1.
3. Τους Πλαταιείς, ευθύς ως εννόησαν ότι οι Θηβαίοι
είχαν εισέλθει ήδη και η πόλις ευρίσκετο εξ απροόπτου εις χείρας των,
κατέλαβε πανικός, και νομίσαντες ότι οι εισελθόντες ήσαν πολύ περισσότεροι,
διότι ένεκα της νυκτός δεν τους διέκριναν, απεφάσισαν να συνθηκολογήσουν,
και αποδεχθέντες τας γενομένας δια του κήρυκος προτάσεις, έμεναν ήσυχοι,
τόσον μάλλον καθόσον οι Θηβαίοι δεν μετεχειρίσθησαν βίαια μέτρα εναντίον
κανενός. Αλλ' ενώ διεπραγματεύοντο όπως ημπορούσαν τους όρους της συνθηκολογίας,
εννόησαν ότι οι Θηβαίοι ήσαν ολίγοι, και έκριναν ότι, αν τους επιτεθούν,
θα τους καταβάλουν ευκόλως, διότι η πλειοψηφία των Πλαταιέων δεν επεθύμει
ν' αποσπασθούν από τους Αθηναίους. Απεφάσισαν λοιπόν να επιχειρήσουν την
επίθεσιν, και διατρυπώντες τους μεσοτοίχους, εσυγκεντρώνοντο εις εν και
το αυτό μέρος, δια να μη γίνουν αντιληπτοί πορευόμενοι δια μέσου των οδών,
ενώ συγχρόνως ετοποθέτουν αμάξας άνευ υποζυγίων εις τους δρόμους, δια
να χρησιμεύσουν ως οδοφράγματα, και έλαβαν όσα άλλα μέτρα εφαίνοντο χρήσιμα
εις την παρούσαν περίστασιν. Όταν δ' όλα ητοιμάσθησαν κατά το δυνατόν,
επωφεληθέντες την ώραν της νυκτός, κατά την οποίαν επέκειτο η εμφάνισις
της αυγής, ώρμησαν εκ των οικιών εναντίον των Θηβαίων, ίνα μη ως εκ του
φωτός της ημέρας αντιταχθούν οι τελευταίοι θαρραλεώτερον κατά της επιθέσεώς
των, και ευρεθούν υπό ίσους όρους με αυτούς, ενώ ως εκ του σκότους θα
ήσαν δειλότεροι και θα εμειονέκτουν, ως μη γνωρίζοντες την τοπογραφίαν
της πόλεως εξ ίσου καλώς όσον οι ίδιοι. Ως εκ τούτου, επετέθησαν κατ'
αυτών αμέσως και ήλθαν εις χείρας χωρίς να χάνουν καιρόν. 4. Οι Θηβαίοι, άμα ως εννόησαν ότι ηπατήθησαν, ήρχισαν
να πυκνώνουν τας τάξεις των, και προσεπάθουν να απωθήσουν τας επιθέσεις
από οιονδήποτε μέρος και αν προήρχοντο. Και δις μεν ή τρις τας απέκρουσαν.
Έπειτα όμως, όταν οι Πλαταιείς επετέθησαν εναντίον των με ορμήν, ενώ αι
γυναίκες με αλαλαγμούς και οι δούλοι με κραυγάς έρριπταν από τα σπίτια
λίθους και κεραμίδια, και συγχρόνως έβρεξε ραγδαίως καθ' όλην την διάρκειαν
της νυκτός, τους κατέλαβε πανικός, και τραπέντες εις φυγήν έφυγαν δια
μέσου της πόλεως. Επειδή δε τα γεγονότα αυτά ελάμβαναν χώραν περί το τέλος
του σεληνιακού μηνός, ολίγοι, ως εκ του επικρατούντος σκότους και του
λασπώδους εδάφους, εγνώριζαν ποίαν διεύθυνσιν έπρεπε να λάβουν δια να
σωθούν, ενώ οι καταδιώκοντες αυτούς εγνώριζαν καλά πως να εμποδίσουν την
διαφυγήν των, διό και πολλοί εξ αυτών εξωλοθρεύθησαν. Κάποιος άλλωστε
από τους Πλαταιείς έκλεισε τας πύλας, από τας οποίας είχαν εισέλθει και
αι οποίαι ήσαν αι μόναι ανοικταί, μεταχειρισθείς προς τούτο το οξύ άκρον
ακοντίου, το οποίον ενέβαλεν αντί βαλάνου εις τον μοχλόν, εις τρόπον ώστε
ούτε από το μέρος τούτο υπήρχε πλέον έξοδος. 5. Αλλ' οι επίλοιποι Θηβαίοι, οι οποίοι επρόκειτο κατά
τα προσυμφωνηθέντα να φθάσουν πανστρατιά, διαρκούσης ακόμη της νυκτός,
προς βοήθειαν των εισελθόντων, εις περίπτωσιν που η επιχείρησίς των δεν
ήθελε τυχόν ευοδωθή, επειδή έμαθαν συγχρόνως καθ' οδόν την είδησιν περί
των γενομένων, επέσπευσαν την πορείαν των. Αι Πλαταιαί απέχουν από τας
Θήβας εβδομήντα περίπου σταδίους, και η βροχή που έπεσε διαρκούσης της
νυκτός τους έκαμε να καθυστερήσουν. Διότι ο Ασωπός ποταμός είχεν εκχειλίσει
και η διάβασίς του δεν ήτο εύκολος. Ως εκ τούτου, βαίνοντες υπό βροχήν
και με δυσκολίαν διαβάντες τον ποταμόν, έφθασαν πολύ αργά, όταν ήδη άλλοι
από τους εισελθόντας είχαν φονευθή και άλλοι είχαν συλληφθή ζώντες. Ως
έμαθαν οι Θηβαίοι τα γενόμενα, διεσκέπτοντο να βάλουν χέρι επί των Πλαταιέων,
των ευρισκομένων έξω της πόλεως, διότι υπήρχαν εις τους αγρούς και άνθρωποι
και παντός είδους κινητά, ως ήτο φυσικόν, καθόσον το κακόν έγινεν απροσδοκήτως
εν καιρώ ειρήνης, και ήθελαν, αν συλλάβουν μερικούς, να τους έχουν ομήρους,
αντ' εκείνων από τους εισελθόντας, όσοι τυχόν είχαν συλληφθή ζωντανοί.
Αυτά ήσαν τα σχέδια των Θηβαίων. Αλλ' ενώ ακόμη διεσκέπτοντο, υποπτευθέντες
οι Πλαταιείς ότι κάτι τοιούτο θα γίνη και φοβηθέντες περί των έξω, έστειλαν
κήρυκα εις τους Θηβαίους, λέγοντες ότι η ενέργεια των επιχειρησάντων να
καταλάβουν την πόλιν των εν καιρώ ειρήνης αντέκειτο εις τας γενικώς ανεγνωρισμένας
αρχάς, που διέπουν τας σχέσεις των πολιτειών, και παραγγέλλοντες να μη
προβούν εις βίαια μέτρα κατά των εκτός της πόλεως, ειδεμή, εδήλωσαν, θα
φονεύσουν και αυτοί τους αιχμαλώτους των, ενώ, αν οι Θηβαίοι αποσυρθούν
από το έδαφός των, θα τους αποδώσουν τους αιχμαλώτους αμέσως. Ούτω διηγούνται
τα πράγματα οι Θηβαίοι, και ισχυρίζονται ότι οι Πλαταιείς επεβεβαίωσαν
την υπόσχεσίν των δι' όρκου. Αλλ' οι Πλαταιείς δεν παραδέχονται ότι υπεσχέθησαν
να αποδώσουν αμέσως τους άνδρας, αλλά μόνον, εάν τυχόν κατόπιν διαπραγματεύσεων
έφθαναν εις συμφωνίαν, και αρνούνται την δι' όρκου επιβεβαίωσιν. Όπως
και αν έχη το πράγμα, οι Θηβαίοι απεσύρθησαν από το έδαφος των Πλαταιών,
χωρίς να προξενήσουν καμμίαν βλάβην. Ενώ οι Πλαταιείς, ευθύς ως εισεκόμισαν
εσπευσμένως, τα κινητά των από την ύπαιθρον χώραν, εφόνευσαν αμέσως τους
αιχμαλώτους. Οι συλληφθέντες ήσαν εκατόν ογδοήντα και μεταξύ αυτών και
ο Ευρύμαχος, με τον οποίον είχαν διαπραγματευθή οι προδόται. 6.Μετά τούτο, και εις τας Αθήνας απέστειλαν αγγελιαφόρον και εις τους Θηβαίους επέτρεψαν να παραλάβουν τους νεκρούς των, χορηγήσαντες σύντομον προς τούτο ανακωχήν, και προέβησαν εις την ρύθμισιν των πραγμάτων της πόλεως, όπως ενόμιζαν συμφερώτερον δια την περίστασιν. Αλλ' η αναγγελία των γενομένων εις τας Πλαταιάς είχεν ευθύς γνωσθή εις τους Αθηναίους, και ως εκ τούτου όχι μόνον προέβησαν ούτοι αμέσως εις σύλληψιν των Βοιωτών, όσοι ήσαν εις την Αττικήν, αλλά και εις τας Πλαταιάς έστειλαν κήρυκα με την παραγγελίαν να μη προβούν εις κακοποίησιν των αιχμαλωτισθέντων Θηβαίων, πριν ακουσθή και η ιδική των περί αυτών γνώμη. Διότι δεν είχεν εισέτι αναγγελθή προς αυτούς ότι είχαν φονευθή. Καθόσον μόλις εισήρχοντο οι Θηβαίοι εις τας Πλαταιάς, ανεχώρησεν ο πρώτος αγγελιαφόρος, ο δε δεύτερος, μόλις είχαν ηττηθή και συλληφθή, επομένως από όσα συνέβησαν ακολούθως τίποτε δεν εγνώριζαν οι Αθηναίοι. Ως εκ τούτου, τας οδηγίας των έστειλαν οι Αθηναίοι εν αγνοία του φόνου των αιχμαλώτων, και όταν έφθασεν ο κήρυξ των τους ευρήκε σκοτωμένους. Μετά ταύτα, οι Αθηναίοι έστειλαν εις Πλαταιάς στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία, αφού εισήγαγε τρόφιμα εις την πόλιν και αφήκεν εκεί φρουράν, παρέλαβεν επιστρέφουσα τους ανικάνους δι' οιανδήποτε υπηρεσίαν άνδρας, καθώς και τα γυναικόπαιδα.
8. Τα σχέδια λοιπόν αμφοτέρων ήσαν σοβαρά και εις τον
πόλεμον απεδύοντο πλήρεις θάρρους και αποφασιστικότητος. Ήτο άλλωστε φυσικόν
τούτο, διότι οι άνθρωποι κατά την αρχήν πάσης επιχειρήσεως δεικνύουν μεγαλυτέραν
δραστηριότητα, ενώ υπήρχεν επί πλέον κατά τον χρόνον τούτον πολυάριθμος
νεολαία εις την Πελοπόννησον και τας Αθήνας, η οποία εξ απειρίας επεθύμει
τον πόλεμον. Και ολόκληρος η άλλη Ελλάς ευρίσκετο εις μετέωρον κατάστασιν,
εφόσον τα δύο σημαντικώτερα κράτη ήρχοντο εις χείρας. Και πολλά μεν μαντικά
λόγια εφέροντο από στόμα εις στόμα, πολλούς δε χρησμούς έψαλλαν οι χρησμολόγοι,
όχι μόνον μεταξύ των μελλόντων να πολεμήσουν, αλλά και καθ' όλην την Ελλάδα.
Εκτός τούτου, η Δήλος, ολίγον προ των γεγονότων τούτων, έπαθε σεισμόν,
ενώ δεν είχεν υποστή τοιούτον προηγουμένως, εφόσον τουλάχιστον φθάνει
η μνήμη των Ελλήνων. Ελέγετο άλλωστε και επιστεύετο ότι ο σεισμός αυτός
ήτο ο προάγγελος των επικειμένων γεγονότων, και κάθε άλλο ανάλογον επεισόδιον,
το οποίον ελάμβανε χώραν, εξητάζετο με πολλήν προσοχήν. Αι συμπάθειαι
όμως της κοινής γνώμης εστρέφοντο ασυγκρίτως περισσότερον προς το μέρος
των Λακεδαιμονίων, τόσον μάλλον καθόσον είχαν διακηρύξει επισήμως, ότι
αναλαμβάνουν να ελευθερώσουν την Ελλάδα. Και κάθε ιδιώτης και κάθε πόλις
είχαν ζωηράν επιθυμίαν να τους βοηθήσουν, είτε δια λόγων, είτε δι' έργων,
εις ό,τι ημπορούσαν, και καθείς ενόμιζεν ότι όπου αυτός δεν είναι παρών,
εκεί τα πράγματα δεν ημπορούν να ευοδωθούν. Τόσον γενική ήτο η μήνις εναντίον
των Αθηναίων, διότι άλλοι μεν επεθύμουν ν' αποτινάξουν την κυριαρχίαν
των, άλλοι δε εφοβούντο μήπως υποβληθούν εις αυτήν. 9. Με τοιαύτην προετοιμασίαν και τοιαύτα αισθήματα, ήσαν έτοιμοι ν' αποδυθούν εις τον αγώνα. Σύμμαχοι των δύο μερών κατά την έναρξιν των πολεμικών επιχειρήσεων ήσαν αι επόμεναι πόλεις: Των μεν Λακεδαιμονίων όλοι οι εντός του Ισθμού Πελοποννήσιοι πλην των Αργείων και των Αχαιών (οι οποίοι διετήρουν φιλικάς σχέσης και με τα δύο μέρη. Από τους Αχαιούς δε μόνον οι Πελληνείς κατ' αρχάς έλαβαν μέρος εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των Λακεδαιμονίων, έπειτα όμως και όλοι οι άλλοι). Εκτός της Πελοποννήσου, οι Μεγαρείς, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Αμπρακιώται, οι Λευκάδιοι και οι Ανακτόριοι. Από αυτούς δε οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Σικυώνιοι, οι Πελληνείς, οι Ηλείοι, οι Αμπρακιώται και οι Λευκάδιοι παρείχαν και ναυτικόν, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς και οι Λοκροί παρείχαν και ιππικόν, ενώ αι λοιπαί πόλεις μόνον πεζικόν. Αυτοί ήσαν οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Των δε Αθηναίων σύμμαχοι ήσαν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Πλαταιείς, οι Μεσσήνιοι, οι κατοικούντες την Ναύπακτον, οι περισσότεροι από τους Ακαρνάνας, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, και επί πλέον αι υποτελείς πόλεις, αι κείμεναι εις διαφόρους χώρας, η παραθαλάσσιος δηλαδή Καρία, οι Δωριείς, οι γειτονεύοντες με τους Κάρας, η Ιωνία, ο Ελλήσποντος, και τα παράλια εν γένει της Θράκης, όλαι αι νήσοι, όσαι κείνται ανατολικώς της Πελοποννήσου και της Κρήτης, πλην της Μήλου και της Θήρας. Από αυτούς ναυτικόν παρείχαν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Κερκυραίοι, ενώ οι λοιποί πεζικόν και χρήματα. Αυτοί ήσαν οι σύμμαχοι των δύο μερών και αυταί αι προετοιμασίαι των δια τον πόλεμον.
15. Η συνήθεια αυτή είχεν επικρατήσει από την αρχαιοτάτην
εποχήν μεταξύ των Αθηναίων, περισσότερον από όλους τους άλλους Έλληνας.
Διότι επί Κέκροπος καί των πρώτων βασιλέων μέχρι του Θησέως, ο πληθυσμός
της Αττικής ήτο πάντοτε κατανεμημένος εις περισσοτέρας πόλεις, από τας
οποίας κάθε μία είχε χωριστόν πρυτανείον και άρχοντας, και εφόσον δεν
παρουσιάζετο καμμία αιτία φόβου, δεν συνήρχοντο δια να συσκεφθούν μετά
του βασιλέως, αλλ' οι κάτοικοι κάθε πόλεως διεσκέπτοντο χωριστά περί των
υποθέσεών της και ήσκουν την διοίκησιν. Συνέβη μάλιστα ενίοτε μερικαί
από αυτάς και πόλεμον να διεξαγάγουν κατά του βασιλέως, όπως λόγου χάριν
οι Ελευσίνιοι, υπό τον Εύμολπον, εναντίον του Ερεχθέως. Όταν όμως εβασίλευσεν
ο Θησεύς, ο οποίος ανεδείχθη εξ ίσου ισχυρός όσον και συνετός ηγεμών,
και άλλας μεταρρυθμίσεις εισήγαγεν εις την χώραν, και αφού κατήργησε τα
Βουλευτήρια και τας Αρχάς των διαφόρων πόλεων, ωργάνωσεν όλους τους κατοίκους
της Αττικής εις το σημερινόν κράτος των Αθηνών, εγκαταστήσας εν Βουλευτήριον
και εν Πρυτανείον, και ενώ επέτρεψεν εις τους κατοίκους των διαφόρων πόλεων
να νέμωνται τα κτήματά των, όπως και πριν, ηνάγκασεν αυτούς να έχουν μίαν
κοινήν πολιτείαν, τας Αθήνας, αι οποίαι, επειδή όλοι πλέον κατέβαλλαν
τον φόρον προς αυτάς, έγιναν μεγαλόπολις, και ως τοιαύτη παρεδόθη υπό
του Θησέως εις τους μεταγενεστέρους. Και από τον καιρόν εκείνον η πόλις
των Αθηνών εορτάζει δια δημοσίας δαπάνης τα Συνοίκια, εορτήν προς τιμήν
της Θεάς. Προηγουμένως την πόλιν απετέλει η σημερινή Ακρόπολις και το
κάτωθεν αυτής μέρος, μάλιστα το προς νότον στρεφόμενον. Τούτο αποδεικνύεται
από το γεγονός ότι οι ναοί όχι μόνον της Αθηνάς, αλλά και άλλων θεών ευρίσκονται
μέσα εις την Ακρόπολιν, και όσοι είναι έξω από αυτήν προς τούτο μάλλον
το μέρος της πόλεως είναι κτισμένοι ως λόγου χάριν ο ναός του Ολυμπίου
Διός, του Πυθίου Απόλλωνος, της Γης, του Λιμναίου Διονύσου, εις τιμήν
του οποίου εορτάζονται την δωδεκάτην του μηνός Ανθεστηριώνος τα αρχαιότερα
Διονύσια, και την συνήθειαν αυτήν διατηρούν ακόμη και σήμερον οι Ίωνες,
οι καταγόμενοι από τους Αθηναίους. Εις τον ίδιον, άλλωστε, χώρον είναι
κτισμένοι και άλλοι αρχαίοι ναοί. Και η κρήνη, η οποία σήμερον ονομάζεται
Εννεάκρουνος, εκ του σχήματος το οποίον εδόθη εις αυτήν από τους Πεισιστρατίδας,
αλλ' η οποία τον παλαιόν καιρόν, πριν αποκαλυφθούν αι πηγαί, ωνομάζετο
Καλλιρρόη, εχρησιμοποιείτο δε δια τας σπουδαιοτέρας περιστάσεις από τους
ανθρώπους του καιρού εκείνου, λόγω του ότι ήτο πλησίον, και σήμερον ακόμη,
ένεκα της παλαιάς αυτής συνήθειας, επικρατεί η χρησιμοποίησις του νερού
της όχι μόνον εις τας προ του γάμου εορτάς, αλλά και εις άλλας ιεροτελεστίας.
Ένεκα της προς το μέρος τούτο κατοικίας του πληθυσμού κατά τον παλαιόν
καιρόν, η Ακρόπολις ονομάζεται μέχρι σήμερον ακόμη υπό των Αθηναίων "πόλις". 16. Ένεκα λοιπόν του αυτονόμου βίου, τον οποίον έζησαν
επί μακρόν διάστημα χρόνου οι Αθηναίοι εις όλην την ύπαιθρον χώραν, οι
περισσότεροι, όχι μόνον από τους παλαιούς, αλλά και από τους απογόνους
των, και όταν ακόμη ωργανώθησαν εις εν κράτος, εξηκολούθουν μόλα ταύτα,
λόγω της συνήθειας που απέκτησαν, να κατοικούν οικογενειακώς μέχρι του
παρόντος πολέμου εις τους αγρούς, όπου και εγεννώντο. Και ως εκ τούτου
εδυσφόρουν δια την αναγκαστικήν μετοικεσίαν, τόσον μάλλον, καθόσον εσχάτως
μόνον είχαν επανορθώσει τας ζημίας, τας οποίας αι εγκαταστάσεις των είχαν
πάθει κατά τον Περσικόν πόλεμον. Εθλίβοντο, τωόντι, και βαρέως έφεραν
ότι εγκατέλειπαν όχι μόνον τας κατοικίας των, αλλά και τους ναούς, οι
οποίοι ανέκαθεν τους ανήκαν, σύμφωνα με το αρχαίον πολίτευμα, ως πατροπαράδοτος
κληρονομιά, και επί πλέον, διότι έμελλαν να μεταβάλουν τρόπον ζωής και
διότι η μετοικεσία των απετέλει δια καθένα απ' αυτούς αληθή εγκατάλειψιν
της γενεθλίου του πόλεως. 17. Όταν, εξ άλλου, έφθασαν εις την πόλιν, ολίγοι
μόνον είχαν διαθεσίμους κατοικίας ή ημπορούσαν να εύρουν κατάλυμα πλησίον
φίλων ή οικείων, ενώ οι πολλοί εγκατεστάθησαν εις τ' ακατοίκητα μέρη της
πόλεως, τους Ιερούς περιβόλους και τους εις ήρωας αφιερωμένους χώρους,
εκτός της Ακροπόλεως και του Ελευσινίου, καθώς και εις κάθε άλλον περίβολον
που ημπορούσε να κλεισθή ασφαλώς. Και αυτό ακόμη το καλούμενον Πελαργικόν,
το κείμενον εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως, του οποίου την χρησιμοποίησιν
προς κατοικίαν απηγόρευεν όχι μόνον παλαιά κατάρα, αλλά και χρησμός του
Πυθικού Μαντείου, του οποίου ο τελευταίος στίχος ώριζε: "Το Πελαργικόν
είναι καλύτερα να μείνη αχρησιμοποίητον", υπό την πίεσιν όμως της
αμέσου ανάγκης εγέμισεν από κατοικίας. Και ο χρησμός, όπως εγώ νομίζω,
επραγματοποιήθη, αντιθέτως όμως προς την κοινήν προσδοκίαν. Διότι αι συμφοραί
της πόλεως δεν επήλθαν ένεκα της αθεμίτου προς κατοικίαν χρησιμοποιήσεώς
του, αλλά την ανάγκην της χρησιμοποιήσεως αυτής επροκάλεσεν ο πόλεμος,
και ο χρησμός, χωρίς να τον μνημονεύση, έλεγεν ότι το Πελαργικόν δεν έμελλε
να κατοικηθή ποτέ εις ημέρας ευτυχίας. Αλλά και εις τους πύργους των τειχών
κατώρθωσαν πολλοί να εγκατασταθούν, και όπου αλλού έκαστος ημπόρεσε. Διότι
όταν συνεκεντρώθησαν όλοι, δεν υπήρχε χώρος αρκετός δι' αυτούς εντός της
πόλεως, αλλά βραδύτερον διένειμαν εις μερίδια, όχι μόνον τα Μακρά Τείχη,
αλλά και το μεγαλύτερον μέρος του Πειραιώς.
19. Αφού, όμως, επιτεθέντες εναντίον της Οινόης, και
δοκιμάσαντες να την κυριεύσουν με κάθε δυνατόν μέσον, δεν το κατώρθωναν,
και οι Αθηναίοι, εξ άλλου, καμμίαν δεν έδειχναν διάθεσιν να έλθουν εις
διαπραγματεύσεις, τότε πλέον προελάσαντες εξ αυτής, την ογδοηκοστήν περίπου
ημέραν μετά τα γεγονότα των Πλαταιών, μεσούντος του θέρους και κατά την
εποχήν που ωριμάζει ο σίτος, εισέβαλαν εις την Αττικήν, υπό την αρχηγίαν
του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, του υιού του Ζευξιδάμου. Και
στρατοπεδεύσαντες, πρώτον ήρχισαν να δενδροτομούν την περιφέρειαν της
Ελευσίνας και το Θριάσιον πεδίον, και έτρεψαν εις φυγήν το Αθηναϊκόν ιππικόν
πλησίον των καλουμένων Ρείτων. Έπειτα επροχώρησαν δια της Κρωπείας, έχοντες
δεξιά το όρος Αιγάλεων, έως ότου έφθασαν εις τας Αχαρνάς, τον μεγαλύτερον
των δήμων της Αττικής, όπου, εγκατασταθέντες, κατεσκεύασαν στρατόπεδον,
και μείναντες αρκετόν καιρόν, εδενδροτόμουν την γην. 20. Το ελατήριον, το οποίον ώθησε τον Αρχίδαμον κατά
την πρώτην αυτήν εισβολήν να μείνη παρά τας Αχαρνάς με τον στρατόν του,
παρατεταγμένον προς μάχην, και να μη καταβή εις την πεδιάδα, λέγεται ότι
ήτο το εξής: Ήλπιζε, δηλαδή, ότι οι Αθηναίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις
την ακμήν της δυνάμεώς των, λόγω της πολυαρίθμου νεολαίας των και ήσαν
παρεσκευασμένοι εις πόλεμον όσον ουδέποτε άλλοτε, θα εξήρχοντο ίσως προς
σύναψιν μάχης και δεν θ' άφιναν την γην των να ερημωθή. Αφού λοιπόν δεν
αντεπεξήλθαν κατ' αυτού ούτε εις την Ελευσίνα, ούτε εις το θριάσιον πεδίον,
προσεπάθει, μένων στρατοπεδευμένος παρά τας Αχαρνάς, να τους παρασύρη,
όπως εξέλθουν προς μάχην. Διότι και ο χώρος εφαίνετο κατάλληλος προς στρατοπέδευσιν,
και οι Αχαρνείς, αποτελούντες σπουδαίον τμήμα της πόλεως (διότι οι οπλίται
αυτών ανήρχοντο εις τρεις χιλιάδας), εφαίνοντο ότι δεν θα ηνείχοντο να
καταστραφούν αι περιουσίαι των, αλλά θα εξωθούν και τους λοιπούς Αθηναίους
προς μάχην. Άλλωστε, και αν ακόμη κατά την εισβολήν αυτήν οι Αθηναίοι
δεν εξήρχοντο προς αντιμετώπισίν των, θα ημπορούσαν οι Πελοποννήσιοι αφοβώτερον
πλέον να δενδροτομούν εις το μέλλον την πεδιάδα και να προελάσουν μέχρις
αυτών των τειχών της πόλεως. Διότι οι Αχαρνείς, όταν θα είχαν χάσει την
περιουσίαν των, δεν θα ήσαν εξ ίσου πρόθυμοι να εκτίθενται εις κινδύνους
χάριν της περιουσίας των άλλων, και ως εκ τούτου θα επήρχετο διχόνοια
μεταξύ των Αθηναίων. Από τοιαύτας σκέψεις ορμώμενος ο Αρχίδαμος ενδιέτριβε
περί τας Αχαρνάς. 21. Οι Αθηναίοι, εν τούτοις, εφόσον ο στρατός έμενε
περί την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον, είχαν ακόμη κάποιαν ελπίδα ότι
δεν θα προελάση πλησιέστερον προς την πόλιν. Διότι ενθυμούντο ότι και
ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Πλειστοάναξ, υιός του Παυσανίου, όταν δέκα
τέσσαρα έτη προ του παρόντος πολέμου εισέβαλεν επί κεφαλής Πελοποννησιακού
στρατού εις την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον της Αττικής, απεσύρθη
πάλιν χωρίς να προελάση περαιτέρω (αιτία δια την οποίαν ακριβώς εξωρίσθη
από την Σπάρτην, καθόσον εθεωρήθη ότι η υποχώρησίς του ωφείλετο εις δωροδοκίαν).
Αλλ' όταν είδαν τον στρατόν έξω από τας Αχαρνάς, εξήντα μόνον σταδία μακράν
από την πάλιν, δεν ημπορούσαν πλέον ν' ανεχθούν το πράγμα, αλλ' όπως ήτο
φυσικόν, εθεώρουν τρομερόν να δενδροτομούνται τα κτήματά των μπροστά εις
τα μάτια των, πράγμα που δεν είχαν ίδει ακόμη, οι νεώτεροι τουλάχιστον,
ούτε οι ίδιοι οι πρεσβύτεροι, εκτός κατά τους Περσικούς πολέμους, και
έκριναν και οι λοιποί και προ πάντων η νεολαία ότι έπρεπε να εξέλθουν
προς μάχην, και να μην ανέχονται τοιαύτην κατάστασιν. Ως εκ τούτου, συνερχόμενοι
εις συλλαλητήρια, εφιλονείκουν ζωηρώς, άλλοι μεν συνιστώντες την έξοδον,
άλλοι δε αποκρούοντες αυτήν. Και χρησμολόγοι έψαλλαν χρησμούς παντός είδους,
αναλόγως της ψυχικής διαθέσεως του καθενός εκ των ακροατών. Και οι Αχαρνείς,
οι οποίοι εφρόνουν ότι δεν απετέλουν ασήμαντον τμήμα του Αθηναϊκού λαού,
βλέποντες τα κτήματά των να ερημώνωνται εξώθουν υπέρ πάντας προς την έξοδον.
Ο ερεθισμός, εξ άλλου, ήτο γενικός εις την πόλιν, καθώς και η εναντίον
του Περικλέους αγανάκτησις, και λησμονούντες όλας τας προηγουμένας παραινέσεις
του, τον εκάκιζαν ότι ενώ είναι στρατηγός, δεν τους οδηγεί εις μάχην,
και εθεώρουν αυτόν αίτιον όλων των παθημάτων των. 22. Ο Περικλής, εν τούτοις, βλέπων αυτούς εξηρεθισμένους
δια την παρούσαν κατάστασιν και μη ορθοφρονούντας, πεπεισμένος δ' εξ άλλου
ότι είχε δίκαιον αρνούμενος την έξοδον, όχι μόνον την συνέλευσιν του λαού
δεν συνεκάλει, αλλ' ούτε άλλην συνάθροισιν, εκ φόβου μήπως, εάν συνήρχοντο,
επικρατήση πολύ περισσότερον το πάθος παρά η κρίσις και λάβουν εσφαλμένας
αποφάσεις. Ελάμβανεν όμως και όλα τα δυνατά μέτρα, όπως προφυλάξη την
πόλιν και από εξωτερικήν επίθεσιν και από διατάραξιν της εσωτερικής ησυχίας.
Εξέπεμπεν, εν τούτοις, διαρκώς αποσπάσματα ιππικού, όπως παρεμποδίζουν
προσκόπους της εχθρικής στρατιάς από του να εισορμούν εις τα πλησίον της
πόλεως κτήματα και καταστρέφουν αυτά. Συνέβη μάλιστα περί τη Φρύγια σύντομος
αψιμαχία, μεταξύ ίλης, αφ' ενός, Αθηναϊκού ιππικού, βοηθουμένης από Θεσσαλούς
ιππείς, και του Βοιωτικού ιππικού, εξ άλλου, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι
και οι Θεσσαλοί αντεστάθησαν επιτυχώς, έως ότου ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν,
όταν οι οπλίται ήλθαν εις ενίσχυσιν των Βοιωτών. Κατά την συμπλοκήν αυτήν,
εφονεύθησαν μερικοί από τους Αθηναίους και τους Θεσσαλούς, κατώρθωσαν
όμως να παραλάβουν αυθημερόν τους νεκρούς των, χωρίς να ζητήσουν προς
τούτο ανακωχήν. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, έστησαν τρόπαιον την επιούσαν.
Η επικουρική αυτή δύναμις των Θεσσαλών είχε σταλή προς τους Αθηναίους
κατά τους όρους της παλαιάς προς αυτούς συμμαχίας, και απετελείτο από
Λαρισαίους, Φαρσαλίους, Κραννωνίους, Πυρασίους, Γυρτωνίους και Φεραίους.
Ήσαν δ' επί κεφαλής αυτών από την Λάρισαν μεν ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους,
αντιπροσωπεύων έκαστος την μερίδα του, από τα Φάρσαλα δε ο Μένων. Και
οι άλλοι όμως είχαν χωριστούς αρχηγούς δι' εκάστην πόλιν. 23. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντες ότι οι Αθηναίοι απέφευγαν να εξέλθουν από την πόλιν προς σύναψιν μάχης, εξεκίνησαν από τας Αχαρνάς και ήρχισαν να ερημώνουν μερικούς από τους άλλους δήμους, τους ευρισκομένους μεταξύ Πάρνηθας και Βριλησσού (Πεντελικού). Ενώ δ' ευρίσκοντο ακόμη εις την Αττικήν, οι Αθηναίοι απέστειλαν τον στόλον των εκατόν πλοίων, με την εξάρτυσιν του οποίου ενησχολούντο προ πολλού, και χιλίους οπλίτας και τετρακοσίους τοξότας, ως πεζοναύτας, εις περιπολίαν περί την Πελοπόννησον, υπό την αρχηγίαν του Καρκίνου, υιού του Ξενοτίμου, του Πρωτέως, υιού του Επικλέους, και του Σωκράτους, υιού του Αντιγένους. Οι εν λόγω στρατηγοί, εκπλεύσαντες επί κεφαλής της δυνάμεως αυτής, ήρχισαν την περιπολίαν, ενώ οι Πελοποννήσιοι, αφού παρέμειναν εις την Αττικήν εφ' όσον καιρόν είχαν εφόδια, ανεχώρησαν δια της Βοιωτίας και όχι δια του μέρους, από το οποίον είχαν εισβάλει. Διερχόμενοι δε προ του Ωρωπού, ερήμωσαν την χώραν, την καλουμένην Γραϊκήν, την οποίαν κατέχουν οι Ωρώπιοι, υπήκοοι των Αθηναίων, και φθάσαντες εις την Πελοπόννησον διελύθησαν, και τα διάφορα αποσπάσματα μετέβησαν έκαστον εις την πόλιν, από την οποίαν κατήγετο.
[Προηγούμενο βιβλίο] [Συνέχεια βιβλίου]
|
|||||||||||
![]() |