47.
48. Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου
κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην
και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. Εις δε
την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους
κατοίκους του Πειραιώς, και δια τούτο ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι
είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη
εκεί. Αλλ' ύστερον έφθασε και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως
η θνησιμότης. Καθείς δε, είτε ιατρός, είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί,
αναλόγως της ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς
της και περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην
διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ' εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από
την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω
την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά της, η ακριβής
παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα
ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε
και πάλιν ενσκήψει. 49. Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής
της εισβολής της νόσου να είναι κατ' εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας.
Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμμίαν άλλην ασθένειαν,
όλαι κατέληγαν εις αυτήν. Όσοι, εξ άλλου, ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν
φανεράν αιτίαν προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν
και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος,
ο φάρυγξ και η γλώσσα εγένοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτο αφύσικος
και δυσώδης. Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και
βραχνάδα, και μετ' ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον
από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν
και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής,
όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους
δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα
ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει
επί πολύ. Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν,
ούτε ήτο ωχρόν, αλλ' υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών
και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ ώστε οι ασθενείς δεν
ηνείχοντο ούτε ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί,
και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού
ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν
εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ
και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. Και η αδυναμία του ν' αναπαυθούν,
καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος
ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ' αντείχε καταπληκτικώς εις
την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν
εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή,
εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν
και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια,
ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτο στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από
εξάντλησιν. Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον
εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ' όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε
διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφινε τα ίχνη του. Καθόσον
το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και
πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς.
Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και
δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των. 50. Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να περιγραφή
επαρκώς δια λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της προσβολής εκάστου κρούσματος
υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη
σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο δια καμμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας,
καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι
πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από
τα πτώματα, εψοφούσαν. Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις
των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων,
ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το αποτέλεσμα ήτο
ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι συμβιούν με τους ανθρώπους. 51. Τοιούτος λοιπόν ήτο ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι παραλείπω
πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα οποία τα καθέκαστα κρούσματα διέφεραν
τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η νόσος, καμμία άλλη από τας συνήθεις
ασθενείας δεν παρηνώχλει τους κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν
κρούσμα, απέληγεν εις αυτήν. Και άλλοι, μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς
νοσηλείας, άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην.
Αλλ' ουδέ και κανέν φάρμα-κον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου
η χρήσις να είναι αποτελεσματική, διότι εκείνο που ωφελεί τον ένα, αυτό
το ίδιον έβλαπτε τον άλλον, και καμμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη,
δεν ήτο αρκετά ισχυρά δια να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη
την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι ακόμη,
που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν. Και το φοβερώτερον εις
όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν
αντελαμβάνοντο ότι προσεβλήθησαν από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο
αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο
κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον,
εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα. Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους
θανάτους, διότι ή απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και
οι ασθενείς απέθνησκαν εγκαταλελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι
ερημώθησαν δι' έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και απέθνησκαν
εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αυτή τύχη επεφυλάσσετο ιδίως εις τους οπωσδήποτε
αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες τούτο καθήκον
τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον,
ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της
συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ
των αποθνησκόντων. Ακόμη όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας
και τους ασθενείς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον διότι και εγνώριζαν
αυτήν εξ ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον
η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον
εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και οι
ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το μέλλον
κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα, ότι δεν θ' απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην
ασθένειαν. 52. Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του πληθυσμού
της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως. Οι νεωστί ιδίως εισελθόντες υπέφεραν
περισσότερον. Διότι δια την έλλειψιν οικιών ηναγκάζοντο να ζουν εντός
παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους, και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω
μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο οι μεν επί των δε, και ημιθανείς
εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας τας κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης,
και οι ιεροί περίβολοι, εντός των οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις
νεκρών, οι οποίοι απέθνησκαν εντός αυτών. Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν,
οι άνθρωποι, μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον
προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. Ως εκ τούτου τα έθιμα, προς τα
οποία συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού, κατεπατήθησαν
όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα,
ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί
εκ της οικογενείας των είχαν ήδη προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής
βδελυρά. Διότι άλλοι μεν απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης
πυράς και την ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι
δε, ενώ νεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν. 53. Αλλ' η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς ανομίας
εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως απέκρυπταν την επίδοσίν
των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο ήδη εις αυτάς χωρίς καμμίαν επιφύλαξιν,
καθόσον έβλεπαν πόσον αιφνίδια ήτο η μετάπτωσις, αφ' ενός μεν των πλουσίων,
οι οποίοι εξαίφνης απέθνησκαν, αφ' ετέρου δε των τέως εντελώς απόρων,
οι οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο εις τας περιουσίας εκείνων. Ως
εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούν την ζωήν των όσον ημπορούσαν ταχύτερον,
επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις, διότι εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον
εξ ίσου εφήμερα. Και κανείς δεν ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς
εις ταλαιπωρίας προς επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον, αφού
εθεώρει αμφίβολον, αν θα επιζήση δια να πραγματοποιήση αυτόν, μόνον δε
ό,τι παρείχεν άμεσον απόλαυσιν και ό,τι καθ' οιονδήποτε τρόπον ωδήγει
εις τούτο κατήντησε να θεωρήται και ενάρετον και χρήσιμον. Αλλά φόβος
των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν τους συνεκράτει, αφ' ενός μεν
διότι βλέποντες ότι όλοι εξ ίσου απέθνησκαν, έκριναν ότι καμμία δεν υπήρχε
διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας, εξ άλλου δε, επειδή κανείς δεν
επίστευεν ότι θα επιζήση, δια να δώση λόγον των εγκλημάτων του και τιμωρηθή
δι' αυτά. Τουνοντίον, όλοι εθεώρουν ότι η ήδη κατεψηφισμένη κατ' αυτών
και επί των κεφαλών των επικρεμαμένη τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα, και ότι
πριν επιπέση κατ' αυτών, εύλογον ήτο να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν των. 54. Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι, εταλαιπορούντο, καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο μεγάλη και εκτός αυτής τα κτήματά των ερημώνοντο. Μερικοί μάλιστα κατά την διάρκειαν της δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ητο φυσικόν, τον επόμενον στίχον, περί του οποίου οι πρεσβύτεροι απ' αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις παλαιοτέραν εποχήν: "θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ' αυτόν". Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος ωμιλούσε περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ' επί του παρόντος επεκράτησε φυσικά η γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνη χρήσις εις το άσμα, ήτο λοιμός, καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα παθήματά των. Αλλ' εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν, και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν ότι τον στίχον θα ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον εγνώριζαν και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος απήντησεν, ότι εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις, θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. Όσον λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά την εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ' εθέρισε προ πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.
57. Καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον και οι Πελοποννήσιοι ήσαν εις την Αττικήν και ο Αθηναϊκός στόλος επεδίδετο εις τας επιχειρήσεις αυτάς, η νόσος επέφερε πολλάς απωλείας εις τους Αθηναίους, και τους επιβαίνοντας επί του στόλου και τους εντός της πόλεως, ώστε διεδόθη μάλιστα ότι οι Πελοποννήσιοι εξεκένωσαν την Αττικήν ταχύτερον, διότι εφοβήθησαν το νόσημα, την εντός της πόλεως ύπαρξιν του οποίου εμάνθαναν και από τους αυτομόλους, αντελαμβάνοντο δε και οι ίδιοι από τας πυράς των καιομένων νεκρών. Οπωσδήποτε, κατά την εισβολήν αυτήν έμειναν περισσότερον καιρόν παρά κάθε άλλην φοράν και εδενδροτόμησαν όλην την ύπαιθρον χώραν. Τωόντι, έμειναν εις την Αττικήν σαράντα περίπου ημέρας.
61. "Διότι αναγνωρίζω βέβαια ότι είναι καθαρά ανοησία ν' αποφασίζη
κανείς να πολεμήση όταν, ενώ γενικώς αι υποθέσεις του βαίνουν κατ' ευχήν,
έχη συγχρόνως την ελευθερίαν της εκλογής μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Όταν
όμως κανείς ευρίσκεται εις την ανάγκην που ευρέθημεν ημείς, είτε να υποταχθή
και υποχωρήση αμέσως εις ξένας διαταγάς, είτε να εκτεθή εις τον κίνδυνον
του πολέμου, δια να σώση την ανεξαρτησίαν του, ουδεμία αμφιβολία ότι ο
αποφεύγων τον κίνδυνον είναι πλέον αξιοκατάκριτος από εκείνον που τον
αντιμετωπίζει. Και εγώ μεν είμαι ο ίδιος πάντοτε και δεν μετέβαλα γνώμην,
σεις όμως ηλλάξατε, καθόσον συνέβη να συμφωνήσετε μεν μαζί μου πριν πάθετε,
να μετανοήτε δε τώρα που υποφέρετε, και ως εκ της αδυναμίας της παρούσης
ψυχικής σας διαθέσεως, νομίζετε εσφαλμένην την πολιτικήν, την οποίαν υπεστήριξα.
Αιτία τούτου είναι ότι αι μεν δυσάρεστοι συνέπειαι της πολιτικής μου είναι
ήδη αισθηταί εις τον καθένα, ενώ η ωφέλεια δεν είναι καταφανής εις όλους,
και ότι το πνεύμα σας είναι τόσον καταβεβλημένον, ώστε δυσκόλως ημπορεί
να εγκαρτερήση εις τας ληφθείσας αποφάσεις, τώρα που επήλθε τόσον μεγάλη
μεταβολή και μάλιστα απροόπτως. Διότι το αιφνίδιον και το απροσδόκητον
και το παρά πάντα υπολογισμόν ερχόμενον καταβάλλει το φρόνημα, πράγμα
που συνέβη και με σας, και ένεκα άλλων αιτιών και προ πάντων ένεκα της
νόσου. Εφόσον, εν τούτοις, είσθε πολίται πόλεως μεγάλης και ανετράφητε
με αισθήματα ανάλογα προς το μεγαλείον της, καθήκον έχετε να υπομένετε
προθύμως και τας μεγαλυτέρας ακόμη συμφοράς και να μη καταστρέφετε την
αγαθήν γνώμην, την οποίαν οι άλλοι έχουν δια σας. (Διότι οι άνθρωποι κρίνουν
εξ ίσου αξιοκατάκριτον εκείνον που από μικροψυχίαν δεικνύεται κατώτερος
της εκτιμήσεως, την οποίαν απολαμβάνει, όσον μισητόν εκείνον, ο οποίος
από αλαζονείαν προβάλλει αξιώσεις επί εκτιμήσεως, η οποία δεν του ανήκει).
Οφείλετε τουναντίον να λησμονήσετε τας ιδιωτικάς σας λύπας και να προσπαθήσετε
να σώσετε την πόλιν. 62. "Ως προς τας ταλαιπωρίας του πολέμου και την ανησυχίαν σας μήπως
αποδειχθούν μεγάλαι και επομένως δεν επικρατήσωμεν τελικώς, ας είναι αρκετά
τα επιχειρήματα εκείνα, με τα οποία, όπως γνωρίζετε, πολλάκις άλλοτε απέδειξα
ότι αι ανησυχίαι σας δεν είναι βάσιμοι, θα περιοριστώ δε σήμερον να εξάρω
το επόμενον πλεονέκτημα, το οποίον έχετε εν σχέσει προς την ηγεμονίαν
σας και το μεγαλείόν αυτής, και το οποίον ούτε σεις νομίζω εσυλλογίσθητε
ποτέ έως τώρα, ούτε εγώ εμνημόνευσα εις τους προηγουμένους λόγους μου.
Ούτε τώρα, άλλωστε, θα το εμνημόνευα, διότι περιέχει αξίωσιν, η οποία
ημπορεί να φανή κομπαστική μάλλον, εάν δεν σας έβλεπα παραλόγως αποτεθαρρημένους.
Νομίζετε, δηλαδή, ότι η ηγεμονία σας εκτείνεται μόνον επί των συμμάχων,
ενώ εγώ υποστηρίζω ότι εκ των δυο διαιρέσεων της γης, των προσιτών εις
τον άνθρωπον, της ξηράς δηλαδή και της θαλάσσης, της τελευταίας αυτής
είσθε κυρίαρχοι, όχι μόνον ως προς το μέρος αυτής, το οποίον ήδη πραγματικώς
νέμεσθε, αλλά και ως προς εκείνο, το οποίον θα ηθέλατε να εκμεταλλευθήτε
προσθέτως, και με την ναυτικήν δύναμιν, την οποίαν διαθέτετε, κανείς,
ούτε βασιλεύς, ουέ οιονδήποτε κράτος εκ των συγχρόνων, θα σας εμποδίση
να πλεύσετε όπου θέλετε. Δι' εκείνον επομένως που κρίνει ορθώς, η ναυτική
σας δύναμις δεν ισοφαρίζει απλώς την ωφέλειαν των οικιών και αγρών, των
οποίων η στέρησις σας φαίνεται μεγάλη, αλλ' είναι πολύ ανωτέρα. Ούτε πρέπει
να δυσανασχετήτε δι' αυτά, αλλά μάλλον ν' αδιαφορήτε, κρίνοντες αυτά εν
συγκρίσει προς την δύναμιν εκείνην ως απλούν ανθοκήπιον και στόλισμα πλούτου,
και να είσθε βέβαιοι ότι η ελευθερία, εάν την προασπίσωμεν και την σώσωμεν,
ευκόλως θ' ανακτήση αυτά, ενώ εάν κανείς υποβληθή εις ξένην κυριαρχίαν,
και τα προηγουμένως αποκτηθέντα συνήθως ελαττούνται. Ούτε πρέπει να φανώμεν
διττώς κατώτεροι των πατέρων μας, οι οποίοι δεν εκληρονόμησαν από άλλους,
αλλά δια των ιδίων κόπων απέκτησαν την ηγεμονίαν, και αφού την διετή-ρησαν,
την παρέδωσαν εις ημάς. (Είναι δε αισχρότερον ν' αφήση κανείς να του αφαιρέσουν
ό,τι έχει, παρά ν' αποτύχη, ενώ επιδιώκει ν' αποκτήση κάτι τι). Και καθήκον
σας είναι ν' αντιμετωπίσετε τους εχθρούς όχι μόνον με αυτοπεποίθησιν,
αλλά και με καταφρόνησιν αυτών. Διότι και δειλός ακόμη και τυχηρός ανόητος
ημπορούν να έχουν αλαζονικήν πεποίθησιν εις εαυτούς, καταφρόνησιν όμως
εκείνος μόνος, του οποίου η πεποίθησις περί της απέναντι των άλλων υπεροχής
στηρίζεται επί γνώσεως θετικής, όπως συμβαίνει με σας. Αποτέλεσμα άλλωστε
της οξυτέρας αντιλήψεως, η οποία πηγάζει από την συναίσθησιν της υπεροχής,
είναι ότι επί ίσης τύχης καθιστά την τόλμην αποτελεσματικωτέραν, καθόσον
εμπιστεύεται ολιγώτερον εις την τυφλήν ελπίδα, η οποία αποτελεί το έρεισμα
των μη εχόντων που να στηριχθούν, και περισσότερον εις την γνώσιν της
πραγματικής καταστάσεως, η οποία παρέχει ασφαλεστέραν πρόβλεψιν του μέλλοντος. 63. "Οφείλετε, άλλωστε, να προασπίσετε την περίοπτον θέσιν, εις
την οποίαν ανήλθεν η πόλις ως εκ της ηγεμονίας της και δια την οποίαν
πάντες υπερηφανεύεστε, και να μην αποφεύγετε τα βάρη αυτής, ειδεμή μήτε
τας τιμάς να επιδιώκετε. Ούτε πρέπει να νομίσετε ότι αγωνίζεσθε υπέρ ενός
μόνον πράγματος, να μη γίνετε δηλαδή υποτελείς αντί ελευθέρων, αλλά και
περί διατηρήσεως ή στερήσεως της ηγεμονίας, και κατά του κινδύνου του
μίσους, εις το οποίον σας έχει εκθέσει η άσκησις αυτής. Της ηγεμονίας
όμως αυτής δεν είναι πλέον καιρός να παραιτηθήτε, και εάν ακόμη μερικοί,
κατά την παρούσαν κρίσιν, εκ φόβου και της επιθυμίας της αποφυγής φροντίδων,
είναι διατεθειμένοι και την θυσίαν αυτήν να στέρξουν, δια να επιδειθούν
ότι επιδιώκουν ειρηνόφιλον πολιτικήν. Διότι η ηγεμονία σας κατήντησεν
εξουσία δεσποτική, της οποίας ημπορεί μεν να φαίνεται άδικος η απόκτησις,
αλλ' η από της οποίας παραίτησις είναι επικίνδυνος. Άλλωστε, οι τοιούτοι
ήθελαν καταστρέψει τάχιστα εν κράτος, είτε εάν κατώρθωναν να πείσουν τους
συμπολίτας των ν' αποδεχθούν την γνώμην των, είτε εάν μεταναστεύοντες
εξ Αθηνών ίδρυαν αλλού ίδιον ανεξάρτητον κράτος. Διότι οι ποθούντες υπέρ
παν άλλο την ησυχίαν δεν είναι ασφαλείς, εφόσον δεν παραστατούνται από
ανθρώπους δράσεως, και μόνον εις κράτος υπήκοον συμφέρει η άνευ κινδύνων
υποτέλεια, όχι ποτέ εις κράτος, το οποίον ασκεί ηγεμονίαν. 64. "Αλλ' ούτε από τους τοιούτους πολίτας οφείλετε να παρασύρεσθε, ούτε, αφού εψηφίσατε μαζί μου τον πόλεμον, να οργίζεσθε εναντίον μου, διότι ο εχθρός, αφού ηρνήθητε να υποταχθήτε, επετέθη και έπραξεν ό,τι, ακριβώς ήτο φυσικόν να πράξη, και διότι προσθέτως έχει ενσκήψει όλως απροσδοκήτως η νόσος αυτή, το μόνον πράγματι κακόν, το οποίον υπερέβη τας προβλέψεις μας. Και γνωρίζω ότι εξ αιτίας αυτής ιδίως ηύξησεν έτι μάλλον το κατ' εμού μίσος σας, το οποίον ευρίσκω άδικον, εκτός εάν είσθε διατεθειμένοι, εις περίστασιν κατά την οποίαν σας συμβή καμμία απροσδόκητος επιτυχία, ν' αποδώσετε και αυτήν εις εμέ. Οφείλομεν, άλλωστε, και τα πλήγματα της τύχης να υποφέρωμεν αγογγύστως ως αναπότρεπτα και τα πλήγματα των εχθρών ανδρικώς. Διότι τοιούτο ήτο μέχρι τούδε το πνεύμα της πόλεως αυτής, και πρέπει να προσέξετε μήπως εξ αιτίας σας υποστή τούτο μείωσιν. Οφείλετε τουναντίον να γνωρίζετε ότι η πόλις μας έχει μέγιστον όνομα εις όλον τον κόσμον, διότι ουδέποτε υπέκυψεν εις τας συμφοράς, αλλά έχει θυσιάσει άφθονον αίμα και υποστή πλείστας ταλαιπωρίας εις πολέμους, και ακόμη ότι έχει τωόντι μέχρι τούδε δύναμιν μεγίστην, της οποίας η ανάμνησις, και αν τυχόν ίσως ηθέλαμεν καμφθή ολίγον σήμερον (διότι φυσικός νόμος είναι η ακμή και παρακμή των πάντων), θα παραδοθή αλώβητος εις τους μεταγενεστέρους, λόγω του ότι Έλληνες όντες ησκήσαμεν ηγεμονίαν επί πλείστων Ελλήνων, και ημπορέσαμεν ν' αντισταθώμεν εις μεγίστους πολέμους εναντίον εχθρών, άλλοτε ηνωμένων και άλλοτε χωρισμένων, και τέλος υπήρξαμεν πολίται πόλεως μεγίστης και διαθετούσης, αφθονίαν πόρων παντός είδους. Και αληθώς, ο μεν επιδιώκων προ παντός την ατομικήν του ησυχίαν ημπορεί να κατακρίνη, αλλ' ο φιλοδοξών ομοίαν με ημάς δράσιν θα επιζητήση να γίνη συνάμιλλος ημών, εκείνος δε, όστις δεν κατέχει τοιαύτα πλεονεκτήματα, θα μας φθονήση. Το να μισούμεθα και να είμεθα απεχθείς, υπό τας παρούσας περιστάσεις υπήρξεν ο κλήρος όλων ανεξαιρέτως όσοι επεδίωξαν να ηγεμονεύσουν επί άλλων, ο εκτιθέμενος όμως εις απέχθειαν, χάριν υψηλών σκοπών, ακολουθεί πολιτικήν ορθήν. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, ενώ ό,τι αποτελεί την λαμπρότητα του παρόντος παραμένει και ως αείμνηστος δόξα του μέλλοντος. Προνοούντες λοιπόν εξ ίσου δια την δόξαν του μέλλοντος, όσον και δια την αποφυγήν της καταισχύνης του παρόντος, εξασφαλίσατε αμφότερα, καταβάλλοντες σήμερον την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μη στέλλετε πρέσβεις προς τους Λακεδαιμονίους, δια να υποβάλλετε προτάσεις ειρήνης, μήτε αφήσετε αυτούς να εννοήσουν ότι αι σημεριναί ταλαιπωρίαι καταβάλλουν το ηθικόν σας, καθόσον και πόλεις και ιδιώται εκείνοι είναι άριστοι, όσοι, ενώ ελάχιστα ταράττονται ψυχικώς ενώπιον των ατυχημάτων, δεικνύουν την μεγαλυτέραν κατά την δράσιν αντοχήν". [Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]
|
|||||||