<< 2ο χορικό [εισαγωγή] 3ο χορικό >>

Ευριπίδη Μήδεια

Μετάφραση Π. Πρεβελάκη

3ο Επεισόδιο (446-626)

      Μπαίνει ο Ιάσονας.
  ΙΑΣΩΝ   ΙΑΣΟΝΑΣ
  οὐ νῦν κατεῖδον πρῶτον ἀλλὰ πολλάκις 
τραχεῖαν ὀργὴν ὡς ἀμήχανον κακόν. 
σοὶ γὰρ παρὸν γῆν τήνδε καὶ δόμους ἔχειν 
κούφως φερούσῃ κρεισσόνων βουλεύματα͵
  Δεν είναι η πρώτη τούτη, παρά κι άλλες
τόδα φορές τι αγιάτρευτο κακό 'ναι
το στρυφνό φυσικό. Νά, κ' εσύ μπόριες
να ζεις στη χώρα τούτη και το σπίτι,
αν τάχες με άλαφρή καρδιά παρμένα
τα θελήματα, εκείνων που αφεντεύουν·
450 λόγων ματαίων οὕνεκ΄ ἐκπεσῇ χθονός. 
κἀμοὶ μὲν οὐδὲν πρᾶγμα· μὴ παύσῃ ποτὲ 
λέγουσ΄ Ἰάσον΄ ὡς κάκιστός ἐστ΄ ἀνήρ· 
ἃ δ΄ ἐς τυράννους ἐστί σοι λελεγμένα͵ 
πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ. 
κἀγὼ μὲν αἰεὶ βασιλέων θυμουμένων 
ὀργὰς ἀφῄρουν καί σ΄ ἐβουλόμην μένειν· 
σὺ δ΄ οὐκ ἀνίεις μωρίας͵ λέγουσ΄ ἀεὶ 
κακῶς τυράννους· τοιγὰρ ἐκπεσῇ χθονός. 
ὅμως δὲ κἀκ τῶνδ΄ οὐκ ἀπειρηκὼς φίλοις
  αμή οι μωρολογιές σου θα σε διώξουν.
Κ' έμενα τί με κόφτει; Να μην πάψεις
ποτέ να λέγεις πως χειρότερο άντρα
από τον Ιάσονα δεν είδες άλλον!
Μα για όσα στους αρχόντους έχεις σύρει,
κέρδος σου θάναι, μάθε, η εξορία.
Πάντα μου εγώ το θυμωμένο ρήγα
πάσκιζα να γλυκαίνω στην οργή του,
και σ' ήθελα να μένεις εδώ πέρα·
μα την τρέλα σου εσύ δεν την κρατούσες
κ', όλο καταλαλούσες τους αρχόντους·
λοιπόν από τη χωρά θα σε διώξουν. 
Μα τους δικούς μου εγώ, μηδέ και τώρα
τους έχω απαρνηθεί, και νά με πούρθα
460 ἥκω͵ τὸ σὸν δὲ προσκοπούμενος͵ γύναι͵ 
ὡς μήτ΄ ἀχρήμων σὺν τέκνοισιν ἐκπέσῃς 
μήτ΄ ἐνδεής του· πόλλ΄ ἐφέλκεται φυγὴ 
κακὰ ξὺν αὑτῇ. καὶ γὰρ εἰ σύ με στυγεῖς͵ 
οὐκ ἂν δυναίμην σοὶ κακῶς φρονεῖν ποτε.
  για να γνοιαστώ την τύχη σου, γυναίκα,
να μη σε διώξουν με άδεια χέρια εδώθε
με τα παιδιά και βρεθείς στην ανάγκη,
τι η εξορία πολλά μαζί της σούρνει
βάσανα. Κι όσην έχτρα και να μούχεις,
δε θα μπορούν να θέλω το κακό σου.
Μη. ὦ παγκάκιστε͵ τοῦτο γάρ σ΄ εἰπεῖν ἔχω͵ 
γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν· 
ἦλθες πρὸς ἡμᾶς͵ ἦλθες ἔχθιστος γεγώς; 
[θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ΄ ἀνθρώπων γένει;] 
οὔτοι θράσος τόδ΄ ἐστὶν οὐδ΄ εὐτολμία͵
Μηδ. Παλιάνθρωπε! — τι η γλώσσα μου δε βρίσκει
χειρότερο να πει στην αναντρία σου, —
ήρθες μπροστά μας, ήρθες εδώ ο εχτρός μας
ο μισητός; Και τόλμη το νομίζεις
ή και παληκαριά, τους φίλους πρώτα 
να βλάφτεις και κατόπι μες στα μάτια
470 φίλους κακῶς δράσαντ΄ ἐναντίον βλέπειν͵ 
ἀλλ΄ ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων 
πασῶν͵ ἀναίδει΄· εὖ δ΄ ἐποίησας μολών· 
ἐγώ τε γὰρ λέξασα κουφισθήσομαι 
ψυχὴν κακῶς σε καὶ σὺ λυπήσῃ κλύων. 
ἐκ τῶν δὲ πρώτων πρῶτον ἄρξομαι λέγειν. 
ἔσῳσά σ΄͵ ὡς ἴσασιν Ἑλλήνων ὅσοι 
ταὐτὸν συνεισέβησαν Ἀργῷον σκάφος͵ 
πεμφθέντα ταύρων πυρπνόων ἐπιστάτην 
ζεύγλῃσι καὶ σπεροῦντα θανάσιμον γύην·
  να τους κοιτάζεις! Ναίσκε! Η πιο μεγάλη
από τίς διαστροφές στον άνθρωπο είναι
η αδιαντροπιά. Μα καλά 'καμες κ' ήρθες·
θ' αλαφρώσει η καρδιά μου να σ' τα ψάλω,
και θα καεί η δική σου να τ' ακούσεις.
     Αρχήν-αρχή θα πάρω να τα λέγω.
Σ' έσωσα σένα, καθώς ξέρουν όσοι
από τους Έλληνες μαζί σου στο ίδιο
καράβι, την Αργώ, μπαρκαριστήκαν,
όταν σε στείλαν στο ζυγό να βάλεις
τους φλογόπνογους ταύρους και να σπείρεις
το χωράφι, το θάνατο πού δίνει.
480 δράκοντά θ΄͵ ὃς πάγχρυσον ἀμπέχων δέρας 
σπείραις ἔσῳζε πολυπλόκοις ἄυπνος ὤν͵ 
κτείνασ΄ ἀνέσχον σοὶ φάος σωτήριον. 
αὐτὴ δὲ πατέρα καὶ δόμους προδοῦσ΄ ἐμοὺς 
τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην 
σὺν σοί͵ πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα· 
Πελίαν τ΄ ἀπέκτειν΄͵ ὥσπερ ἄλγιστον θανεῖν͵ 
παίδων ὑπ΄ αὐτοῦ͵ πάντα τ΄ ἐξεῖλον δόμον. 
καὶ ταῦθ΄ ὑφ΄ ἡμῶν͵ ὦ κάκιστ΄ ἀνδρῶν͵ παθὼν 
προύδωκας ἡμᾶς͵ καινὰ δ΄ ἐκτήσω λέχη—
  Και τον όφη, τολόχρυσο το Δέρας
που το φύλαγε ανύπνωτος, κλεισμένο
μες στις περιπλεχτές του κουλουρίδες,
τον εσκότωσα κ' έκαμα να λάμψει
για λόγου σου το φως της σωτηρίας.
Κι αφού πατέρα πρόδωσα και σπίτι,
ήρθα στου Πήλιου την Ιωλκό μαζί σου,
με πιο πολλή προθυμία παρά γνώση·
και χάλασα κατόπι τον Πελία
με θάνατο πού πιο σκληρό δεν έχει,
με τα χέρια των ίδιων των παιδιών του,
και λύτρωσα από κάθε φόβο εσένα.
Και για τούτα που σούκαμα, ώ μες σ' όλους
τους άντρες τιποτένιε, εσύ με αρνήθης,
καινούργια κλίνη απόχτησες, κι ας είχες
490 παίδων γεγώτων· εἰ γὰρ ἦσθ΄ ἄπαις ἔτι͵ 
συγγνώστ΄ ἂν ἦν σοι τοῦδ΄ ἐρασθῆναι λέχους. 
ὅρκων δὲ φρούδη πίστις͵ οὐδ΄ ἔχω μαθεῖν 
ἦ θεοὺς νομίζεις τοὺς τότ΄ οὐκ ἄρχειν ἔτι͵ 
ἢ καινὰ κεῖσθαι θέσμι΄ ἀνθρώποις τὰ νῦν͵ 
ἐπεὶ σύνοισθά γ΄ εἰς ἔμ΄ οὐκ εὔορκος ὤν.
  παιδιά! Γιατί άτεκνος αν είσουν, μπόριε
να σου συχωρεθεί την κοίτη ετούτη
να ποθήσεις. Καπνός είταν η πίστη σου
στους όρκους! Τι να πω, κ' εγώ δεν ξέρω·
θαρρείς πώς οι θεοί πού μας όριζαν
δε μας ορίζουν πια; ή πώς καινούργιοι
νόμοι για τους ανθρώπους μπήκαν τώρα;
Τι δα το ξέρεις πως είσαι ορκοπάτης.
  φεῦ δεξιὰ χείρ͵ ἧς σὺ πόλλ΄ ἐλαμβάνου͵ 
καὶ τῶνδε γονάτων͵ ὡς μάτην κεχρῴσμεθα 
κακοῦ πρὸς ἀνδρός͵ ἐλπίδων δ΄ ἡμάρτομεν. 
ἄγ΄· ὡς φίλῳ γὰρ ὄντι σοι κοινώσομαι
       Αχ, χέρι μου δεξί! πού κάθε τόσο
μου τόπαιρνες εσύ. Και γόνατα μου!
Τι μάταιο βγήκε πού ένας τιποτένιος
σας αγκάλιαζεν άντρας! Ναι, και πόσο
στις ελπίδες μας όλες γελαστήκαμε! 
     Άιντε! Γνώμη σου παίρνω ως νάσουν φίλος.
500 —δοκοῦσα μὲν τί πρός γε σοῦ πράξειν καλῶς; 
ὅμως δ΄· ἐρωτηθεὶς γὰρ αἰσχίων φανῇ— 
νῦν ποῖ τράπωμαι; πότερα πρὸς πατρὸς δόμους͵ 
οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην; 
ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας; καλῶς γ΄ ἂν οὖν 
δέξαιντό μ΄ οἴκοις ὧν πατέρα κατέκτανον.
  —Μα τί; Καλό περιμένω από σένα;
Όπως και νάναι, αυτά πού θα ρωτήσω
θα δείξουν πιο πολύ την ατιμία σου. —
Τώρα για που να σύρω; Για το σπίτι
το γονικό, πού το πρόδωσα, αντάμα
με την πατρίδα, ν' ακλουθήσω εσένα;
ή για τις δόλιες κόρες του Πελία;
Δεξίμια που θα μούκαναν στο σπίτι
που τούχω σκοτωμένο τον αφέντη!
  ἔχει γὰρ οὕτω· τοῖς μὲν οἴκοθεν φίλοις 
ἐχθρὰ καθέστηχ΄͵ οὓς δέ μ΄ οὐκ ἐχρῆν κακῶς 
δρᾶν͵ σοὶ χάριν φέρουσα πολεμίους ἔχω. 
τοιγάρ με πολλαῖς μακαρίαν Ἑλληνίδων
  Γιατί έτσι με κατάντησες· εκείνοι
πού είταν να μ' αγαπούν να μ' έχουν άχτι,
κ' εκείνους πού δε μούπρεπε να βλάψω,
εχτρούς για το χατήρι σου να κάμω.
Και για όλα τούτα εσύ, μες στην Ελλάδα
510 ἔθηκας ἀντὶ τῶνδε· θαυμαστὸν δέ σε 
ἔχω πόσιν καὶ πιστὸν ἡ τάλαιν΄ ἐγώ͵ 
εἰ φεύξομαί γε γαῖαν ἐκβεβλημένη͵ 
φίλων ἔρημος͵ σὺν τέκνοις μόνη μόνοις— 
καλόν γ΄ ὄνειδος τῷ νεωστὶ νυμφίῳ͵ 
πτωχοὺς ἀλᾶσθαι παῖδας ἥ τ΄ ἔσῳσά σε.
  πολλές να με ζουλέψουν έχεις κάμει·
άντρα πιστό και παινεμένο, αλήθεια,
έχω η δύστυχη εγώ, μάλιστα αν φύγω
διωγμένη από τη χώρα, δίχως φίλους,
μονάχη με τα τέκνα τα ορφανά μου,
— όμορφο για γαμπρό να δεις καμάρι,
τα παιδιά σου κι αυτή πού σ' έχει σώσει
να σέρνουνται στις στράτες σα ζητιάνοι!
  ὦ Ζεῦ͵ τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ᾖ 
τεκμήρι΄ ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ͵ 
ἀνδρῶν δ΄ ὅτῳ χρὴ τὸν κακὸν διειδέναι͵ 
οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι;
       Ω Δία! Γιατί του ανθρώπου νάχεις δώσει
απ' άσφαλτο σημάδια να γνωρίζει
το κάλπικο χρυσάφι, κι όταν έχει
να ξεκρίνει το φαύλο μες στους άντρες,
δε βλέπει στο κορμί του ένα σημάδι;
520      
Χο. δεινή τις ὀργὴ καὶ δυσίατος πέλει͵ 
ὅταν φίλοι φίλοισι συμβάλωσ΄ ἔριν.
Χορ. Αχ, τρομερή, δυσκολογιάτρευτη είναι
η οργή, φίλος με φίλο όταν μαλώνουν!
Ια. δεῖ μ΄͵ ὡς ἔοικε͵ μὴ κακὸν φῦναι λέγειν͵ 
ἀλλ΄ ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον 
ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν 
τὴν σὴν στόμαργον͵ ὦ γύναι͵ γλωσσαλγίαν. 
ἐγὼ δ΄͵ ἐπειδὴ καὶ λίαν πυργοῖς χάριν͵ 
Κύπριν νομίζω τῆς ἐμῆς ναυκληρίας 
σώτειραν εἶναι θεῶν τε κἀνθρώπων μόνην.
Ιασ. Πρέπει, θαρρώ, να μη φανώ στα λόγια
φτωχός, μόν' σαν καλός καραβοκύρης
να μαζέψω πανιά για να γλυτώσω
απ' το στόμα σου το άτσαλο, γυναίκα,
πού τον κακό γλωσσίτη έχει βγαλμένο.
Εγώ, μια και φουσκώνεις όσες χάρες
μούχεις κάμει, σου λέω την Αφροδίτη
πως έχω για μονάχο μου σωτήρα
στο αρμένισμα μου, από θεούς κι ανθρώπους.
  σοὶ δ΄ ἔστι μὲν νοῦς λεπτός—ἀλλ΄ ἐπίφθονος   Εσένα, ας κόβει το μυαλό σου, λόγος
530 λόγος διελθεῖν͵ ὡς Ἔρως σ΄ ἠνάγκασε 
τόξοις ἀφύκτοις τοὐμὸν ἐκσῷσαι δέμας. 
ἀλλ΄ οὐκ ἀκριβῶς αὐτὸ θήσομαι λίαν· 
ὅπῃ γὰρ οὖν ὤνησας͵ οὐ κακῶς ἔχει. 
μείζω γε μέντοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας 
εἴληφας ἢ δέδωκας͵ ὡς ἐγὼ φράσω.
  δε σου φεύγει πώς του Έρωτα τα τόξα
τ' αναπόφυγα, αυτά ναι πού σε κάμαν
να σώσεις το δικό μου το κεφάλι.
Μα δεν πάω να τα πω και κατά γράμμα·
τι μούκανες, καλά 'ναι καμωμένα.
Όμως για τη δική μου σωτηρία
περσότερα έχεις πάρει παρά δώσει,
  πρῶτον μὲν Ἑλλάδ΄ ἀντὶ βαρβάρου χθονὸς 
γαῖαν κατοικεῖς καὶ δίκην ἐπίστασαι 
νόμοις τε χρῆσθαι μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν· 
πάντες δέ σ΄ ᾔσθοντ΄ οὖσαν Ἕλληνες σοφὴν
  καθώς θα σου το δείξω. Πριν απ' όλα,
της Ελλάδας τη γη κατοικείς, κι όχι
βάρβαρη χώρα· κ' έμαθες το δίκιο,
και με νόμο να ζεις κι όχι με βία.
Κ' οι Έλληνες όλοι άκουσαν πόσα ξέρεις
540 καὶ δόξαν ἔσχες· εἰ δὲ γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις 
ὅροισιν ᾤκεις͵ οὐκ ἂν ἦν λόγος σέθεν. 
εἴη δ΄ ἔμοιγε μήτε χρυσὸς ἐν δόμοις 
μήτ΄ Ὀρφέως κάλλιον ὑμνῆσαι μέλος͵ 
εἰ μὴ ΄πίσημος ἡ τύχη γένοιτό μοι. 
τοσαῦτα μέν σοι τῶν ἐμῶν πόνων πέρι 
ἔλεξ΄· ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων.
  κ' έβγαλες όνομα· αλλά πες πως ζούσες
στα πέρατα του κόσμου, ποιός για σένα
θε να μιλούσε; Κι όσο για δικό μου,
μήδε χρυσάφι μες στην κατοικία μου,
μήδε φωνή πιο γλυκιά από του Ορφέα
θάθελα νάχω, ανίσως δε γινόταν
στον κόσμο ξακουστό το ριζικό μου.
Αυτά είχα να σου πω για τους δικούς μου
τους αγώνες· συ δα τόχεις κινήσει
  ἃ δ΄ ἐς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας͵ 
ἐν τῷδε δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς͵ 
ἔπειτα σώφρων͵ εἶτα σοὶ μέγας φίλος
  των λόγων το συνέρισμα. Αμ' για κείνα
που σούρνεις στις ρηγάτικες παντριές μου,
θα σου δείξω σοφός αν είμουν πρώτας,
κ' ύστερα γνωστικός, και παραπέρα
550 καὶ παισὶ τοῖς ἐμοῖσιν—ἀλλ΄ ἔχ΄ ἥσυχος. 
ἐπεὶ μετέστην δεῦρ΄ Ἰωλκίας χθονὸς 
πολλὰς ἐφέλκων συμφορὰς ἀμηχάνους͵ 
τί τοῦδ΄ ἂν εὕρημ΄ ηὗρον εὐτυχέστερον 
ἢ παῖδα γῆμαι βασιλέως φυγὰς γεγώς; 
οὐχ͵ ᾗ σὺ κνίζῃ͵ σὸν μὲν ἐχθαίρων λέχος͵ 
καινῆς δὲ νύμφης ἱμέρῳ πεπληγμένος͵ 
οὐδ΄ εἰς ἅμιλλαν πολύτεκνον σπουδὴν ἔχων· 
ἅλις γὰρ οἱ γεγῶτες οὐδὲ μέμφομαι· 
  φίλος τρανός για σε και τα παιδιά μου.
Η Μήδεια κάνει αγαναχτισμένο κίνημα.
Μα μην ανάβεις! Όταν απ' τη χώρα
της Ιωλκός έφτασα εδώ, κουβαλώντας
βάσανα ανοικονόμητα και πλήθια,
καλήτερη που θάβρισκα εγώ τύχη
παρά να παντρευτώ τη θυγατέρα
του βασιλιά, και πρόσφυγας ας είμουν;
Κ' η αιτία δεν είναι κείνη που σε σφάζει,
— πώς τάχα το σιχάθηκα το στρώμα σου
κ' έχω την άψη για καινούργια νύφη, —
μήδε μ' έπιασε ο ζήλος ν' αραδιάσω
παιδιά περσότερα παρ' άλλος· κείνα
πούχω με φτάνουν, δεν παραπονιέμαι.
  ἀλλ΄ ὡς͵ τὸ μὲν μέγιστον͵ οἰκοῖμεν καλῶς   Εγώ 'θελα, μαθές, — το πρώτο απ' όλα, —
560 καὶ μὴ σπανιζοίμεσθα͵ γιγνώσκων ὅτι 
πένητα φεύγει πᾶς τις ἐκποδὼν φίλος͵ 
παῖδας δὲ θρέψαιμ΄ ἀξίως δόμων ἐμῶν 
σπείρας τ΄ ἀδελφοὺς τοῖσιν ἐκ σέθεν τέκνοις 
ἐς ταὐτὸ θείην͵ καὶ ξυναρτήσας γένος 
εὐδαιμονοῖμεν. σοί τε γὰρ παίδων τί δεῖ; 
ἐμοί τε λύει τοῖσι μέλλουσιν τέκνοις 
τὰ ζῶντ΄ ὀνῆσαι. μῶν βεβούλευμαι κακῶς; 
οὐδ΄ ἂν σὺ φαίης͵ εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος.
  κατάσταση καλή κι όξω απ' ανάγκη,
τι ξέρω δα πώς του φτωχού του φεύγουν
οι φίλοι του όλοι και τον κάνουν πέρα·
κ' ήθελα ακόμα στα παιδιά να δώσω
αναθροφή σαν το καλεί η σειριά μου,
και σπέρνοντας αδέρφια στα δυό τέκνα
που μούκαμες, να τάχω όλα ένα πράμα,
κ' έτσι μονομεριάζοντας το γένος μου,
καλοτυχιά να ιδώ. Συ δα, καινούργια
παιδιά τί να τα κάμεις; Μα σ' εμένα
συφέρνει να ωφελήσω κείνα πούχω
από τάλλα πού μέλλω ν' αποχτήσω. 
Άσκημα τα λογάριασα; Κ' εσένα
θα σου άρεσαν, ανίσως το κρεβάτι
  ἀλλ΄ ἐς τοσοῦτον ἥκεθ΄ ὥστ΄ ὀρθουμένης   δε σ' έτσουζε. Αμ' του λόγου σας θαρρείτε,
570 εὐνῆς γυναῖκες πάντ΄ ἔχειν νομίζετε͵ 
ἢν δ΄ αὖ γένηται ξυμφορά τις ἐς λέχος͵ 
τὰ λῷστα καὶ κάλλιστα πολεμιώτατα 
τίθεσθε. χρῆν γὰρ ἄλλοθέν ποθεν βροτοὺς 
παῖδας τεκνοῦσθαι͵ θῆλυ δ΄ οὐκ εἶναι γένος· 
χοὕτως ἂν οὐκ ἦν οὐδὲν ἀνθρώποις κακόν.
  οι γυναίκες, πώς τάχετε όλα οπόταν
προκόβει το στεφάνι σας, μ' αν λάχει
καμιά ατυχία και το κρεβάτι πάθει,
το κάλλιο, το περίκαλο, ζαβό 'ναι.
Θα νάπρεπε οι θνητοί να γεννοσπέρνουν
απ' άλλη στράτα, νάλειπε το γένος
το θηλυκό· και τότε τους ανθρώπους
δε θα τους έβρισκε κακό κανένα.
Χο. Ἰᾶσον͵ εὖ μὲν τούσδ΄ ἐκόσμησας λόγους· 
ὅμως δ΄ ἔμοιγε͵ κεἰ παρὰ γνώμην ἐρῶ͵ 
δοκεῖς προδοὺς σὴν ἄλοχον οὐ δίκαια δρᾶν.
Χορ. Ιάσονα εσύ, τα λέγεις πλουμισμένα·
όμως θαρρώ, και μην κακοκαρδίσεις,
πως άδικας που αρνήθης την κυρά σου.
Μη. ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν. Μηδ. Ναί, σε πολλά και με πολλούς ανθρώπους
580 ἐμοὶ γὰρ ὅστις ἄδικος ὢν σοφὸς λέγειν 
πέφυκε͵ πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει· 
γλώσσῃ γὰρ αὐχῶν τἄδικ΄ εὖ περιστελεῖν͵ 
τολμᾷ πανουργεῖν· ἔστι δ΄ οὐκ ἄγαν σοφός. 
ὡς καὶ σὺ μή νυν εἰς ἔμ΄ εὐσχήμων γένῃ 
λέγειν τε δεινός. ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ΄ ἔπος· 
χρῆν σ΄͵ εἴπερ ἦσθα μὴ κακός͵ πείσαντά με 
γαμεῖν γάμον τόνδ΄͵ ἀλλὰ μὴ σιγῇ φίλων.
  δεν έχω εγώ μιά γνώμη. Τί, για μένα,
του φαύλου πού γεννήθηκε πιτήδειος
στα λόγια, παιδεμός σκληρός του πρέπει·
τι, ξεπαρμένος το άδικο πως ντύνει
μαστορικά με λόγια, ξεθαρρεύει
στην κακουργιά. Κι όμως ξυπνός δεν είναι!
Έτσι κ' εσύ, μπροστά μου εδώ μη βγαίνεις
πρεπούμενος και μάστορης στα λόγια,
τι ένας και μόνο λόγος σε σκοτώνει:
Χρέος σου, αν δεν είσουν τιποτένιος,
το γάμο αυτό να κάμεις, αφού πρώτα
μ' έπειθες, κι όχι κρυφά απ' τους δικούς σου.
Ια. καλῶς γ΄ ἄν͵ οἶμαι͵ τῷδ΄ ὑπηρέτεις λόγῳ͵ 
εἴ σοι γάμον κατεῖπον͵ ἥτις οὐδὲ νῦν
Ιασ. Περίσσια θα βοηθούσες το σκοπό μου,
αν σου μιλούσα για παντριές, που μήδε
και τώρα δεν το στέργεις να μερώσεις
590 τολμᾷς μεθεῖναι καρδίας μέγαν χόλον.   τη μάνητα την άγρια της καρδίας σου.
Μη. οὐ τοῦτό σ΄ εἶχεν͵ ἀλλὰ βάρβαρον λέχος 
πρὸς γῆρας οὐκ εὔδοξον ἐξέβαινέ σοι.
Μηδ. Δεν είναι αυτό πού σε κρατούσε, μόνο
δεν τόχες πως σε πήγαινε στη δόξα
να γεράσεις με βάρβαρη γυναίκα.
Ια. εὖ νῦν τόδ΄ ἴσθι͵ μὴ γυναικὸς οὕνεκα 
γῆμαί με λέκτρα βασιλέων ἃ νῦν ἔχω͵ 
ἀλλ΄͵ ὥσπερ εἶπον καὶ πάρος͵ σῷσαι θέλων 
σέ͵ καὶ τέκνοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμοσπόρους 
φῦσαι τυράννους παῖδας͵ ἔρυμα δώμασι.
Ιασ. Ξέρε το αυτό καλά: δε φταίει γυναίκα
που ρηγικό κρεβάτι έχω πατήσει,
παρά για να σε σώσω, καθώς σ' τόπα,
και να δώσω στα τέκνα μου γι' αδέρφια
βασιλόπουλα, στύλους του σπιτιού μου.
Μη. μή μοι γένοιτο λυπρὸς εὐδαίμων βίος 
μηδ΄ ὄλβος ὅστις τὴν ἐμὴν κνίζοι φρένα.
Μηδ. Μακριά από μένα ζήση ευτυχισμένη
που κοματιάζει πρώτα την καρδιά μου,
και προκοπή, τα φρένα που μου σκίζει!
600      
Ια. οἶσθ΄ ὡς μέτευξαι͵ καὶ σοφωτέρα φανῇ; 
τὰ χρηστὰ μή σοι λυπρὰ φαίνεσθαι ποτέ͵ 
μηδ΄ εὐτυχοῦσα δυστυχὴς εἶναι δοκεῖν.
Ιασ. Μπορείς ευκή ν' αλλάξεις, και να δείξεις
πιο γνωστική; Και μάθε να μην παίρνεις
τα τυχερά για λυπηρά ποτέ σου,
μήδε για γρουσουζιά την ευτυχία.
Μη. ὕβριζ΄͵ ἐπειδὴ σοὶ μὲν ἔστ΄ ἀποστροφή͵ 
ἐγὼ δ΄ ἔρημος τήνδε φευξοῦμαι χθόνα.
Μηδ. Αυθαδίαζε! Εσένα το αποκούμπι
δε σου απολείπει. Μα ρωτάς κ' εμένα;
Παντέρημη θα φύγω από τη χώρα.
Ια. αὐτὴ τάδ΄ εἵλου· μηδέν΄ ἄλλον αἰτιῶ. Ιασ. Εσύ τάθελες· σ' άλλους μην τα ρίχνεις.
Μη. τί δρῶσα; μῶν γαμοῦσα καὶ προδοῦσά σε; Μηδ. Μπας κ' έκαμα άλλο γάμο και σ' άφήκα;
Ια. ἀρὰς τυράννοις ἀνοσίους ἀρωμένη. Ιασ. Ανόσια καταριόσουνα το ρήγα.
Μη. καὶ σοῖς ἀραία γ΄ οὖσα τυγχάνω δόμοις. Μηδ. Ναι, και στο σπίτι σου κατάρα ρίχνω!
Ια. ὡς οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα. Ιασ. Κουβέντα πια δεν έχω άλλη μαζί σου.
610 ἀλλ΄͵ εἴ τι βούλῃ παισὶν ἢ σαυτῆς φυγῇ 
προσωφέλημα χρημάτων ἐμῶν λαβεῖν͵ 
λέγ΄· ὡς ἕτοιμος ἀφθόνῳ δοῦναι χερὶ 
ξένοις τε πέμπειν σύμβολ΄͵ οἳ δράσουσί σ΄ εὖ. 
καὶ ταῦτα μὴ θέλουσα μωρανεῖς͵ γύναι· 
λήξασα δ΄ ὀργῆς κερδανεῖς ἀμείνονα.
  Μα ανίσως θες για τα παιδιά να λάβεις,
ή για τήν εξορία τη δική σου,
καμιά βοήθεια από το βιός μου, πες το·
κ' είμαι έτοιμος απλόχερα να δώσω,
και σημάδια στους φίλους μου να στείλω
στην ξενιτιά δεξίμια να σου κάνουν.
Αν τ' αρνηθής αυτά, μουρλή θάν είσαι·
κι αν ξεχολιάσεις πιο πολλά θα βγάλεις.
Μη. οὔτ΄ ἂν ξένοισι τοῖσι σοῖς χρησαίμεθ΄ ἄν͵ 
οὔτ΄ ἄν τι δεξαίμεσθα͵ μηδ΄ ἡμῖν δίδου· 
κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ΄ ὄνησιν οὐκ ἔχει.
Μηδ. Τους φίλους σου, δε θέλω να τους ξέρω,
και τίποτα δεν παίρνω. Κράτησε τα·
χαρίσματα από φαύλο δε φελούνε.
Ια. ἀλλ΄ οὖν ἐγὼ μὲν δαίμονας μαρτύρομαι͵ Ιασ. Μάρτυρες έχω τους θεούς πώς θέλω
620 ὡς πάνθ΄ ὑπουργεῖν σοί τε καὶ τέκνοις θέλω· 
σοὶ δ΄ οὐκ ἀρέσκει τἀγάθ΄͵ ἀλλ΄ αὐθαδίᾳ 
φίλους ἀπωθῇ· τοιγὰρ ἀλγυνῇ πλέον.
  να σας συντρέξω, τα παιδιά και σένα·
μα το καλό δεν είν' της αρεσιάς σου,
και τους φίλους, η γλώσσα σου τους διώχνει·
γι' αυτό τα βάσανα σου θα πληθήνουν.
Μη. χώρει· πόθῳ γὰρ τῆς νεοδμήτου κόρης 
αἱρῇ χρονίζων δωμάτων ἐξώπιος. 
νύμφευ΄· ἴσως γάρ—σὺν θεῷ δ΄ εἰρήσεται— 
γαμεῖς τοιοῦτον ὥστε σ΄ ἀρνεῖσθαι γάμον.
Μηδ. Πάρε δρόμο· τι σ' έπιασε της νύφης
ο καημός, πού δε βλέπεις το παλάτι,
καθώς χασομεράς εδώ. Και σύρε
να γαμπρίζεις! Μπορεί—οι θεοί ν' ακούσουν
την ευκή μου! η παντριά σου νάβγει τέτοιας
λογής πού να μη θέλεις να την ξέρεις.
      Ο Ιάσονας φεύγει.

 

<< 2ο χορικό [εισαγωγή]
3ο χορικό >>

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001