|
Έτος 19ον : 413 - 412 π.Χ. (19-87)
19.
Οι Λακεδαιμόνιοι εισβάλλουν εις Αττικήν
|
Ευθύς κατά την αρχήν της επομένης ανοίξεως, οι Λακεδαιμόνιοι μετά των συμμάχων των εισέβαλαν εις την Αττικήν, ενωρίτερα από κάθε άλλην φοράν, υπό την αρχηγίαν του Άγιδος, βασιλέως των Λακεδαιμονίων, υιού του Αρχιδάμου. Και αφού πρώτον ερήμωσαν την πεδιάδα και τα πέριξ αυτής, ήρχισαν οχυρώνοντες την Δεκέλειαν, διανείμαντες την προς τούτο εργασίαν μεταξύ των αποσπασμάτων των διαφόρων πόλεων. Η απόστασις της Δεκέλειας από μεν την πόλιν των Αθηνών είναι εκατόν είκοσι σταδίους, ομοία δε περίπου είναι και η απόστασις αυτής από την Βοιωτίαν. Το φρούριον κατεσκευάζετο εις θέσιν δεσπόζουσαν της πεδιάδος και των ευφορωτέρων μερών της Αττικής, καταφανή δ' εκ της πόλεως των Αθηνών. Κατά τον αυτόν περίπου χρόνον, κατά τον οποίον ο Πελοποννησιακός και συμμαχικός στρατός της Αττικής ήτο απησχολημένος με την κατασκευήν του φρουρίου τούτου, αι αρχαί των Πελοποννησιακών πόλεων απέστελλαν επί εμπορικών σκαφών τους οπλίτας εις Σικελίαν. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι απέστειλαν εξακόσιους περίπου οπλίτας, εκλέξαντες προς τούτο τους αρίστους Είλωτας και
Αι Πελοποννησιακαί πόλεις αποστέλλουν ενισχύσεις εις Σικελίαν
|
Νεοδαμώδεις (απελεύθερους Είλωτας), υπό την αρχηγίαν του Σπαρτιάτου Εκκρίτου,
οι δε Βοιωτοί τριακοσίους οπλίτας, υπό την αρχηγίαν των Θηβαίων Ξένωνος
και Νίκωνος και του Θεσπιέως Ηγησάνδρου. Ούτοι, πρώτοι εκκινήσαντες από
το Ταίναρον της Λακωνικής, ανήχθησαν εις το ανοικτόν πέλαγος. Ολίγον ύστερον
από αυτούς, οι Κορίνθιοι απέστειλαν πεντακοσίους οπλίτας, άλλους μεν εξ
αυτής της Κορίνθου, άλλους δε μισθοφόρους εξ Αρκαδίας, τάξαντες αρχηγόν
αυτών τον Κορίνθιον Αλέξαρχον. Μαζί με τους Κορινθίους, απέστειλαν και οι
Σικυώνιοι διακόσιους οπλίτας, υπό την αρχηγίαν του Σικυωνίου Σαργέως. Κατά
το διάστημα τούτο, η εξ είκοσι πέντε πλοίων μοίρα του Κορινθιακού στόλου,
εκπληρούσα την αποστολήν, διά την οποίαν είχεν αρχικώς εξοπλισθή, έμεινεν
αγκυροβολημένη απέναντι της εξ είκοσι πλοίων μοίρας του Αθηναϊκού στόλου
της Ναυπάκτου, όπως, επισύρουσα την προσοχήν των Αθηναίων, αποτρέπη αυτήν
από τα μεταφέροντα τους οπλίτας πολεμικά πλοία, μέχρις ότου ταύτα εξέπλευσαν
εκ Πελοποννήσου.
20.
Οι Αθηναίοι στέλλουν ενισχύσεις εις Σικελίαν
|
Εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι, καθ' ον χρόνον ωχυρώνετο η Δεκέλεια, και κατά την πρώτην ημέραν της ανοίξεως, έστειλαν εις περιπολίαν των ακτών της Πελοποννήσου μοίραν στόλου εκ τριάντα πλοίων, υπό την αρχηγίαν του Χαρικλέους, υιού του Απολλοδώρου, ο οποίος έλαβεν εντολήν να μεταβή και εις το Άργος και ζητήση, επί τη βάσει της συμμαχίας, όπως Αργείοι οπλίται επιβούν επί των πλοίων του. Συγχρόνως απέστελλαν, κατά τα προαποφασισθέντα, τον Δημοσθένη εις Σικελίαν με μοίραν στόλου από εξήντα Αθηναϊκά και πέντε Χιακά πλοία, και οπλίτας Αθηναίους μεν χιλίους διακόσιους, στρατολογηθέντας εκ του καταλόγου των τριών ευπορωτέρων τάξεων, Νησιώτας δε όσους περισσοτέρους ημπόρεσαν να προσλάβουν εις τας υπηρεσίας των, και διάφορα εφόδια, χρήσιμα διά τον πόλεμον, των οποίων την προμήθειαν διηυκόλυναν οι άλλοι υπήκοοι σύμμαχοι. Παρηγγέλθη όμως ο Δημοσθένης να πλεύση πρώτον μετά του Χαρικλέους και συμπράξη εις τας πολεμικάς αυτού επιχειρήσεις κατά των ακτών της Λακωνικής. Ως εκ τούτου, καταπλεύσας εις Αίγιναν, επερίμενε την συγκέντρωσιν του υπολοίπου στρατεύματος του και την υπό τον Χαρικλή παραλαβήν των Αργείων Οπλιτών.
21.
Ο Γύλιππος και ο Ερμοκράτης συνιστούν εις τους Συρακουσίους να εξοπλίσουν μέγαν στόλον
|
Εις την Σικελίαν, κατά την αυτήν περίπου εποχήν της ανοίξεως, ο Γύλιππος επέστρεψεν
εις τας Συρακούσας, φέρων όσους περισσοτέρους στρατιώτας ημπόρεσεν από τας
διαφόρους πόλεις, των οποίων επέτυχε την συνδρομήν. Και συγκαλέσας τους
Συρακουσίους τους είπεν ότι οφείλουν να εξοπλίσουν όσον μεγαλήτερον στόλον
ημπορέσουν, διά να δοκιμάσουν την τύχην των και κατά θάλασσαν, καθόσον ήλπιζε
να επιτύχη εκ τούτου ευνοϊκά διά την έκβασιν του πολέμου αποτελέσματα, άξια
του κινδύνου, εις τον οποίον θα εξετίθεντο. Τους λόγους του υπεστήριξε προ
πάντων ο Ερμοκράτης, προσπαθών να τους πείση ότι δεν πρέπει να φοβούνται
να επιτεθούν κατά θάλασσαν εναντίον των Αθηναίων. Ισχυρίσθη, ότι και εκείνοι
δεν εκληρονόμησαν την ναυτικήν τέχνην από τους πατέρας των, ούτε ήσαν ανέκαθεν
έμπειροι αυτής, αλλ' ότι ήσαν περισσότερον χερσαίοι από τους Συρακουσίους
και ηναγκάσθησαν από τους Πέρσας να γίνουν ναυτικοί. Λαός τολμηρός, όπως
είναι οι Αθηναίοι, θεωρούν ως κινδυνωδεστάτους εχθρούς εκείνους, οι οποίοι
αντιτάσσονται κατ' αυτών με ίσην τόλμην. Διότι όπως εκείνοι εκφοβίζουν ενίοτε
τους άλλους όχι διά της υπεροχής της δυνάμεως των, αλλά διά του θράσους
των επιχειρήσεων των, και οι Συρακούσιοι επίσης ημπορούν να εμβάλουν εις
τους εχθρούς των όμοιον φόβον. Ήτο απολύτως βέβαιος, προσέθεσεν, ότι αν
οι Συρακούσιοι τολμήσουν ν' αντιμετωπίσουν τον στόλον των Αθηναίων, ενώ
αυτοί δεν το περιμένουν, θα τους καταπλήξουν, και η ωφέλεια, την οποίαν
θα πορισθούν εντεύθεν, θα είναι μεγαλητέρα από την βλάβην, την οποίαν η
ικανότης εκείνων θα επροξένει εις την απειρίαν αυτών. Επέμεινεν, επομένως,
ότι δεν πρέπει να διστάσουν ν' αντιμετρηθούν προς τον εχθρικόν στόλον. Αι
παροτρύνσεις αυταί του Γυλίππου, του Ερμοκράτους, ίσως δε και άλλων, είχαν
ως αποτέλεσμα ότι οι Συρακούσιοι απεφάσισαν προθύμως να ναυμαχήσουν και
ήρχισαν εξοπλίζοντες τον στόλον των.
22.
Οι Συρακούσιοι ηττήθησαν προ του στομίου του Μεγάλου Λιμένος, κατέλαβον όμως τα οχυρώματα Πλυμμυρίου
|
Όταν ο στόλος ετοιμάσθη, ο Γύλιππος εξεκίνησεν επί κεφαλής ολοκλήρου του στρατού της ξηράς, εν καιρώ νυκτός, όπως διευθύνη αυτοπροσώπως επίθεσιν κατά των οχυρωμάτων του Πλημμυρίου. Συγχρόνως και κατόπιν συνθήματος, μία μεν μοίρα του στόλου των Συρακουσίων, αποτελούμενη από τριάντα πέντε πλοία, εξεκίνησε προς επίθεσιν εκ του Μεγάλου Λιμένος, ενώ η άλλη, αποτελούμενη από σαράντα πέντε πλοία, εξεκίνησεν εκ του Μικρού Λιμένος, όπου ευρίσκετο και το νεώριόν των, και περιέπλευσε την νησίδα, διά να ενωθή με την εντός του Μεγάλου ευρισκομένην μοίραν, και επιτεθούν συγχρόνως κατά του Πλημμυρίου, όπως οι Αθηναίοι, προσβαλλόμενοι συγχρόνως από ξηράς και θαλάσσης, περιέλθουν εις σύγχυσιν. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, επεβίβασαν και αυτοί εσπευσμένως τα πληρώματα εξήντα πλοίων. Και τα μεν είκοσι πέντε εξ αυτών επετέθησαν κατά της εντός του Μεγάλου Λιμένος μοίρας των τριάντα πλοίων των Συρακουσίων. Τα υπόλοιπα, πλέοντα εναντίον της περιπλεούσης την νησίδα εχθρικής μοίρας, συνεπλάκησαν προς αυτήν, αμέσως προ του στόματος του λιμένος και η ναυμαχία εξηκολούθει επί πολύ ισόπαλος, των μεν ζητούντων να εκβιάσουν τον είσπλουν του λιμένος, των δε να εμποδίσουν αυτόν.
23. Εν τω μεταξύ, κατά τα εξημερώματα, και καθ' ην ώραν η Αθηναϊκή φρουρά του Πλημμυρίου είχε καταβή εις την παραλίαν και είχεν εστραμμένην την προσοχήν της εις την ναυμαχίαν, ο Γύλιππος επρόλαβε να επιτεθή αιφνιδιαστικώς κατά των οχυρωμάτων και κατέλαβε πρώτον το μεγαλήτερον εξ αυτών, έπειτα δε και τα δύο μικρότερα, των οποίων οι φρουροί δεν αντέταξαν αντίστασιν, όταν είδαν την ευκολίαν, με την οποίαν κατελήφθη το μεγαλήτερον. Και οι μεν άνδρες της φρουράς του πρώτου καταληφθέντος οχυρώματος, όσοι κατώρθωσαν να καταφύγουν εις τα μεταγωγικά πλοία και εν εμπορικόν, μετά μεγάλης δυσκολίας διεσώθησαν, μεταφερθέντες εις το στρατόπεδον, καθόσον η μοίρα του στόλου των Συρακουσίων του Μεγάλου Λιμένος, επικρατούσα κατά την ναυμαχίαν, απέσπασε προς δραστηρίαν καταδίωξιν των μίαν τριήρη, και δη ταχείαν. Αλλά καθ' ην στιγμήν τα δύο μικρότερα οχυρώματα έπιπταν εις χείρας των Συρακουσίων, η τύχη της ναυμαχίας είχε μεταστραφή και οι Συρακούσιοι ηττώντο ήδη, ούτως ώστε οι διαφυγόντες εξ αυτών κατώρθωσαν, πλέοντες παρά την παραλίαν, να φθάσουν ευκολώτερον εις το στρατόπεδον. Διότι τα πλοία των Συρακουσίων, τα οποία εναυμάχουν προ του στομίου του Μεγάλου Λιμένος, αφού απώθησαν τα Αθηναϊκά, εισέπλεαν με μεγάλην αταξίαν, και συγκρουόμενα προς άλληλα, άφισαν να τους διαφύγη η νίκη από τας χείρας των, και στραφή εις τους Αθηναίους, οι οποίοι όχι μόνον τα πλοία αυτά έτρεψαν εις άτακτον φυγήν, αλλά και εκείνα, υπό των οποίων είχαν νικηθή κατ' αρχάς εντός του λιμένος. Ένδεκα πλοία των Συρακουσίων ηχρηστεύθησαν και το μεγαλήτερον μέρος των πληρωμάτων τούτων εφονεύθη, πλην τριών πλοίων, των οποίων τα πληρώματα ηχμαλωτίσθησαν, ενώ εκ των ιδικών των πλοίων κατεστράφησαν τρία. Οι Αθηναίοι, ανελκύσαντες τα ναυάγια των Συρακουσίων και στήσαντες τρόπαιον επί του νησιδίου, του κειμένου προ του Πλημμυρίου, επέστρεψαν εις το στρατόπεδόν των.
24. Αλλ' ενώ τοιαύτη υπήρξεν η έκβασις της ναυμαχίας
διά τους Συρακουσίους, ούτοι ήσαν ήδη κύριοι των οχυρωμάτων του Πλημμυρίου
και έστησαν τρία τρόπαια, ανά εν δι' έκαστον εξ αυτών. Και το μεν εν εκ
των δύο μικρότερων, των έπειτα κυριευθέντων κατεδάφισαν, τα δύο άλλα όμως
επεσκεύασαν και ετοποθέτησαν εις αυτά φρουράν. Κατά την άλωσιν των οχυρωμάτων,
εφονεύθησαν και ηχμαλωτίσθησαν πολλοί και το σύνολον των προμηθειών, το
όποιον ήτο σημαντικόν, κατελήφθη. Διότι, επειδή οι Αθηναίοι εχρησιμοποίουν
τα οχυρώματα ταύτα ως αποθήκας, πολλά εμπορεύματα και τρόφιμα, ανήκοντα
εις εμπόρους, ευρίσκοντο εντός αυτών, και πολλά πράγματα, ανήκοντα εις
τους τριηράρχους, αφού τα ιστία και η λοιπή εξάρτυσις σαράντα πλοίων έπεσαν
εις χείρας των εχθρών, μαζύ με τρεις τριήρεις, αι οποίαι ήσαν ανειλκυσμέναι
εις την ξηράν. Αλλά το μεγαλήτερον και σοβαρώτερον πλήγμα, το οποίον υπέστησαν
οι Αθηναίοι, ήτο η απώλεια του Πλημμυρίου. Διότι η απώλεια αύτη και τον
εντός του λιμένος είσπλουν των πλοίων, των μεταφερόντων εφόδια διά τον
στρατόν, κατέστησε του λοιπού επικίνδυνον, καθόσον μοίρα του στόλου των
Συρακουσίων, σταθμεύουσα εκεί, εμπόδιζε τον είσπλουν και ηναγκάζοντο ταύτα
να εκβιάζουν την είσοδόν των, μαχόμενα, και κατάπληξιν και αποθάρρυνσιν
εγέννησεν εις το στράτευμα.
25.
Ναυτική επίδειξις των Συρακουσίων
|
Μετά τούτο, οι Συρακούσιοι εξέπεμψαν δώδεκα πλοία, υπό την αρχηγίαν του συμπολίτου των Αγαθάρχου. Εν εκ τούτων διηυθύνθη εις την Πελοπόννησον, φέρον πρέσβεις, επιφορτισμένους να εκθέσουν την κατάστασιν των ως πλήρη ελπίδων και συστήσουν ακόμη δραστηριώτερον διεξαγωγήν του εκεί πολέμου. Τα λοιπά ένδεκα έπλευσαν προς τας Ιταλικάς ακτάς, καθόσον έμαθαν τον επικείμενον κατάπλουν πλοίων γεμάτων από εφόδια, προωρισμένα διά τον στρατόν των Αθηναίων. Συναντήσαντες δε τα πλοία ταύτα, κατέστρεψαν τα περισσότερα και ενέπρησαν ναυπηγήσιμον ξυλείαν, την οποίαν είχαν συγκεντρώσει οι Αθηναίοι εις το έδαφος της Καυλωνίας. Κατόπιν ήλθαν εις τους Λοκρούς και, ενώ ήσαν αγκυροβολημένοι εκεί, κατέπλευσεν εν εκ των εμπορικών πλοίων, τα οποία εξέπλευσαν εκ της Πελοποννήσου, κομίζον οπλίτας Θεσπιείς. Παραλαβόντες τούτους οι Συρακούσιοι επί των πολεμικών σκαφών, έπλεαν παρά την ακτήν, επιστρέφοντες εις τα ίδια. Αλλά μοίρα Αθηναϊκού στόλου εξ είκοσι πλοίων, παραφυλάξασα αυτούς εις τα Υβλαία Μέγαρα, εκυρίευσαν εν εκ των σκαφών μετά του πληρώματάς του, τα λοιπά όμως, διαφυγόντα αυτούς, κατέπλευσαν εις τας Συρακούσας.
Εγινεν
Έγινεν αψιμαχία εις τον λιμένα των Συρακουσών
|
επίσης αψιμαχία εντός του λιμένος, διά τους πασσάλους, τους οποίους είχαν εμπήξει οι Συρακούσιοι εντός της θαλάσσης έμπροσθεν των παλαιών νεωσοίκων, όπως πλοία των αγκυροβολούν όπισθεν αυτών και μη δύνανται τα Αθηναϊκά πλοία να τα βλάπτουν, επιτιθέμενα διά του εμβόλου των. Οι Αθηναίοι, δηλαδή, αφού έφεραν μέχρι των πασσάλων τούτων σκάφος χωρητικότητας δέκα χιλιάδων ταλάντων (250 περίπου τόννων), έχον πύργον και θώρακα, άλλους μεν εκ των πασσάλων απέσπων, προσδένοντες εις αυτούς εκ των λέμβων σχοινιά, τα οποία έσυραν διά του εργάτου, άλλους δε, καταδυόμενοι εντός της θαλάσσης, έκοπταν διά πρίονος. Οι Συρακούσιοι, εν τω μεταξύ, έβαλαν εναντίον των εξακολουθητικώς βλήματα, τα οποία αυτοί ανταπέδιδαν εκ του ειρημένου σκάφους. Τέλος οι Αθηναίοι κατώρθωσαν ν' αποσπάσουν το μεγαλητέρον μέρος των πασσάλων. Αλλά το δυσκολώτερον μέρος απετέλει η κρυφία πασσάλωσις, διότι πολλούς εκ των πασσάλων είχαν εμπήξει, χωρίς να εξέχουν ούτοι υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης, εις τρόπον ώστε ήτο επικίνδυνον να πλησίαση τις εις αυτούς με πλοίον, καθόσον, εάν δεν
τους έβλεπεν εγκαίρως, ημπορούσε να το καθίση επ' αυτών ως επί υφάλων. Και τούτους όμως κολυμβηταί, καταδυόμενοι, έκοπτον διά του πρίονος, αντί μισθού. Οι Συρακούσιοι όμως έμπηγαν αυτούς πάλιν. Και εις πολλάς άλλας επινοίας και παντοία στρατηγήματα κατέφευγαν οι μεν κατά των δε, όπως είναι φυσικόν, προκειμένου περί στρατών, αντιμετωπιζόντων αλλήλους εκ τόσον μικράς αποστάσεως, και οι ακροβολισμοί δεν έπαυαν.
Έστειλαν
Οι Συρακούσιοι ζητούν ενισχύσεις από τας Σικελικάς πόλεις
|
επίσης οι Συρακούσιοι εις τας πόλεις της Σικελίας πρέσβεις Κορινθίους και Αμπρακιώτας και Λακεδαιμονίους, όπως αναγγείλουν και την άλωσιν του Πλημμυρίου και τα της ναυμαχίας, εξηγούντες, ότι η κατά θάλασσαν ήττα των ωφείλετο εις την ιδίαν αταξίαν μάλλον παρά εις υπερτέραν δύναμιν του εχθρού. Οι πρέσβεις συγχρόνως ήσαν επιφορτισμένοι να διακηρύξουν, ότι ήσαν πλήρεις ελπίδων, και ζητήσουν ν' αποστείλουν προς αυτούς ενισχύσεις και στρατού και πλοίων, καθόσον και οι Αθηναίοι αναμένουν νέον στρατόν και αν προλάβουν να καταστρέψουν τον υπάρχοντα, πριν της αφίξεως του νέου, ο πόλεμος θα τερματισθή. Ταύτα εγίνοντο εις την Σικελίαν.
26.
Δράσις του Αθηναϊκού στόλου εις τας ακτάς της Πελοποννήσου
|
Ο Δημοσθένης, μετά την συγκέντρωσιν του στρατού, τον οποίον έμελλε να οδηγήση εις Σικελίαν, εξέπλευσεν από την Αίγιναν, διευθυνόμενος προς τας Πελοποννησιακάς ακτάς, και αφού συνηνώθη με την υπό τον Χαρικλή μοίραν εκ τριάντα Αθηναϊκών πλοίων και επιβίβασαν τους Αργείους οπλίτας, εξηκολούθησαν πλέοντες κατά των ακτών της Λακωνικής και ερήμωσαν πρώτον μέρος του εδάφους της Επιδαύρου Λιμηράς. Ακολούθως προσήγγισαν εις την ακριβώς απέναντι των Κυθήρων Λακωνικήν ακτήν, όπου ευρίσκεται ο ναός του Απόλλωνος. Εκεί ερήμωσαν διάφορα μέρη της χώρας και ωχύρωσαν θέσιν τινά, συνδεομένην προς την ξηράν δι' ισθμού, προδήλως προς τον σκοπόν όπως αυτομολούν εκεί οι Είλωτες των Λακεδαιμονίων, και συγχρόνως ενεργούνται εκείθεν, όπως από την Πύλον, ληστρικαί επιδρομαί. Ο Δημοσθένης, αφού συνέπραξεν εις την κατάληψιν της θέσεως ταύτης, ανεχώρησεν ευθύς, πλέων πλησίον της ακτής και διευθυνόμενος εις Κέρκυραν, όπως παραλάβη στρατιωτικήν δύναμιν και από τους εκεί συμμάχους και πλεύση με όλην την δυνατήν ταχύτητα εις Σικελίαν. Ο Χαρικλής, εξ άλλου, παραμείνας, έως ότου συντελεσθή η οχύρωσις της θέσεως, και αφίσας φρουράν προς φύλαξιν αυτής, απέπλευσε και αυτός με την μοίραν των τριάντα πλοίων εις τα ίδια. Το αυτό έπραξαν συγχρόνως και οι Αργείοι.
27.
Άφιξις Θρακών πελταστών εις Αθήνας και επιστροφή εις την πατρίδα των. Καταστροφή της Μυκαλησσού
|
Κατά το ίδιον θέρος, ήλθαν εις τας Αθήνας χίλιοι τετρακόσιοι πελτασταί εκ
των μαχαιροφόρων Θρακών της φυλής των Δίων, οι οποίοι επρόκειτο να συνοδεύσουν
τον Δημοσθένη εις Σικελίαν. Αλλ' επειδή έφθασαν πολύ αργά, οι Αθηναίοι εσκέπτοντο
να τους στείλουν οπίσω. Διότι, εκάστου πελταστού λαμβάνοντος ημερήσιον μισθόν
δραχμής μιας, η διατήρησις αυτών εφαίνετο δαπάνη υπερβολική, ένεκα ιδίως
της καταστάσεως, την οποίαν εδημιούργει ο εκ Δεκελείας διεξαγόμενος κατ'
αυτών πόλεμος. Διότι, αφότου η Δεκέλεια, οχυρωθείσα κατά τας αρχάς του θέρους
τούτου υπό ολοκλήρου του στρατού, κατείχετο ως διαρκής απειλή κατά της χώρας,
το πρώτον μεν υπ' αυτού, έπειτα δε υπό φρουράς, την οποίαν παρείχαν κατά
ωρισμένα χρονικά διαστήματα αι διάφοροι πόλεις αλληλοδιαδόχως, η κατοχή
αυτής επροξένει μεγάλας ζημίας εις τους Αθηναίους και διά των οικονομικών
καταστροφών και των ανθρωπίνων απωλειών, τας οποίας επέφερε, συνετέλεσεν
υπέρ παν άλλο εις την ηθικήν και υλικήν εξάντλησιν της πόλεως. Καθόσον προηγουμένως
αι εισβολαί ήσαν μικράς διαρκείας και επομένως δεν εμπόδιζαν την εκμετάλλευσιν
του εδάφους κατά το λοιπόν διάστημα του έτους. Τότε όμως η κατοχή ήτο συνεχής
και η χώρα υφίστατο απαύστους επιδρομάς, ότε μεν υπό πολυαριθμοτέρων εχθρών,
άλλοτε δε πάλιν υπό της συνήθους φρουράς, η οποία αναγκαστικώς έζη εκ της
λεηλασίας. Ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις, παριστάμενος αυτοπροσώπως,
κατηνάλισκεν όλην του την δραστηριότητα εις την διεξαγωγήν του πολέμου.
Τα παθήματα των Αθηναίων ήσαν ανεκδιήγητα. Διότι και το έδαφος των ολόκληρον
είχαν στερηθή, και πλέον των είκοσι χιλιάδων δούλων, εκ των οποίων πολλοί
ήσαν τεχνίται, είχαν αυτομολήσει, και τα πρόβατα και τα υποζύγια είχαν καταστραφή,
και επειδή το ιππικόν ευρίσκετο καθ' εκάστην επί ποδός, είτε ενεργούν επιδρομάς
κατά της Δεκέλειας, είτε περιπολούν εις διάφορα σημεία της χώρας, άλλοι
μεν εκ των ίππων εγίνοντο χωλοί ως εκ των συνεχών ταλαιπωριών επί τραχέος
εδάφους και άλλοι ετραυματίζοντο.
28. Και η εισαγωγή των τροφίμων εξ Ευβοίας, η οποία
εγίνετο προηγουμένως ταχύτερον διά του Ωρωπού και του εδάφους της Δεκέλειας,
εγίνετο ήδη δαπανηρότερα διά θαλάσσης, διότι ηναγκάζοντο να την κάμνουν,
κάμπτοντες το Σούνιον. Άλλωστε η πόλις ήτο υποχρεωμένη να εισάγη κάθε
τι έξωθεν και αι Αθήναι αντί πόλεως κατέστησαν φρούριον. Καθόσον οι Αθηναίοι,
την μεν ημέραν εφρούρουν επί των επάλξεων κατά σειράν, την νύκτα όμως,
εκτός των ιππέων, όλοι ανεξαιρέτως οι άλλοι ήσαν υποχρεωμένοι να φρουρούν
συγχρόνως, άλλοι μεν εις τα διάφορα φυλακεία, και άλλοι επί του τείχους,
και θέρος και χειμώνα, και ως εκ τούτου κατεπονούντο. Αλλ' ό,τι προ πάντων
επίεζεν αυτούς, ήτον η ανάγκη της διεξαγωγής δύο συγχρόνως πολέμων, τους
οποίους άλλωστε διεξήγαν με τοιαύτην ισχυρογνωμοσύνην, την οποίαν, αν
ήκουε κανείς ότι επεδείχθη εις παρελθούσαν εποχήν, θα εθεώρει απίστευτον.
Διότι απίστευτον τωόντι ήτο ότι και αυτός ο αποκλεισμός των διά της οχυρώσεως
της Δεκελείας υπό των Πελοποννησίων δεν τους ηνάγκασε να εκκενώσουν την
Σικελίαν, αλλ' εξηκολούθουν ν' αποκλείουν εκεί δι' ομοίου τρόπου τας Συρακούσας,
πόλιν αυτήν καθ' εαυτήν όχι μικροτέραν των Αθηνών, και ότι θα διέψευδαν
διά της δυνάμεως και της τόλμης των τόσον πολύ τους υπολογισμούς των Ελλήνων,
εκ των οποίων, κατά τας αρχάς του πολέμου, άλλοι μεν ενόμιζαν, ότι, αν
οι Πελοποννήσιοι εισβάλουν εις την Αττικήν, οι Αθηναίοι δεν θ' ανθέξουν
πλέον του ενός έτους, άλλοι πλέον των δύο και άλλοι πλέον των τριών, κανείς
όμως δεν υπέθετεν, ότι θ' ανθέξουν περισσότερον, ώστε δέκα επτά όλα έτη
μετά την πρώτην εισβολήν, ενώ ήδη ήσαν καθ' όλα εξηντλημένοι εκ του πολέμου,
να έλθουν εις Σικελίαν και αναλάβουν νέον πόλεμον, ουδαμώς μικρότερον
από τον πόλεμον κατά των Πελοποννησίων, εις τον οποίον ήσαν ήδη περιπεπλεγμένοι.
Ένεκα των λόγων τούτων και των μεγάλων ζημιών, τας οποίας υφίσταντο τότε
εκ της Δεκελείας, και των άλλων δαπανών, αι οποίαι επέπεσαν βαρείαι επάνω
των, περιήλθαν εις μεγίστην οικονομικήν στενοχωρίαν. Κατά την αυτήν συγχρόνως
εποχήν, επέβαλαν εις τους υπηκόους συμμάχους και τον δασμόν πέντε τοις
εκατόν επί της αξίας των διά των συμμαχικών λιμένων εισαγομένων και εξαγομένων
εμπορευμάτων, εις αντικατάστασιν του κατ' αποκοπήν φόρου, νομίζοντες,
ότι θα εισπράττουν τοιουτοτρόπως μεγαλήτερα ποσά. Διότι, ενώ αι δαπάναι
δεν έμειναν εις το πρώην επίπεδον, αλλ' υψώθησαν κατά πολύ, εφόσον και
ο πόλεμος απέβη μεγαλήτερος, αι πρόσοδοι καθ' εκάστην εστείρευαν.
29. Θέλοντες λοιπόν, ένεκα της επικρατούσης χρηματικής απορίας, να επιτύχουν οικονομίας, απέστειλαν ευθύς οπίσω τους Θράκας, οι οποίοι, καθυστερήσαντες, έφθασαν μετά την αναχώρησιν του Δημοσθένους, τάξαντες επί κεφαλής αυτών τον Διειτρέφην, όπως τους οδηγήση, και παραγγείλαντες εις αυτόν, επειδή επρόκειτο να διέλθουν διά του Ευρίπου, να τους χρησιμοποίηση, όπως προξενήση κατά την διέλευσίν των, ό,τι βλάβας ημπορούσεν εις τους εχθρούς. Ο Διειτρέφης απεβίβασεν αυτούς εις το έδαφος της Τανάγρας, όπου προέβη εις εσπευσμένην λεηλασίαν. Το εσπέρας της αυτής ημέρας ανεχώρησεν εκ Χαλκίδος της Ευβοίας και διελθών τον Εύριπον, απεβιβάσθη εις την παραλίαν της Βοιωτίας, οπόθεν επί κεφαλής αυτών προήλασε κατά της Μυκαλησσού. Καταυλισθείς δ' απαρατήρητος την νύκτα πλησίον του ναού του Ερμού, απέχοντος δέκα εξ περίπου σταδίους της Μυκαλησσού, επετέθη κατά τα εξημερώματα εναντίον της πόλεως, η οποία δεν είναι μεγάλη και κατέλαβεν αυτήν αφρούρητον. Καθόσον οι κάτοικοι δεν εφαντάζοντο ποτέ, ότι ημπορούσε κανείς να προέλαση τόσον πολύ εκ της θαλάσσης προς το εσωτερικόν, διά να τους επιτεθή. Άλλωστε το τείχος ήτο ασθενές και εις μερικά μέρη είχε καταπέσει, ενώ εις άλλα ήτο χαμηλόν και εκτός τούτου μερικαί από τας πύλας αυτού ήσαν ανοικταί, λόγω του αισθήματος της ασφαλείας, υπό του οποίου κατείχοντο οι κάτοικοι. Οι Θράκες, εισορμήσαντες εντός της πόλεως, ήρχισαν λεηλατούντες τας οικίας και τους ναούς και φονεύοντες τους κατοίκους. Δεν εφείδοντο ουδενός, ούτε των γερόντων, ούτε των νεωτέρων, αλλ' έσφαζαν κατά σειράν πάντας όσους συνήντων, και αυτά τα γυναικόπαιδα και αυτά ακόμη τα υποζύγια και κάθε έμψυχον πράγμα που έβλεπαν. Διότι οι Θράκες, καθώς όλοι οι πλέον βάρβαροι λαοί, είναι αιμοδιψείς, οσάκις δεν φοβούνται. Και εις την περίστασιν αυτήν, ο πανικός υπήρξε μέγας και ο όλεθρος ενέσκηψεν υπό μυρίας μορφάς. Εισορμήσαντες οι εισβολείς μεταξύ άλλων και εντός ευρυχώρου σχολείου, οι νεαροί μαθηταί του οποίου προ μικρού μόλις είχαν εισέλθει εις αυτό, κατέσφαξαν αυτούς μέχρις ενός. Ουδέποτε μεγαλητέρα συμφορά επέπεσεν επί ολοκλήρου πόλεως, ουδέποτε πλέον απροσδόκητος και τρομερά από αυτήν.
30. Οι Θηβαίοι, μαθόντες τα γενόμενα, έσπευσαν εις βοήθειαν και καταφθάσαντες τους Θράκας, πριν απομακρυνθούν πολύ από την πόλιν, τους αφήρεσαν την λείαν, τους έτρεψαν εις φυγήν και τους κατεδίωκαν μέχρι του Ευρίπου, όπου ανέμεναν αυτούς αγκυροβολημένα τα πλοία, που τους είχαν μεταφέρει. Και οι πλείστοι των πεσόντων εξ αυτών εφονεύθησαν, καθ' ην ώραν επεχείρουν να επιβιβασθούν, καθόσον και να κολυμβούν δεν εγνώριζαν και οι επί των πλοίων, βλέποντες τα γινόμενα εις την παραλίαν, ηγκυροβόλησαν αυτά εις απόστασιν, όπου δεν έφθαναν τα βέλη. Ενώ αντιθέτως, κατά την λοιπήν υποχώρησιν, οι Θράκες ημύνοντο επιτυχώς κατά του Θηβαϊκού ιππικού, το οποίον πρώτον τους επετέθη, εξορμώντες κατ' αυτού και πάλιν συμπυκνούντες τας τάξεις των, κατά την επιχώριον τακτικήν των, και ως εκ τούτου αι απώλειαί των κατά την διάρκειαν αυτής υπήρξαν μικραί. Αλλά μέρος εξ αυτών, το οποίον, τραπέν εις διαρπαγήν, συνελήφθη εντός της πόλεως, εφονεύθη. Εκ των χιλίων τριακοσίων Θρακών, διακόσιοι πενήντα εν συνόλω εφονεύθησαν. Αι απώλειαι, εξ άλλου, των Θηβαίων και των άλλων, όσοι έσπευσαν συγχρόνως εις βοήθειαν, ανήλθαν εις είκοσι περίπου ιππείς και οπλίτας ομού
και μεταξύ των πεσόντων ήτο ο Βοιωτάρχης Θηβαίος Σκιρφώνδας, ενώ εκ των Μυκαλησσίων μέγα μέρος εξωλοθρεύθησαν. Τοιαύτη υπήρξεν η τύχη της Μυκαλησσού, υποστάσης καταστροφήν, η οποία, εν συγκρίσει προς το μέγεθος της πόλεως, δεν υπήρξεν ολιγώτερον αξιοθρήνητος από καμμίαν άλλην, όσαι συνέβησαν κατά τον πόλεμον αυτόν.
31.
Ενέργειαι του αρχηγού του Αθηναϊκού στόλου Δημοσθένους εις την δυτικήν Ελλάδα
|
Καθ' όν χρόνον ο Δημοσθένης, μετά την συμπλήρωσιν του οχυρώματος, απέπλεεν, ως ήδη ελέχθη, εκ της Λακωνικής διά την Κέρκυραν, συνήντησεν εις την Φαιάν της Ηλείας εμπορικόν σκάφος, επί του οποίου έμελλαν να διαπεραιωθούν εις την Σικελίαν οι Κορίνθιοι οπλίται, και κατέστρεψεν αυτό. Αλλ' οι οπλίται, διαφυγόντες, ευρήκαν ύστερον άλλο πλοίον, με το οποίον και απέπλευσαν. Μετά τούτο ο Δημοσθένης, ελθών εις Ζάκυνθον και Κεφαλληνίαν, παρέλαβεν οπλίτας και από τους Μεσσηνίους της Ναυπάκτου εζήτησε την αποστολήν τοιούτων και έπειτα διέβη εις τας επί της απέναντι ηπείρου πόλεις της Ακαρνανίας, Αλύζειαν και Ανακτόριον, το οποίον ευρίσκετο υπό την κατοχήν των Αθηναίων. Εκεί τον συνήντησεν ο Ευρυμέδων, επανερχόμενος εκ Σικελίας, όπου, ως ήδη ελέχθη, είχεν αποσταλή, διαρκούντος του χειμώνος, διά να φέρη χρήματα προς τον στρατόν. Ούτος ανήγγειλε προς αυτόν, πλην αλλων, ότι επιστρέφων ήδη, έμαθε κατά τον πλουν, ότι το Πλημμύριον κατελήφθη υπό των Συρακουσίων. Συγχρόνως ήλθε προς αυτούς ο Κόνων, φρούραρχος της Ναυπάκτου, αναγγέλλων, ότι η μοίρα των είκοσι πέντε Κορινθιακών πλοίων, η οποία ήτον αγκυροβολημένη απέναντι των, εδείκνυε πολεμικάς διαθέσεις και εσκόπευε να ναυμαχήση. Εζήτησε λοιπόν από αυτούς την αποστολήν πλοίων, προς ενίσχυσιν, καθόσον τα δέκα οκτώ πλοία, τα οποία απετέλουν την Αθηναϊκήν μοίραν, δεν ήσαν εις θέσιν να ναυμαχήσουν προς τα είκοσι πέντε εχθρικά. Ως εκ τούτου, ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων απέστειλαν μετά του Κόνωνος, προς ενίσχυσιν της μοίρας της Ναυπάκτου, δέκα εκ των ταχυπλοωτέρων σκαφών των. Αυτοί εξάλλου κατεγίνοντο με την συγκέντρωσιν του στρατού. Και ο μεν Ευρυμέδων, διακόψας το εις Αθήνας ταξείδιον, ανέλαβε του λοιπού, σύμφωνα με τον διορισμόν του, την συναρχηγίαν της εκστρατείας μετά του Δημοσθένους και πλεύσας εις Κέρκυραν, εζήτησεν από τους κατοίκους να εξοπλίσουν δέκα πέντε πλοία και εστρατολόγει οπλίτας, ενώ ο Δημοσθένης συνεκέντρωνε σφενδονιστάς και ακοντιστάς εκ της Ακαρνανίας.
[Προηγούμενα] [Συνέχεια βιβλίου]
|