώνα και να καταρρίψουν, εάν ημπορέσουν,
την Αθηναϊκήν δύναμιν. Διά τούτο δε και ανέλαβαν τον παρόντα πόλεμον.
Οι ίδιοι λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αποφασίσει ότι η τριακονταετής
συνθήκη είχε παραβιασθή και ότι οι Αθηναίοι ήσαν οι αδικούντες. Πέμψαντες
δε εις τους Δελφούς, ηρώτησαν τον θεόν, εάν θα ήτο συμφέρον δι' αυτούς
να πολεμήσουν, και ο θεός, απήντησεν, ως λέγεται, ότι αν διεξαγάγουν τον
πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις, θα νικήσουν, και ο ίδιος, προσέθετε,
θα τους βοηθήση, είτε τον επικαλεσθούν, είτε όχι.
Συνέλευσις των μελών της Πελοποννησιακής Συμμαχίας (119-125)
119. Εξ άλλου, συνεκάλεσαν πάλιν τους Συμμάχους, διά να υποβάλουν εις
την ψήφον των το ζήτημα, αν πρέπει ν' αναλάβουν τον πόλεμον η όχι. Και
όταν ήλθαν οι πρέσβεις των ομοσπόνδων πόλεων, έγινε συνεδρίασις, κατά
την οποίαν και οι άλλοι είπαν ό,τι ήθελαν-οι περισσότεροι κατηγορούντες
τους Αθηναίους και αξιούντες να γίνη ο πόλεμος-και ιδίως οι Κορίνθιοι.
Οι τελευταίοι και προηγουμένως ήδη είχαν παρακαλέσει τας διαφόρους πόλεις
ιδιαιτέρως να ψηφίσουν υπέρ του πολέμου, διότι εφοβούντο μήπως η Ποτίδαια
καταστραφή πρωτύτερα, παριστάμενοι δε κατά την συνεδρίασιν, και τελευταίοι
προσελθόντες εις το βήμα, ωμίλησαν ως εξής περίπου:
120. Λόγος των Κορινθίων αντιπροσώπων | "Κατά των Λακεδαιμονίων, άνδρες σύμμαχοι, δεν ημπορούμεν πλέον
να παραπονεθώμεν, ούτε ότι, δεν έχουν ήδη ψηφίσει οι ίδιοι τον πόλεμον,
ούτε ότι δεν μας συνεκάλεσαν τώρα διά να τον ψηφίσωμεν και ημείς. Και
έπραξαν τωόντι ορθώς, διότι οι αρχηγοί μιας ομοσπονδίας, διαχειριζόμενοι
τα της ιδικής των πολιτείας, καθ' ον τρόπον και οι λοιποί ομόσπονδοι,
καθήκον έχουν να δεικνύουν εξαιρετικήν μέριμναν υπέρ των κοινών της ομοσπονδίας
υποθέσεων, όπως, εξ άλλου, και εξαιρετικάς απολαμβάνουν από μέρος όλων
τιμάς. Από ημάς, όμως, όσοι μεν ήλθαν ήδη εις επικοινωνίαν με τους Αθηναίους,
δεν έχουν καμμίαν ανάγκην διδασκαλίας διά να προφυλαχθούν απ' αυτούς.
Αλλ' όσοι κατοικούν εις τα μεσόγεια μάλλον και όχι εις τα παράλια, πρέπει
να γνωρίζουν ότι αν δεν βοηθούν τους κατοίκους των παραλίων, θα έχουν
δυσκολωτέραν την μεταφοράν των αγαθών της γης των προς την θάλασσαν και
την ανταλλαγήν αυτών προς όσα από την θάλασσαν εισάγονται εις την ξηράν.
Και πρέπει να μη κρίνουν απρόσεκτα τους λόγους μας, ως να μη τους ενδιαφέρουν,
αλλά να περιμένουν ότι αν εγκαταλείψουν τους κατοίκους των παραλίων εις
την τύχην των, ο κίνδυνος είναι ενδεχόμενον να φθάση μίαν ημέραν μέχρις
αυτών των ιδίων. Και πρέπει ακόμη να γνωρίζουν ότι διασκέπτονται την στιγμήν
αυτήν όχι ολιγώτερον περί των ιδικών των ή περί ξένων συμφερόντων. Διά
τούτο και δεν πρέπει να διστάσουν ν' ανταλλάξουν την ειρήνην με τον πόλεμον.
Διότι, εάν είναι αληθές ότι εις τους φρονίμους ανθρώπους αρμόζει να μένουν
ήσυχοι, εφόσον δεν αδικούνται, είναι εξ ίσου αληθές ότι εις τους γενναίους
επιβάλλεται, όταν αδικούνται, να εγκαταλείπουν την ειρήνην διά ν' αναλάβουν
τον πόλεμον, και πάλιν να επανέρχωνται από τον πόλεμον εις την ειρήνην,
ευθύς ως κρίνουν εύθετον την περίστασιν προς τούτο. Και ούτε να παρασύρωνται
από τας κατά τον πόλεμον επιτυχίας, ούτε, επιδιδόμενοι εις την τέρψιν,
την οποίαν παρέχει η ησυχία της ειρήνης, ν' ανέχωνται ν' αδικούνται από
άλλους. Διότι και εκείνος που ενδοιάζει δι' αυτόν τον λόγον ν' αναλάβη
τον πόλεμον, ημπορεί να στερηθή πολύ γρήγορα την τέρψιν της αναπαύσεως,
την οποίαν διστάζει να διακινδυνεύση, και εκείνος που επαίρεται κατά την
διάρκειαν του πολέμου διά τας επιτυχίας του, δεν αντιλαμβάνεται πόσον
επισφαλής είναι η αυτοπεποίθησις, από την οποίαν παρασύρεται. Καθόσον
πολλαί επιχειρήσεις που κακώς εσχεδιάσθησαν επέτυχαν, διότι ευρήκαν αντιμετώπους
εχθρούς ακόμη ανοητοτέρους, και ακόμη περισσότεραι, αι οποίαι εφαίνοντο
καλώς μελετημέναι, απέληξαν τουναντίον εις οικτράν αποτυχίαν. Διότι κανείς
ποτέ δεν δεικνύει κατά την εκτέλεσιν ενός σχεδου την ιδίαν εμπιστοσύνην,
την οποίαν και κατά την σύλληψίν του. Αλλά συλλαμβάνομεν μεν σχέδια με
το αίσθημα της ασφαλείας, υπολειπόμεθα όμως κατά την εκτέλεσιν ένεκα φόβου.
121. "Ημείς, εν τούτοις, τώρα αναλαμβάνομεν τον πόλεμον, διότι
αδικούμενα, και διότι έχομεν ικανάς αφορμάς αιτιάσεων, και όταν εκδικηθώμεν
τους Αθηναίους, θα τον τερματίσωμεν ευθύς ως παρουσιασθή κατάλληλος ευκαιρία.
Διά πολλούς δε λόγους είναι φυσικόν να επικρατήσωμεν. Πρώτον μεν, διότι
υπερέχομεν κατά τον αριθμόν και την πολεμικήν εμπειρίαν, έπειτα δε, διότι
ημείς εκτελούμεν όλοι ως ένας άνθρωπος τας στρατιωτικάς επιταγάς, και
τέλος, διότι κατά θάλασσαν, όπου αυτοί υπερέχουν, θα ημπορέσωμεν να εξοπλίσωμεν
στόλον, όχι μόνον με τα ιδικά μας χρήματα, αλλά και με εκείνα που είναι
αποθησαυρισμένα εις τους Δελφούς και την Ολυμπίαν. Διότι δανειζόμενοι,
είμεθα εις θέσιν να προσελκύσωμεν προς το μέρος μας τους ξένους ναύτας
των με την προσφοράν μεγαλυτέρου μισθού. Καθόσον η δύναμις των Αθηναίων
συνίσταται από μισθοφόρους μάλλον παρά από ιδικούς των πολίτας, ενώ η
ιδική μας κινδυνεύει ολιγώτερον να πάθη τοιούτον τι, καθόσον στηρίζεται
εις την αλκήν των ανδρών μάλλον ή εις την δύναμιν του χρήματος. Και ως
εκ τούτου, εάν μίαν φοράν τους νικήσωμεν κατά θάλασσαν, είναι πιθανώς
χαμένοι. Αλλ' αν ήθελαν τυχόν ανθέξει, θα έχωμεν και ημείς περισσότερον
καιρόν διά να ασκηθώμεν εις τα ναυτικά, και όταν εξισωθώμεν κατά την εμπειρίαν
με αυτούς, η γενναιότης μας θα μας δώση ασφαλώς την νίκην. Διότι το φυσικόν
αυτό πλεονέκτημα μας δεν ημπορούν εκείνοι ν' αποκτήσουν διά διδασκαλίας.
Ενώ την ναυτικήν εμπειρίαν, κατά την οποίαν εκείνοι υπερέχουν, ημπορούμεν
ημείς ν' αποκτήσωμεν διά της ασκήσεως. Χρήματα, εξ άλλου, όσα αναγκαιούν
προς τούτο, θα εισφέρωμεν. Ειδεμή, θα ήτον δεινόν αληθώς, οι μεν σύμμαχοι
των να μη αποκάμουν καταβάλλοντες φόρον, διά να είναι οι ίδιοι δούλοι,
ημείς δε να δειχθώμεν τυχόν απρόθυμοι όπως δαπανήσωμεν τ' αναγκαία χρήματα,
αφ' ενός διά να εκδικηθώμεν τους εχθρούς μας και σώσωμεν συγχρόνως τους
εαυτούς μας, και αφ' ετέρου διά να μη μας τ' αφαιρέσουν oι εχθροί μας
και τα χρησιμοποιήσουν διά την καταστροφήν μας.
122. "Αλλ' έχομεν και άλλα μέσα προς διεξαγωγήν του πολέμου εναντίον
των Αθηναίων, όπως την απόσπασιν των συμμάχων των, η οποία ουσιαστικώς
θα εσήμαινεν αφαίρεσιν των προσόδων, αι οποίαι τους καθιστούν ισχυρούς,
και την κατασκευήν οχυρωμάτων επί του εδάφους των, και τόσα άλλα όσα δεν
ημπορεί κανείς από τούδε να προΐδη. Διότι ο πόλεμος δεν προβαίνει καθόλου
επί τη βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, αλλ' αυτός υφ' εαυτού ως επί το
πλείστον επινοεί τα σχέδιά του, αναλόγως προς τας εκάστοτε περιστάσεις.
Και διά τούτο εκείνος που διατηρεί κατά τον πόλεμον την νηφαλιότητά του
είναι ασφαλέστερος, ενώ ο παρασυρόμενος από το πάθος περιπίπτει εις μεγαλύτερα
σφάλματα. "Πρέπει όμως να σκεφθώμεν και τούτο, ότι αν έκαστος από
ημάς χωριστά είχε περιπλεχθή εις συνοριακάς έριδας προς εχθρόν ισόπαλον,
τα πράγμα θα ήτο ανεκτόν. Αλλ' οι Αθηναίοι, εις την παρούσαν περίστασιν,
και προς όλους μας μαζί είναι ισόπαλοι, και ακόμη δυνατώτεροι απέναντι
μιας εκάστης πόλεως. Ώστε εάν δεν αποκρούσωμεν αυτούς ηνωμένοι, έκαστος
λαός και εκάστη πόλις και ομοφώνως, ευρίσκοντές μας διηρημένους, θα μας
υποτάξουν ευκόλως. Και μολονότι είναι τρομερόν να το ακούη κανείς, πρέπει
να γνωρίζετε ότι η ήττα μας τίποτε άλλο δεν σημαίνει παρά καθαράν υποδούλωσιν.
Είναι όμως αισχρόν διά την Πελοπόννησον και να διατυπώση κανείς απλώς
την υπόθεσιν ότι ημπορεί τοιούτον τι να συμβή, και τόσαι πόλεις να κακοπάθουν
από μέρος μιάς. Εάν ήθελε συμβή τούτο, ο κόσμος θα έλεγεν ή ότι είμεθα
άξιοι της τύχης μας, η ότι ένεκα δειλίας φαινόμεθα ανεκτικοί και αποδεικνυόμεθα
κατώτεροι από τους πατέρας μας. Διότι, ενώ εκείνοι ηλευθέρωσαν την Ελλάδα,
ημείς αντιθέτως είμεθα ανίκανοι να εξασφαλίσωμεν την ιδικήν μας ελευθερίαν.
Και ενώ θεωρούμεν καθήκον μας να καταλύωμεν τους τυράννους της μιας ή
της άλλης πόλεως, επιτρέπομεν εις μίαν πόλιν να εγκατασταθή ως κυρίαρχος
εις το μέσον μας. Ημείς τουλάχιστον δεν γνωρίζομεν πώς τοιαύτη πολιτική
ημπορεί να θεωρηθή απηλλαγμένη από τα τρία ουσιωδέστερα σφάλματα: την
ασυνεσίαν, την δειλίαν και την αμέλειαν. Διότι δεν ημπορούμεν να υποθέσωμεν
ότι αποφεύγοντες τα σφάλματα αυτά, περιεπέσατε εις την ολεθριωτέραν διά
τους πολλούς καταφρόνησιν του εχθρού, η οποία, λόγω του ότι κατέστρεψε
τόσους ανθρώπους, μετωνομάσθη διά του αντιθέτου ονόματος της αφροσύνης.
123. "Και τα μεν ήδη παρελθόντα, ποία η ανάγκη να μεμφώμεθα μακρότερον,
ή όσον συμφέρει τούτο τα παρόντα; Χάριν των μελλόντων όμως, χρέος έχομεν
να μη φειδώμεθα κανενός κόπου, εις προάσπισιν των παρόντων. Διότι μας
είναι πατροπαράδοτον ν' αποκτώμεν τας αρετάς με κόπους. Ούτε πρέπει να
μεταβάλλετε την συνήθειαν αυτήν, εάν τυχόν είσθε ολίγον ανώτεροι τώρα
κατά τον πλούτον και την δύναμιν. Καθόσον δεν είναι ορθόv να χάνη κανείς
με τον πλούτον ό,τι απέκτησε με την πενίαν. Τουναντίον, οφείλετε με θάρρος
ν' αναλάβετε τον πόλεμον διά πολλούς λόγους, αφού όχι μόνον ο θεός εχρησμοδότησεν
υποσχόμενος και ο ίδιος να βοηθήση, αλλά και ολόκληρος η άλλη Ελλάς θα
συναγωνισθή μαζί μας, εν μέρει από φόβον, και εν μέρει χάριν του συμφέροντός
της. Ούτε θα διαρρήξετε άλλωστε πρώτοι την συνθήκην της ειρήνης, την οποίαν
και ο θεός, με το να συνιστά τον πόλεμον, κρίνει ήδη διαρρηχθείσαν, αλλά
θα προασπίσετε αυτήν, αφού έχει ήδη καταπατηθή. Διότι τας συνθήκας διαρρηγνύουν
όχι οι αμυνόμενοι, αλλ' οι απροκλήτως επιτιθέμενοι.
124. "Ώστε αφού διά πλείστους λόγους σας παρουσιάζεται ευνοϊκή ευκαιρία
προς ανάληψιν πολέμου, και ημείς τον συνιστώμεν προς το κοινόν συμφέρον
-εφόσον η κοινότης συμφερόντων είναι η ασφαλεστέρα βάσις δυνάμεως και
διά τας πόλεις όπως και διά τους ιδιώτας- σπεύσατε να βοηθήσετε τους Ποτειδαιάτας,
οι οποίοι είναι Δωριείς και πολιορκούνται από Ίωνας, το αντίθετον του
οποίου συνέβαινε άλλοτε, και επιδιώξατε πάση δυνάμει την ελευθερίαν των
άλλων. Διότι δεν ημπορούμεν πλέον να περιμένωμεν, εις καιρόν όπου άλλοι
από ημάς αδικούμεθα ήδη, άλλοι δε συντόμως θα πάθουν το ίδιον, εάν γίνη
γνωστόν ότι ενώ συνήλθαμεν, δεν ετολμήσαμεν να υπερασπίσωμεν τους εαυτούς
μας. Τουναντίον, αναγνωρίζοντες ότι δεν σας επιτρέπεται πλέον εκλογή και
συγχρόνως ότι σας συμβουλεύομεν τα άριστα, ψηφίσατε τον πόλεμον, άνδρες
σύμμαχοι, και μη φοβηθήτε τον άμεσον κίνδυνον, αλλά προτιμήσατε την μακροτέραν
ειρήνην, η οποία θα ποοέλθη απ' αυτόν. Διότι με τον πόλεμον ημπορεί να
εξασφαλισθή μονιμωτέρα ειρήνη, ενώ το να μη εγκαταλείπη κανείς την ειρήνην,
διά να αναλάβη τον πόλεμον, όταν απέβη αναπόφευκτος, είναι επικίνδυνον
ως επί το πλείστον. Και με την πεποίθησιν ότι η πόλις, η οποία έχει εγκατασταθή
κυρίαρχος εις το μέσον της Ελλάδος, είναι απειλή δι' όλους ανεξαιρέτως,
διότι άλλων μεν είναι ήδη κυρίαρχος, άλλων δε διανοείται να γίνη, ας επιτεθώμεν
εναντίον της, διά να την υποτάξωμεν, εις τρόπον ώστε και ημείς να ζώμεν
του λοιπού ασφαλείς και τους ήδη υποδουλωμένους Έλληνας να ελευθερώσωμεν".
Έτσι ωμίλησαν οι Κορίνθιοι.
125. Απόφασις των μελών της Πελοποννησιακής συμμαχίας υπέρ του πολέμου | Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού ήκουσαν τας γνώμας όλων, έθεσαν το ζήτημα
εις την ψήφον όλων κατά σειράν των συμμάχων πόλεων, μικρών και μεγάλων,
όσαι είχαν στείλει αντιπροσώπους, και η πλειοψηφία εψήφισεν υπέρ του πολέμου.
Μετά την απόφασιν αυτήν, δεν ήτο δυνατή άμεσος έναρξις των εχθροπραξιών
διά το απαράσκευον, απεφασίσθη όμως να γίνουν από εκάστην πόλιν αι αναγκαίαι
προετοιμασίαι, χωρίς να εμφιλοχωρήση καμμία καθυστέρησις. Εν τούτοις,
διά την ενέργειαν των αναγκαίων παρασκευών κατηναλώθη όχι μεν έτος ολόκληρον,
χρόνος όμως ολίγον μικρότερος του έτους, πριν εισβάλουν εις την Αττικήν
και αναλάβουν φανερά τον πόλεμον.
[Προηγούμενο] [Συνέχεια
βιβλίου]
|