<< 3ο χορικό [εισαγωγή] 4ο χορικό >>

Ευριπίδη Μήδεια

Μετάφραση Π. Πρεβελάκη

4ο Επεισόδιο (663-823)

      Από την αριστερή μεριά μπαίνει ο Αιγέας
με την ακολουθία του. Φοράει ρούχα
και σκιάδι στρατοκόπου.
       
  ΑΙΓΕΥΣ   ΑΙΓΕΑΣ
  Μήδεια͵ χαῖρε· τοῦδε γὰρ προοίμιον 
κάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῖν φίλους.
  Γεια και χαρά σου, Μήδεια! Για τους φίλους
χαιρετισμός καλήτερος δεν είναι.
Μη. ὦ χαῖρε καὶ σύ͵ παῖ σοφοῦ Πανδίονος͵ 
Αἰγεῦ. πόθεν γῆς τῆσδ΄ ἐπιστρωφᾷ πέδον;
Μηδ. Γεια σου κ' εσένα, του σοφού Πανδίονα
βλαστάρι, Αιγέα! Πούθε να γυρίζεις
και βρέθηκες εδώ στα χώματα μας;
Αι. Φοίβου παλαιὸν ἐκλιπὼν χρηστήριον. Αιγ. Απ' το παλιό γυρνώ μαντείο του Φοίβου.
Μη. τί δ΄ ὀμφαλὸν γῆς θεσπιῳδὸν ἐστάλης; Μηδ. Στης γης το μαντικό ομφαλό τί εζήτας;
Αι. παίδων ἐρευνῶν σπέρμ΄ ὅπως γένοιτό μοι. Αιγ. Να ρωτήσω γενιά πώς να σταυρώσω.
Μη. πρὸς θεῶν—ἄπαις γὰρ δεῦρ΄ ἀεὶ τείνεις βίον; Μηδ. Για τους θεούς! Άτεκνος ζεις ως τώρα;
Αι. ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ. Αιγ. Άτεκνος είμαι. Κάποιος θεός το θέλει.
Μη. δάμαρτος οὔσης͵ ἢ λέχους ἄπειρος ὤν; Μηδ. Μα, έχεις γυναίκα; Για παντριά δεν ξέρεις;
Αι. οὐκ ἐσμὲν εὐνῆς ἄζυγες γαμηλίου. Αιγ. Απ' το ζυγό δεν ξέφυγα του γάμου.
Μη. τί δῆτα Φοῖβος εἶπέ σοι παίδων πέρι; Μηδ. Και για παιδογονιά, τί σούπε ο Φοίβος;
Αι. σοφώτερ΄ ἢ κατ΄ ἄνδρα συμβαλεῖν ἔπη. Αιγ. Λόγια σοφώτερα απ' ανθρώπου γνώση.
Μη. θέμις μὲν ἡμᾶς χρησμὸν εἰδέναι θεοῦ; Μηδ. Του θεού, κάνει, το χρησμό να μάθω;
Αι. μάλιστ΄͵ ἐπεί τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός. Αιγ. Και πώς! Τι δα μυαλό σοφό γυρεύει.
Μη. τί δῆτ΄ ἔχρησε; λέξον͵ εἰ θέμις κλύειν. Μηδ. Τί σούπε; Λέγε, αν κάνει να το ακούσω.
Αι. ἀσκοῦ με τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα— Αιγ. “Το πόδι που κρεμνά απ' τ' ασκί μη λύνεις...”
680      
Μη. πρὶν ἂν τί δράσῃς ἢ τίν΄ ἐξίκῃ χθόνα; Μηδ. Προτού να κάμεις τί; Πριν πού να φτάσεις;
Αι. πρὶν ἂν πατρῴαν αὖθις ἑστίαν μόλω. Αιγ. Προτού στο πατρικό γυρίσω σπίτι.
Μη. σὺ δ΄ ὡς τί χρῄζων τήνδε ναυστολεῖς χθόνα; Μηδ. Και ποια σε κάνει ανάγκη εδώ ν' αράξεις;
Αι. Πιτθεύς τις ἔστι͵ γῆς ἄναξ Τροζηνίας. . . . Αιγ. Είναι ένας Πιτθέας, ρήγας της Τροιζήνας...
Μη. παῖς͵ ὡς λέγουσι͵ Πέλοπος͵ εὐσεβέστατος. Μηδ. Γιος, λεν, του Πέλοπα, περίσσια θρήσκος.
Αι. τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω. Αιγ. Σε κείνον, το χρησμό να πω, πηγαίνω.
Μη. σοφὸς γὰρ ἁνὴρ καὶ τρίβων τὰ τοιάδε. Μηδ. Ναι, σοφός είναι και σ' αυτά ξεφτέρι.
Αι. κἀμοί γε πάντων φίλτατος δορυξένων. Αιγ. Κι ο πιο ακριβός για μένα απ' τους συμμάχους.
Μη. ἀλλ΄ εὐτυχοίης καὶ τύχοις ὅσων ἐρᾷς. Μηδ. Τύχη καλή· κι ό,τι ποθείς να τόβρεις!
Αι. τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ΄ ὅδε; Αιγ. Μα τί έχεις μάτια κι όψη έτσι κομμένα;
690      
Μη. Αἰγεῦ͵ κάκιστός ἐστί μοι πάντων πόσις. Μηδ. Αιγέα, ο άντρας μου είναι τιποτένιος.
Αι. τί φῄς; σαφῶς μοι σὰς φράσον δυσθυμίας. Αιγ. Τί λες; Καθαρά πες τί σε πικραίνει.
Μη. ἀδικεῖ μ΄ Ἰάσων οὐδὲν ἐξ ἐμοῦ παθών. Μηδ. Χωρίς να φταίξω εγώ, με βλάφτει εκείνος.
Αι. τί χρῆμα δράσας; φράζε μοι σαφέστερον. Αιγ. Μα τί έχει κάμει; Μίλα τα σταράτα.
Μη. γυναῖκ΄ ἐφ΄ ἡμῖν δεσπότιν δόμων ἔχει. Μηδ. Άλλη γυναίκα αφέντρα έχει στο σπίτι.
Αι. οὔ που τετόλμηκ΄ ἔργον αἴσχιστον τόδε; Αιγ. Τόλμησε πράξη τόσο ντροπιασμένη;
Μη. σάφ΄ ἴσθ΄· ἄτιμοι δ΄ ἐσμὲν οἱ πρὸ τοῦ φίλοι. Μηδ. Ό,τι αγαπούσε πρίν, τόχει του κλώτσου.
Αι. πότερον ἐρασθεὶς ἢ σὸν ἐχθαίρων λέχος; Αιγ. Μην ερωτεύτηκε άλλη, ή σε αποστράφη;
Μη. μέγαν γ΄ ἔρωτα πιστὸς οὐκ ἔφυ φίλοις. Μηδ. Καί τι έρωτας! που αρνήθη τους δικούς του.
Αι. ἴτω νυν͵ εἴπερ͵ ὡς λέγεις͵ ἐστὶν κακός. Αιγ. Ντροπή του! αν είναι φαύλος καθώς λέγεις.
700      
Μη. ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῖν. Μηδ. Βασιλοπούλα ορέχτηκε να πάρει.
Αι. δίδωσι δ΄ αὐτῷ τίς; πέραινέ μοι λόγον. Αιγ. Ποιός του τη δίνει; Απόσωσε το λόγο!
Μη. Κρέων͵ ὃς ἄρχει τῆσδε γῆς Κορινθίας. Μηδ. Ο Κρέοντας, πού ορίζει εδώ στην Κόρινθο.
Αι. συγγνωστὰ μέν τἄρ΄ ἦν σε λυπεῖσθαι͵ γύναι. Αιγ. Δίκιο έχεις να πικραίνεσαι, γυναίκα.
Μη. ὄλωλα· καὶ πρός γ΄ ἐξελαύνομαι χθονός. Μηδ. Χάθηκα εγώ· και με ξορίζουν κιόλας.
Αι. πρὸς τοῦ; τόδ΄ ἄλλο καινὸν αὖ λέγεις κακόν. Αιγ. Ποιός; Άλλο πάλι αυτό κακό πού λέγεις.
Μη. Κρέων μ΄ ἐλαύνει φυγάδα γῆς Κορινθίας. Μηδ. Ο Κρέοντας με ξορίζει από τη χώρα.
Αι. ἐᾷ δ΄ Ἰάσων; οὐδὲ ταῦτ΄ ἐπῄνεσα. Αιγ. Κι ο Ιάσονας το στέργει; Κ' εδώ σφάλλει!
Μη. λόγῳ μὲν οὐχί͵ καρτερεῖν δὲ βούλεται. 
ἀλλ΄ ἄντομαί σε τῆσδε πρὸς γενειάδος
Μηδ. Τα χείλη του λεν όχι, μα η ψυχή του
το δέχεται. Αχ, στα γένια σου σ' ορκίζω
710 γονάτων τε τῶν σῶν ἱκεσία τε γίγνομαι͵ 
οἴκτιρον οἴκτιρόν με τὴν δυσδαίμονα 
καὶ μή μ΄ ἔρημον ἐκπεσοῦσαν εἰσίδῃς͵ 
δέξαι δὲ χώρᾳ καὶ δόμοις ἐφέστιον. 
οὕτως ἔρως σοὶ πρὸς θεῶν τελεσφόρος 
γένοιτο παίδων͵ καὐτὸς ὄλβιος θάνοις. 
εὕρημα δ΄ οὐκ οἶσθ΄ οἷον ηὕρηκας τόδε· 
παύσω δέ σ΄ ὄντ΄ ἄπαιδα καὶ παίδων γονὰς 
σπεῖραί σε θήσω· τοιάδ΄ οἶδα φάρμακα.
  Πέφτοντας στα πόδια του Αιγέα.
και σου πέφτω στα γόνατα, σπλαχνίσου,
σπλαχνίσου με τη μαύρη, μην αφήσεις
έρημη να με ιδείς κι αποδιωγμένη,
μόν' δέξου με στη χώρα σου και δώσ' μου
σκέπη στο σπίτι σου. Έτσι ν΄αποχτήσεις
απ' τους θεούς τα τέκνα πού γυρεύεις,
κ' ευτυχισμένα τέλη κ' εσύ νάχεις.
Τι εύρημα εδώ πέτυχες δεν ξέρεις: 
την ακαρπιά σου, εγώ θα σου τη γιάνω,
και θα σε κάμω εγώ να σπείρεις τέκνων
γενιές· τι δα βοτάνια τέτοια ξέρω.
      Ο Αιγέας τη σηκώνει πάνω.
Αι. πολλῶν ἕκατι τήνδε σοι δοῦναι χάριν͵ Αιγ. Γυναίκα, να σου κάμω αυτή τη χάρη
720 γύναι͵ πρόθυμός εἰμι͵ πρῶτα μὲν θεῶν͵ 
ἔπειτα παίδων ὧν ἐπαγγέλλῃ γονάς· 
ἐς τοῦτο γὰρ δὴ φροῦδός εἰμι πᾶς ἐγώ. 
οὕτω δ΄ ἔχει μοι· σοῦ μὲν ἐλθούσης χθόνα͵ 
πειράσομαί σου προξενεῖν δίκαιος ὤν. 
τόσον γε μέντοι σοι προσημαίνω͵ γύναι· 
ἐκ τῆσδε μὲν γῆς οὔ σ΄ ἄγειν βουλήσομαι͵ 
αὐτὴ δ΄ ἐάνπερ εἰς ἐμοὺς ἔλθῃς δόμους͵ 
μενεῖς ἄσυλος κοὔ σε μὴ μεθῶ τινι. 
ἐκ τῆσδε δ΄ αὐτὴ γῆς ἀπαλλάσσου πόδα·
  πολλά με σπρώχνουν: των θεών το σέβας,
απ' όλα πρώτο, κ' οι γενιές των τέκνων
κατόπι πού μου τάζεις· τι για τούτο
πήρα δα εγώ τις στράτες. Λοιπόν άκου
πως το βλέπω: στη χώρα μου όταν έρθεις,
θα πασκίσω προστάτης να σου γίνω,
ως το καλεί το δίκιο. Αυτό σου λέγω,
γυναίκα, μόνο: Να σε πάρω εδώθε
δε θα το στέρξω, μ' αν εσύ κοπιάσεις
στο σπιτικό μου από δικού σου, θάχεις
το άσυλο που ποθείς, και σε κανένα
δε θα σε παραδώσω εγώ. Δική σου
λοιπόν δουλειά να μετασύρεις πόδι
από τη χώρα· τί δε θέλω νάχουν
730 ἀναίτιος γὰρ καὶ ξένοις εἶναι θέλω.   να μου ψέγουν αυτοί πού με ξενίζουν.
Μη. ἔσται τάδ΄· ἀλλὰ πίστις εἰ γένοιτό μοι 
τούτων͵ ἔχοιμ΄ ἂν πάντα πρὸς σέθεν καλῶς.
Μηδ. Ας γίνει καθώς λες. Μ' αν είχες πάρει
όρκο για τούτα, δε θα γύρευα άλλο.
Αι. μῶν οὐ πέποιθας; ἢ τί σοι τὸ δυσχερές; Αιγ. Δε δίνεις πίστη, ή δύσκολα τα βλέπεις;
Μη. πέποιθα· Πελίου δ΄ ἐχθρός ἐστί μοι δόμος 
Κρέων τε. τούτοις δ΄ ὁρκίοισι μὲν ζυγεὶς 
ἄγουσιν οὐ μεθεῖ΄ ἂν ἐκ γαίας ἐμέ· 
λόγοις δὲ συμβὰς καὶ θεῶν ἀνώμοτος 
φίλος γένοι΄ ἂν τἀπικηρυκεύματα·— 
οὐκ ἂν πίθοιο· τἀμὰ μὲν γὰρ ἀσθενῆ͵
Μηδ. Πίστη δίνω. Αμ' το σπίτι του Πελία
κι ο Κρέοντας μούχουν άχτι. Με τους όρκους
αν δεθείς, δε θ' αφήσεις απ' τη γη σου
να με πάρουν. Αν μόνο με τα λόγια
τόχεις ταμένο, μα με δίχως δρκο
στους θεούς, θα μπόριε να φανείς δικός τους
φίλος και να πειστείς από τα λόγια
του κήρυκα τους. Δύναμη δεν έχω
  τοῖς δ΄ ὄλβος ἐστὶ καὶ δόμος τυραννικός.   εγώ· και κείνοι, πλούσιοι και ρηγάδες.
740      
Αι. πολλὴν ἔλεξας ἐν λόγοις προμηθίαν· 
ἀλλ΄͵ εἰ δοκεῖ σοι͵ δρᾶν τάδ΄ οὐκ ἀφίσταμαι. 
ἐμοί τε γὰρ τάδ΄ ἐστὶν ἀσφαλέστατα͵ 
σκῆψίν τιν΄ ἐχθροῖς σοῖς ἔχοντα δεικνύναι͵ 
τὸ σόν τ΄ ἄραρε μᾶλλον· ἐξηγοῦ θεούς.
Αιγ. Περίσσια όλα τα γνοιάστηκες, γυναίκα!
Μα, σαν το θες, το στέργω έτσι να πράξω.
Τι και δική μου ασφάλεια θάναι, νάχω
μια πρόφαση να δώσω στους εχτρούς σου,
μα και για σένα πιο σίγουρο· πες μου
λοιπόν σε ποιους θεούς να σου τ' αμώσω.
Μη. ὄμνυ πέδον Γῆς͵ πατέρα θ΄ ῞Ηλιον πατρὸς 
τοὐμοῦ͵ θεῶν τε συντιθεὶς ἅπαν γένος.
Μηδ. Στης Γης το χώμα ορκίσου, και στον Ήλιο,
τον κύρη του γονιού μου, και σ' ακέριο
το γένος των θεών ομαδιασμένο.
Αι. τί χρῆμα δράσειν ἢ τί μὴ δράσειν; λέγε. Αιγ. Να κάμω ή να μην κάμω τί; Για λέγε.
Μη. μήτ΄ αὐτὸς ἐκ γῆς σῆς ἔμ΄ ἐκβαλεῖν ποτε͵ Μηδ. Μηδ' απ' τη γη σου εσύ να μη με διώξεις
750 μήτ΄ ἄλλος ἤν τις τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν ἄγειν 
χρῄζῃ͵ μεθήσειν ζῶν ἑκουσίῳ τρόπῳ.
  ποτέ, μήδ' αν κανείς απ' τους εχτρούς μου
θελήσει να με πάρει, όσο θα ζήσεις,
να μη με δώσεις με το θέλημα σου.
Αι. ὄμνυμι Γαῖαν Ἡλίου θ΄ ἁγνὸν σέβας 
θεούς τε πάντας ἐμμενεῖν ἅ σου κλύω.
Αιγ. Τ' ορκίζουμαι στη Γη, στο λαμπρό του Ήλιου
το φως και σ' όλους τους θεούς, να μείνω
ασάλευτος σε όσα άκουσα από σένα.
Μη. ἀρκεῖ· τί δ΄ ὅρκῳ τῷδε μὴ ΄μμένων πάθοις; Μηδ. Φτάνει. Μ' αν παρορκίσεις, τί να πάθεις;
Αι. ἃ τοῖσι δυσσεβοῦσι γίγνεται βροτῶν. Αιγ. Στον άσεβο τον άνθρωπο ό,τι πρέπει.
Μη. χαίρων πορεύου· πάντα γὰρ καλῶς ἔχει. 
κἀγὼ πόλιν σὴν ὡς τάχιστ΄ ἀφίξομαι͵ 
πράξασ΄ ἃ μέλλω καὶ τυχοῦσ΄ ἃ βούλομαι.
Μηδ. Πήγαινε στο καλό, κι όλα καλά 'ναι.
Κ' εγώ, το γρηγορώτερο θα φτάσω
στη χώρα σου, αφού πρώτα κάμω εκείνα
που μελετώ και πετύχω όσα θέλω.
      Ενώ ο Αιγέας φεύγει με την ακολουθία του:
Χο. ἀλλά σ΄ ὁ Μαίας πομπαῖος ἄναξ Χορ. Της Μαίας ο γιός, ο θεός ο συνοδίτης,
760 πελάσειε δόμοις͵ ὧν τ΄ ἐπίνοιαν 
σπεύδεις κατέχων πράξειας͵ ἐπεὶ 
γενναῖος ἀνήρ͵ 
Αἰγεῦ͵ παρ΄ ἐμοὶ δεδόκησαι.
  στο σπίτι σου να δώσει να σε φέρει,
κι όσα στο νου σου μέσα λαχταρίζεις
και ξετρέχεις, να δεις ξετελεμένα!
Γιατί μου φάνηκες εμένα, Αιγέα,
πώς άντρας είσαι με καρδιά μεγάλη.
Μη. ὦ Ζεῦ Δίκη τε Ζηνὸς Ἡλίου τε φῶς͵ 
νῦν καλλίνικοι τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν͵ φίλαι͵ 
γενησόμεσθα κεἰς ὁδὸν βεβήκαμεν· 
νῦν [δ΄] ἐλπὶς ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς τείσειν δίκην. 
οὗτος γὰρ ἁνὴρ ᾗ μάλιστ΄ ἐκάμνομεν 
λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων·
Μηδ. Δία, του Δία Δικιοσύνη, του Ήλιου φέγγος!
Όμορφες τώρα νίκες θα κερδίσουμε,
καλές μου, απ' τους εχτρούς μας, και στη στράτα
μπήκαμε πια· τώρα το ελπίζω, δίκια
να πλερώσουν οι εχτροί μου. Τι ο άντρας τούτος,
στην κακοπάθεια μας την πιο μεγάλη,
ανάφανε μπροστά μας σα λιμάνι
770 ἐκ τοῦδ΄ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων͵ 
μολόντες ἄστυ καὶ πόλισμα Παλλάδος. 
ἤδη δὲ πάντα τἀμά σοι βουλεύματα 
λέξω· δέχου δὲ μὴ πρὸς ἡδονὴν λόγους.
  γι' αυτά που μελετούσα· την πρυμάτσα
απάνω του θα δέσουμε, σαν πάμε
στης Παλλάδας την πόλη και το κάστρο.
Και τώρα θα σου πω τί λογαριάζω·
μα για χαρές δεν είναι όσα θ' ακούσεις.
  πέμψασ΄ ἐμῶν τιν΄ οἰκετῶν Ἰάσονα 
ἐς ὄψιν ἐλθεῖν τὴν ἐμὴν αἰτήσομαι· 
μολόντι δ΄ αὐτῷ μαλθακοὺς λέξω λόγους͵ 
ὡς καὶ δοκεῖ μοι ταὐτά͵ καὶ καλῶς ἔχειν 
γάμους τυράννων οὓς προδοὺς ἡμᾶς ἔχει· 
καὶ ξύμφορ΄ εἶναι καὶ καλῶς ἐγνωσμένα.
  Θα στείλω απ' τους ανθρώπους μου κανένα
τον Ιάσονα ναρθεί να μου φωνάξει.
Κι ως έρθει, με τη γλύκα θα τον πάρω,
πως έχουμε μιά γνώμη τάχα οι δυό μας
και πως στέργω τους γάμους πούχει κάμει,
τους ρηγικούς, αφού με αρνήθη πρώτας,
— κι όλα συφερτικά και προκομένα.
780 παῖδας δὲ μεῖναι τοὺς ἐμοὺς αἰτήσομαι͵ 
οὐχ ὡς λιποῦσ΄ ἂν πολεμίας ἐπὶ χθονὸς 
ἐχθροῖσι παῖδας τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι͵ 
ἀλλ΄ ὡς δόλοισι παῖδα βασιλέως κτάνω. 
πέμψω γὰρ αὐτοὺς δῶρ΄ ἔχοντας ἐν χεροῖν͵ 
νύμφῃ φέροντας͵ τήνδε μὴ φυγεῖν χθόνα͵ 
λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον· 
κἄνπερ λαβοῦσα κόσμον ἀμφιθῇ χροΐ͵ 
κακῶς ὀλεῖται πᾶς θ΄ ὃς ἂν θίγῃ κόρης· 
τοιοῖσδε χρίσω φαρμάκοις δωρήματα.
  Μα θα γυρέψω τα παιδιά να μείνουν
δώ-χάμω, όχι πώς θέλω να τ' αφήσω
σε τόπον εχτρικό, παρά με δόλο
την κόρη του ρηγός για να σκοτώσω.
Τι θα τα στείλω με γεμάτα χέρια,
χαρίσματα να φέρουνε της νύφης,
— για να μην τα ξορίσουν απ' τη χώρα, —
ανάριο πέπλο και χρυσό στεφάνι·
κι αν πάρει τα στολίδια και τα βάλει
απάνω στο κορμί της, φριχτό τέλος
θα λάβει, και κάθε άλλος που θ' αγγίξει
την κορασιά, τι με φαρμάκια τέτοια 
θα τόχω το κανίσκι μου αλειμένο.
790 ἐνταῦθα μέντοι τόνδ΄ ἀπαλλάσσω λόγον· 
ᾤμωξα δ΄ οἷον ἔργον ἔστ΄ ἐργαστέον 
τοὐντεῦθεν ἡμῖν· τέκνα γὰρ κατακτενῶ 
τἄμ΄· οὔτις ἔστιν ὅστις ἐξαιρήσεται· 
δόμον τε πάντα συγχέασ΄ Ἰάσονος 
ἔξειμι γαίας͵ φιλτάτων παίδων φόνον 
φεύγουσα καὶ τλᾶσ΄ ἔργον ἀνοσιώτατον. 
οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν͵ φίλαι. 
ἴτω· τί μοι ζῆν κέρδος; οὔτε μοι πατρὶς 
οὔτ΄ οἶκος ἔστιν οὔτ΄ ἀποστροφὴ κακῶν.
  Μα τώρα αλλάζω γλώσσα, τώρα σκούζω
για το έργο πού κατόπι θάχω μπρος μου·
τι τα δικά μου τέκνα θα χαλάσω,
και κανείς δεν μπορεί να τα γλυτώσει.
Κι αφού του Ιάσονα το σπίτι κάμω
ανω-κάτω, θα φύγω από τη χώρα,
διωγμένη από το φόνο των παιδιών μου
των πολυαγαπημένων κι από το έργο
το φριχτό που θα νάχω αποτολμήσει.
Να γίνω των εχτρών μου περιγέλιο, 
ά! φίλες μου, όχι! εγώ δεν το σηκώνω.
Εμπρός! Ποιο τόφελός μου να ζω; Μήδε
πατρίδαν έχω εγώ, μήδε και σπίτι,
και μήδε απ' τα δεινά μου καταφύγι.
800 ἡμάρτανον τόθ΄ ἡνίκ΄ ἐξελίμπανον 
δόμους πατρῴους͵ ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις 
πεισθεῖσ΄͵ ὃς ἡμῖν σὺν θεῷ τείσει δίκην. 
οὔτ΄ ἐξ ἐμοῦ γὰρ παῖδας ὄψεταί ποτε 
ζῶντας τὸ λοιπὸν οὔτε τῆς νεοζύγου 
νύμφης τεκνώσει παῖδ΄͵ ἐπεὶ κακῶς κακὴν 
θανεῖν σφ΄ ἀνάγκη τοῖς ἐμοῖσι φαρμάκοις. 
μηδείς με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω 
μηδ΄ ἡσυχαίαν͵ ἀλλὰ θατέρου τρόπου͵ 
βαρεῖαν ἐχθροῖς καὶ φίλοισιν εὐμενῆ·
  Λαθεύτηκα όταν άφησα το σπίτι
το πατρικό, γελασμένη απ' τα λόγια
ενός Έλληνα, εδώ πού θα πλερώσει,
με του θεού τη δύναμη, ως του πρέπει.
Μήδε τα τέκνα πούχω γεννημένα
θα ξαναδεί πια ζωντανά, και μήδε
από τη νιόνυφη παιδιά θα κάμει,
τι κακοθάνατα γραφτό της είναι
να πάει από τα φαρμάκια τα δικά μου.
Κι ανήμπορη κανείς να μη με πάρει,
μήδε δειλή για κοιμισμένη, μόνο,
το ενάντιο! τρομερή για τους εχτρούς μου
και για τους φίλους καλόγνωμη. Ο πούναι
 
810 τῶν γὰρ τοιούτων εὐκλεέστατος βίος.   τέτοιος, του γράφεται ακουσμένη ζήση.
       
Χο. ἐπείπερ ἡμῖν τόνδ΄ ἐκοίνωσας λόγον͵ 
σέ τ΄ ὠφελεῖν θέλουσα͵ καὶ νόμοις βροτῶν 
ξυλλαμβάνουσα͵ δρᾶν σ΄ ἀπεννέπω τάδε.
Χορ. Τους λογισμούς σου αφού μας φανερώνεις,
κ' επειδή θέλω το καλό σου εσένα,
μα και να διαφεντέψω των ανθρώπων
τους νόμους, σε αποτρέπω από έργα τέτοια!
Μη. οὐκ ἔστιν ἄλλως· σοὶ δὲ συγγνώμη λέγειν 
τάδ΄ ἐστί͵ μὴ πάσχουσαν͵ ὡς ἐγώ͵ κακῶς.
Μηδ. Αλλιώτικα δε γίνεται· μα λέγε
κ' είσαι συχωρεμένη, τι δε σούρνεις
εσύ την κακοπάθεια τη δική μου.
Χο. ἀλλὰ κτανεῖν σὸν σπέρμα τολμήσεις͵ γύναι; Χορ. Μα θα τολμήσεις το δικό σου φύτρο
να το σκοτώσεις μόνη σου, γυναίκα;
Μη. οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα δηχθείη πόσις. Μηδ. Το σύζυγο μου, αυτό 'ναι πού θα κάψει!
Χο. σὺ δ΄ ἂν γένοιό γ΄ ἀθλιωτάτη γυνή. Χορ. Μα, δύστυχη, κ' εσένα θ' αφανίσει!
Μη. ἴτω· περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι. Μηδ. Εμπρός! Τα λόγια τώρα περισσεύουν.
      Στην Παραμάνα:
820 ἀλλ΄ εἶα χώρει καὶ κόμιζ΄ Ἰάσονα· 
ἐς πάντα γὰρ δὴ σοὶ τὰ πιστὰ χρώμεθα. 
λέξῃς δὲ μηδὲν τῶν ἐμοὶ δεδογμένων͵ 
εἴπερ φρονεῖς εὖ δεσπόταις γυνή τ΄ ἔφυς.
  Και σύρε συ τον Ιάσονα να φέρεις·
για ό,τι γυρεύει εμπιστοσύνη, σ' έχω.
Κι άχνα μη βγάλεις για όσα λογαριάζω,
αν της κυράς σου το καλό το θέλεις
κι αν έχεις γεννηθεί κ' εσύ γυναίκα.
      Η Παραμάνα φεύγει.

 

<< 3ο χορικό [εισαγωγή] 4ο χορικό >>

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001