ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 414-412
Έτος 18ον : 414 - 413 π.Χ. (1-18)

1.
Ο Γύλιππος φθάνει εις Συρακούσας
Μετά την επισκευήν των πλοίων, ο Γύλιππος και ο Πυθήν ανεχώρησαν εκ Τάραντος και πλεύσαντες παρά την ακτήν, έφθασαν εις τους Επιζεφυρίους Λοκρούς. Λαμβάνοντες ήδη θετικωτέρας πληροφορίας ότι αι Συρακούσαι δεν είχαν εντελώς αποκλεισθή διά περιτειχίσματος, αλλ' ότι ήτο ακόμη δυνατόν, εάν ήρχοντο με στρατόν, να εισέλθουν εις αυτάς διά των Επιπολών, διεσκέπτοντο εάν έπρεπε να πλεύσουν, αριστερά της Σικελικής ακτής και διακινδυνεύσουν να εισέλθουν εις Συρακούσας διά θαλάσσης, ή εάν έπρεπε να πλεύσουν δεξιά και αποβιβασθούν πρώτον εις Ιμέραν, οπόθεν ενισχύοντες τον στρατόν των με τους ιδίους τους Ιμεραίους και όσους άλλους θα έπειθαν να τους ακολουθήσουν, να έλθουν διά ξηράς εις Συρακούσας. Τέλος απεφάσισαν να πλεύσουν παρά την Ιμέραν αφού μάλιστα τα τέσσαρα πολεμικά σκάφη, τα οποία παρά την αρχικήν αδιαφορίαν του, ο Νικίας, όταν έμαθε την άφιξιν των εχθρικών πλοίων εις Λοκρούς, διέταξε να μεταβούν προς επιτήρησιν εις Ρήγιον δεν είχαν φθάσει ακόμη. Κατώρθωσαν ούτω, προ της αφίξεως της Αθηναϊκής εττιτηρητικής μοίρας, να περάσουν τον πορθμόν, προσεγγίσαντες εις Ρήγιον και Μεσσήνην και έφθασαν εις την Ιμέραν. Εκεί ευρισκόμενοι, έπεισαν τους Ιμερίους να συμπράξουν εις τον πόλεμον, όχι μόνον λαμβάνοντες μέρος οι ίδιοι εις την εκστρατείαν, αλλά και παρέχοντες όπλα εις όλους τους ναύτας των, όσοι εστερούντο τοιούτων, καθόσον είχαν ανελκύσει τα πλοία των εις την παραλίαν της Ιμέρας. Έστειλαν συγχρόνως προς τους Σελινουντίους να τους προσκαλέσουν ν' αποστείλουν προς συνάντησίν των στρατόν εις ωρισμένον σημείον. Και οι κάτοικοι της Γέλας και μερικοί Σικελοί υπέσχοντο να στείλουν μικράν στρατιωτικήν δύναμιν. Οι τελευταίοι ήσαν έτοιμοι να προσχωρήσουν πολύ προθυμότερον, και διότι ο Αρχωνίδης, βασιλεύς των Σικελών της περιφερείας εκείνης, ο οποίος είχε μεγάλην επιρροήν και ήτο φίλος των Αθηναίων, είχεν αποθάνει προ μικρού, και διότι γενική εντύπωσις ήτο, ότι ο Γύλιππος είχεν έλθει εκ Λακεδαίμονος διά να εργασθή με πολύν ζήλον και αποφασιστικότητα.

Και ούτως ο Γύλιππος, επί κεφαλής επτακοσίων περίπου Πελοποννησίων ναυτών και πεζοναυτών, βαρέως ωπλισμένων, αποσπάσματος Ιμεραίων, αποτελουμένου από χιλίους εν όλω οπλίτας και ψιλούς και εκατόν ιππείς, μερικών ψιλών και ιππέων Σελινουντίων και ολίγων εκ της Γέλας, και χιλίων εν συνόλω Σικελών, εβάδιζε προς τας Συρακούσας.

2. Εν τω μεταξύ, η μοίρα του Κορινθιακού στόλου, πλην ενός πλοίου απέπλευσεν εκ Λευκάδος, σπεύδουσα εις βοήθειαν με όλην την δυνατήν ταχύτητα. Ο Γογγύλος, είς των Κορινθίων αρχηγών, όστις ανεχώρησε τελευταίος με το υπολειφθέν πλοίον, έφθασεν εις Συρακούσας προ των άλλων πλοίων της μοίρας και ολίγον προ του Γυλίππου. Και ευρών τους Συρακουσίους ετοίμους να συγκαλέσουν συνέλευσιν του λαού, διά να συζητήσουν περί της τερματίσεως του πολέμου, εμπόδισεν αυτούς και τους ενεθάρρυνεν, αναγγέλλων την επικειμένην άφιξιν και άλλων πλοίων και του Γυλίππου, υιού του Κλεανδρίδου, τον οποίον απέστελλαν οι Λακεδαιμόνιοι ως αρχιστράτηγον. Οι Συρακούσιοι ανέλαβαν θάρρος και εξήλθαν πανστρατιά εις προϋπάντησιν του Γυλίππου, ο οποίος, κατά τας ληφθείσας πληροφορίας, ευρίσκετο εις μικράν ήδη απόστασιν. Ούτος, καταλαβών προ μικρού, κατά την διέλευσίν του, τας Ιετάς, φρούριον των Σικελών, και συντάξας τον στρατόν του, διά να είναι έτοιμος να δώση μάχην, έφθασεν εις τας Επιπολάς, όπου ανέβη διά του Ευρύλου, από το μέρος δηλαδή όπου και οι Αθηναίοι ανέβησαν προ αυτού. Ενωθείς δε με τους Συρακουσίους, προήλασε κατά του περιτειχίσματος των Αθηναίων. Κατά την στιγμήν που έφθασεν ο Γύλιππος, οι Αθηναίοι είχαν ήδη τελειώσει επτά ή οκτώ σταδίους εκ του διπλού περιτειχίσματος, το οποίο κατεσκεύαζαν προς τον Μέγαν Λιμένα, και δεν τους έμενε προς συμπλήρωσιν παρά μικρόν διάστημα πλησίον της θαλάσσης, εις το οποίον ειργάζοντο ακόμη. Αλλ' εις την αντίθετον πλευράν του περιτειχίσματος, η οποία ήρχιζεν από το κυκλοτερές οχύρωμα και διηυθύνετο προς τον Τρωγίλον, και της άλλης θαλάσσης, κατά το μεγαλήτερον μεν μήκος είχαν ήδη συσσωρευθή λίθοι, μερικά όμως τμήματα είχαν αφεθή, είτε εν μέρει, είτε εξ ολοκλήρου, συμπληρωμένα. Τόσον ολίγον έλειψε να καταστραφούν αι Συρακούσαι.

3.
Οι αντίπαλοι παρασκευάζονται προς μάχην. Μικραί συμπλοκαί.
Οι Αθηναίοι, μολονότι θορυβηθέντες κατ' αρχάς εκ της αιφνιδιαστικής επιθέσεως του Γυλίππου και των Συρακουσίων, παρετάχθησαν προς μάχην. Ο Γύλιππος, αφού κατέλαβε θέσιν πλησίον των, εσταμάτησε το στρατόν του, αφού επλησίασε, και απέστειλε κήρυκα διά να είπη ότι εάν θέλουν να απέλθουν εντός πέντε ημερών εκ της Σικελίας, παραλαμβάνοντες ό,τι τους ανήκει, είναι έτοιμος να συνάψη ανακωχήν. Οι Αθηναίοι όμως ήκουσαν τας προτάσεις αυτάς μετά περιφρονήσεως και απέπεμψαν τον κήρυκα, χωρίς να δώσουν καμμίαν απάντησιν. Κατόπιν τούτου, ητοιμάζοντο εκατέρωθεν διά την μάχην. Αλλ' ο μεν Γύλιππος, βλέπων ότι οι Συρακούσιοι διετέλουν εις σύγχυσιν και δυσκόλως ηδύναντο να συνταχθούν, επανέφερε τον στρατόν του εις ευρυχωρότερον έδαφος. Ο Νικίας όμως δεν προήλασε προς επίθεσιν, αλλ' έμενεν ησυχάζων πλησίον του περιτειχίσματός του. Και ο Γύλιππος, βλέπων ότι οι Αθηναίοι δεν ήθελαν ν' αναλάβουν επίθεσιν, απέσυρε τον στρατόν του επί του υψώματος του καλουμένου Τεμενίτις, όπου και κατηυλίσθη. Αλλά την επομένη, αφού ωδήγησε το πλείστον του στρατού του και παρέταξεν αυτό απέναντι του περιτειχίσματος των Αθηναίων, διά να τους εμποδίση να στείλουν αλλού ενισχύσεις, έστειλεν απόσπασμα αυτού κατά του φρουρίου Λαβδάλου, το οποίον δεν εφαίνετο από το μέρος που ήσαν οι Αθηναίοι, κατέλαβεν αυτό και εφόνευσεν όλους όσους συνέλαβεν εντός αυτού. Κατά την αυτήν ημέραν, εκυριεύθη υπό των Συρακουσίων και Αθηναϊκή τριήρης, σταθμεύουσα εις το στόμιον του Μεγάλου Λιμένος.

4. Οι Συρακούσιοι μετά των συμμάχων ήρχισαν ακολούθως κτίζοντες απλούν τείχος από της πόλεως, διά μέσου του άνω μέρους των Εττιττολών, κατά διεύθυνσιν εγκαρσίαν. Σκοττός των ήτο, εάν δεν ημπορέσουν να τους εμποδίσουν οι Αθηναίοι, να καταστήσουν αδύνατον του λοιπού εις αυτούς τον διά περιτειχίσματος αποκλεισμόν της πόλεως. Μόλις οι τελευταίοι, συμπληρώσαντες το προς την θάλασσαν διπλούν τείχος, είχαν ήδη αναβή εις το προς βορράν του κυκλοτερούς οχυρώματος, ο Γύλιππος, γνωρίζων το ασθενές σημείον του ήδη συντετελεσμένου τμήματος του βορείου περιτειχίσματος των Αθηναίων, εξεκίνησεν εν καιρώ νυκτός με τον στρατόν του, όπως επιτεθή κατά του σημείου τούτου. Αλλ' οι Αθηναίοι, οι οποίοι κατά καλήν τύχην ήσαν κατηυλισμένοι εις την προς την πόλιν πλευράν του περιτειχίσματος, ως αντελήφθησαν αυτόν, εβάδισαν εναντίον του. Ούτος όμως, βλέπων αυτούς επερχομένους, απέσυρε πάλιν εσπευσμένως τον στρατόν του. Οι Αθηναίοι ύψωσαν το μέρος τούτο του περιτειχίσματος υψηλότερα και ανέλαβαν οι ίδιοι την φρουράν του σημείου τούτου, τάξαντες τον συμμαχικόν στρατόν εις τα άλλα αυτού σημεία, τα οποία έκαστος των συμμάχων ώφειλε να φυλάττη.

Ο Νικίας απεφάσισεν ήδη να οχυρώση το καλούμενον Πλημμύριον ακρωτήριον, το οποίον προέχει εντός της θαλάσσης απέναντι της πόλεως και στενεύει το στόμιον του λιμένος. Διά της οχυρώσεως αυτού εθεώρει ότι ευκολύνετο η εισαγωγή των εφοδίων του στρατού του, διότι ο Αθηναϊκός στόλος θα ημπορούσε να επιτηρή το στόμιον του λιμένος από μικροτέρας αποστάσεως, ενώ μέχρι τούδε ηναγκάζοντο να εκκινούν από τον μυχόν του λιμένος, διά ν' αποκρούσουν παρατηρουμένας τυχόν κινήσεις του εχθρικού στόλου. Άλλωστε η προσοχή του εστρέφετο ήδη περισσότερον εις τον κατά θάλασσαν πόλεμον, καθόσον έβλεπεν ότι μετά την άφιξιν του Γυλίππου, αι ελπίδες επιτυχίας κατά ξηράν είχαν σοβαρώς ελαττωθή. Μετέφερε λοιπόν εκεί τον στόλον και μέρος του στρατού και έκτισε τρία οχυρώματα, όπου ετοποθέτησε το πολεμικόν υλικόν. Εκεί ήσαν ηγκυροβολημένα του λοιπού και τα μεγάλα μεταφορικά σκάφη και ο πολεμικός στόλος. Η μεταφορά αύτη του ορμητηρίου υπήρξεν η κυρία αιτία, ένεκα της οποίας τα πληρώματα ήρχισαν εξασθενούντα υλικώς και καταβαλλόμενα ηθικώς. Διότι το νερόν ήτο ανεπαρκές και ευρίσκετο μακράν και οσάκις οι ναύται εξήρχοντο προς μεταφοράν αυτού ή καυσοξύλων, υφίσταντο απωλείας από το εχθρικόν ιππικόν, το οποίον ήτο κύριον της πέριξ χώρας. Καθόσον το τρίτον του ιππικού των Συρακουσίων είχε διαταχθή να σταθμεύη εις την παρά το Ολυμπιείον πολίχνην, ειδικώς προς τον σκοπόν να εμποδίζη τους εις το Πλημμύριον σταθμεύοντας Αθηναίους να εξέρχωνται και προξενούν βλάβας. Επειδή άλλωστε έμαθεν ο Νικίας, ότι προσεγγίζουν και τα λοιπά πλοία της Κορινθιακής μοίρας, απέστειλεν ως επιτηρητικήν μοίραν είκοσι πλοία, με την εντολήν να ναυλοχούν περί τους Λοκρούς και το Ρήγιον και τας Σικελικάς ακτάς, όπου ήτο πιθανόν να καταπλεύσουν ταύτα.

5. Ο Γύλιππος, εξ άλλου, ενώ ησχολείτο εις την κατασκευήν του διά μέσου των Επιπολών τείχους, χρησιμοποιών τους λίθους, τους οποίους οι Αθηναίοι είχαν συγκεντρώσει προηγουμένως προς ιδίαν των χρήσιν, εξήγε συγχρόνως τακτικά και παρέτασσε προ του τείχους τούτου τον στρατόν των Συρακουσίων και των συμμάχων. Οι Αθηναίοι επίσης αντιπαρετάσσοντο. Όταν ο Γύλιππος έκρινεν, ότι ήλθεν η κατάλληλος στιγμή, ανέλαβεν αυτός πρώτος την επίθεσιν. Οι δύο στρατοί, ελθόντες εις χείρας, εμάχοντο εις το μεταξύ των δύο τειχών διάστημα, όπου το ιππικόν των Συρακουσίων ήτο παντάπασιν αδύνατον να χρησιμοποιηθή. Οι Συρακούσιοι μετά των συμμάχων των ηττήθησαν και ηναγκάσθησαν να ζητήσουν και λάβουν βραχείαν ανακωχήν προς παραλαβήν των νεκρών των, ενώ οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον. Ο Γύλιππος, συγκεντρώσας το στράτευμα, είπεν, ότι το σφάλμα δεν ήτο ιδικόν των, αλλ' ιδικόν του, διότι με τον τρόπον, όπου είχε παρατάξει τον στρατόν του, παρά πολύ εντός των δύο τειχών, εστέρησεν αυτόν από την βοήθειαν του ιππικού και των ακοντιστών. Μετά το μάθημα όμως τούτο, θα τους ωδήγει και πάλιν εναντίον του εχθρού και συνιστά εις αυτούς να πεισθούν, ότι καθόσον μεν αφορά τον εξοπλισμόν και την ετοιμασίαν, δεν θα ήσαν κατώτεροι του εχθρού, αλλ' ότι θα εδείκνυον αφόρητον έλλειψιν αποφασιστικότητος, εάν δεν θεωρήσουν καθήκον τιμής, όντες Πελοποννήσιοι και Δωριείς, να νικήσουν και αποδιώξουν εκ της χώρας των τους Ίωνας και τους νησιώτας και τον ανθρώπινον εν γένει συρφετόν που αντιμετωπίζουν.

6. Και εις πρώτην μετά τούτο ευκαιρίαν, ωδήγησεν αυτούς πάλιν κατά του εχθρού. Ο Νικίας, εξ άλλου, και οι Αθηναίοι ενόμιζαν, ότι ήτο ανάγκη δι' αυτούς, και αν ο εχθρός δεν θελήση ν' αναλάβη πρώτος την επίθεσιν να μη ανεχθούν να οικοδομήται τείχος εχθρικόν, του οποίου σκοπός ήτο να προσπεράση το ιδικόν των και το οποίον είχεν ήδη σχεδόν υπερβή την άκραν αυτού, και εάν άπαξ την υπερέβαινε, θα ήτο πραγματικώς του λοιπού εν και το αυτό δι' αυτούς, είτε εμάχοντο και ενίκων διαρκώς, είτε δεν εμάχοντο διόλου, αλλ' έμεναν αδρανούντες. Ως εκ τούτου λοιπόν, εξήλθαν και αυτοί, διά να επιτεθούν κατά των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος, οδηγήσας τους οπλίτας του πολύ περισσότερον έξω των δύο τειχών, παρά την προηγουμένην φοράν, συνεπλάκη προς αυτούς, αφού ετοποθέτησε το ιππικόν και τους ακοντιστάς πλαγίως προς τους Αθηναίους, εις το ανοικτόν πέλαγος, όπου τα έργα των δύο αντιθέτων τειχών ετελείωναν. Το ιππικόν, διαρκούσης της μάχης, επετέθη κατά της αριστεράς πτέρυγος των Αθηναίων, η οποία ήτο απέναντι του και την ηνάγκασεν εις εσπευσμένην υποχώρησιν. Ως εκ τούτου, και ο υπόλοιπος αυτών στρατός ενικήθη υπό των Συρακουσίων και απωθήθη ατάκτως εντός του τείχους των. Και την επομένην ήδη νύκτα, οι Συρακούσιοι επεξέτειναν το εγκάρσιον τείχος των πέραν του Αθηναϊκού περιτειχίσματος, εις τρόπον ώστε του λοιπού ούτε αυτοί ημπορούσαν να εμποδισθούν από τους Αθηναίους και τους τελευταίους απεστέρουν από κάθε μέσον ν' αποκλείσουν την πόλιν διά περιτειχίσματος, και εις περίστασιν ακόμη που θα ήσαν νικηταί.

7.
Ενισχύσεις των Συρακουσίων
Τα υπολειπόμενα δώδεκα πλοία των Κορινθίων, των Αμπρακιωτών και των Λευκαδίων, υπό την διοίκησιν του Κορινθίου Ερασινίδου, εισήλθαν μετά τούτο εις τον λιμένα, διαφυγόντα την προσοχήν της επιτηρητικής μοίρας των Αθηναίων, και εβοήθησαν τους Συρακουσίους εις συμπλήρωσιν του υπολοίπου εγκαρσίου τείχους. Ο Γύλιππος, εν τω μεταξύ, απήλθεν εις τα λοιπά μέρη της Σικελίας, όπως συλλέξη ενισχύσεις διά τον στρατόν και τον στόλον του και συγχρόνως προσεταιρισθή εκείνας εκ των πόλεων, αι οποίαι, είτε χλιαρόν ενδιαφέρον εδείκνυαν υπέρ των Συρακουσίων ή ετήρουν απόλυτον μέχρι τούδε ουδετερότητα. Εστάλησαν επίσης άλλοι πρέσβεις των Συρακουσίων και των Κορινθίων εις την Λακεδαίμονα και την Κόρινθον, διά να ζητήσουν την αποστολήν νέων ενισχύσεων, είτε διά μεταγωγικών, είτε διά μικρών σκαφών, είτε δι' οιουδήποτε άλλου διαθεσίμου μέσου θαλασσίας μεταφοράς, καθόσον και οι Αθηναίοι έστειλαν να ζητήσουν την αποστολήν νέων ενισχύσεων. Και οι Συρακούσιοι εξώπλιζαν ναυτικόν και ησκούντο επιμελώς εις τον χειρισμόν αυτού, όπως και διά θαλάσσης επιτεθούν κατά των Αθηναίων, και γενικώς το ηθικόν των είχεν εξυψωθή.

8.
Ο Νικίας στέλλει εις Αθήνας αγγελιαφόρους ζητών ενισχύσεις ή ανάκλησιν
Ο Νικίας, μαθών τούτο και βλέπων ότι η δύναμις του εχθρού και αι ιδικαί του στενοχωρίαι ηύξαναν καθ' εκάστην, έστελλε και αυτός εις τας Αθήνας πλήρη έκθεσιν της καταστάσεως, όπως είχε πράξει πολλάκις και προηγουμένως, αλλάα με μεγαλητέραν τώρα λεπτομέρειαν. Διότι επίστευεν, ότι η κατάστασις ήτο κρίσιμος και ότι καμμία δεν υπήρχε σωτηρία, εφόσον το ταχύτερον ή τους ανακαλέσουν ή τους στείλουν σοβαράς ενισχύσεις. Και επειδή εφοβείτο μήπως οι αγγελιαφόροι του, είτε εξ ανικανότητος να ομιλήσουν, όπως πρέπει, είτε ένεκα ασθενείας μνήμης, είτε ένεκα της επιθυμίας να φανούν ευχάριστοι εις το πλήθος, δεν ανακοινώσουν την αληθή κατάστασιν, έγραψεν επιστολήν, νομίζων, ότι διά του τρόπου τούτου οι Αθηναίοι, μανθάνοντες όσον το δυνατόν ακριβέστερον τας σκέψεις του, χωρίς αυταί να παραμορφωθούν υπό του αγγελιαφόρου, θα δυνηθούν να κρίνουν καλλίτερον περί της αληθούς καταστάσεως. Και οι μεν ορισθέντες αγγελιαφόροι ανεχώρησαν φέροντες την επιστολήν και προφορικάς παραγγελίας του Νικίου προς ανακοίνωσιν, ενώ αυτός την περί του στρατοπέδου μέριμναν του συνεκέντρωσε του λοιπού εις την εξασφάλισίν του δι' αμυντικής μάλλον τακτικής, παρά εις την ανάληψιν εκουσίων κινδύνων δι' επιθετικής τοιαύτης.

9.
Εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Αμφιπόλεως
Περί το τέλος του αυτού θέρους, ο Ευετίων, στρατηγός των Αθηναίων από κοινού μετά του Περδίκκα και επί κεφαλής σημαντικής δυνάμεως Θρακών, εξεστράτευσε κατά της Αμφιπόλεως και μη δυνηθείς να την καταλάβη, προέβη εις πολιορκίαν αυτής εκ του ποταμού Στρυμόνος, όπου εισήγαγε τριήρεις, χρησιμοποιών ως βάσιν των επιχειρήσεων του το Ιμεραίον. Τοιουτοτρόπως έληξε και το θέρος τούτο.

10.
Εις την εκκλησίαν του δήμου των Αθηναίων αναγιγνώσκεται η επιστολή του Νικίου
Κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα, οι αγγελιαφόροι του Νικίου, ελθόντες εις τας Αθήνας, και τας προφορικάς παραγγελίας των ανεκοίνωσαν και εις τας απευθυνομένας προς αυτούς ερωτήσεις απήντων και την επιστολήν ενεχείρισαν. Ο γραμματεύς της πόλεως, προχωρήσας ενώπιον της συνελεύσεως του Αθηναϊκού λαού, ανέγνωσεν αυτήν, έχουσαν ως εξής περίπου.

11. «Συμπολίται, τα προγενέστερα γεγονότα γνωρίζετε από πολλάς άλλας εκθέσεις μου. Σήμερον όμως είπερ ποτέ και άλλοτε επιβάλλεται να γνωρίσετε την αληθή ημών κατάστασιν, διά ν' αποφασίσετε αναλόγως. Ενώ δηλαδή είχαμεν νικήσει εις τας πλείστας μάχας τους Συρακουσίους, εναντίον των οποίων απεστάλημεν, και είχαμεν οικοδομήσει τα οχυρώματα εντός των οποίων είμεθα τώρα, ήλθεν ο Λακεδαιμόνιος Γύλιππος, επί κεφαλής στρατού εκ Πελοποννήσου και μερικών πόλεων της Σικελίας. Και εις μεν την πρώτην μάχην ενικήθη από ημάς, την ακόλουθον όμως ημέραν εξηναγκάσθημεν υπό πολυαρίθμου ιππικού και ακοντιστών να υποχωρήσωμεν εντός των οχυρώσεων μας. Και τώρα ημείς μεν διεκόψαμεν τον περιτειχισμόν και μένομεν αδρανούντες, ένεκα της αριθμητικής των αντιπάλων υπεροχής, αφού δεν ημπορούμεν να χρησιμοποιήσωμεν επί του πεδίου της μάχης ολόκληρον τον στρατόν μας, εφόσον μέρος των οπλιτών απασχολείται εις την φρούρησιν των οχυρωμάτων. Ενώ εκείνοι εν τω μεταξύ έχουν υπερβή το ιδικόν μας περιτείχισμα διά της κατασκευής απλού αντιτειχίσματος, εις τρόπον ώστε δεν είναι πλέον δυνατός ο διά περιτειχισμού αποκλεισμός των, εφόσον δεν επιτεθώμεν με πολυάριθμον στρατόν κατά του αντιτειχίσματος των και καταλάβωμεν αυτό. Και ούτω συνέβη, ενώ υπετίθετο, ότι ημείς πολιορκούμεν άλλους, να είμεθα ημείς πράγματι οι πολιορκούμενοι, κατά ξηράν τουλάχιστον, αφού ούτε εκ των οχυρώσεων μας ημπορούμεν να εξέλθωμεν μακράν, ένεκα του ιππικού των.

12. «Έστειλαν επίσης πρέσβεις εις την Πελοπόννησον, ζητούντες την αποστολήν νέων ενισχύσεων, ενώ ο Γύλιππος ανεχώρησε διά τας πόλεις της Σικελίας, διά να πείση μεν όσας είναι σήμερον ουδέτεραι να συμπράξουν μετ' αυτού εις τον πόλεμον, επιτυχή δε, ει δυνατόν, από τας λοιπάς νέας ενισχύσεις διά τον στρατόν και τον στόλον του. Διότι, καθώς μανθάνω, προτίθενται να επιτεθούν κατά των οχυρώσεών μας, όχι μόνον διά του στρατού των κατά ξηράν, αλλά και διά του στόλου των κατά θάλασσαν. Και κανείς ας μη θεωρήση απίστευτον ότι προτίθενται να μας επιτεθούν και κατά θάλασσαν, διατί ο στόλος μας ήτο μεν κατ' αρχάς εις αρίστην κατάστασιν, όταν τα σκάφη ήσαν στεγανά και τα πληρώματα άθικτα, τώρα όμως, όπως και ο εχθρός γνωρίζει, και τα σκάφη είναι διάβροχα, ως εκ της επί τόσον χρόνον παραμονής εντός της θαλάσσης, και τα πληρώματα έχουν φθαρή. Καθόσον δεν ημπορούμεν ν' ανελκύσωμεν τα πλοία εις την ξηράν, διά να στεγνώσουν και καθαρισθούν, λόγω του ότι ο εχθρικός στόλος είναι ισάριθμος ή μάλλον πολυαριθμότερος του ιδικού μας και ως εκ τούτου φοβούμεθα διαρκώς επίθεσιν εκ μέρους του. Οι εχθροί όχι μόνον ασκούνται επιμελώς εις τον χειρισμόν του στόλου των, υπ' αυτά τα όμματά μας, αλλά και έχουν την πρωτοβουλίαν της επιθέσεως και ευκολώτερον από ημάς ημπορούν να στεγνώσουν τα πλοία των, αφού δεν απασχολούνται εις αποκλεισμόν άλλων.

13. «Ημείς απεναντίας μόλις θα ημπορούσαμεν να προβαίνωμεν εις τούτο, εάν είχαμεν μεγάλην αριθμητικήν υπεροχήν, και δεν είμεθα ηναγκασμένοι όπως τώρα να χρησιμοποιούμεν όλα τα πλοία μας εις επιτήρησιν του εχθρού, διότι τα εφόδια μας, τα οποία και τώρα ακόμη δυσκόλως κατορθώνομεν να εισάγωμεν, καθόσον πρέπει να περάσουν κοντά από την πόλιν του εχθρού, θα τα στερηθώμεν ολοσχερώς, εάν χαλαρώσωμεν, έστω και ολίγον, την επαγρύπνησίν μας. Τα πληρώματά μας, εξ άλλου, εφθάρησαν και εξακολουθούν φθειρόμενα, καθόσον άλλοι μεν εκ των επιβαινόντων των πλοίων, αναγκαζόμενοι ν' απομακρυνθούν, χάριν προμηθείας καυσόξυλων και νομής και ύδατος, υφίστανται απωλείας από το εχθρικόν ιππικόν. Εκ των λοιπών δε, τώρα που η υπεροχή μας επί των αντιπάλων δεν υφίσταται πλέον, οι μεν δούλοι κωπηλάται αυτομολούν, οι δε ξένοι, όσοι μεν επέβησαν των πλοίων εξαναγκασθέντες, λιποτακτούν εις πρώτην ευκαιρίαν προς τας πόλεις της Σικελίας. Όσοι δε πάλιν παρεσύρθησαν κατ' αρχάς εκ του μεγάλου μισθού και της ιδέας, ότι πρόκειται μάλλον να χρηματισθούν παρά να πολεμήσουν, βλέποντες την απροσδόκητον αντίστασιν του εχθρού, και δη την κατά θάλασσαν, άλλοι μεν προσέρχονται εις τας τάξεις αυτού ως αυτόμολοι, άλλοι δ' επωφελούμενοι πάσης παρουσιαζομένης ευκαιρίας, φεύγουν προς διαφόρους διευθύνσεις της τόσον ευρύχωρου Σικελίας. Μερικοί μάλιστα, επιδιδόμενοι οι ίδιοι εις το εμπόριον, έπεισαν τους τριηράρχους να δεχθούν εις αντικατάστασίν των επί των πλοίων δούλους εκ των Υκκάρων και τοιουτοτρόπως κατέστρεψαν την πειθαρχίαν του ναυτικού.

14. «Δεν έχετε ανάγκην να σας είπω, διότι καλώς το γνωρίζετε, ότι μικρόν μόνον μέρος των πληρωμάτων αποτελείται από ικανούς ναύτας, και ότι ολίγοι εκ τούτων γνωρίζουν και να ξεκινήσουν ταχέως εν πολεμικόν πλοίον και να συγκρατούν τον ρυθμόν της κωπηλασίας. Αλλ' εκείνο, το οποίον περισσότερον από όλα αυτά με φέρει εις μεγαλητέραν αμηχανίαν, είναι ότι, μολονότι αρχηγός, δεν είμαι εις θέσιν να προλάβω όλα αυτά (διότι ιδιοσυγκρασίαι, όπως αι δικαί σας, είναι δυσδιοίκητοι), και ότι δεν έχομεν ούτε τα μέσα να εύρωμεν πληρώματα διά τον στόλον μας, όπως τα έχουν άφθονα οι αντίπαλοι, αλλ' είμεθα ηναγκασμένοι με τους άνδρας, τους οποίους είχαμεν όταν ήλθαμεν, και εις τας σημερινάς ανάγκας να επαρκούμεν και τας καθημερινάς απωλείας ν' αναπληρώνωμεν. Καθόσον η Νάξος και η Κατάνη, αι μόναι πόλεις, αι οποίαι είναι σήμερον σύμμαχοι μας, δεν είναι εις θέσιν να μας βοηθήσουν κατά τούτο. Και εάν εν και μόνον πλεονέκτημα προστεθή ακόμη εις τους εχθρούς μας, εάν δηλαδή τα μέρη της Ιταλίας, από τα οποία προμηθευόμεθα τας τροφάς μας, βλέποντα και την κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα, και ότι δεν μας στέλλετε ενισχύσεις, στραφούν προς το μέρος των, θα τερματίσουν ούτοι τον πόλεμον αμαχητεί, διότι η πείνα θα μας αναγκάση εις παράδοσιν.

«Ημπορούσα να σας ανακοινώσω άλλας ειδήσεις περισσότερον ευχάαριστους, βεβαίως όμως όχι περισσότερον χρησίμους, εφόσον παρίσταται ανάγκη να λάβετε αποφάσεις με πλήρη γνώσιν της εδώ καταστάσεως. Άλλωστε, γνωρίζων ότι ως εκ της ιδιοσυγκρασίας σας, θέλετε μεν να ακούετε τα πλέον ευχάριστα πράγματα, μέμφεσθε όμως ακολούθως εκείνους, που σας τα λέγουν, εάν το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται προς αυτά, εθεώρησα ασφαλέστερον να σας είπω γυμνήν την αλήθειαν.

15. «Και τώρα παρακαλώ να πιστεύσετε, ότι, όσον άφορα τον αρχικόν σκοπόν της εκστρατείας, και στρατιώται και αρχηγοί δεν έδωσαν καμμίαν αιτίαν μομφής. Αλλ' αφού ολόκληρος η Σικελία συσσωματώνεται εναντίον μας, και ο εχθρός αναμένει νέον στρατόν εκ Πελοποννήσου, οφείλετε ν' αποφασίσετε τέλος τί θα κάμετε. Διότι ο ενταύθα στρατός μας δεν επαρκεί ουδέ απέναντι της εχθρικής δυνάμεως, την οποίαν αντιμετωπίζομεν σήμερον, και επομένως οφείλετε ή να τον ανακαλέσετε ή να στείλετε προς ενίσχυσιν του και νέον στρατόν και στόλον, όχι μικρότερον του σημερινού, και χρήματα άφθονα, και προς τούτοις άλλον αρχηγόν, διά να με αντικαταστήση, καθόσον, ένεκα ασθενείας των νεφρών, είμαι ανίκανος διά περαιτέρω υπηρεσίαν. Και νομίζω ότι ημπορώ να στηρίζωμαι εις την επιείκειαν σας, διότι εφόσον ήμην υγιής, πολλάς χρησίμους υπηρεσίας προσέφερα εις την πόλιν. Ό,τι δήποτε όμως πρόκειται να κάμετε, κάμετε το αμέσως, κατά την αρχήν της ανοίξεως, χωρίς αναβολάς, καθόσον ο εχθρός την μεν εκ Σικελίας βοήθειαν συντόμως, θέλει πορισθή, ενώ η εκ Πελοποννήσου θα έλθη μεν προς αυτόν βραδύτερον, θα έλθη όμως πάντως, εάν δεν λάβετε τα μέτρα σας, είτε διαφεύγουσα την προσοχήν σας, όπως και προηγουμένως, είτε διαφεύγουσα την καταδίωξίν σας.»

16.
Οι Αθηναίοι ψηφίζουν την ενίσχυσιν του εκστρατευτικού σώματος
Τοιούτο ήτο το περιεχόμενον της επιστολής. Οι Αθηναίοι, αφού ήκουσαν την ανάγνωσίν της, δεν απήλλαξαν μεν τον Νικίαν της στρατηγίας, αλλ' έως ότου εκλεχθούν και φθάσουν άλλοι στρατηγοί, εξέλεξαν ως βοηθούς του δύο εκ των εκεί επί τόπου ευρισκομένων, τον Μένανδρον και τον Ευθύδημον, διά να μη φέρη μόνος και ασθενής όλον το βάρος και τους μόχθους της αρχηγίας του στρατού. Εψήφισαν συγχρόνως την αποστολήν νέου στρατού και στόλου, στρατολογουμένου εκ του καταλόγου των τριών ευπορωτέρων τάξεων και εκ των συμμάχων. Εξέλεξαν, τέλος, ως συναρχηγούς αυτού τον Δημοσθένη, υιόν του Αλκισθένους, και τον Ευρυμέδοντα, υιόν του Θουκλέους. Και τον μεν Ευρυμέδοντα απέστειλαν αμέσως εις Σικελίαν, περί το φθινοπωρινόν ηλιοστάσιον, μετά δέκα πολεμικών σκαφών, φέροντα εκατόν είκοσι τάλαντα και την προς τον εκεί στρατόν αναγγελίαν, ότι θα του αποσταλούν επικουρίαι και ότι θα ληφθή η δέουσα περί τούτου μέριμνα.

17. Ο Δημοσθένης όμως έμεινεν οπίσω, διά να ετοιμάση την εκστρατείαν, με την οποίαν έμελλε να εκπλεύση κατά τας αρχάς του έαρος. Και απέστειλεν οδηγίας εις τους συμμάχους, ζητών στρατόν, και ητοίμαζε εξ Αθηνών χρήματα και πλοία και οπλίτας. Εξέπεμψαν συγχρόνως οι Αθηναίοι μοίραν εξ είκοσι πλοίων, διά να περιπολούν περί την Πελοπόννησον και εμποδίζουν τον διάπλουν παντός πλοίου εκ Κορίνθου και Πελοποννήσου εις την Σικελίαν. Διότι οι Κορίνθιοι, όταν ήλθαν προς αυτούς οι εκ Σικελίας πρέσβεις και ανήγγειλαν την βελτίωσιν της εκεί καταστάσεως, εθεώρησαν, ότι η προηγουμένη εκ μέρους των αποστολή πλοίων ήτο επίκαιρος, και ενθαρρυνθέντες έτι μάλλον, παρεσκευάζοντο να στείλουν οπλίτας εις Σικελίαν δι' εμπορικών σκαφών. Εκ της άλλης Πελοποννήσου ητοιμάζοντο να πράξουν το αυτό οι Λακεδαιμόνιοι. Συγχρόνως οι Κορίνθιοι εξώπλισαν μοίραν στόλου εξ είκοσι πέντε πλοίων, όπως αποπειραθούν ναυμαχίαν προς την επιτηρητικήν μοίραν της Ναυπάκτου. Ήλπιζαν, άλλωστε, ότι εάν η προσοχή των εις Ναύπακτον σταθμευόντων Αθηναϊκών πλοίων απησχολείτο με την ιδικήν των μοίραν, αντιπαρατεταγμένην κατ' αυτής, δυσκόλως θα ηδύναντο να παρεμποδίσουν τον έκπλουν των εμπορικών των σκαφών.

18.
Οι Λακεδαιμόνιοι παρασκευάζονται να εισβάλουν εις την Αττικήν
Οι Λακεδαιμόνιοι παρεσκευάζοντο επίσης διά την εισβολήν των εις την Αττικήν. Εις τούτο άλλωστε εξώθουν αυτούς οι Συρακούσιοι και οι Κορίνθιοι ευθύς ως έμαθαν την αποφασισθείσαν υπό των Αθηναίων αποστολήν επικουριών εις την Σικελίαν, προς τον σκοπόν προδήλως, όπως, πραγματοποιούμενης της εισβολής, ματαιωθή η αποστολή αυτών. Και ο Αλκιβιάδης ωσαύτως συνεβούλευσεν επιμόνως την οχύρωσιν της Δεκέλειας και την δραστηρίαν διεξαγωγήν του πολέμου. Εις τας αποφάσεις των ενισχύθησαν ιδίως οι Λακεδαιμόνιοι, διότι εσκέπτοντο, ότι οι Αθηναίοι, διεξάγοντες διπλούν πόλεμον, εναντίον των ιδίων Λακεδαιμονίων και των Σικελιωτών, θα καταβληθούν ευκολώτερον, και διότι εθεώρουν, ότι εκείνοι πρώτοι διέρρηξαν τας συνθήκας. Καθόσον η ευθύνη του προηγουμένου πολέμου εβάρυνε μάλλον αυτούς τους ιδίους, λόγω του ότι και εναντίον των Πλαταιών επετέθησαν οι Θηβαίοι, ενώ ακόμη ίσχυεν η τριακονταετής συνθήκη και ενώ η συνθήκη εκείνη απηγόρευε τον πόλεμον εναντίον εκείνου, όστις θα εδέχετο να υποβληθή εις διαιτησίαν, αυτοί, προσκληθέντες υπό των Αθηναίων, είχαν αρνηθή να υποβληθούν εις αυτήν. Και διά τούτο εθεώρουν, ότι δικαίως είχαν πάθει και ενθυμούντο την συμφοράν της Πύλου και κάθε άλλην, η οποία τους είχε πλήξει. Αφότου όμως οι Αθηναίοι, ορμώμενοι εκ της Αργολίδος με μοίραν στόλου εκ τριάντα πλοίων, ερήμωσαν μέρος της χώρας της Επιδαύρου Λιμηράς και των Πρασιών και άλλων μερών της Λακωνικής, και συγχρόνως ενήργουν ληστρικάς επιδρομάς εκ Πύλου, και προσκαλούμενοι υπό των Λακεδαιμονίων, ηρνούντο να υποβληθούν εις διαιτησίαν, οσάκις ηγέρθησαν διαφοραί περί των αμφισβητουμένων διατάξεων της συνθήκης, οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν πλέον πλήρεις πολεμικού ζήλου, διότι εθεώρησαν, ότι η ιδία ευθύνη, η οποία εβάρυνεν αυτούς διά τον προηγούμενον πόλεμον, εβάρυνεν αντιθέτως τους Αθηναίους σήμερον. Και κατά την διάρκειαν του χειμώνος εζήτουν από τους συμμάχους να τους χορηγήσουν σίδηρον και προητοίμαζαν όλα τ' αναγκαία διά τας οχυρωματικάς εργασίας εργαλεία. Συγχρόνως και οι ίδιοι ητοίμαζαν τας ενισχύσεις που επρόκειτο να στείλουν εις την Σικελίαν επί εμπορικών σκαφών και τους άλλους Πελοποννησίους ηνάγκαζαν να πράξουν το αυτό. Και ούτως έληξεν ο χειμών και συγχρόνως το δέκατον όγδοον έτος του πολέμου τούτου, του οποίου την ιστορίαν έγραψεν ο Θουκυδίδης.

 

[Προηγούμενο βιβλίο] [Συνέχεια βιβλίου]