|
32.
Σύμμαχοι των Αθηναίων Σικελοί επιτίθενται κατά μοίρας ήτις έπλεεν εις βοήθειαν των Συρακουσών
|
Οι πρέσβεις, οι οποίοι, μετά την άλωσιν του Πλημμυρίου, απεστάλησαν, ως ήδη
ελέχθη, εις τας πόλεις της Σικελίας, έπεισαν μερικάς εξ αυτών ν' αποστείλουν
ενισχύσεις, τας οποίας, συγκεντρώσαντες, επρόκειτο να οδηγήσουν εις τας
Συρακούσας. Αλλ' ο Νικίας, πληροφορηθείς εγκαίρως περί τούτου, διεμήνυσε
προς τους συμμάχους των Αθηναίων Σικελούς, τους Κεντόριπας, τους Αλικυαίους
και άλλους, οι οποίοι εδέσποζαν της οδού, διά της οποίας αι ενισχύσεις αυταί
έμελλαν να διέλθουν, να μη επιτρέψουν εις αυτούς την διάβασιν, αλλά να συγκεντρωθούν
και τους εμποδίσουν. Και δεν επεχείρουν να διέλθουν δι' άλλης οδού, επειδή
οι Ακραγαντίνοι δεν τους επέτρεπαν να περάσουν διά του εδάφους των. Ενώ
δ' αι ενισχύσεις των Σικελιωτών ήσαν καθ' οδόν, οι Σικελοί, συμμορφούμενοι
προς την αίτησιν των Αθηναίων, έστησαν ενέδραν και επιπεσόντες κατ' αυτών
αιφνιδιαστικώς, ενώ εβάδιζαν άνευ προφυλάξεων, εφόνευσαν οκτακόσιους περίπου
και όλους τους πρέσβεις, πλην του Κορινθίου, ο οποίος, τεθείς επί κεφαλής
των διαφυγόντων, χιλίων πεντακοσίων περίπου, ωδήγησεν αυτούς εις τας Συρακούσας.
33.
Ο υπό τον Δημοσθένην Αθηναϊκός στόλος φθάνει εις Θουρίους
|
Κατά τας ιδίας περίπου ημέρας, έφθασεν εκ Καμαρίνης ενίσχυσις πεντακοσίων
οπλιτών, τριακοσίων ακοντιστών και τριακοσίων τοξοτών. Και οι κάτοικοι της
Γέλας έστειλαν πέντε πολεμικά σκάφη, τετρακοσίους ακοντιστάς και διακοσίους
ιππείς. Διότι, πλην των Ακραγαντίνων, οι οποίοι άλλωστε έμεναν ουδέτεροι,
ολόκληρος σχεδόν η άλλη Σικελία, η οποία προηγουμένως παρηκολούθει επιφυλακτική
την πορείαν των γεγονότων ενώθη ήδη εις βοήθειαν των Συρακουσίων εναντίον
των Αθηναίων. Οι Συρακούσιοι, μετά την καταστροφήν που υπέστησαν εις την
χώραν των Σικελών, ανέβαλαν επί τινα χρόνον πάσαν κατά των Αθηναίων επίθεσιν.
Ο Δημοσθένης, εξ άλλου, και ο Ευρυμέδων, επειδή ο στρατός, τον οποίον συνεκέντρωσαν
εκ της Κερκύρας και εκ της Στερεάς, ήτο ήδη έτοιμος, διεπεραιώθησαν, με
όλας τας δυνάμεις των, διά του Ιονίου πελάγους εις το ακρωτήριον της Ιαπυγίας.
Εκείθεν πάλιν εκκινήσαντες, προσήγγισαν εις τας Χοιράδας νήσους της Ιαπυγίας,
και αφού παρέλαβαν εκατόν πεντήκοντα Ιάπυγας ακοντιστάς, εκ της φυλής των
Μεσσαπίων, και ανανέωσαν παλαιάν φιλίαν προς τον Άρταν, εγχώριον ηγεμόνα,
ο οποίος τους παρεχώρησε τους ακοντιστάς συνέχισαν τον πλουν και έφθασαν
εις το Μεταπόντιον της Ιταλίας. Και αφού παρέλαβαν τριακόσιους ακοντιστάς
και δύο τριήρεις, που έπεισαν τους Μεταποντίους να τους παραχωρήσουν, επικαλούμενοι
την προς αυτούς συμμαχίαν, κατέπλευσαν εις τους Θουρίους, πλέοντες παρά
την ακτήν. Εκεί ευρήκαν, ότι η αντίθετος προς τους Αθηναίους μερίς είχεν
εκπέσει της αρχής, συνεπεία στάσεως. Και θέλοντες να προβούν εις συγκέντρωσιν
και επιθεώρησιν ολοκλήρου του στρατού, διά να βεβαιωθούν, ότι κανείς δεν
έλειπε, και δοκιμάσουν να επιτύχουν την μετά ζήλου συμμετοχήν των Θουρίων
εις την εκστρατείαν και την σύναψιν επιθετικής και αμυντικής προς αυτούς
συμμαχίας, τώρα που η καλή των τύχη είχε φέρει την πτώσιν της αντιθέτου
των μερίδος, παρέμειναν εκεί επί τινα χρόνον, προς τον σκοπόν τούτον.
34.
Ναυμαχία του Αθηναϊκού και του Κορινθιακού στόλου εις τον Ερινεόν
|
Κατά τον αυτόν περίπου χρόνον, η Πελοποννησιακή μοίρα των είκοσι πέντε πλοίων, η οποία εστάθμευεν απέναντι της Αθηναϊκής μοίρας της Ναυπάκτου, διά να καλύψη την διάβασιν των εμπορικών πλοίων, τα οποία μετέφεραν τας εις την Σικελίαν αποστελλόμενος ενισχύσεις, ητοιμάσθη προς ναυμαχίαν και ενισχυθείσα διά του εξοπλισμού μερικών ακόμη σκαφών, ώστε ο αριθμός των πλοίων να εξισωθή περίπου προς τα της Αθηναϊκής μοίρας, ηγκυροβόλησεν εις τον Ερινεόν της περιφερείας των Ρυπών της Αχαίας. Ο όρμος ούτος είχε σχήμα τόξου, και ο στρατός της ξηράς, ο οποίος είχε προσέλθει εις βοήθειαν του στόλου από την Κόρινθον και τους συμμάχους των πέριξ μερών, είχε παραταχθή επί των εκατέρωθεν προεξεχόντων ακρωτηρίων, ενώ ο στόλος, του οποίου αρχηγός ήτο ο Κορίνθιος Πολυάνθης, απέφρασσε την είσοδον. Οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Διφίλου, εκκινήσαντες εκ της Ναυπάκτου, έπλεαν εναντίον των. Οι Κορίνθιοι κατ' αρχάς δεν εκινούντο, έπειτα όμως, υψωθέντος του σήματος κατά την
κατάλληλον στιγμήν, ώρμησαν εναντίον των Αθηναίων και ήρχισεν η ναυμαχία, η οποία υπήρξε μακρά και επίμονος. Τρία πλοία των Κορινθίων κατεστράφησαν, ενώ εκ των Αθηναϊκών κανέν μεν δεν εβυθίσθη εξ ολοκλήρου, επτά όμως, εάν ο αριθμός που μου εδόθη είναι ακριβής, κατέστησαν άχρηστα προς πλουν, καθόσον τα Κορινθιακά πλοία επετίθεντο κατ' ευθείαν κατά της πρώρας των και έχοντα επίτηδες παχυτέρας τας επωτίδας, διερρήγνυαν το πρόσθιον μέρος των Αθηναϊκών πλοίων. Η ναυμαχία υπήρξεν αμφίρροπος, ώστε εκάτερος εξ αυτών διεξεδίκει την νίκην, μετά τον αποχωρισμόν όμως των δύο στόλων, οι Αθηναίοι έγιναν κύριοι των ναυαγίων, καθ' όσον ο άνεμος απωθεί αυτά προς το πέλαγος και οι Κορίνθιοι δεν εξήλθαν, όπως αμφισβητήσουν την κατοχήν των, ουδέ έγινε καμμία καταδίωξις, ούτε αιχμάλωτοι του ενός ή του άλλου μέρους συνελήφθησαν. Διότι οι μεν Κορίνθιοι και οι λοιποί Πελοποννήσιοι, ναυμαχούντες πλησίον της ξηράς, διεσώζοντο εκεί ευκόλως, ενώ εκ των Αθηναϊκών πλοίων κανέν δεν εβυθίσθη. Μετά τον απόπλουν των Αθηναίων εις Ναύπακτον, οι Κορίνθιοι έστησαν ευθύς τρόπαιον, θεωρούντες εαυτούς νικητάς, λόγω του ότι ηχρήστευσαν περισσότερα εχθρικά σκάφη και ενόμισαν, ότι δεν ηττήθησαν, διά τον λόγον ακριβώς, ένεκα του οποίου και οι Αθηναίοι εθεώρησαν ότι δεν ενίκησαν. Διότι και οι Κορίνθιοι εθεώρησαν, ότι νικούν, εφόσον δεν είχαν νικηθή εξ ολοκλήρου, και οι Αθηναίοι, ότι νικώνται, εφόσον δεν είχαν νικήσει αποφασιστικώς. Αλλά μετά τον απόπλουν των Πελοποννησίων και την διάλυσιν του στρατού ξηράς, οι Αθηναίοι έστησαν και αυτοί τρόπαιον, ως νικηταί επί της Αχαϊκής ακτής, εις απόστασιν είκοσι περίπου σταδίων από του Ερινεού, όπου ήσαν αγκυροβολημένοι οι Κορίνθιοι. Τοιούτον υπήρξε το αποτέλεσμα της ναυμαχίας.
35.
Ο υπό τον Δημοσθένην Αθηναϊκός στόλος φθάνει εις την περιοχήν του Ρηγίου
|
Όταν οι Θούριοι επείσθησαν να λάβουν μέρος εις την εκστρατείαν με επτακοσίους οπλίτας και τριακοσίους ακοντιστάς, ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων διέταξαν τον στόλον να πλεύση προς την παραλίαν και προς το έδαφος του Κρότωνος, ενώ αυτοί, αφού πρώτον επεθεώρησαν ολόκληρον τον στρατόν της ξηράς, τον ωδήγουν διά του εδάφους της Θουρίας προς τον ποταμόν Σύβαριν. Αλλ' όταν είχαν φθάσει εις τον ποταμόν Υλίαν και οι Κροτωνιάται τους διεμήνυσαν, ότι δεν θέλουν να διέλθη ο στρατός διά του εδάφους των, κατήλθαν εις την παραλίαν και κατηυλίσθησαν παρά τας εκβολάς του Υλίου, όπου ήλθε προς συνάντησίν των και ο στόλος. Την επομένην, επιβιβασθέντες, έπλεαν κατά μήκος της ακτής προσεγγίσαντες εις τας διαφόρους παραλίους πόλεις εκτός των Λοκρών, έως ότου έφθασαν εις την Πέτραν της περιφερείας του Ρηγίου.
36.
Επίθεσις των Συρακουσίων κατά των Αθηναίων διά ξηράς και θαλάσσης. Ήττα των Αθηναίων
|
Εν τω μεταξύ, οι Συρακούσιοι, πληροφορηθέντες την προσέγγισιν των, ήθελαν
να δοκιμάσουν νέαν επίθεσιν διά του στόλου των και συγχρόνως διά του στρατού
της ξηράς, τον οποίον είχαν συγκεντρώσει, επιδιώκοντες να προλάβουν και
επιτεθούν προ της αφίξεως των νέων ενισχύσεων. Η εξάρτυσις του στόλου των
έγινε γενικώς κατά τρόπον, ο οποίος, κατόπιν της πείρας της προηγουμένης
ναυμαχίας, εθεωρήθη παρουσιάζων μεγαλήτερα υπέρ αυτών πλεονεκτήματα. Ειδικώτερον
όμως, περικόψαντες τας πρώρας των πλοίων, κατέστησαν αυτάς στερεωτέρας και
επέθεσαν επ' αυτών παχείας επωτίδας, στηρίξαντες αυτάς με αντηρίδας, τας
οποίας προσήλωσαν εις την εσωτερικήν και εξωτερικήν πλευράν του σκάφους,
μέχρι μήκους εξ πήχεων, καθ' ον τρόπον και οι Κορίνθιοι είχαν βελτιώσει
τας πρώρας των πλοίων των, πριν ναυμαχήσουν κατά της μοίρας της Ναυπάκτου.
Διότι οι Συρακούσιοι ενόμισαν, ότι θα πλεονεκτήσουν κατ' αυτόν τον τρόπον
απέναντι των Αθηναϊκών πλοίων, των οποίων η ναυπήγησις δεν παρείχεν αντίστοιχον
πλεονέκτημα, αλλ' είχαν ασθενή την πρώραν, ως εκ του ότι δεν εχρησιμοποίουν
το έμβολόν των κατά της πρώρας, αλλά δι' ελιγμού κατά της πλευράς των εχθρικών
σκαφών. Πρόσθετον άλλωστε πλεονέκτημα δι' αυτούς θα ήτο η διεξαγωγή της
ναυμαχίας εντός του Μεγάλου Λιμένος, όπου εις στενόν χώρον θα συνεκεντρούτο
μέγας αριθμός πλοίων. Διότι, προσβάλλοντες τα εχθρικά πλοία κατά πρώραν,
θα τα διερρήγνυαν, αφού θα έπλητταν δι' εμβόλων στερεών και παχέων κοίλα
και ασθενή τοιαύτα. Πράγματι, οι Αθηναίοι, ευρισκόμενοι εντός του στενού
χώρου, δεν θα ημπορούσαν ούτε δι' ελιγμού να εμβάλουν, ούτε την εχθρικήν
παράταξιν να διασπούν προ της εμβολής, ενώ ταύτα ακριβώς απετέλουν τους
χειρισμούς της ναυτικής των τακτικής, εις τους οποίους έτρεφαν μεγαλητέραν
εμπιστοσύνην. Καθόσον τον μεν δεύτερον εκ των δύο τούτων χειρισμών θα έκαμναν
αυτοί ό,τι ημπορούσαν διά να προλάβουν, τον δε πρώτον θα εμπόδιζεν η στενότης
του χώρου. Ό,τι απεδίδετο προηγουμένως εις αμάθειαν των πηδαλιούχων, η κατά
πρώραν δηλαδή επίθεσις, τούτο απετέλει δι' αυτούς μέγιστον πλεονέκτημα,
του οποίου θα έκαμναν συνεχή χρήσιν. Διότι, εάν οι Αθηναίοι, ωθούμενοι,
ανέκρουαν πρύμναν, δεν ηδύναντο παρά να διευθυνθούν προς την ξηράν και δη
από μικράς αποστάσεως και εις μικράν μόνον έκτασιν αυτής, εις αυτήν δηλαδή
την παραλίαν του στρατοπέδου των, ενώ αυτοί θα ήσαν κύριοι του λοιπού λιμένος.
Και εάν ηττώμενοι εξηναγκάζοντο να συγκεντρωθούν εις στενόν χώρον και όλοι
εις το αυτό μέρος, θα περιήρχοντο εις σύγχυσιν, ως εκ του ότι τα σκάφη θα
συνεκρούοντο αμοιβαίως προς άλληλα πράγμα το οποίον, τωόντι τα μέγιστα έβλαψε
τους Αθηναίους εις όλας τας έκτοτε ναυμαχίας, καθόσον δεν ηδύναντο ν' ανακρούσουν
πρύμναν, όπως οι Συρακούσιοι, προς όλα τα σημεία του λιμένος. Εφόσον, άλλωστε,
αυτοί ημπορούσαν κατ' αρέσκειαν να επιτίθενται κατά την διεύθυνσιν του πελάγους
ή να ανακρούουν πρύμναν προς αυτό, οι Αθηναίοι δεν θα ηδύναντο να εξέλθουν
εις το πέλαγος, όπως δι' ελιγμού επιδιώξουν να εμβάλουν κατά των πλευρών
των εχθρικών πλοίων, τόσον μάλλον καθόσον το Πλημμύριον ευρίσκετο εις εχθρικάς
χείρας και το στόμιον του λιμένος δεν είναι πλατύ.
37. Προσαρμόσαντες ούτω τα σχέδιά των οι Συρακούσιοι
προς την ναυτικήν των εμπειρίαν και τας διαθεσίμους δυνάμεις των, και
αναλαβόντες συγχρόνως περισσότερον ήδη θάρρος εκ της προηγουμένης ναυμαχίας,
προέβησαν εις επίθεσιν κατά των Αθηναίων, διά ξηράς συγχρόνως και διά
θαλάσσης. Ολίγον πριν εκκινήση ο στόλος, ο Γύλιππος ωδήγησεν εκ της πόλεως
τον στρατόν κατά της πλευράς του Αθηναϊκού τείχους, της εστραμμένης προς
την πόλιν. Συγχρόνως η φρουρά του Ολυμπιείου, αποτελούμενη από απόσπασμα
οπλιτών, από το ιππικόν και από τους ψιλούς στρατιώτας, προήλασε προς
την αντίθετον πλευράν του τείχους. Ευθύς μετά τούτο, ο στόλος των Συρακουσίων
και των συμμάχων εξέπλευσε, διευθυνόμενος κατά του Αθηναϊκού. Οι Αθηναίοι,
οι οποίοι ενόμιζαν κατ' αρχάς, ότι η επίθεσις θα γίνη μόνον διά του στρατού
της ξηράς, βλέποντες ήδη ότι και ο στόλος αιφνιδίως διευθύνεται κατ' αυτών,
συνεταράχθησαν. Και άλλοι μεν παρετάσσοντο επί των τειχών και προ αυτών,
προς αντιμετώπισιν των επερχομένων, άλλοι αντεπεξήρχοντο κατά των εκ του
Ολυμπιείου και των έξω της πόλεως μερών εσπευσμένως προελαυνόντων, ιππέων
κατά το πλείστον και ακοντιστών, και άλλοι ήρχισαν να επιβαίνουν επί των
πλοίων ή ητοιμάζοντο ν' αγωνισθούν επί του αιγιαλού. Όταν συνεπληρώθη
η επιβίβασις των πληρωμάτων, εβδομήντα πέντε Αθηναϊκά σκάφη εξεκίνησαν
κατά του στόλου των Συρακουσίων, αποτελουμένου από ογδοήντα περίπου πλοία.
38. Καθ' όλην σχεδόν την διάρκειαν της ημέρας, οι δύο στόλοι, ότε μεν προελαύνοντες, ότε δε ανακρούοντες πρύμναν, εδοκιμάσθησαν αμοιβαίως διά μικροεπιθέσεων, αλλά μη δυνάμενοι ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος να επιτύχουν κανέν αξιόλογον αποτέλεσμα, εκτός του ότι οι Συρακούσιοι ηχρήστευσαν εν ή δύο Αθηναϊκά σκάφη, απεχωρίσθησαν, ενώ συγχρόνως ο στρατός της ξηράς απεσύρθη από τα τείχη. Την επομένην, οι Συρακούσιοι έμεναν ήσυχοι, μη αφίνοντες να εννοηθούν τα σχέδια των. Αλλ' ο Νικίας, ιδών, ότι το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήτο αμφίρροπον, και περιμένων νέαν επίθεσιν των Συρακουσίων, εβίαζε τους τριηράρχους να επισκευάζουν τα παθόντα πλοία και ηγκυροβόλησεν εμπορικά σκάφη προ του Αθηναϊκού χαρακώματος, το οποίον είχαν κατασκευάσει, εμπήξαντες προ των πλοίων των πασσάλους εντός της θαλάσσης, όπως το χρησιμοποιούν αντί κλειστού λιμένος. Έκαστον εκ των εμπορικών τούτων πλοίων απείχε του άλλου δύο περίπου πλέθρα (200 πόδας), όπως, εάν κανέν εκ των πολεμικών των σκαφών ευρίσκετο εις την ανάγκην, ημπορή να καταφύγη διά μέσου αυτών ασφαλώς και πάλιν να εκπλέη χωρίς εμπόδιον. Εις εκτέλεσιν των ετοιμασιών τούτων, οι Αθηναίοι κατηνάλωσαν όλην την ημέραν μέχρι της νυκτός.
39. Την επομένην, οι Συρακούσιοι, κατά τον αυτόν τρόπον, όπως και την προηγουμένην φοράν, αλλ' ενωρίτερον, ήρχισαν την επίθεσιν κατά των Αθηναίων διά του στρατού και του στόλου. Οι δύο στόλοι αντιπαρετάχθησαν και κατηνάλωσαν πάλιν, όπως και προηγουμένως, μέγα μέρος της ημέρας, δοκιμαζόμενοι αμοιβαίως διά μικροσυμπλοκών έως ότου τέλος ο Κορίνθιος Αρίστων, υιός του Πυρρίχου, εις των αρίστων πρωρέων του στόλου των Συρακουσίων, συνεβούλευσε τους αρχηγούς αυτού να διαμηνύσουν εις την πόλιν προς τους αγορανόμους, όπως μεταφέρουν όσον τάχιστα και στήσουν εις την παραλίαν την αγοράν των τροφίμων και αναγκάσουν όλους τους εδωδιμοπώλας να μεταφέρουν εκεί προς πώλησιν όσα τρόφιμα έχουν. Τοιουτοτρόπως τα πληρώματα θα ημπορούσαν να αποβιβασθούν παρά την πρόχειρον ταύτην αγοράν και λάβουν το μεσημβρινόν των πρόγευμα, ευθύς πλησίον εις τα πλοία, και μετ' ολίγον επιτεθούν πάλιν απροσδοκήτως κατά των Αθηναίων εντός της αυτής ημέρας.
40. Οι αρχηγοί του στόλου, πεισθέντες, διεβίβασαν δι'
αγγελιαφόρου τας σχετικάς διαταγάς και η αγορά ητοιμάσθη παρά την παραλίαν
και οι Συρακούσιοι, ανακρούσαντες αιφνιδίως πρύμναν, έπλευσαν προς την
πόλιν και μόλις αποβιβασθέντες εγευμάτισαν εις τον τόπον της αποβιβάσεως.
Οι Αθηναίοι, νομίσαντες ότι οι Συρακούσιοι απεσύρθησαν προς την πόλιν,
διότι εθεώρουν εαυτούς ηττηθέντας υπ' αυτών, απεβιβάσθησαν με την ησυχίαν
των και κατεγίνοντο, πλην άλλων, και με την προετοιμασίαν του γεύματος
των, θεωρούντες ως δεδομένον, ότι εντός της ιδίας τουλάχιστον ημέρας δεν
επρόκειτο να επαναληφθή ο αγών. Αλλ' οι Συρακούσιοι, επιβιβάσαντες αιφνιδίως
τα πληρώματα, έπλεαν διά δευτέραν φοράν κατά του στόλου των Αθηναίων.
Ούτοι, εν μέσω πολλού θορύβου, άσιτοι οι περισσότεροι, εισήλθαν εις τα
πλοία με μεγάλην ακαταστασίαν και μόλις και μετά βίας κατώρθωσαν επί τέλους
να εκκινήσουν, διά να αντιμετωπίσουν τους επιπλέοντας. Επί τινα χρόνον,
οι δύο στόλοι εσταμάτησαν, επιτηρούμενοι αμοιβαίως. Αλλά μετ' ολίγον,
οι Αθηναίοι εθεώρησαν, ότι δεν τους εσύμφερε χρονοτριβούντες να καταληφθούν
εξ υπαιτιότητας των υπό καμάτου, αλλ' ότι έπρεπε να επιτεθούν όσον το
δυνατόν ταχύτερον, ενθαρρυνόμενοι δ' αμοιβαίως διά κραυγών ώρμησαν και
ήρχισαν την μάχην. Οι Συρακούσιοι αντέστησαν και επιτιθέμενοι κατά της
πρώρας των εχθρικών πλοίων, όπως είχαν σχεδιάσει, διερρήγνυαν, ως εκ της
ενισχύσεως του εμβόλου των, το εμπροσθινόν μέρος αυτών εις ικανήν έκτασιν,
ενώ οι ακοντισταί των, βάλλοντες από του καταστρώματος, επροξένουν μεγάλην
φθοράν εις τους Αθηναίους. Αλλά πολύ μεγαλητέραν ακόμη επροξένουν οι Συρακούσιοι,
όσοι περιπλέοντες επί ελαφρών σκαφών και εισδύοντες υπό την σειράν των
κωπών των εχθρικών πλοίων, διωλίσθαιναν παρά την πλευράν αυτών και ηκόντιζαν
τους ναύτας.
41. Χάρις εις την τακτικήν αυτήν και την έντασιν των δυνάμεων, την οποίαν κατέβαλαν κατά την ναυμαχίαν, οι Συρακούσιοι ενίκησαν τέλος και οι Αθηναίοι, αναγκασθέντες να υποχωρήσουν εσπευσμένως, κατέφευγαν διαμέσου των εμπορικών πλοίων εις το ορμητήριον των. Τα σκάφη των Συρακουσίων κατεδίωκαν αυτούς δραστηρίως μέχρι των εμπορικών πλοίων, εκεί όμως εσταματούσαν, εμποδιζόμενα από τας δελφινοφόρους δοκούς, αι οποίαι ήσαν κρεμασμέναι από τα εμπορικά πλοία, υπεράνω των εισόδων του ορμητηρίου. Δύο πλοία των Συρακουσίων, τα οποία παρεσύρθησαν από την νίκην και επλησίασαν πάρα πολύ, ηχρηστεύθησαν και το εν εξ αυτών ηχμαλωτίσθη με ολόκληρον το πλήρωμα του. Οι Συρακούσιοι, αφού ηχρήστευσαν επτά Αθηναϊκά σκάφη, και επροξένησαν σοβαράς ζημίας εις πολλά άλλα, και άνδρας πολλούς, είτε συνέλαβαν αιχμαλώτους, είτε εφόνευσαν, απεσύρθησαν και έστησαν τρόπαια των δύο ναυμαχιών. Ήσαν ήδη πεπεισμένοι, ότι υπερείχαν κατά πολύ υπό έποψιν στόλου και ήλπιζαν να νικήσουν και τον στρατόν της ξηράς. Ως εκ τούτου, παρεσκευάζοντο διά νέαν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν επίθεσιν.
42. Εν τω μεταξύ, έφθασαν ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων,
φέροντες τας εξ Αθηνών στελλομένας επικουρίας, αποτελουμένας από εβδομήντα
τρία περίπου πλοία, συμπεριλαμβανομένων των ξένων, πέντε περίπου χιλιάδας
οπλίτας Αθηναίους και συμμάχους, όχι δ' ολίγους ακοντιστάς, σφενδονιστάς,
και τοξότας, Έλληνας και βαρβάρους, και άφθονα εφόδια παντός είδους. Η
άμεσος κατάπληξις των Συρακουσίων και των συμμάχων των υπήρξε μεγάλη,
και βλέποντες ότι παρ' όλην την οχύρωσιν της Δεκελείας, νέος στρατός,
ίσος προς τον προηγούμενον, ήλθε προς ενίσχυσιν αυτού και ότι η δύναμις
των Αθηναίων απεδεικνύετο μεγάλη καθ' όλας τας διευθύνσεις, ενόμισαν,
ότι δεν θα ημπορούσαν ποτέ ν' απαλλαχθούν οριστικώς από τον επικρεμάμενον
επ' αυτών κίνδυνον. Ενώ, αντιθέτως, το φρόνημα των ανδρών του προηγουμένου
Αθηναϊκού στρατού ενισχύθη οπωσδήποτε, εφόσον ήτο τούτο δυνατόν, μετά
τόσα παθήματα. Ο Δημοσθένης, λαβών γνώσιν της καταστάσεως, εννόησεν ότι
αν χρονοτριβήση, θα πάθη ό,τι έπαθε και ο Νικίας, ο οποίος ευθύς μετά
την άφιξιν του ενέπνευσε τον τρόμον, αλλ' επειδή δεν επεδίωξεν αμέσως
την κατάληψιν των Συρακουσών, αλλ' έμενε διαχειμάζων εις την Κατάνην,
κατήντησε να περιφρονηθή και έδωσε καιρόν εις τον Γύλιππον να έλθη εκ
Πελοποννήσου, φέρων στρατόν. Ενώ εάν επετίθετο αμέσως κατ' αυτών, οι Συρακούσιοι
ούτε θα εζήτουν καν την αποστολήν επικουριών. Διότι, νομίζοντες ότι είναι
ικανοί ν' αντισταθούν μόνοι, θ' ανεκάλυπταν την ανεπάρκειάν των, αλλ'
όταν θα ήσαν ήδη αποκεκλεισμένοι διά περιτειχισμού, ώστε και αν εζήτουν
τότε την αποστολήν επικουριών, αύτη δεν ηδύνατο πλέον να τους ωφελήση
εξ ίσου. Ταύτα αναλογιζόμενος ο Δημοσθένης και γνωρίζων, ότι και αυτός
τώρα, ευθύς κατά την άφιξιν του, ενέπνεε τον μεγαλύτερον τρόμον εις τους
εχθρούς, ήθελε να επωφεληθή όσον το δυνατόν ταχύτερον την κατάπληξιν που
επροκάλει επί του παρόντος η άφιξις του στρατού του. Και βλέπων ότι το
εγκάρσιον τείχος των Συρακουσίων, διά του οποίου ούτοι εμπόδισαν τους
Αθηναίους να τους αποκλείσουν διά περιτειχισμού, ήτο απλούν, και ότι αν
κατώρθωνε να γίνη κύριος της αναβάσεως των Επιπολών και ακολούθως του
επ' αυτών στρατοπέδου, ευκόλως θα το εκυρίευε, διότι κανείς δεν θα ετόλμα
ν' αντισταθή, εβιάζετο να επιχειρήση την επίθεσιν, φρονών, ότι διά του
τρόπου τούτου θα ετερμάτιζε ταχύτατα τον πόλεμον. Διότι ή θα επετύγχανε
και θα κατελάμβανε τας Συρακούσας ή θ' απέσυρε τον στρατόν εκ Σικελίας
και δεν θα κατέτριβε ματαίως και τους μετέχοντας της εκστρατείας Αθηναίους
και την όλην πόλιν. Πρώτη ως εκ τούτου ενέργεια του Αθηναϊκού στρατού
υπήρξεν έξοδος αυτού εκ του στρατοπέδου και ερήμωσις των περί τον ποταμόν
Άναπον κτημάτων των Συρακουσίων. Η υπεροχή του στρατού και του στόλου
των Αθηναίων αποκατεστάθη, όπως εις τας αρχάς. Διότι οι Συρακούσιοι ούτε
κατά ξηράν, ούτε κατά θάλασσαν αντεπεξήρχοντο κατ' αυτών, εάν εξαίρεση
κανείς τας εκ του Ολυμπιείου επιδρομάς του ιππικού και των ακοντιστών.
43. Μετά τούτο, ο Δημοσθένης, προ της διά των Επιπολών επιθέσεως έκρινε καλόν να δοκιμάση την κατάληψιν του εγκαρσίου τείχους, διά της χρησιμοποιήσεως πολιορκητικών μηχανών. Αύται όμως, προσαχθείσαι πλησίον του τείχους, κατεκάησαν υπό των έχθρων, οι οποίοι ημύνοντο εξ αυτού. Διάφοροι επιθέσεις, ενεργηθείσαι υπό του λοιπού στρατού εις πολλά σημεία του εν λόγω τείχους, απεκρούοντο επανειλημμένως. Ο Δημοσθένης έκρινεν, ότι δεν έπρεπε πλέον να χρονοτριβή και πείσας τον Νικίαν και τους άλλους συναρχηγούς, προέβη εις την κατά των Επιπολών επιχείρησιν, ακριβώς όπως είχε σχεδιάσει αυτήν. Και επειδή εθεωρήθη αδύνατον να πλησιάσουν και ανάβουν απαρατήρητοι, κατά την διάρκειαν της ημέρας, παρήγγειλε τρόφιμα διά πέντε ημέρας και παραλαβών όλους τους κτίστας και ξυλουργούς, καθώς και τοξεύματα και όσα εν γένει εχρειάζοντο, όπως εν περιπτώσει επιτυχίας προβούν εις τον περιτειχισμόν, αυτός μεν μετά του Ευρυμέδοντος και του Μενάνδρου, τεθείς επί κεφαλής του μεγαλητέρου μέρους του στρατού, εβάδισε, κατά την ώραν που επακολουθεί τον πρώτον ύπνον, προς τας Επιπολάς, ενώ ο Νικίας είχεν υπολειφθή εντός των τειχών. Φθάσαντες εις τας Επιπολάς διά του Ευρυήλου, εις το μέρος, από το οποίον ο πρώτος στρατός είχεν αναβή αρχικώς, επροχώρησαν, χωρίς να εννοηθούν από την φρουράν, και κατέλαβαν τα εκεί οχύρωμα των Συρακουσίων, φονεύσαντες μέρος της φρουράς. Το πλείστον όμως των φρουρών διέφυγαν και έφεραν αμέσως την είδησιν της εφόδου, όχι μόνον εις τα τρία ωχυρωμένα στρατόπεδα, τα οποία υπήρχαν επί των Επιπολών, εν διά τους Συρακουσίους, εν διά τους άλλους Σικελιώτας και το τρίτον διά τους συμμάχους, αλλά και εις τους εξακοσίους Συρακουσίους, οι οποίοι εστάθμευαν ως προφυλακή εις το μέρος τούτο των Επιπολών, και οι οποίοι έσπευσαν αμέσως εις βοήθειαν. Αλλ' ο Δημοσθένης και οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν αυτούς, παρά την ζωηράν αντίστασίν των, και τους έτρεψαν εις φυγήν, μεθ' ο προήλασαν αμέσως προς τα εμπρός, όπως με την κεκτημένην ορμήν επιτύχουν άνευ αναβολής την πραγματοποίησιν των αντικειμενικών σκοπών της επιχειρήσεως. Έτερον όμως τμήμα του στρατού προέβη αμέσως εις την κατάληψιν του εγκαρσίου τείχους, του οποίου η φρουρά ουδεμίαν αντέταξεν αντίστασιν, και
την κατεδάφισιν των επάλξεων. Εν τω μεταξύ οι Συρακούσιοι, οι σύμμαχοι των, και ο Γύλιππος, με τους υπ' αυτόν, προσέδραμαν εκ των ωχυρωμένων στρατοπέδων. Αλλ' επειδή ευρίσκοντο ακόμη υπό το κράτος της καταπλήξεως, την οποίαν επροκάλεσε το απροσδόκητον της τολμηράς αυτής νυκτερινής προσβολής, η επίθεσίς των απεκρούσθη υπό των Αθηναίων, οι οποίοι τους εξεβίασαν κατ' αρχάς εις υποχώρησιν. Οι Αθηναίοι όμως προήλαυναν με κάποιαν αταξίαν, ως να είχαν ήδη εξησφαλισμένην την νίκην, θέλοντες να διελάσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον διά μέσου ολοκλήρου του μη λαβόντος ακόμη μέρος εις την μάχην εχθρικού στρατού, όπως ούτοι μη δυνηθούν ν' ανασυνταχθούν πάλιν, όταν αυτοί θα εχαλάρωναν την επίθεσιν. Πρώτοι όμως τους αντιμετώπισαν οι Βοιωτοί, και επιτεθέντες κατ' αυτών, τους ενίκησαν και τους έτρεψαν εις φυγήν.
44. Κατά την στιγμήν ήδη ταύτην, ο Αθηναϊκός στρατός ήρχισε να περιέρχεται εις τόσον μεγάλην σύγχυσιν και αμηχανίαν, ώστε ούτε από το εν μέρος, ούτε από το άλλο κατώρθωσα να μάθω τας λεπτομερείας των περαιτέρω συμβάντων. Διότι και εν καιρώ ημέρας ακόμη, ότε τα γεγονότα είναι πλέον ευδιάκριτα, οι μετέχοντες μάχης δεν είναι εις θέσιν ν' αντιληφθούν όλην την πορείαν αυτής, αλλά μόλις εκείνα τα γεγονότα, εις τα οποία έκαστος προσωπικώς έλαβε μέρος. Αλλά κατά την νυκτομαχίαν ταύτην, η οποία υπήρξεν η μόνη κατά την διάρκειαν του παρόντος πολέμου, η λαβούσα χώραν μεταξύ μεγάλων ομάδων στρατού, πώς ήτο δυνατόν ν' αντιληφθή κανείς σαφώς κάθε τι; Και υπήρχε μεν σελήνη λαμπρά, και όπως φυσικά συμβαίνει υπό το σεληναίον φως, έβλεπαν από αποστάσεως τα σχήματα των άλλων, αμφέβαλλαν όμως αν πρόκειται περί φίλων ή εχθρών. Μέγας αριθμός οπλιτών εκ των δύο στρατών περιεστρέφοντο εντός στενού χώρου. Και εκ των Αθηναίων, άλλοι μεν είχαν ήδη ηττηθή, ενώ άλλοι, μη ηττηθέντες ακόμη προήλαυναν προς τα εμπρός με την αρχικήν ορμήν. Εκ του μεγάλου άλλωστε μέρους του υπολοίπου στρατού, εν μέρος μόλις είχεν ήδη αναβή, ενώ το άλλο ανέβαινεν ακόμη, εις τρόπον ώστε δεν εγνώριζαν που πρέπει να κατευθυνθούν. Τωόντι, το πρώτον προελάσαν τμήμα του στρατού, επειδή είχε τραπή εις φυγήν, είχε σχεδόν αποσυντεθή και ήτο σχεδόν αδύνατον να διακρίνη κανείς αυτούς εν τω μέσω των αλαλαγμών της μάχης. Διότι οι Συρακούσιοι μετά των συμμάχων των, όντες νικηταί, παρώτρυναν αλλήλους διά μεγάλων κραυγών, καθόσον ήτο αδύνατον, εν καιρώ νυκτός, να γίνη συνεννόησις κατ' άλλον τρόπον, και συγχρόνως απέκρουαν τους επιτιθεμένους. Και οι τελευταίοι καταφθάσαντες Αθηναίοι εζήτουν τους ιδικούς των, αλλ' εξελάμβαναν ως εχθρόν καθένα που έβλεπαν απέναντι των, και αν ακόμη ήτο εκ των τραπέντων εις φυγήν ιδικών των, και ζητούντες συνεχώς το σύνθημα, διά το αδύνατον της κατ' άλλον τρόπον αμοιβαίας αναγνωρίσεως, και εις τας τάξεις των επροκάλουν πολλήν σύγχυσιν και εις τους εχθρούς το επρόδωσαν. Αλλ' αυτοί δεν είχαν ομοίαν ευκαιρίαν να μάθουν το σύνθημα των Συρακουσίων, καθόσον, ούτοι όντες νικηταί, έμεναν συντεταγμένοι και επομένως ανεγνωρίζοντο αμοιβαίως ευκολώτερον. Το αποτέλεσμα ήτον ότι οσάκις τμήμα Αθηναϊκού στρατού συνήντα ασθενεστέραν εχθρικήν ομάδα, αύτη, γνωρίζουσα το Αθηναϊκόν σύνθημα, διεσώζετο φεύγουσα. Ενώ, εάν υπό ομοίας περιστάσεις, ερωτώμενοι αυτοί, δεν έδιδαν το σύνθημα, κατεκόπτοντο. Την μεγαλητέραν και σπουδαιοτέραν άλλωστε βλάβην έφερεν εις τους Αθηναίους το άσμα του παιάνος, το οποίον, επειδή ήτο σχεδόν όμοιον και διά τους δύο στρατούς, προεκάλει παρεξηγήσεις. Οσάκις δηλαδή οι Αργείοι, ή οι Κερκυραίοι, ή άλλοι Δωριείς, σύμμαχοι των Αθηναίων, έψαλλαν
τον παιάνα, ούτοι κατεπτοούντο, εξ ίσου όπως όταν εψάλλετο από τους εχθρούς. Ούτως ώστε εις πολλά τμήματα του στρατεύματος, άπαξ αποσυντεθέντα, συναντώμενοι φίλοι προς φίλους και συμπολίται προς συμπολίτας, όχι μόνον ενέπνεαν αμοιβαίως τον πανικόν, αλλά και ερχόμενοι εις χείρας εναντίον αλλήλων μετά δυσκολίας απεχωρίζοντο. Καταδιωκόμενοι υπό των εχθρών, πολλοί ερρίπτοντο από τους κρημνούς και εξ αυτών πολλοί εφονεύοντο, καθόσον η οδός, διά της οποίας ημπορούσαν να καταβούν από τας Επιπολάς, ήτο στενή. Όσοι πάλιν, διαφεύγοντες από επάνω, κατήρχοντο δι' αυτής εις την πεδιάδα, οι μεν πολλοί, και ιδίως οι ανήκοντες εις τον πρώτον στρατόν, γνωρίζοντες καλλίτερον τα μέρη, εσώζοντο, καταφεύγοντες εις το στρατόπεδον. Εκ των ελθόντων όμως τελευταίον, μερικοί, τραπέντες προς εσφαλμένην διεύθυνσιν, περιεπλανήθησαν μέχρι πρωίας, ότε το ιππικόν των Συρακουσίων, εξελθόν εις περιπολίαν, τους εφόνευσε.
45. Την επομένην, οι Συρακούσιοι έστησαν δύο τρόπαια εις τας Επιπολάς, το εν εις το μέρος, όπου έγινεν η εχθρική ανάβασις, το άλλο εις το μέρος, όπου οι Βοιωτοί εσταμάτησαν την εχθρικήν προέλασιν. Οι Αθηναίοι παρέλαβαν τους νεκρούς των, ζητήσαντες βραχείαν προς τούτο ανακωχήν. Αι εις νεκρούς απώλειαι αυτών και των συμμάχων των ήσαν μεγάλαι. Τα όπλα όμως που έπεσαν εις χείρας των Συρακουσίων ήσαν πολύ περισσότερα από τους νεκρούς, διότι από εκείνους που ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν τα όπλα των, διά να ριφθούν από τους κρημνούς, άλλοι μεν εφονεύθησαν, άλλοι όμως εσώθησαν.
[Προηγούμενα] [Συνέχεια βιβλίου]
|