|
75.
Αναχώρησις των Αθηναίων διά ξηράς την μεθεπομένην της ναυμαχίας
|
Την μεθεπομένην της ναυμαχίας, όταν ο Νικίας και ο Δημοσθένης εθεώρησαν, ότι αι ετοιμασίαι είχαν συμπληρωθή, ο στρατός εξεκίνησε τέλος. Η κατάστασις των Αθηναίων ήτον αληθώς τρομερά, όχι μόνον από της απόψεως, ότι απήρχοντο, αφού είχαν χάσει ολόκληρον τον στόλον των, και αντί των μεγάλων ελπίδων, με τας οποίας είχαν έλθει, δεν υπελείποντο εις αυτούς παρά κίνδυνοι μόνον διά το κράτος των και τους εαυτούς των, αλλά και δι' όσα έτυχε ν' αντιληφθή έκαστος κατά την εγκατάλειψιν του στρατοπέδου, οδυνηρά διά τους οφθαλμούς και του σώματος και της ψυχής. Διότι επειδή οι νεκροί έμεναν άταφοι, οσάκις κανείς ήθελεν ίδει επί του εδάφους το πτώμα κανενός εκ των ιδικών του, εβυθίζετο εις λύπην, ανάμικτον με φόβον, ενώ οι ασθενείς και τραυματίαι, οι οποίοι εγκατελείποντο ζώντες, ήσαν διά τους ζώντας πολύ μεγαλητέρα αιτία λύπης ή οι αποθανόντες και ήσαν δυστυχέστεροι από τους πεσόντας. Διότι διά των ικεσιών και των θρήνων, εις τους οποίους κατέφευγαν, έφεραν τους απερχόμενους εις φοβεράν αμηχανίαν. Εζήτουν να τους πάρουν μαζύ τους και εκάλουν ονομαστί κάθε φίλον και συγγενή που έβλεπαν. Εκρεμνώντο επάνω εις τους συντρόφους των του καταυλισμού, την στιγμήν που εκείνοι έφευγαν και τους ηκολούθουν εφόσον ημπορούσαν, όταν δ' αι σωματικαί και αι ψυχικαί δυνάμεις των τους επρόδιδαν, απεσπώντο, εκφέροντες επικλήσεις προς τους θεούς και οιμωγάς, μόλις ακουομένας πλέον. Ως εκ τούτου, ο στρατός ολόκληρος, με οφθαλμούς πλημμυρισμένους από δάκρυα και μη γνωρίζοντες τί να κάμουν, μετά δυσκολίας απεφάσιζαν να ξεκινήσουν, μολονότι επρόκειτο ν' αφίσουν χώραν εχθρικήν, και τα δεινά που είχαν ήδη υποφέρει και τα δεινά που τους επεφύλαττε το άδηλον μέλλον ήσαν τοιαύτα, οποία οσαδήποτε δάκρυα δεν ημπορούσαν ν' ανακουφίσουν. Επεκράτει ωσαύτως κατήφεια και εντροπή διά την θέσιν, εις την οποίαν είχαν περιέλθει. Ενόμιζε κανείς, τωόντι, ότι απετέλουν ουσιαστικώς όχι στρατόν, άλλα τον διαφεύγοντα πληθυσμόν πόλεως, παραδοθείσης μετά μακράν πολιορκίαν, και μάλιστα πόλεως μεγάλης. Διότι το όλον πλήθος των συναπερχομένων δεν ήτο μικρότερον των σαράντα χιλιάδων. Και όχι μόνον οι άλλοι εβάσταζαν ό,τι καθένας ημπορούσε, αλλά και οι οπλίται και οι ιππείς, παρά την επικρατούσαν δι' αυτούς τουλάχιστον συνήθειαν, εσήκωναν οι ίδιοι τα τρόφιμα των, άλλοι μεν δι' έλλειψιν υπηρετών και άλλοι ένεκα δυσπιστίας προς αυτούς, καθ' όσον πολλοί εκ τούτων είχαν αυτομολήσει και προηγουμένως, αλλ' οι πλείστοι, αμέσως μετά την τελευταίαν ήτταν. Αλλά και τα τρόφιμα αυτά ήσαν ανεπαρκή, διότι αι τροφαί του στρατοπέδου είχαν εξαντληθή. Και η άλλη αθλιότης, μολονότι το γεγονός, ότι όλοι εσυμμερίζοντο εξ ίσου το κακόν, έφερεν, όπως κάθε κοινή μετ' άλλων συμφορά, κάποιαν ανακούφισιν, ήτον εν τούτοις δυσβάστακτος εις την παρούσαν περίστασιν, όταν ιδίως εσυλλογίζοντο από ποίαν λαμπρότητα και δόξαν των πρώτων ημερών είχαν καταλήξει εις τοιαύτην κατάπτωσιν. Καθ' όσον ουδέποτε, πράγματι, Ελληνικόν στράτευμα υπέστη τοιαύτην μετάπτωσιν τύχης. Ενώ είχαν έλθει διά να υποδουλώσουν άλλους, κατήντησε να φεύγουν εκ φόβου μήπως μάλλον αυτοί αντιθέτως υποδουλωθούν. Αντί των ευχών και των παιάνων, υπό την συνοδείαν των οποίων είχαν εκπλεύσει εκ Πειραιώς, εξεκίνουν τώρα αντιθέτως, ακούοντες λόγους δυσοιώνους. Αντί να επιβαίνουν στόλου ως ναύται, επορεύοντο ήδη πεζή, όλας των τας ελπίδας αναθέτοντες εις τους οπλίτας αντί του στόλου. Και όμως, ένεκα του μεγέθους του επικρεμαμένου ακόμη κινδύνου, όλα αυτά εφαίνοντο εις αυτούς ανεκτά.
76. Ο Νικίας, βλέπων την πλήρη μεταβολήν των αισθημάτων του στρατού και την επικρατούσαν αποθάρρυνσιν, διήρχετο προ των γραμμών των στρατιωτών, ενθαρρύνων και παραμυθών αυτούς όπως ημπορούσε και υψώνων την φωνήν επί μάλλον και μάλλον, καθόσον επροχώρει από μιας εις άλλην γραμμήν στρατιωτών, εμφορούμενος από μεγάλον ζήλον και επιθυμών να φανή χρήσιμος, ακουσμένος δ' ένεκα της υψώσεως της φωνής του από όσον το δυνατόν περισσοτέρους, έλεγε προς αυτούς τα εξής.
77. «Και υπό τας παρούσας ακόμη περιστάσεις, Αθηναίοι και σύμμαχοι, οφείλετε να μη χάνετε τας ελπίδας σας, αφού, ως είναι γνωστόν, και άλλοι εσώθησαν από κινδύνους μεγαλητέρους από αυτούς εδώ, και να μη μέμφεσθε υπερβολικά τους εαυτούς σας, μήτε διά την ήτταν σας, μήτε διά τας παρούσας αδίκους κακοπαθείας σας. Και εγώ, άλλωστε, ο οποίος ούτε δυνατώτερος από κανένα σας είμαι (βλέπετε τουναντίον εις ποίαν κατάστασιν περιήλθα ένεκα της ασθενείας μου) και ο οποίος εθεωρούμην, νομίζω, ουδενός άλλου κατώτερος, όσον άφορα την καλήν μου τύχην εις τον ιδιωτικόν και δημόσιον βίον, ευρίσκομαι ήδη εκτεθειμένος εις τους ιδίους κινδύνους, όπως και ο τελευταί
ος στρατιώτης. Και όμως εξετέλεσα μετ' ακριβείας το καθήκον μου προς τους θεούς και εις τας μετά των ανθρώπων σχέσεις μου υπήρξα δίκαιος και ανεπίληπτος. Ένεκα τούτου και η ελπίς μου διά το μέλλον μένει, παρ' όλα πλέον ταύτα, ακλόνητος και αι ατυχίαι δεν με φοβίζουν, όσον θα ενόμιζε κανείς ότι έπρεπε να με φοβίζουν. Ίσως άλλωστε και να καταπαύσουν, διότι και ο εχθρός ηυτύχησε αρκετά και εάν διά της εκστρατείας μας εκινήσαμεν τον φθόνον κανενός θεού, αρκετά πλέον έχομεν τιμωρηθή. Διότι και άλλοι, ως γνωστόν, επέδραμαν ξένας χώρας, και αφού έπραξαν όσα άνθρωποι φυσικόν είναι να πράξουν, έπαθαν όσα ημπορούν να υποφέρουν άνθρωποι. Διά τούτο είναι φυσικόν να ελπίζωμεν και ημείς τώρα, ότι οι θεοί θα μαλαχθούν απέναντι μας, αφού κατηντήσαμεν να είμεθα άξιοι του οίκτου των μάλλον παρά του φθόνου των. Ρίψατε το βλέμμα σας γύρω και ιδήτε πόσον εξαίρετοι και πόσον πολυάριθμοι και καλώς συντεταγμένοι οπλίται προελαύνετε και μη καταλαμβάνεσθε από υπερβολικόν φόβον. Σκεφθήτε ακόμη, ότι οπουδήποτε και αν στρατοπεδεύσετε, αποτελείτε αμέσως και μόνοι σας πόλιν και ότι καμμία άλλη από τας πόλεις της Σικελίας δεν θα ημπορούσε ούτε ν' αποκρούση ευκόλως ενδεχομένην επίθεσιν σας, ούτε να σας εκτοπίση από το μέρος, όπου ηθέλατε άπαξ εγκατασταθή. Οφείλετε οι ίδιοι να φροντίσετε περί της ασφαλείας και της τάξεως της πορείας σας και ας μη λησμονήση κανείς από σας, ότι ο τόπος, εις τον οποίον ήθελεν αναγκασθή να πολεμήση, ημπορεί ν' αποτελέση δι' αυτόν, εάν νικήση, και πατρίδα και φρούριον. Οφείλομεν να επιταχύνωμεν την πορείαν μας και νύκτα και ημέραν, Διότι τα τρόφιμα μας είναι περιωρισμένα και εάν φθάσωμεν εις οιονδήποτε φιλικόν μέρος της χώρας των Σικελών, οι οποίοι, ένεκα φόβου των Συρακουσίων, μας είναι ακόμη πιστοί, ημπορείτε πλέον να θεωρήσετε, ότι είσθε ασφαλείς. Εμηνύσαμεν άλλωστε προς αυτούς και να έλθουν εις προϋπάντησιν μας και να φέρουν συγχρόνως τρόφιμα. Με δυό λόγια, στρατιώται, οφείλετε να γνωρίζετε, ότι είσθε υποχρεωμένοι να δειχθήτε γενναίοι, αφού δεν υπάρχει πλησίον εδώ τόπος, εις τον όποιον να ημπορήτε να καταφύγετε και σωθήτε, εάν δειχθήτε δειλοί. Και ακόμη, ότι, εάν διαφύγετε τώρα τους εχθρούς σας, οι μεν άλλοι θα επιτύχετε να επανίδετε ό, τι επιθυμεί έκαστος, οι δε Αθηναίοι θ' αναστηλώσετε την καταπεσούσαν δύναμιν της πόλεως. Διότι οι άνδρες αποτελούν τας πόλεις και όχι τείχη και πλοία κενά ανδρών. »
78.
Οι Συρακούσιοι παρενοχλούν διαρκώς τους υποχωρούντας Αθηναίους
|
Ενώ απηύθυνε τας παραινέσεις ταύτας, ο Νικίας μετέβαινε συγχρόνως από ενός τμήματος του στρατού εις άλλο και οπουδήποτε έβλεπε κενά ή στρατιώτας βαδίζοντας έξω της τάξεως, συνήγεν αυτούς και τους επανέφερεν εις την τάξιν. Το αυτό έπραττε και ο Δημοσθένης διά τα πλησίον του και υπό την διοίκησιν του στρατεύματα, ενώ απηύθυνε προς αυτά ομοίας περίπου παραινέσεις. Το στράτευμα εβάδιζε διηρημένον εις δύο μεραρχίας σχήματος τετραπλεύρου, της μεν ηγουμένης, υπό την διοίκησιν του Νικίου, της δε επομένης, υπό την διοίκησιν του Δημοσθένους. Οι οπλίται, οι οποίοι κατείχαν τας τέσσαρας πλευράς του τετραπλεύρου, περιέκλειαν εντός αυτού τας μεταγωγικάς υπηρεσίας και το λοιπόν πλήθος. Όταν έφθασαν εις την διάβασιν του πόταμου Ανάπου, ευρήκαν εκεί τους Συρακουσίους και τους συμμάχους παρατεταγμένους, τους απώθησαν, έγιναν κύριοι της διαβάσεως και εξηκολούθησαν την πορείαν των προς τα εμπρός. Οι Συρακούσιοι τους παρηνώχλουν διαρκώς, το μεν ιππικόν περιϊπεύον, οι δε ψιλοί βάλλοντες δι' ακοντίων. Οι Αθηναίοι, αφού επροχώρησαν κατά την ημέραν ταύτην, σαράντα περίπου σταδίους, κατηυλίσθησαν επί τινος υψώματος. Την επομένην πρωΐαν συνέχισαν την πορείαν των και προχωρήσαντες είκοσι περίπου σταδίους, κατέβησαν εις επίπεδον χώρον, όπου εστρατοπέδευσαν, διότι του μέρους όντος κατωκημένου, ήθελαν να λάβουν τροφάς από τας οικίας και παραλάβουν και προμήθειαν ύδατος εκείθεν, διότι η οδός, την οποίαν έμελλαν ν' ακολουθήσουν, εστερείτο, εις διάστημα πολλών σταδίων, επαρκούς τοιούτου. Αλλ' εν τω μεταξύ, προελάσαντες οι Συρακούσιοι, ησχολούντο κατασκευάζοντες χαράκωμα, διά του οποίου απέφρασσαν την δίοδον που έπρεπε να διέλθουν και η οποία ευρίσκετο επί λόφου αποτόμου, φέροντος το όνομα "Ακραίον Λέπας" (Άδενδρον Ύψωμα), εκατέρωθεν του οποίου υπήρχε κρημνώδης χαράδρα. Την επιούσαν, οι Αθηναίοι συνέχισαν την πορείαν των, αλλ' οι πολυάριθμοι ιππείς και ακοντισταί των Συρακουσίων και των συμμάχων εμπόδιζαν αυτούς από τα δύο μέρη, ούτοι μεν ρίπτοντες ακόντια, εκείνοι δε παριππεύοντες κατά μήκος των πλευρών της.
Οι Αθηναίοι εξηκολούθησαν μαχόμενοι επί πολύ, αλλ' επί τέλους ηναγκάσθησαν να αποχωρήσουν εις το ίδιον στρατόπεδον της προηγουμένης νυκτός. Δεν ευρήκαν όμως πλέον όσα τρόφιμα την προτεραίαν, διότι το εχθρικόν ιππικόν εμπόδιζεν αυτούς ν' απομακρύνωνται του στρατοπέδου, προς συλλογήν τοιούτων.
79. Την επομένην πρωΐαν εξεκίνησαν πάλιν, επαναλαβόντες την πορείαν των, και προήλασαν εσπευσμένως, διά να φθάσουν εις τον λόφον όπου η δίοδος είχε φραχθή. Εκεί ευρήκαν ενώπιον των το πεζικόν των Συρακουσίων, παρατεταγμένον όπισθεν του χαρακώματος εις βαθείαν φάλαγγα, ένεκα της στενότητος της θέσεως. Οι Αθηναίοι επετέθησαν ζητούντες να καταλάβουν το χαράκωμα. Αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι ήσαν πολυάριθμοι, έβαλλαν εναντίον των από τας κλιτύας του λόφου, αι οποίαι είναι απότομοι, και, ως είναι φυσικόν, τα άνωθεν ριπτόμενα βλήματα τους έφθαναν ευκολώτερα. Ως εκ τούτου, οι Αθηναίοι, μη δυνάμενοι να εκβιάσουν την διάβασιν, απεσύρθησαν και ανεπαύοντο. Συνέβη όμως συγχρόνως, όπως συνήθως, κατά την ώραν ταύτην του έτους, ήτοι την προσέγγισιν του φθινοπώρου, καταιγίς μετά βροντών και βροχής, ένεκα της οποίας οι Αθηναίοι απεθαρρύνθησαν έτι μάλλον, θεωρήσαντες ότι όλα αυτά γίνονται κατά θείον θέλημα, διά την καταστροφήν των. Ενώ δ' ανεπαύοντο, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι απέστειλαν απόσπασμα στρατού, όπως αποκλείση αυτούς και εκ των όπισθεν, διά της κατασκευής
τείχους εγκαρσίως του δρόμου, διά του οποίου είχαν προελάσει. Αλλ' οι Αθηναίοι απέστειλαν ιδικόν των απόσπασμα και εματαίωσαν την πραγματοποίησιν του σχεδίου. Κατόπιν τούτου, ολόκληρος ο Αθηναϊκός στρατός απεσύρθη προς το μάλλον πεδινόν μέρος, όπου και κατηυλίσθη. Την επομένην ήρχισαν πάλιν προελαύνοντες, αλλ' οι Συρακούσιοι τους περιεκύκλωσαν και τους επετίθεντο πανταχόθεν, κατατραυματίζοντες πολλούς. Και οσάκις μεν οι Αθηναίοι προέβαιναν εις επίθεσιν, αυτοί απεσύροντο, οσάκις δε υπεχώρουν, εκείνοι επετίθεντο, επιπίπτοντες ιδίως κατά των ευρισκομένων εις την οπισθοφυλακήν και ελπίζοντες, εάν κατώρθωναν να τρέψουν εις φυγήν τμήμα αυτών, να ενσπείρουν τον πανικόν εις ολόκληρον το στράτευμα. Οι Αθηναίοι αντεστάθησαν επί μακρόν εις τας τοιούτου είδους επιθέσεις, και προχωρήσαντες ακολούθως πέντε ή εξ σταδίους, εστρατοπέδευσαν εις την πεδιάδα. Και οι Συρακούσιοι, εξ άλλου, τους παρήτησαν, και επέστρεψαν εις το στρατόπεδον των.
80. Κατά την νύκτα, ο Νικίας και ο Δημοσθένης, βλέποντες την αθλίαν κατάστασιν του στρατεύματος, ως εκ της παντελούς ελλείψεως τροφίμων και του μεγάλου αριθμού των στρατιωτών, οι οποίοι είχαν πληγωθή κατά τας επανειλημμένας εχθρικάς επιθέσεις, απεφάσισαν, αφού ανάψουν όσον το δυνατόν περισσότερα πυρά, να οδηγήσουν τον στρατόν, όχι πλέον διά της αρχικώς σχεδιασθείσης οδού, αλλά προς την θάλασσαν, κατά κατεύθυνσιν αντίθετον εκείνης, όπου οι Συρακούσιοι εφύλατταν. Η διεύθυνσις, άλλωστε, προς την οποίαν κατηυθύνοντο και εξ αρχής και τώρα δεν έφερε προς την Κατάνην, αλλά προς την νοτίαν πλευράν της Σικελίας, ήτοι προς την Καμάριναν, την Γέλαν και τας άλλας πόλεις του μέρους τούτου, Ελληνικάς και βαρβαρικάς. Αφού λοιπόν ήναψαν πολλάς πυράς, ήρχισαν την πορείαν των, διαρκούσης της νυκτός. Αλλ' όπως εις όλους συνήθως τους στρατούς, και μάλιστα τους πλέον πολυάριθμους, συμβαίνει να γεννώνται φόβοι και πανικοί, έτσι και αυτοί, οι οποίοι άλλωστε εβάδιζαν διά μέσου χώρας εχθρικής και εις μικράν από του εχθρικού στρατού απόστασιν, περιέπεσαν εις πλήρη σύγχυσιν. Και η μεν μεραρχία του Νικίου, ο οποίος προηγείτο, κατώρθωσε να μείνη συντεταγμένη και άφισε πολύ οπίσω της την μεραρχίαν του Δημοσθένους, η οποία, περιλαμβάνουσα τα ήμισυ περίπου, ίσως και περισσότερον, του όλου στρατεύματος, απεχωρίσθη ήδη και εβάδιζε με πολλήν αταξίαν. Μολαταύτα, έφθασαν κατά τα εξημερώματα πλησίον της θαλάσσης και εισελθόντες εις την καλουμένην Ελωρίνην Οδόν, συνέχισαν την πορείαν των, προτιθέμενοι, άμα φθάσουν εις τον ποταμόν Κακύπαριν, να ανέλθουν τον ρουν αυτού και συνεχίσουν την πορείαν των προς το εσωτερικόν. Διότι ήλπιζαν να συναντήσουν εκεί και τους Σικελούς, τους οποίους είχαν προσκαλέσει. Αλλ' όταν έφθασαν εις τον ποταμόν, ευρήκαν και εκεί φρουράν των Συρακουσίων, αποκλείουσαν την διάβασιν αυτού, διά της κατασκευής τείχους και χαρακώματος εκ πασσάλων. Την απώθησαν όμως και διέβησαν διά μιας τον ποταμόν, και κατά συμβουλήν των οδηγών, συνέχισαν την πορείαν των προς άλλον ποταμόν, τον Ερινεόν.
81.
Κύκλωσις της μεραρχίας του Δημοσθένους και παράδοσίς της εις τους Συρακουσίους
|
Εν τω μεταξύ, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι των, άμα ως εξημέρωσε, και αντελήφθησαν, ότι οι Αθηναίοι είχαν απέλθει, κατηγορούν οι πολλοί τον Γύλιππον, ότι εκ προθέσεως τους άφισε να διαφύγουν. Εννοήσαντες δ' ευκόλως την διεύθυνσιν που είχαν λάβει, τους κατεδίωξαν εσπευσμένως, κατά την ώραν του προγεύματος. Και μόλις ήλθαν εις επαφήν με την μεραρχίαν του Δημοσθένους, η οποία είχε μείνει οπί
σω και εβάδιζε με πολλήν βραδύτητα και αταξίαν, κατόπιν της συγχύσεως, εις την οποίαν, όπως διηγήθην, είχε περιέλθει κατά την προηγουμένην νύκτα, επετέθησαν κατ' αυτής και ήρχισεν η μάχη. Και επειδή είχεν αποχωρισθή από την άλλην μεραρχίαν, το ιππικόν των Συρακουσίων την εκύκλωσεν ευκολώτερα και τους ηνάγκαζε να συμπτύσσωνται εντός στενού χώρου. Η μεραρχία του Νικίου είχεν ήδη προχωρήσει πενήντα ολοκλήρους σταδίους, καθόσον ούτος επέσπευδε την πορείαν αυτής, νομίζων, ότι την σωτηρίαν, υπό τας παρούσας περιστάσεις, έπρεπε να ζητήσουν, όσον τουλάχιστον εξηρτάτο απ' αυτούς, όχι περιμένοντες τον εχθρόν και συνάπτοντες μετ' αυτού μάχας, αλλ' υποχωρούντες όσον το δυνατόν ταχύτερον και μαχόμενοι, μόνον εφόσον δεν ημπορούσαν να κάμουν αλλέως. Ο Δημοσθένης, αντιθέτως, του οποίου η μεραρχία υπέφερεν εξ αρχής από συνεχεστέραν ως επί το πλείστον εχθρικήν πίεσιν, διότι κατ' αυτής, ως βαδιζούσης τελευταίας, επετίθετο πρώτον ο εχθρός, αντιληφθείς ότι οι Συρακούσιοι τον κατεδίωκαν, αντί να προχωρήση, ησχολείτο εις το να παρατάσση τον στρατόν του προς μάχην, έως ότου χρονοτριβών, επερικυκλώθη υπ' αυτών. Αρχηγός και στρατιώται περιήλθαν εις πλήρη σύγχυσιν. Διότι, συγκεντρωθέντες εντός ελαιώνος περιβαλλόμενου υπό τοίχου, εκατέρωθεν του οποίου υπήρχε δρόμος, εβάλλοντο από όλα τα σημεία. Οι Συρακούσιοι ευλόγως επροτίμων τον τρόπον τούτον της επιθέσεως από την εκ του συστάδην μάχην. Διότι το να εκτεθούν εις τον κίνδυνον αποφασιστικής μάχης απέναντι ανθρώπων απονενοημένων, δεν ήτο του λοιπού προς το συμφέρον των, αλλά μάλλον προς το συμφέρον των Αθηναίων, ενώ συγχρόνως, επειδή ενόμιζαν εξησφαλισμένην ήδη την επιτυχίαν και εφείδοντο οπωσδήποτε έκαστος της ζωής του, μη θέλων να την χάση προ του τέλους, και επίστευαν, ότι και χωρίς τοιαύτην θυσίαν θα κατώρθωναν διά του μέσου τούτου του μάχεσθαι να τους καταβάλουν και τους αιχμαλωτίσουν.
82. Αφού λοιπόν εξηκολούθησαν καθ' όλην την ημέραν βάλλοντες κατά των Αθηναίων και των συμμάχων των από όλα τα σημεία, και έβλεπαν ότι ήσαν ήδη εξηντλημένοι εκ των τραυμάτων και των ταλαιπωριών, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι προσεκάλεσαν πρώτον διά προκηρύξεως όσους εκ των νησιωτών ήθελαν να έλθουν προς αυτούς, υποσχόμενοι να σεβασθούν την ελευθερίαν των. Αλλ' ολίγων μόνον πόλεων οι στρατιώται απεσπάσθησαν από τους Αθηναίους. Επί τέλους όμως συνωμολογήθη συμφωνία, κατά την οποίαν ολόκληρος η υπό τον Δημοσθένην δύναμις παρεδόθη μετά των όπλων, υπό τον όρον κανείς να μη θανατωθή ούτε βιαίως, ούτε συνεπεία επιβολής δεσμών, ούτε διά της στερήσεως των απολύτως αναγκαίων διά την ζωήν. Ο όλος αριθμός των παραδοθέντων ανήλθεν εις εξ χιλιάδας. Συγχρόνως κατέθεσαν τα χρήματα που είχαν, ρίπτοντες τα νομίσματα εις το κοίλον ασπίδων, εκ των οποίων εγέμισαν τέσσαρας. Οι αιχμάλωτοι μετεφέρθησαν αμέσως εις την πόλιν. Κατά την αυτήν ημέραν, ο Νικίας με την μεραρχίαν του έφθασαν εις τον ποταμόν Ερινεόν, τον οποίον διαβάς εστρατοπέδευσαν επί υψώματος.
83.
Οι Συρακούσιοι κυκλώνουν την μεραρχίαν του Νικίου και αναγκάζουν αυτήν να παραδοθή
|
Την επομένην οι Συρακούσιοι τον κατέφθασαν και του ανήγγειλαν την παράδοσιν της μεραρχίας του Δημοσθένους και τον προσεκάλεσαν να πράξη το αυτό. Αλλ' ούτος, δυσπιστών, συνεφώνησε μετ' αυτών να πέμψη ιππέα, όπως βεβαιωθή περί του πράγματος. Όταν ο αποσταλείς ιππεύς επέστρεψε και ανεκοίνωσεν, ότι πράγματι ο Δημοσθένης και ο στρατός του είχαν παραδοθή, ο Νικίας έστειλε κήρυκα προς τον
Γύλιππον και τους Συρακουσίους, όπως δηλώση, ότι είναι έτοιμος να συμφωνήση, εξ ονόματος του Αθηναϊκού λαού, την απόδοσιν των πολεμικών δαπανών των Συρακουσίων, υπό τον όρον ν' αφίσουν τον στρατόν του ν' απέλθη, μέχρι δε της καταβολής των χρημάτων προσφέρεται να δώση Αθηναίους ομήρους ένα δι' έκαστον τάλαντον. Αλλ' οι Συρακούσιοι και ο Γύλιππος απέκρουσαν τας προτάσεις ταύτας. Επιτεθέντες δε κατά της μεραρχίας του Νικίου, την περιεκύκλωσαν και έβαλλαν και κατ' αυτών εξ όλων των σημείων, έως το εσπέρας. Η κατάστασις των Αθηναίων ήτο ελεεινή, ως εκ της ελλείψεως άρτου και γενικώς τροφίμων. Εν τούτοις, ανέμεναν την ώραν της νυκτερινής αναπαύσεως, όπως συνεχίσουν την πορείαν των. Αλλά μόλις περιεβλήθησαν τον οπλισμόν των, οι Συρακούσιοι τους αντελήφθησαν και έψαλαν τον παιάνα. Οι Αθηναίοι, βλέποντες ότι εννοήθησαν, εξεδύθησαν πάλιν τον οπλισμόν των, πλην τριακοσίων περίπου ανδρών, οι όποιοι, ορμήσαντες διά μέσου των εχθρικών φρουρών, διέφυγαν υπό το σκότος της νυκτός, όπως όπως.
84. Ο Νικίας, άμα εξημέρωσεν, εξεκίνησεν επί κεφαλής του στρατού, ενώ οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι ήρχισαν επιτιθέμενοι κατ' αυτού, κατά τον ίδιον τρόπον, βάλλοντες ακόντια και παντός είδους βλήματα. Αλλ' οι Αθηναίοι έσπευδαν προς τον ποταμόν Ασσίναρον, διότι, πιεζόμενοι υπό των πανταχόθεν επιτιθεμένων πολυαρίθμων Ιππέων και ψιλών στρατιωτών, ενόμιζαν ότι η θέσις των θ' ανακουφισθή, εάν διαβούν τον ποταμόν, και συγχρόνως ένεκα της πιεζούσης αυτούς ταλαιπωρίας και σφοδράς δίψης. Αλλά μόλις έφθασαν εκεί, ερρίφθησαν εντός αυτού, χωρίς καμμίαν πλέον τάξιν, καθόσον η προσπάθεια καθενός να διαβή αυτός πρώτος, και η επίθεσις των εχθρών, καθιστών την διάβασιν δυσκολωτάτην. Διότι, αναγκαζόμενοι να βαδίζουν συγκεντρωμένοι, έπιπταν ο εις επί του άλλου και κατεπατούντο αμοιβαίως, και άλλοι μεν προσκρούοντες εις τας αιχμάς των δοράτων απέθνησκαν αμέσως, άλλοι δ' εμπλεκόμενοι εις την εξάρτυσίν των, παρεσύροντο υπό του ρεύματος του ποταμού. Οι Συρακούσιοι, ιστάμενοι επί της άλλης όχθης, η οποία ήτον απόκρημνος, έβαλλαν άνωθεν κατά των Αθηναίων, ασχολουμένων των περισσοτέρων εις το να πίνουν απλήστως και συνωθουμένων των μεν προς τους δε εντός της βαθείας κοίτης του ποταμού, εις απερίγραπτον σύγχυσιν. Οι Πελοποννήσιοι, κατελθόντες εκ της όχθης όπου έστεκαν, έσφαζαν κυρίως τους εντός του ποταμού, του οποίου το ύδωρ είχεν ήδη μολυνθή. Αλλά μολονότι εκτός του πηλού είχεν αναμιχθή και με αίμα, επίνετο ουδέν ήττον και πολλοί διηγωνίζοντο ποιός να προλάβη να πίη πρώτος.
85. Όταν οι νεκροί συνεσωρεύθησαν οι μεν επί των δε
εντός της κοίτης του ποταμού, και ο στρατός είχε καταστραφή, μέρος μεν
εις τον ποταμόν, μέρος δε, όσον τυχόν είχε διαφύγει, υπό του ιππικού,
ο Νικίας παρεδόθη εις τον Γύλιππον, τον οποίον ενεπιστεύθη περισσότερον
από τους Συρακουσίους, όπως αυτός και οι Λακεδαιμόνιοι λάβουν περί αυτού
οιανδήποτε απόφασιν θελήσουν, εζήτησεν όμως, όπως παύση ο φόνος των λοιπών
στρατιωτών. Ο Γύλιππος μετά τούτο διέταξε να αιχμαλωτίζουν τους συλλαμβανομένους.
Όσοι εκ των επιζησάντων δεν απεκρύβησαν υπό των Συρακουσίων στρατιωτών
(και ούτοι υπήρξαν πολλοί) συνεκεντρώθησαν ζώντες και συγχρόνως απόσπασμα,
αποσταλέν προς καταδίωξιν των τριακοσίων, οι οποίοι είχαν διαφύγει τους
φρουρούς, συνέλαβαν αυτούς. Και οι μεν ούτω συγκεντρωθέντες αιχμάλωτοι
του κράτους ήσαν ολίγοι, ο αριθμός όμως των εις διάφορα μέρη αποκρυφθέντων
υπήρξε μέγας, και η Σικελία όλη εγέμισεν από αυτούς, καθόσον ούτοι δεν
παρεδόθησαν κατόπιν συμφωνίας, όπως οι υπό τον Δημοσθένη. Αλλά και ο αριθμός
των απωλειών εις νεκρούς ήτο όχι μικρός, καθόσον οι εξολοθρευθέντες παρά
τον ποταμόν υπήρξαν πλείστοι, όχι ολιγώτεροι από τους νεκρούς οιασδήποτε
άλλης μάχης του Σικελικού τούτου πολέμου. Πολλοί επίσης είχαν φονευθή,
διαρκούσης της πορείας, συνεπεία των συνεχών επιθέσεων. Και πολλοί όμως
διέφυγαν, άλλοι μεν και αμέσως τότε, άλλοι δε δραπετεύσαντες και καταφυγόντες
εις την Κατάνην, αφού προηγουμένως υπηρέτησαν ως δούλοι.
86.
Θανάτωσις του Νικίου και του Δημοσθένους. Σκληροτάτη των αιχμαλώτων μεταχείρισις
|
Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί των, συγκεντρωθέντες και παραλαβόντες τα λάφυρα και όσους περισσοτέρους αιχμαλώτους ημπόρεσαν να συγκεντρώσουν, επέστρεψαν εις την πόλιν. Και τους μεν λοιπούς αιχμαλώτους Αθηναίους και συμμάχους κατεβίβασαν εις τα λατομεία, τα οποία εθεώρησαν ως το ασφαλέστερον μέρος προς φρούρησιν των. Τον Νικίαν όμως και τον Δημοσθένη εθανάτωσαν, σφάξαντες, παρά την θέλησιν του Γυλίππου, ο οποίος ενόμιζεν, ότι θα ήτο λαμπρός δι' αυτόν θρίαμβος, εάν, παρά τας άλλας του εξαιρέτους επιτυχίας, έφερε και τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού εις την Λακεδαίμονα. Ο εις εξ αυτών ετύχαινε να είναι ο μεγαλήτερος εχθρός των Λακεδαιμονίων, ένεκα των γεγονότων της Σφακτηρίας και της Πύλου, και ο άλλος, ένεκα των ιδίων ακριβώς γεγονότων, ο μεγαλήτερος αυτών φίλος. Διότι ο μεν Νικίας είχεν επιδείξει πολύν ζήλον διά την απόλυσιν των αιχμαλώτων της Σφακτηρίας, πείσας τους Αθηναίους να συνομολογήσουν ειρήνην. Ως εκ τούτου, είχεν αποκτήσει την εύνοιαν των Λακεδαιμονίων και διά τούτο κυρίως ενεπιστεύθη και παρεδόθη προς τον Γύλιππον. Αλλά μερικοί από τους Συρακουσίους, ως ελέγετο, φοβηθέντες, επειδή είχαν έλθει εις συνεννόησιν προς αυτόν, μήπως, υποβαλλόμενος εις βασάνους ένεκα τούτου, γίνη αφορμή να τους περιπλέξη κατά την ώραν της γενικής ευτυχίας, και άλλοι πάλιν, και προ πάντων οι Κορίνθιοι, μήπως ένεκα του πλούτου του κατορθώση διά δωροδοκίας να δραπετεύση και γίνη αιτία νέων δι' αυτούς κινδύνων, επέτυχαν την συναίνεσιν των συμμάχων και την θανάτωσίν του. Διά τοιούτους και παραπλησίους λόγους εθανατώθη ο Νικίας, ο οποίος, θέσας κανόνα του όλου βίου του την εκτέλεσιν των νενομισμένων καθηκόντων του, ήξιζεν ολιγώτερον από κάθε άλλον εκ των συγχρόνων μου Ελλήνων τοιαύτην οικτράν τύχην.
87. Τους εις τα λατομεία περιορισθέντας αιχμαλώτους
οι Συρακούσιοι μετεχειρίσθησαν κατ' αρχάς με πολλήν σκληρότητα. Συσσωρευμένοι
πολλοί εντός στενού και βαθέος λάκκου, εβασανίζοντο διά την έλλειψιν στέγης
κατ' αρχάς από τας ηλιακάς ακτίνας και τον επικρατούντα εισέτι πνιγηρόν
καύσωνα, ενώ, επειδή αι νύκτες αντιθέτως επηκολούθουν φθινοπωριναί και
ψυχραί, αι απότομοι μεταβολαί της θερμοκρασίας επέδρων ολεθρίως επί της
υγείας των, προκαλούσαι ασθενείας. Ένεκα της ελλείψεως, εξ άλλου, χώρου,
ήσαν υποχρεωμένοι να κάμνουν κάθε τι εις το αυτό μέρος. Τα πτώματα επί
πλέον εκείνων που απέθνησκαν από τα τραύματα, από την απότομον μεταβολήν
της θερμοκρασίας και τας τοιαύτας αιτίας, συνεσωρεύοντο τα μεν επί των
δε, αναδίδοντα ανυπόφορον δυσοσμίαν. Εταλαιπωρούντο συγχρόνως οι αιχμάλωτοι
από πείναν και δίψαν, διότι επί οκτώ όλους μήνας έδιδαν εις έκαστον εξ
αυτών μίαν κοτύλην ύδατος και δύο κοτύλας σίτου. Και από τας άλλας κακοπαθείας,
τας οποίας άνθρωπος ριφθείς εις τοιούτον μέρος είναι φυσικόν να υποστή,
καμμίαν δεν διέφυγαν. Επί εβδομήκοντα περίπου ημέρας έζησαν εις τοιούτον
συνωστισμόν. Έπειτα οι Συρακούσιοι επώλησαν ως δούλους τους λοιπούς αιχμαλώτους,
πλην των Αθηναίων και των Ελλήνων κατοίκων της Σικελίας και Ιταλίας. Τον
ολικόν αριθμόν των αιχμαλώτων του κράτους δεν δύναμαι να μεταδώσω μετ'
απολύτου ακριβείας, δεν ήτο όμως κατώτερος των επτά χιλιάδων.
Εξ
Κρίσις περί της εις Σικελίαν εκστρατείας
|
όλων των πολεμικών επιχειρήσεων του παρόντος πολέμου, και κατά την ιδικήν μου τουλάχιστον γνώμην, εξ όλων των Ελληνικών πολεμικών επιχειρήσεων, των οποίων διετηρήθη η παράδοσις, η εκστρατεία αύτη υπήρξεν η σημαντικωτέρα, ενδοξότατη διά τους νικητάς, καταστρεπτικωτάτη δε διά τους νικηθέντας. Διότι ούτοι, νικηθέντες κατά κράτος και καθ' όλα τα σημεία, υπέστησαν όχι μετρίας συμφοράς, αλλ' αληθή, κατά το κοινόν λόγιον, πανωλεθρίαν. Και στρατός της ξηράς και στόλος και τα πάντα εχάθησαν, και ολίγοι εκ των πολλών επανείδαν τας εστίας των. Αυτή υπήρξεν η ιστορία του Σικελικού πολέμου.
[Προηγούμενα] [Επόμενο βιβλίο]
|