60.
Πολεμικόν συμβούλιον των Αθηναίων
Οι Αθηναίοι, βλέποντες το κλείσιμον του λιμένος και αντιλαμβανόμενοι τα περαιτέρω σχέδια του εχθρού, απεφάσισαν να συγκαλέσουν πολεμικόν συμβούλιον. Συνελθόντες οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι έλαβαν υπ' όψιν το κρίσιμον της καταστάσεως γενικώς και προ πάντων την επελθούσαν ήδη έλλειψιν τροφίμων, την οποίαν επροκάλεσε η διαταγή που είχαν στείλει εις Κατάνην, όταν απεφάσισαν προηγουμένως να εκπλεύσουν, όπως παύση η αποστολή τοιούτων, και συγχρόνως ότι θα είναι αδύνατος του λοιπού η προμήθεια των τροφίμων, εφόσον δεν επικρατήσουν κατά θάλασσαν. Ως εκ τούτου, απεφάσισαν να εγκαταλείψουν το άνω μέρος των τειχών των και να διαχωρίσουν δι' εγκαρσίου τείχους τόσον μόνον μέρος αυτών, πλησίον του ορμητηρίου του στόλου των, όσον ήτο αρκετόν να περιλάβη τας αποσκευάς και τους ασθενείς και αφίσουν φρουράν εντός αυτού, να εξοπλίσουν τα πλοία, και εκείνα που ήσαν εις καλήν και εκείνα που ήσαν εις ολιγώτερον καλήν κατάστασιν, επιβιβάζοντες εις αυτά όλον τον υπόλοιπον στρατόν της ξηράς και να δοκιμάσουν την τύχην των, ναυμαχούντες. Και αν μεν νικήσουν να μεταβούν εις Κατάνην, ειδεμή να πυρπολήσουν τον στόλον και συντάσσοντες τον στρατόν, να επιδιώξουν την διά ξηράς υποχώρησιν προς την διεύθυνσιν, διά της οποίας θα ημπορούσαν να φθάσουν το ταχύτερον εις φιλικόν μέρος, είτε βαρβαρικόν, είτε Ελληνικόν. Αι αποφάσεις αύται εξετελέσθησαν ακριβώς. Διότι και εκ του άνω μέρους των τειχών απεσύρθησαν εν τάξει και τα πλοία όλα εξώπλισαν, αναγκάσαντες να επιβιβασθή ο καθείς, ο οποίος, λόγω ηλικίας, εφαίνετο οπωσδήποτε ικανός δι' υπηρεσίαν. Ούτως εξωπλίσθησαν περί τα εκατόν δέκα εν όλω πλοία, επί των καταστρωμάτων των οποίων ετοποθέτησαν πολλούς τοξότας και ακοντιστάς, Ακαρνάνας και άλλους ξένους και προητοιμάσθησαν γενικώς διά την ναυμαχίαν, όσον το δύσκολον της θέσεως των και το παράβολον του σχεδίου των επέτρεπαν. Όταν τα πάντα σχεδόν ήσαν έτοιμα, αλλά πριν γίνη η επιβίβασις επί των πλοίων, ο Νικίας, βλέπων τους στρατιώτας αποτεθαρρημένους μεν ένεκα της πλήρους κατά θάλασσαν ήττης των, η οποία δι' αυτούς ήτο πράγμα ασυνείθιστον, αλλά και ανυπομονούντας, ένεκα της ελλείψεως τροφίμων, να δοκιμάσουν μίαν ώραν ταχύτερα την τύχην των εις την ναυμαχίαν, συνεκέντρωσεν όλον τον στρατόν και ενεθάρρυνεν αυτούς διά των επομένων λόγων.

61.
Παραίνεσις του Νικίου προς τους στρατιώτας
«Στρατιώται Αθηναίοι και σύμμαχοι, εις τον αγώνα, ο οποίος θα λάβη χώραν μετ' ολίγον, όλοι ανεξαιρέτως έχομεν το αυτό συμφέρον. Καθένας από ημάς, όπως άλλωστε και από τους εχθρούς μας, πρόκειται ν' αγωνισθή υπέρ της προσωπικής του σωτηρίας και συγχρόνως υπέρ πατρίδος, καθόσον, εάν νικήσωμεν εις την επικειμένην ναυμαχίαν, θα ημπορέσωμεν να επανίδωμεν έκαστος την ιδίαν αυτού πατρίδα. Οφείλομεν όμως να μη χάνωμεν το θάρρος μας, ούτε να παθαίνωμεν ό,τι παθαίνουν οι πρωτόπειροι, οι οποίοι, όταν νικηθούν εις τον αρχικόν αγώνα, ευρίσκονται του λοιπού υπό την διαρκή προσδοκίαν ομοίας ατυχίας. Αλλ' όσοι από σας είσθε Αθηναίοι, και ως τούτου έχετε μακράν πείραν των πολέμων, όσοι από σας είσθε σύμμαχοι και ως τοιούτου διαρκείς σύντροφοι των αγώνων μας, οφείλετε να ενθυμήσθε πόσον εντελώς απροσδόκητα πράγματα ημπορούν να συμβούν εις τους πολέμους, και να ετοιμασθήτε διά την νέαν μάχην, με την ελπίδα, ότι η τύχη την φοράν αυτήν θα είναι με το μέρος μας, και με την απόφασιν να αποδώσετε εις τον εχθρόν τα ίσα κατά τρόπον άξιον του μεγάλου αυτού στρατεύματος, το οποίον βλέπετε προ των οφθαλμών σας.

62. «Και ημείς, άλλωστε, αφού εσυζητήσαμεν το πράγμα με τους πρωρείς, ελάβαμεν ήδη όλα ακριβώς εκείνα τα μέτρα που επιτρέπουν αι περιστάσεις, και που εκρίναμεν, ότι ημπορούν να μας βοηθήσουν εναντίον των μειονεκτημάτων, τα οποία συνδέονται με την στενότητα του λιμένος, και τα οποία μας έβλαψαν κατά την προηγουμένην ναυμαχίαν, του συνωστισμού δηλαδή των σκαφών και των στρατιωτών που είχε τοποθετήσει ο εχθρός επί των καταστρωμάτων των πλοίων του. Θα επιβιβάσωμεν τωόντι επί των πλοίων μας πολλούς τοξότας και ακοντιστάς και πλήθος άλλο στρατιωτών, τους οποίους, εάν επρόκειτο να ναυμαχήσωμεν εις ανοικτήν θάλασσαν, δεν θα εσκεπτόμεθα να χρησιμοποιήσωμεν, καθόσον, ως εκ της υπερφορτώσεως των πλοίων μας η παρουσία των θ' απετέλει μειονέκτημα υπό τακτικήν έποψιν, αλλ' οι οποίοι θα είναι χρήσιμοι εις την παρούσαν περίστασιν, κατά την οποίαν από τα καταστρώματα των πλοίων πρόκειται να διεξαγάγωμεν πεζομαχίαν. Εσκέφθημεν ήδη ποία μέτρα έπρεπε να λάβωμεν, διά να εξουδετερώσωμεν τας βελτιώσεις, τας οποίας επέφερεν ο εχθρός εις την ναυπήγησιν των πλοίων του, και πράγματι προς εξουδετέρωσιν του πάχους των επωτίδων των, αι οποίαι μας επροξένησαν τας μεγαλητέρας ζημίας, θα χρησιμοποιήσωμεν σιδηράς αρπάγας, αι οποίαι, ριπτόμεναι επί των επιπιπτόντων καθ' ημών πλοίων, θα εμποδίζουν αυτά ν' ανακρούουν πρύμναν, εάν οι πεζοναύταί μας εκτελέσουν ό,τι επιβάλλεται εις τοιαύτην περίστασιν. Διότι, όπως είπα, είμεθα ηναγκασμένοι να πεζομαχήσωμεν από το κατάστρωμα των πλοίων μας, και ως εκ τούτου έχομεν προφανές συμφέρον ούτε ημείς ν' ανακρούωμεν πρύμναν, ούτε εις τους εχθρούς να επιτρέπωμεν τούτο, τόσον μάλλον καθόσον η παραλία, πλην της μικράς εκτάσεως που κατέχει ο στρατός μας, είναι εις χείρας των.

63. «Αυτά έχοντες υπ' όψιν σας, πρέπει ν' αγωνισθήτε μέχρις εσχάτων και να μη αφίσετε να σας εξωθήσουν εις την παραλίαν. Όταν άπαξ το πλοίον σας συγκρουσθή με πλοίον εχθρικόν, θεωρήσατε καθήκον σας να μη αποχωρισθήτε από αυτό πριν σκουπίσετε από το κατάστρωμα του και ρίψετε εις την θάλασσαν τους επ' αυτού οπλίτας. Τας προτροπάς αυτάς απευθύνω προς τους οπλίτας μάλλον παρά τους ναύτας, καθόσον το καθήκον τούτο επιβάλλεται κυρίως εις τους επί του καταστρώματος. Άλλωστε ακόμη και τώρα υπερέχομεν αυτών εις πολλά σημεία, υπό την έποψιν του στρατού της ξηράς. Στρεφόμενος ήδη προς σας τους ναύτας, προτρέπω, και συγχρόνως σας εξορκίζω, να μη καταπτοηθήτε από τας ατυχίας μας, αφού και η επί των καταστρωμάτων στρατιωτική μας ετοιμασία είναι καλλίτερα και τα πλοία μας περισσότερα. Όσοι από σας, χωρίς να είσθε Αθηναίοι, ενομίζεσθε τοιούτοι, σκεφθήτε πόσον πολύτιμον πλεονέκτημα είναι τούτο και πόσον αξίζει να το διατηρήσετε. Εθαυμάζεσθε καθ' όλην την Ελλάδα ένεκα της γνώσεως της γλώσσης μας και της μιμήσεως των τρόπων μας και μετείχετε εξ ίσου με ημάς των πλεονεκτημάτων της ηγεμονίας μας, καθόσον και του σεβασμού των υπηκόων μας απολαμβάνετε και κανείς δεν ετόλμα να σας αδικήση. Διά τούτο, εφόσον μόνοι σεις είσθε ελεύθεροι κοινωνοί της ηγεμονίας μας, καθήκον έχετε να μη καταπροδώσετε αυτήν. Καταφρονήσατε και τους Κορινθίους, τους οποίους πολλάκις ήδη ενικήσατε, και τους Σικελιώτας, εκ των οποίων κανείς, εφόσον το ναυτικόν μας ήκμαζε, δεν ετόλμησε να σας αντισταθή και αποκρούσατε αυτούς, αποδεικνύοντες, ότι η ναυτική σας ικανότης, και εν μέσω ακόμη ασθενειών και ατυχιών, είναι ανωτέρα από την δύναμιν και την καλήν τύχην των έχθρων σας.

64. «Εις όσους εξ υμών είσθε Αθηναίοι, υπενθυμίζω, διά μίαν ακόμη φοράν, ότι δεν μας μένουν εις τας Αθήνας ούτε άλλα πλοία εντός των νεωσοίκων, όμοια προς αυτά, ούτε άλλοι στρατεύσιμοι, και ότι αν η έκβασις της μάχης είναι δι' ημάς άλλο παρά την νίκην, οι εδώ εχθροί θα πλεύσουν κατ' ευθείαν εναντίον των Αθηνών και οι ιδικοί μας, όσοι υπολείπονται εκεί, θα είναι ανίσχυροι ν' αποκρούσουν και τους εκεί εχθρούς και τους νέους επιδρομείς. Και ούτω, σεις μεν θα περιέλθετε αμέσως εις το έλεος των Συρακουσίων (και γνωρίζετε οι ίδιοι με ποία σχέδια εξεστρατεύσατε εναντίον των), ενώ οι εκεί θα περιέλθουν εις το έλεος των Λακεδαιμονίων. Ένεκα τούτου, εφόσον είσθε υποχρεωμένοι εις μίαν και την αυτήν μάχην ν' αγωνισθήτε και διά τους ιδίους εαυτούς σας και διά τους εκεί, δειχθήτε περισσότερον από κάθε άλλην φοράν ακλόνητοι και μη λησμονήτε, και καθείς χωριστά και όλοι μαζύ, όσοι μετ' ολίγον θα επιβιβασθήτε επί των πλοίων, ότι σεις είσθε και ο στρατός των Αθηναίων και ο στόλος, και εις σας κρέμαται ολόκληρος η πόλις και το μέγα όνομα των Αθηνών. Χάριν αυτών, όστις από σας υπερέχει τους άλλους κατά την ικανότητα ή την ανδρείαν, ας την επίδειξη τώρα, διότι ποτέ δεν ημπορεί να εύρη καλλίτερον ευκαιρίαν, όπως χρησιμοποίηση αυτάς διά το ίδιον αυτού συμφέρον.»

65.
Παραίνεσις του Γυλίππου και των στρατηγών προς τους Συρακουσίους και τους συμμάχους αυτών
Μετά τους προτρεπτικούς τούτους λόγους, ο Νικίας διέταξεν αμέσως την επί των πλοίων επιβίβασιν. Ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι ήσαν εις θέσιν, βλέποντες την προ των ομμάτων των γινομένην ετοιμασίαν, ν' αντιληφθούν, ότι οι Αθηναίοι σκοπόν είχαν να ναυμαχήσουν. Είχον άλλωστε πληροφορηθή προηγουμένως το σχέδιον της χρησιμοποιήσεως των σιδηρών αρπαγών και ενώ ητοιμάσθησαν προς αντιμετώπισιν παντός άλλου ενδεχομένου, επρονόησαν συγχρόνως και περί τούτου. Διότι εκάλυψαν με δέρματα τας πρώρας και το άνω μέρος των πλοίων μέχρις ικανής εκτάσεως, εις τρόπον ώστε αι αρπάγαι ριπτόμεναι να μη ευρίσκουν λαβήν, αλλά να γλιστρούν και φεύγουν. Και όταν τα πάντα ητοιμάσθησαν, ο Γύλιππος και οι στρατηγοί απηύθυναν προς αυτούς τους επομένους παραινετικούς λόγους.

66. «Συρακούσιοι και σύμμαχοι, τα προηγούμενα κατορθώματα σας υπήρξαν ένδοξα, όπως ένδοξος θα είναι και ο επικείμενος αγών. Τούτο πιστεύομεν, ότι το γνωρίζετε οι περισσότεροι, διότι άλλως δεν θα επιδεικνύατε τόσον ζήλον και τότε και τώρα. Αλλ' εάν κανείς δεν αντιλαμβάνεται τούτο επαρκώς, θα προσπαθήσωμεν να τον διαφωτίσωμεν. Οι Αθηναίοι, δηλαδή, των οποίων η κυριαρχία εκτείνεται επί μεγαλητέρας επικρατείας παρά κάθε Ελληνικού κράτους του παρελθόντος και του παρόντος, εξεστράτευσαν κατά της χώρας ταύτης, κατά πρώτον λόγον, διά να υποτάξουν την Σικελίαν, και έπειτα, εν περιπτώσει επιτυχίας, και την Πελοπόννησον και την λοιπήν Ελλάδα. Τον στόλον των Αθηναίων τούτον, διά του οποίου αυτοί επέτυχαν την επικράτησιν των, ενικήσατε ήδη εις επανειλημμένας ναυμαχίας και κατά πάσαν πιθανότητα θα νικήσετε πάλιν τώρα. Διότι οσάκις οι άνθρωποι δειχθούν υποδεέστεροι εκεί όπου έχουν την αξίωσιν, ότι υπερέχουν, η ιδία αυτών αυτοπεποίθησις καταπίπτει του λοιπού περισσότερον, παρά εάν δεν είχαν εξ αρχής πιστεύσει εις τοιαύτην υπεροχήν και αποτυγχάνοντες, παρά τας προσδοκίας της μεγαλαυχίας των, ενδίδουν μέχρι σημείου, το οποίον αποτελεί παραγνώρισιν της πραγματικής των δυνάμεως, πράγμα το οποίον είναι φυσικόν να έχουν ήδη πάθει οι Αθηναίοι.

67. «Αντιθέτως, το αίσθημα, το οποίον ενέπνεεν ημάς ήδη και επί τη βάσει του οποίου, μολονότι άπειροι ακόμη, ετολμήσαμεν να διακινδυνεύσωμεν τα πάντα, έχει σήμερον ασφαλέστερον έρεισμα, και εφόσον προσετέθη εις αυτό η πεποίθησις, ότι είμεθα ισχυρότατοι, αφού ενικήσαμεν τους ισχυροτάτους, η ελπίς εκάστου εξ ημών εδιπλασιάσθη. Ως επί το πλείστον, άλλωστε, η μεγίστη ελπίς εμπνέει και τον μέγιστον ζήλον εις κάθε επιχείρησιν. Όσον άφορα εξ άλλου την εκ μέρους των απομίμησιν των μεθόδων μας, αυταί αποτελούν δι' ημάς τον συνήθη τρόπον του μάχεσθαι, και δεν θα ευρεθώμεν απαράσκευοι, όπως αντιμετωπίσωμεν εκάστην εξ αυτών. Εκείναι όμως, όταν, παρά την συνήθη πολεμικήν των διάταξιν ευρεθούν πολλοί επί του καταστρώματος οπλίται και πολλοί ακοντισταί, χερσαίοι ούτως ειπείν Ακαρνάνες και άλλοι επιβάται πλοίων, οι οποίοι δεν θα είναι εις θέσιν ούτε να σύρουν το τόξον των καθήμενοι, πώς δεν θα διακινδυνεύσουν την ασφάλειαν του σκάφους και δεν θα περιέλθουν εις πλήρη σύγχυσιν, κινούμενοι πάντες κατά τρόπον ασυνείθιστον δι' αυτούς; Εάν κανείς από σας φοβήται, διότι πρόκειται να ναυμαχήση προς μεγαλήτερον αριθμόν πλοίων, ας μάθη ούτος, ότι ούτε το πλήθος των πλοίων αποτελεί πλεονέκτημα διά τον εχθρόν. Διότι πολυάριθμος στόλος εντός στενού χώρου θα είναι βραδυκίνητος εις εκτέλεσιν επιθετικών κινήσεων, αλλά περισσότερον εκτεθειμένος εις βλάβας από τα μέτρα, τα οποία είμεθα έτοιμοι να εφαρμόσωμεν. Εάν όμως θέλετε την καθαράν αλήθειαν, μάθετε την από πηγήν, την οποίαν θεωρούμεν ασφαλή. Υπό το βάρος του πλήθους των δεινών των και την πίεσιν της αμηχανίας, εις την οποίαν ευρίσκονται, έφθασαν εις την απονενοημένην απόφασιν να εμπιστευθούν όχι τόσον εις την στρατιωτικήν των ετοιμασίαν, όσον εις την τύχην των, εκτιθέμενοι εις τους κινδύνους μιας τελευταίας μάχης. Σκοπός των είναι ή να διασπάσουν τον αποκλεισμόν και εκπλεύσουν, ή άλλως αποπειραθούν να υποχωρήσουν μετά την μάχην διά ξηράς, πεπεισμένοι, καθώς είναι, ότι η σημερινή των αθλιότης δεν ημπορεί να επιδεινωθή.

68. «Ας ριφθώμεν λοιπόν με ορμήν ασυγκράτητον εις το μέσον τοιαύτης αταξίας έχθρων μισητοτάτων, των οποίων η τύχη παραδίδεται μόνη της εις χείρας μας. Και ας έχωμεν υπ' όψιν, πρώτον μεν ότι τίποτε δεν είναι δικαιότερον απέναντι εχθρών παρά το ν' αποφασίση κανείς να κορέση το πάθος της εκδικήσεως του, διά να τιμωρήση τον επιδρομέα, και δεύτερον, ότι την εκδίκησιν αυτήν, η οποία μάλιστα, όπως βεβαιώνει, νομίζω, το κοινόν λόγιον, είναι πράγμα γλυκύτατον, θα είμεθα εις θέσιν μετ' ολίγον να επιβάλωμεν. Ότι είναι εχθροί μας, και μάλιστα οι χειρότεροι των εχθρών μας, όλοι το γνωρίζετε. Διότι εξεστράτευσαν εναντίον της χώρας μας, όπως την υποδουλώσουν, και εάν το κατώρθωναν, οι μεν άνδρες μας θα υφίσταντο τας πλέον σκληράς τιμωρίας, τα παιδία και αι γυναίκες μας τας πλέον απρεπείς ύβρεις, ενώ η πόλις μας ολόκληρος θ' απέκτα το πλέον επονείδιστον όνομα. Ένεκα τούτου, κανείς δεν πρέπει να καμφθή, μήτε να νομίση κέρδος το να απέλθουν, χωρίς να εκτεθώμεν εις κίνδυνον. Διότι αυτό το ίδιον θα κάμουν και αν ακόμη νικήσουν. Αλλ' εάν, όπως αι περιστάσεις καθιστούν πιθανόν, πραγματοποιήσωμεν τας επιθυμίας μας, τιμωρούντες αυτούς και παραδίδοντες εις όλην την Σικελίαν εξησφαλισμένην την ελευθερίαν, την οποίαν είχε και προηγουμένως, ποίον ένδοξον κατόρθωμα! Πόσον σπάνιαι είναι αι επιχειρήσεις, όπως η παρούσα, κατά την οποίαν ελαχίστη μεν είναι η ζημία, εν περιπτώσει αποτυχίας, μέγιστον δε το κέρδος, εν περιπτώσει επιτυχίας!»

69.
Συστάσεις του Νικίου προς τους τριηράρχους
Μετά τους παραινετικούς τούτους λόγους, τους οποίους και οι στρατηγοί των Συρακουσίων μετά του Γυλίππου απηύθυναν προς τον στρατόν των, διέταξαν την επιβίβασιν επί των πλοίων, βλέποντες και τους Αθηναίους πράττοντας το αυτό. Ο Νικίας, εξ άλλου, τον οποίον η κατάστασις των πραγμάτων ετρόμαζε και ο οποίος έβλεπε πόσον μεγάλος και πόσον επικείμενος ήτο ο κίνδυνος (καθόσον τα πλοία από στιγμής εις στιγμήν έμελλαν να εκκινήσουν) εδοκίμασεν ό,τι συνήθως δοκιμάζουν οι άνθρωποι εις τας παραμονάς δυσκόλων αγώνων. Ενόμισε, δηλαδή, ότι αι ετοιμασίαι των όλαι ήσαν ατελείς εισέτι, και αι προς τον στρατόν παραινέσεις του όχι ακόμη επαρκείς. Διά τούτο, προσφωνών ένα έκαστον από τους τριηράρχους όχι μόνον με το όνομα του, αλλά και με το όνομα του πατρός του και της φυλής του, απήτει, από εκείνους, οι οποίοι είχαν οπωσδήποτε διακριθή δι' ανδραγαθίαν, να μη προδώσουν αυτήν, και από εκείνους, των οποίων οι πρόγονοι ήσαν επιφανείς, να μη αμαυρώσουν την κληρονομικήν των δόξαν. Υπενθύμιζε συγχρόνως εις αυτούς, ότι ήσαν πολίται της πλέον ελευθέρας πατρίδος και ότι ο ιδιωτικός βίος εκάστου ήτο εξησφαλισμένος εντός αυτής από πάσαν έξωθεν επέμβασιν. Προσέθεσεν ακόμη, όσα όμοια περίπου εκάστοτε λέγουν οι άνθρωποι εις τοιαύτας περιστάσεις, επικαλούμενοι το καθήκον προς τας γυναίκας και τα τέκνα και τους πατρίους θεούς, καθόσον, κρίνοντες αυτά χρήσιμα εις την παρούσαν φοβεράν στιγμήν, τα επικαλούνται, χωρίς ν' αποτρέπωνται εκ του φόβου μήπως θεωρηθούν λέγοντες τετριμμένα πράγματα. Όταν ο Νικίας σννεβούλευσεν όσα ενόμισεν απολύτως απαραίτητα μάλλον παρά επαρκή, απεσύρθη και ωδήγησε τον στρατόν της ξηράς πλησίον της θαλάσσης, όπου παρέταξεν αυτόν εις όσον το δυνατόν μεγαλητέραν έκτασιν, όπως συντελέση εις την μεγαλητέραν δυνατήν ενθάρρυνσιν των επιβαινόντων του στόλου. Ο Δημοσθένης, ο Μένανδρος και ο Ευθύδημος, οι οποίοι επεβιβάσθησαν ως αρχηγοί του στόλου, εκκινήσαντες από το ορμητήριον των, έπλεαν κατ' ευθείαν προς το κλειστόν στόμιον του λιμένος, θέλοντες να εκβιάσουν τον έκπλουν προς την ανοικτήν θάλασσαν διά της αφεθείσης εξόδου.

70.
Οι δύο στόλοι ναυμαχούν. Οι Αθηναίοι υφίστανται συντριπτικήν ήτταν
Αλλ' ο στόλος των Συρακουσίων και των συμμάχων, συγκείμενος από τον ίδιον περίπου αριθμόν πλοίων, όπως και προηγουμένως, είχεν ήδη εκπλεύσει προ αυτών. Μία μοίρα του στόλου αυτού εφύλαττε πλησίον της εξόδου του λιμένος, ενώ ο λοιπός ήτο παρατεταγμένος εντός αυτού εις σχήμα κύκλου, διά να είναι εις θέσιν να επιτίθεται κατά των Αθηναίων εξ όλων των σημείων διά μιας, και συγχρόνως ο στρατός της ξηράς έσπευδεν εις βοήθειαν του, οπουδήποτε τα πλοία προσήγγιζαν εις την παραλίαν. Αρχηγοί του στόλου των Συρακουσίων ήσαν ο Σικανός και ο Αγάθαρχος, διοικούντες έκαστος ανά μίαν των πτερύγων αυτού, ενώ ο Πυθήν, επί κεφαλής της Κορινθιακής μοίρας, κατείχε το μέσον. Όταν οι Αθηναίοι, πλέοντες, προσήγγισαν εις το κλειστόν στόμιον του λιμένος, ενίκησαν διά της πρώτης ορμής της επιθέσεως των τα εκεί παρατεταγμένα εχθρικά πλοία, και προσεπάθουν να κόψουν τας αλύσσεις, που έκλειαν το άνοιγμα. Αλλ' όταν μετ' ολίγον οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι επετέθησαν κατ' αυτών εξ όλων των σημείων, η ναυμαχία δεν περιωρίζετο πλέον πλησίον του κλειστού στομίου μόνον, αλλ' επεξετάθη καθ' όλον τον λιμένα, και διεξήγετο με πείσμα μεγαλήτερον από κάθε άλλην προηγουμένην. Διότι και η προθυμία των ναυτών, όπως κωπηλατούν προς επίθεσιν, οσάκις εδίδετο διαταγή, ήτο μεγάλη, όπως και η άμιλλα περί τον τακτικόν χειρισμόν, και ο ανταγωνισμός των πρωρέων προς αλλήλους. Και οι επιβαίνοντες στρατιώται, οσάκις το πλοίον των συνεκρούετο με πλοίον εχθρικόν, κατέβαλλαν πάσαν προσπάθειαν, όπως ο επί του καταστρώματος αγών μη διεξάγεται κατά τρόπον τεχνικώς υποδεέστερον από τας άλλας υπηρεσίας. Και έκαστος, τωόντι, εφιλοτιμείτο ν' αναδειχθή πρώτος αυτός εις την θέσιν που είχε ταχθή. Επειδή όμως πολλά πλοία συνεκρούσθησαν εντός στενού χώρου (διότι ουδέποτε μεγαλήτεροι στόλοι εναυμάχησαν εις στενώτερον χώρον, αφού ο αριθμός των πλοίων των δύο στόλων ομού ολίγον υπελείπετο των διακοσίων), αι μεν διά του εμβόλου επιθέσεις ήσαν σπάνιαι, ως εκ της αδυναμίας της ανακρούσεως πρύμνας ή της διασπάσεως της εχθρικής παρατάξεως, αλλ' αι τυχαίαι συγκρούσεις ήσαν συχνότεροι, καθόσον τα πλοία, επιδιώκοντα να φύγουν ή να επιτεθούν κατ' άλλων, συνεκρούοντο τα μεν προς τα δε. Εφόσον εκάστοτε εν πλοίον έπλεεν εναντίον άλλου, οι επιβαίνοντες του τελευταίου τούτου στρατιώται έρριπτον κατ' αυτού από των καταστρωμάτων βροχήν βελών και ακοντίων και λίθων. Όταν όμως τα δύο πλοία συνεπλέκοντο άπαξ, οι πεζοναύται, ερχόμενοι εις χείρας, προσεπάθουν να επιβούν επί του αντιπάλου πλοίου. Και ούτως, ένεκα της στενοχωρίας, συνέβαινεν εις πολλά σημεία, ότι, ενώ πλοία του ενός στόλου επετίθεντο δι' εμβόλου κατά πλοίων εχθρικών και τα διετρύπων, αντίπαλα πλοία διετρύπων αντιθέτως αυτά, διά του ιδικού των εμβόλου, ώστε δύο, και ενίοτε περισσότερα, πλοία ευρίσκοντο ενίοτε περιπεπλεγμένα διά των εμβόλων πέριξ ενός, ενώ οι πρωρείς περιήρχοντο εις την ανάγκην να προφυλάσσωνται από το εν μέρος και να επιτίθενται, κατόπιν σχεδίου, από το άλλο, και μάλιστα όχι προς εν μόνον σημείον, αλλά προς πολλά συγχρόνως, καθ' όλας τας διευθύνσεις. Ο κρότος, εξ άλλου, ο οποίος προήρχετο φοβερός από τόσα συγκρουόμενα πλοία, εγέννα κατάπληξιν και δεν άφινε ν' ακουσθούν τα παραγγέλματα των κελευστών των δύο στόλων των οποίων αι παρορμήσεις και αι κραυγαί εσηκώνοντο διάτοροι, είτε προς μετάδοσιν παραγγελμάτων, είτε ως εκ της εξάψεως της στιγμής. Και οι μεν κελευσταί του Αθηναϊκού στόλου εκραύγαζον προς τους άνδρας των να εκβιάσουν τον έκπλουν, και αν ποτέ εις το παρελθόν ενέτειναν τας προσπάθειας των εις το άκρον, να πράξουν τούτο άλλην μίαν φοράν σήμερον, χάριν εξασφαλίσεως της ευτυχούς επανόδου εις την πατρίδα. Οι κελευσταί του στόλου των Συρακουσίων και των συμμάχων, εξ άλλου, εκραύγαζον προς τους άνδρας των, ότι θα επιτελέσουν ένδοξον κατόρθωμα, αν εμποδίσουν τον εχθρόν να διαφύγη, και έκαστος διά της νίκης του συντελέση υπέρ του μεγαλείου της πατρίδος του. Συγχρόνως οι αρχηγοί των δύο στόλων, εάν έβλεπαν κανένα πουθενά ανακρούοντα πρύμναν άνευ αναποτρέπτου ανάγκης, απηυθύνοντο ονομαστί προς τον τριήραρχον, ερωτώντες αυτόν οι μεν Αθηναίοι, εάν υποχωρή, διότι θεωρεί ήδη την γην των χειρίστων εχθρών των περισσότερον ιδικήν των από την θάλασσαν, την κυριαρχίαν της οποίας είχαν αποκτήσει διά τόσων μόχθων και αγώνων, οι δε Συρακούσιοι εάν, ενώ γνωρίζει ασφαλώς, ότι οι Αθηναίοι επιδιώκουν διά παντός τρόπου να διαφύγουν, αυτός φεύγει αυτούς φεύγοντας.

71. Εφόσον η ναυμαχία εξηκολούθει αμφίρροπος, ο στρατός των δύο μερών παρηκολούθει αυτήν εκ της ξηράς υφιστάμενος σφοδρόν αγώνα αλληλοσυγκρουόμενων ψυχικών παραστάσεων, οι Συρακούσιοι, ποθούντες την απόκτησιν μεγαλητέρας ακόμη δόξης, οι Αθηναίοι, φοβούμενοι μήπως επιδεινωθή η σημερινή των κατάστασις. Επειδή όλας των τας ελπίδας οι Αθηναίοι είχαν αναθέσει εις τον στόλον, ο φόβος των περί του μέλλοντος ήτο μεγαλήτερος παρά ποτέ άλλοτε, και επειδή αι τύχαι της ναυμαχίας ενηλλάσσοντο, το αυτό κατ' ανάγκην συνέβαινε και εις τας περί αυτής εντυπώσεις των εκ της ξηράς. Διότι, ευρισκόμενοι παρά πολύ πλησίον των γινομένων, και κυττάζοντες προς διάφορα σημεία έκαστος, οσάκις μερικοί ήθελαν ίδει πουθενά τους ιδικούς των επικρατούντας, ανελάμβαναν θάρρος και ήρχιζαν απευθύνοντες επικλήσεις προς τους θεούς, όπως μη τους ματαιώσουν την ελπίδα της αισίας παλινοστήσεώς των. Άλλοι πάλιν, βλέποντες εις άλλο σημείον της ναυμαχίας ηττωμένους τους ιδικούς των, εξέφεραν κραυγάς και ολοφυρμούς, ενώ συγχρόνως η θέα των γινομένων κατέβαλλε το φρόνημα των περισσότερον από το των μαχομένων. Και πάλιν άλλοι, των οποίων το βλέμμα προσηλώνετο εις σημείον, όπου η ναυμαχία ήτο αμφίρροπος, ευρίσκοντο εις χειροτέραν από τους άλλους αγωνίαν διά το επί μακρόν αναποφάσιστον της πάλης, αντικατοπτρίζοντες εις αυτάς ταύτας τας περιδεείς κινήσεις του σώματος των, τας κινήσεις και εναλλαγάς των αισθημάτων των, διότι ανά πάσαν στιγμήν είχαν το αίσθημα, ότι ή παρά τρίχα θα σωθούν ή παρά τρίχα θα χαθούν. Και εφόσον η νίκη ήτον αναποφάσιστος ημπορούσε κανείς εις ένα και τον αυτόν στρατόν, τον Αθηναϊκόν, ν' ακούση συγχρόνως όλα, ολοφυρμούς, αλαλαγμούς, «νικώμεν», «χανόμεθα» και κάθε άλλο είδος κραυγών, αι οποίαι δεν ημπορούν να λείψουν από το μέσον πολυαρίθμου στρατού, ευρισκομένου εις μεγάλον κίνδυνον. Ανάλογος ήτο και η αγωνία των επιβαινόντων του στόλου Αθηναίων, μέχρις ότου τέλος, μετά πάλην, επί μακρόν παραταθείσαν, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι των εξηνάγκασαν τους Αθηναίους εις υποχώρησιν, και μη δίδοντες εις αυτούς ούτε στιγμήν ν' ανασάνουν, τους κατεδίωξαν θριαμβευτικώς μέχρι της παραλίας, παροτρυνόμενοι αμοιβαίως διά μεγάλων κραυγών. Και τότε τα μεν πληρώματα των πλοίων, όσα δεν εκυριεύθησαν, ενώ ακόμη έπλεαν, έρριψαν αυτά εις διάφορα σημεία της παραλίας και εξορμήσαντες εξ αυτών έσπευδαν να σωθούν εις το στρατόπεδον. Εις τον στρατόν των της ξηράς πάλιν την τέως διάφορον των αισθημάτων διεδέχθησαν ήδη, ως από γενικού συνθήματος, οδυρμοί και στεναγμοί, και πάντες μόλις δυνάμενοι να υποφέρουν τα συμβαίνοντα, άλλοι μεν έσπευδαν εις βοήθειαν των πλοίων, άλλοι προς φύλαξιν του υπολειφθέντος μέρους του τείχους, και άλλοι (και αυτοί ήσαν οι περισσότεροι) ήρχισαν να σκέπτωνται περί εαυτών και των μέσων της σωτηρίας των. Ο επικρατήσας κατά την στιγμήν εκείνην μεταξύ των Αθηναίων πανικός ήτο μεγαλήτερος από εκείνον, τον οποίον επροκάλεσεν οιαδήποτε προηγουμένη ατυχία. Η συμφορά των ωμοίαζε πολύ προς εκείνην, την οποίαν αυτοί είχαν προξενήσει εις άλλους εις την Πύλον. Όπως εκεί, μετά την καταστροφήν των πλοίων των Λακεδαιμονίων, έπρεπε και οι την Σφακτηρίαν διαβάντες στρατιώται των να θεωρηθούν δι' αυτούς χαμένοι, ομοίως και τώρα οι Αθηναίοι δεν είχαν καμμίαν ελπίδα, ότι ημπορούν να διασωθούν υποχωρούντες διά ξηράς, εκτός αν επήρχετο κανέν εντελώς απροσδόκητον γεγονός.

72.
Οι Αθηναίοι αναβάλλουν την άμεσον εκτέλεσιν της αποφασισθείσης αναχωρήσεως των
Ούτω, μετά ναυμαχίαν πεισματώδη και πολλάς εκατέρωθεν απωλείας εις πλοία και εις άνδρας, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι των ενίκησαν, και αφού συνέλεξαν τα ναυάγια και τους νεκρούς, απέπλευσαν εις την πόλιν, όπου έστησαν τρόπαιον. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, υπό την εντύπωσιν του μεγέθους της συμφοράς, ούτε εσκέπτοντο καν να ζητήσουν βραχείαν ανακωχήν προς παραλαβήν των νεκρών και των ναυαγίων των, αλλ' εσκέπτοντο ν' αναχωρήσουν αμέσως, κατά την διάρκειαν της νυκτός. Ο Δημοσθένης, ελθών προς τον Νικίαν, επρότεινε να εξοπλίσουν πάλιν τα υπολειπόμενα πλοία και αποπειραθούν, κατά τα εξημερώματα, να εκβιάσουν, ει δυνατόν, τον έκπλουν, λέγων ότι έχουν ακόμη περισσότερα πλεύσιμα πλοία από τον εχθρόν, διότι εις μεν τους Αθηναίους υπελείποντο εξήντα πλοία, ενώ εις τους εναντίους ολιγώτερα των πενήντα. Ο Νικίας ενέκρινε την πρότασιν. Αλλ' όταν αμφότεροι ηθέλησαν να εξοπλίσουν τα πλοία, οι ναύται ηρνήθησαν να επιβιβασθούν, διότι και κατάπληκτοι ήσαν ακόμη από την ήτταν, και δεν επίστευαν, ότι θα ημπορούσαν πλέον να νικήσουν. Και έτσι συνεφώνησαν όλοι πλέον ν' αναχωρήσουν διά ξηράς.

73. Αλλ' ο Συρακούσιος Ερμοκράτης, υποπτευθείς το σχέδιόν των, και φοβηθείς τας συνεπείας, τας οποίας θα είχεν η διά ξηράς υποχώρησις τόσον πολυαρίθμου στρατού, και η εγκατάστασις αυτού εις άλλο μέρος της Σικελίας, προς τον σκοπόν της επαναλήψεως των εχθροπραξιών, προσήλθε προς τους εν τέλει και εισηγήθη εις αυτούς την γνώμην, ότι δεν πρέπει να επιτρέψουν εις τους Αθηναίους, ν' αποσυρθούν διαρκούσης της νυκτός (εκθέσας τους λόγους της γνώμης του ταύτης), αλλ' ότι όλος ο στρατός των Συρακουσίων και των συμμάχων πρέπει να εξέλθη της πόλεως αμέσως, διά να απόφραξη την διάβασιν των οδών, διά κατασκευής εγκαρσίων τοίχων, και προφθάση να καταλάβη και φύλαξη τας στενοπορείας. Οι εν τέλει συνεμερίζοντο καθ' ολοκληρίαν την γνώμην του και ήθελαν να λάβουν τα μέτρα ταύτα, αλλ' επειδή οι στρατιώται δεν είχαν ακόμη κατορθώσει ν' αναπαυθούν επαρκώς, όπως επεθύμουν, μετά τόσον μεγάλην μάχην, και ήτο συγχρόνως εορτή (διότι κατ' αυτήν ακριβώς την ημέραν οι Συρακούσιοι έτυχε να προσφέρουν θυσίαν εις τον Ηρακλή), επίστευαν, ότι θα ήτο δύσκολον να πεισθούν να υπακούσουν εις τας διαταγάς των. Καθόσον, ως εκ της μεγάλης χαράς των, ένεκα, της νίκης οι περισσότεροι, μετέχοντες της εορτής, είχαν τραπή εις οινοποσίαν, και διά τούτο οι άρχοντες, ως έλεγαν, επίστευαν, ότι οι στρατιώται ημπορούσαν να υπακούσουν εις πάσαν άλλην διαταγήν μάλλον παρά εις το να λάβουν τα όπλα και εξέλθουν της πόλεως την στιγμήν εκείνην. Η δυσκολία αύτη εφαίνετο ανυπέρβλητος εις τους εν τέλει και ο Ερμοκράτης δεν ημπορούσε πλέον να τους κάμη να μεταβάλουν γνώμην. Ως εκ τούτου, φοβούμενος μήπως οι Αθηναίοι προφθάσουν να διέλθουν διαρκούσης της νυκτός τας πλέον δυσκόλους διαβάσεις, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν, κατέφυγεν ο ίδιος εις το εξής στρατήγημα. Όταν ήρχισε να σκοτεινιάζη, απέστειλεν εις το Αθηναϊκόν στρατόπεδον υπό συνοδείαν Ιππέων μερικούς φίλους του, οι οποίοι, πλησιάσαντες εις απόστασιν, από την οποίαν ημπορούσαν ν' ακουσθούν, και προσποιηθέντες τους φίλους των Αθηναίων (διότι υπήρχαν μερικοί, οι οποίοι επληροφόρουν τον Νικίαν περί των συμβαινόντων εις τας Συρακούσας) παρήγγειλαν αυτούς να ειδοποιήσουν τον Νικίαν να μη αποσύρη τον στρατόν διαρκούσης της νυκτός, διότι τάχα οι Συρακούσιοι εφύλατταν τους δρόμους, αλλά ν' αναχώρηση κατά την διάρκειαν της ημέρας, αφού ετοιμασθή με την ησυχίαν του. Αφού δ' ανεκοίνωσαν αυτά, απήλθαν και όσοι τους ήκουσαν τα μετέδωσαν εις τους αρχηγούς του Αθηναϊκού στρατού.

74. Ούτως, οι Αθηναίοι, ένεκα της ειδήσεως ταύτης, της οποίας την ειλικρίνειαν δεν υπωπτεύθησαν, ανέβαλαν την αναχώρησιν των κατά την νύκτα εκείνην. Και αφού άπαξ, ένεκα του λόγου τούτου, δεν ανεχώρησαν αμέσως, απεφάσισαν να περιμείνουν και την ακόλουθον ημέραν, όπως οι στρατιώται συσκευάσουν, όπως ημπορούσαν καλλίτερα, τα πλέον χρήσιμα πράγματα, και αναχωρήσουν, αφού παραλάβουν όσα μόνον εκ των απαραιτήτων διά την ζωήν ημπορούσαν να κρατούν επάνω των, εγκαταλείποντες όλα τ' άλλα. Αλλ' οι Συρακούσιοι αρχηγοί και ο Γύλιππος εξήλθαν πριν απ' αυτούς με τον στρατόν της ξηράς και όχι μόνον έφραξαν τους δρόμους εις τα μέρη, από τα οποία ήτο πιθανόν ότι θα περάσουν οι Αθηναίοι, αλλά και εις τας διαβάσεις των ρυάκων και των ποταμών ετοποθέτησαν αποσπάσματα προς φύλαξιν και παρετάχθησαν εις το μέρος, όπου έκριναν καταλληλότερον, διά να περιμείνουν τον εχθρόν και τον εμποδίσουν να περάση, ενώ με τα πλοία των επλησίασαν εις την παραλίαν και ερρυμούλκησαν εκ του αιγιαλού τα Αθηναϊκά πλοία. Οι Αθηναίοι, όπως είχαν προαποφασίσει, έκαυσαν μερικά εξ αυτών, τα περισσότερα όμως προσέδεσαν οι Συρακούσιοι, με την ησυχίαν των και χωρίς κανείς να δοκιμάση να τους εμποδίση, το καθέν εις το μέρος όπου είχεν εξοκείλει και τα ερρυμούλκησαν εις την πόλιν.

 

[Προηγούμενα] [Συνέχεια βιβλίου]