Έτος 11ον : 421 - 420 π.Χ.

 

25.
Οι Κορίνθιοι επιζητούν διατάραξιν των συμφωνηθέντων
Μετά την συνθήκην της ειρήνης και την συμμαχίαν, αι οποίαι συνωμολογήθησαν μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, κατά το τέλος του Δεκαετούς πολέμου, ότε ο Πλειστόλας ήτο πρώτος έφορος εις την Σπάρτην, και ο Αλκαίος επώνυμος άρχων εις τας Αθήνας, όσοι μεν ενέκριναν την συνθήκην ευρίσκοντο ήδη εις κατάστασιν ειρήνης, αλλ' οι Κορίνθιοι και μερικαί άλλαι Πελοποννησιακαί πόλεις εζήτουν να διαταράξουν τα συμφωνηθέντα. Και ούτως ευθύς μετ' ολίγον, νέαι πολιτικαί ανωμαλίαι προεκλήθησαν μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των, και συγχρόνως, προϊόντος του χρόνου, οι Λακεδαιμόνιοι έγιναν ύποπτοι προς τους Αθηναίους, ως εκ της μη εκτελέσεως μερικών εκ των διατάξεων της συνθήκης. Επί εξ έτη και δέκα μήνας, αι δύο πόλεις απέσχον από πάσαν επιδρομήν του εδάφους αλλήλων, κατ' άλλους τρόπους όμως έβλαπταν ο εις τον άλλον όσον περισσότερον ημπορούσαν, κατά την διάρκειαν της αβεβαίας αυτής ανακωχής. Έπειτα όμως ηναγκάσθησαν να διαρρήξουν την μετά τα δέκα έτη συνομολογηθείσαν συνθήκην ειρήνης, και περιήλθαν και πάλιν εις κατάστασιν απροκαλύπτου πολέμου.


26.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διήρκεσεν 27 έτη
Ο αυτός Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την ιστορίαν των γεγονότων τούτων κατά την σειράν που έλαβαν ταύτα χώραν καθ' έκαστον θέρος και χειμώνα, μέχρις ότου οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των κατέλυσαν την Αθηναϊκήν ηγεμονίαν και κατέλαβαν τα Μακρά Τείχη και τον Πειραιά. Μέχρι του γεγονότος τούτου, ο πόλεμος διήρκεσεν είκοσι επτά το όλον έτη. Και εάν τις υποστηρίζη ότι το μεταξύ διάστημα της ανακωχής δεν πρέπει να θεωρήται πόλεμος, πλανάται. Διότι, αν εξετάση μετά προσοχής τα γεγονότα της περιόδου ταύτης, όπως εκτίθενται, θα βεβαιωθή ότι δυσκόλως δύναται αυτή να χαρακτηρισθή ως ειρήνη, αφού κατ' αυτήν ούτε απέδωκαν, ούτε έλαβαν πάντα όσα δια της συνθήκης είχαν συμφωνηθή, και εκτός τούτου, κατά τον Μαντινειακόν και τον Επιδαύριον πόλεμον και εις άλλας περιστάσεις, έγιναν παραβιάσεις της συνθήκης εκ μέρους και των δύο, ενώ η στάσις των συμμάχων της Χαλκιδικής ήτο όχι ολιγώτερον εχθρική προς τους Αθηναίους, και μεταξύ Βοιωτών και Αθηναίων ίσχυεν ανακωχή, η οποία ανενεούτο κατά δεκαήμερον. Εις τρόπον ώστε, προσθέτων τις τον πρώτον Δεκαετή πόλεμον και την μετ' αυτόν αμφίβολον ανακωχήν και την επακολουθήσασαν επανάληψιν των εχθροπραξιών θα εύρη υπολογίζων, κατά την φυσικήν διαίρεσιν του χρόνου, τόσα ακριβώς έτη, όσα ανέφερα, με προσθήκην ολίγων ημερών. Διότι, εάν εξετάση τις μετά προσοχής πως η περίοδος αυτή διεκόπη υπό πολεμικών επιχειρήσεων, θα εύρη συγχρόνως ότι η περίστασις αυτή είναι η μόνη, κατά την οποίαν οι υποστηρίζοντες τας προβλέψεις των χρησμών επηλήθευσαν. Διότι ενθυμούμαι ότι απ' αρχής μέχρι τέλους του πολέμου ελέγετο πάντοτε υπό πολλών ότι ούτος έμελλε να διαρκέση τρεις φοράς εννέα έτη. Επέζησα του πολέμου, και καθ' όλην την διάρκειαν αυτού ήμην, λόγω ηλικίας, ώριμος την κρίσιν, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν όπως εξακριβώνω την αλήθειαν. Μου συνέβη να μείνω εξόριστος εκ της πατρίδος επί είκοσι έτη μετά την υπό την αρχηγίαν μου εκστρατείαν προς σωτηρίαν της Αμφιπόλεως, και γνωρίζων τα πράγματα εξ αμφοτέρων των μερών, ιδίως δε τα των Πελοποννησίων, ένεκα της εξορίας μου, κατώρθωσα να παρακολουθήσω ησύχως και αντιληφθώ καλύτερον την πορείαν των γεγονότων. Και θέλω προβή ήδη εις την έκθεσιν των μετά τα πρώτα δέκα έτη, διαφορών και την εντεύθεν διάρρηξιν της συνθήκης και τα επακολουθήσαντα γεγονότα του πολέμου.

27.
Οι Αργείοι αναλαμβάνουν να συνάψουν συμμαχίαν με πάσαν πόλιν της Ελλάδος εκτός των Αθηνών και της Σπάρτης
Μετά την συνομολόγησιν της Πεντηκονταετούς ειρήνης και της επακολουθησάτης συμμαχίας, οι πρέσβεις, οι οποίοι είχαν προσκληθή χάριν αυτών εκ των άλλων πόλεων της Πελοποννήσου, ανεχώρησαν από την Λακεδαίμονα. Και οι μεν άλλοι επέστρεψαν εις τα ίδια, οι Κορίνθιοι όμως διηυθύνθησαν κατ' αρχάς εις το Άργος, συνεννοήθησαν με μερικούς εκ των εν τέλει Αργείων, υποστηρίξαντες ότι, αφού οι Λακεδαιμόνιοι συνωμολόγησαν ειρήνην και συμμαχίαν προς τους Αθηναίους, τους μέχρι τούδε χειροτέρους εχθρούς, όχι με καλούς σκοπούς, αλλά προς υποδούλωσιν της Πελοποννήσου, χρέος των Αργείων είναι να εξετάσουν δια ποίων μέσων ημπορεί να σωθή η Πελοπόννησος. Ότι έπρεπε να ψηφίσουν ότι κάθε ανεξάρτητος Ελληνική πόλις, η οποία δέχεται, την διάλυσιν των διαφορών διά διαιτησίας, ημπορεί να συνάψη αμυντικήν μετά των Αργείων συμμαχίαν. Και ότι έπρεπε να εκλέξουν ολιγομελή επιτροπήν, έχουσαν πλήρη εξουσίαν προς διεξαγωγήν των σχετικών διαπραγματεύσεων, ίνα μη διεξάγωνται αύται προς την συνέλευσιν του λαού, ώστε εάν αι προτάσεις τινών απορριφθούν υπό του λαού, η αποτυχία των μη γίνη παγκοίνως γνωστή. Εβεβαίωσαν δε ότι πολλοί θα προσεχώρουν εις την συμαχίαν ταύτην, εκ μίσους προς τους Λακεδαιμονίους. Εκθέσαντες τα επιχειρήματα ταύτα οι Κορίνθιοι, επέστρεψαν εις τα ίδια.

28. Οι Αργείοι άρχοντες, αφού ήκουσαν τας προτάσεις ταύτας, τας ανακοίνωσαν προς τους συναδέλφους των και προς την συνέλευσιν του λαού, η οποία εξέλεξε δωδεκαμελή επιτροπήν, και εξουσιοδότησε αυτήν δια ψηφίσματος, να συνομολογή συμμαχίαν προς πάσαν Ελληνικήν πόλιν, η οποία θα το εζήτει, εκτός των Αθηνών και της Λακεδαίμονος, εκ των οποίων ουδετέρα, ηδύνατο να γίνη δεκτή ως σύμμαχος άνευ ρητής εγκρίσεως της εκκλησίας του λαού. Οι Αργείοι εδείχθησαν τόσον μάλλον ευδιάθετοι ν' ακολουθήσουν την πολιτικήν ταύτην, καθόσον έβλεπαν, ότι, επικειμένης της λήξεως της μετά των Λακεδαιμονίων συνθήκης των, ο μετ' αυτών πόλεμος ήτο αναπόφευκτος, και συγχρόνως διότι συνέλαβαν την ελπίδα, ότι θα γίνουν αρχηγοί της Πελοποννήσου. Διότι κατά την εποχήν ταύτην κατεφέροντο υπερβολικά κατά της Λακεδαίμονος, και το γόητρόν της είχε καταπέσει ένεκα των ατυχιών της, ενώ οι Αργείοι ευρίσκοντο εις εξαίρετον υπό πάσαν έποψιν θέσιν, καθόσον δεν συνεμερίσθησαν τα βάρη του πολέμου προς τας Αθήνας, και διατελούντες εις ειρήνην προς τα δυο μέρη εκαρπώθησαν τουναντίον ωφελείας ως εκ τούτου. Ούτω, λοιπόν, οι Αργείοι ήσαν έτοιμοι να δεχθούν εις την συμμαχίαν των πάσαν Ελληνικήν πόλιν, η οποία θα το εζήτει.

29. Πρώτοι οι Μαντινείς και οι σύμμαχοί των προσεχώρησαν εις την συμμαχίαν ταύτην, εκ φόβου των Λακεδαιμονίων. Διότι, διαρκούντος ακόμη του προς τους Αθηναίους πολέμου, οι Μαντινείς είχαν υποτάξει μέρος της Αρκαδίας, και ενόμιζαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα τους επέτρεπαν να διατηρήσουν την επ' αυτού κυριαρχίαν, ήδη οπότε αι χείρες των ήσαν ελεύθεραι. Ώστε προθύμως εστράφησαν προς το Άργος, θεωρούντες αυτό πόλιν ισχυράν, και ανέκαθεν αντίπαλον των Λακεδαιμονίων, και επί πλέον δημοκρατουμένην, όπως και αυτοί. Μετά την απόσπασιν ταύτην των Μαντινέων ήρχισαν και εις τας άλλας πόλεις της Πελοποννήσου να ψιθυρίζουν, ότι πρέπει και αυτοί να τους μιμηθούν, και διότι ενόμιζαν, ότι ούτοι είχαν καλλιτέραν γνώσιν της καταστάσεως, δια να μεταστούν προς τους Αργείους, και συγχρόνως διότι ηγανάκτουν κατά των Λακεδαιμονίων και δι' άλλους λόγους και ένεκα της ρήτρας της προς τους Αθηναίους ειρήνης, εις την οποίαν είχεν αναγραφή ότι επιτρέπεται, χωρίς τούτο να θεωρηθή ασυμβίβαστον προς τον δοθέντα όρκον, να γίνη εις τας διατάξεις της συνθήκης πάσα προσθαφαίρεσις, περί της οποίας αι δύο πόλεις, Αθήναι και Λακεδαίμων, θα έμεναν σύμφωνοι. Διότι η διάταξις αυτή προ πάντων ενέβαλλε τους Πελοποννησίους εις μεγάλην ταραχήν και εις υποψίαν, μήπως οι Λακεδαιμόνιοι, εκ συμφώνου μετά των Αθηναίων, επιδιώκουν να τους υποδουλώσουν. Διότι ήτο δίκαιον, ισχυρίζοντο, το δικαίωμα της προσθαφαιρέσεως να δοθή από κοινού εις όλους τους συμμάχους. Ώστε ένεκα του φόβου τούτου, οι πολλοί έκλιναν να συνάψουν και αυτοί συμμαχίαν προς τους Αργείους.


30.
Οι Λακεδαιμόνιοι αποστέλλουν πρέσβεις εις την Κόρινθον διά να προλάβουν συμμαχίαν των Κορινθίων προς τους Αργείους
Οι Λακεδαιμόνιοι, αντιληφθέντες την επικράτησιν του γογγυσμού τούτου εις την Πελοπόννησον, και ότι οι Κορίνθιοι και τους άλλους υπεκίνουν και οι ίδιοι επρόκειτο να συμμαχήσουν προς τους Αργείους, έστειλαν πρέσβεις εις την Κόρινθον, θέλοντες να προλάβουν την συμμαχίαν ταύτην. Κατηγόρουν τους Κορινθίους ως υποκινητάς της όλης κινήσεως και ισχυρίζοντο ότι, εάν εγκαταλείψουν αυτούς, δια να προσέλθουν εις την συμμαχίαν των Αργείων, θα εγίνοντο επίορκοι, και ότι άλλωστε από τούδε ήσαν ένοχοι αδικήματος, μη δεχόμενοι την ειρήνην προς τους Αθηναίους, ενώ ωρισμένη διάταξις της μεταξύ αυτών συνθήκης ορίζει ότι η απόφασις της πλειοψηφίας των ομοσπόνδων είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν υπάρχει κώλυμα εκ μέρους θεών ή ηρώων. Οι Κορίνθιοι, οι οποίοι είχαν λάβει την πρωτοβουλίαν να προσκαλέσουν προηγουμένως τους συμμάχους, όσοι, όπως αυτοί, είχαν αποδεχθή την μετά των Αθηναίων ειρήνην, αντέκρουσαν τους Λακεδαιμονίους, επί παρουσία αυτών. Και δεν εξέθεσαν μεν φανερά τα αληθή αυτών παράπονα, ότι δηλαδή δεν επέτυχαν ν' αποδοθή εις αυτούς υπό των Αθηναίων ούτε το Σόλλιον, ούτε το Ανακτόριον, ούτ' ελύθη άλλο τυχόν ζήτημα, εις το οποίον εθεώρουν ότι τα συμφέροντά των ετέθησαν εις κατωτέραν μοίραν, αλλ' επρόβαλαν ως πρόσχημα της στάσεώς των, το ότι δεν ημπορούσαν να προδώσουν τους συμμάχους της Χαλκιδικής, προς τους οποίους, και ότε πρώτον απεστάτησαν ούτοι μετά των Ποτειδαιατών, ωρκίσθησαν ιδιωτικούς όρκους, και ακολούθως ανενέωσαν αυτούς επισήμως. Ισχυρίσθησαν, λοιπόν, ότι δεν παραβαίνουν τους προς τους συμμάχους όρκους, αρνούμενοι να λάβουν μέρος εις την ειρήνην προς τους Αθηναίους, διότι, ορκισθέντες προς τους συμμάχους των εις το όνομα των θεών, θα παρέβαιναν τον όρκον των, εάν τους επρόδιδαν. Πράγματι, η διάταξις της συνθήκης ορίζει, "εφόσον δεν υπάρχει κώλυμα εκ μέρους θεών ή ηρώων", και εις αυτούς τουλάχιστον ο δοθείς υπ' αυτών όρκος εφαίνετο ότι ήτο κώλυμα εκ θεού. Και ως προς μεν τους παλαιούς όρκους εθεώρησαν ότι τα επιχειρήματα ταύτα ήσαν αρκετά. Αλλ' όσον αφορά την συμμαχίαν προς τους Αργείους εδήλωσαν ότι, αφού συνεννοηθούν μετά των φίλων των, θα κάμουν ό,τι είναι δίκαιον. Και οι μεν πρέσβεις των Λακεδαιμονίων επέστρεψαν εις τα ίδια. Αλλ' έτυχε να ευρίσκωνται κατά τον αυτόν χρόνον πρέσβεις των Αργείων εις την Κόρινθον, οι οποίοι επίεζαν τους Κορινθίους να εισέλθουν εις την συμμαχίαν άνευ αναβολής. Ούτοι όμως τους προσεκάλεσαν να έλθουν εις την προσεχή συνέλευσίν των.

31.
Συμμαχία μεταξύ των Ηλείων, των Αργείων και των Κορινθίων
Ολίγον ύστερον, ήλθαν και πρέσβεις των Ηλείων, οι οποίοι, αφού πρότερον συνομολόγησαν συμμαχίαν προς τους Κορινθίους, ανεχώρησαν κατόπιν εκείθεν εις το Άργος και συνομολόγησαν και με τους Αργείους συμμαχίαν, κατά τον προδιαγεγραμμένον υπό τούτων τρόπον. Διότι μεταξύ Ηλείων και Λακεδαιμονίων υπήρχε διαφορά εξ αφορμής του Λεπρέου, διότι, όταν ποτέ Αρκαδικαί τίνες φυλαί ευρίσκοντο εις πόλεμον προς τους Λεπρεάτας, οι τελευταίοι εζήτησαν την συμμαχίαν και βοήθειαν των Ηλείων, υποσχεθέντες να εκχωρήσουν προς αυτούς ως αντάλλαγμα το ήμισυ του εδάφους των. Μετά το πέρας δε του πολέμου, οι Ηλείοι, επιτρέψαντες εις τους Λεπρεάτας να κρατήσουν το εν λόγω έδαφος, επέβαλαν εις αυτούς, αντί τούτου, την καταβολήν ετησίας εισφοράς ενός ταλάντου εις τον εν Ολυμπία ναόν του Διός. Η εισφορά αυτή κατεβάλλετο μέχρι του κατά των Αθηνών πολέμου, αλλά προφασιζόμενοι τον πόλεμον, οι Λεπρεάται έπαυσαν την περαιτέρω καταβολήν αυτής και επειδή οι Ηλείοι ήρχισαν λαμβάνοντες καταναγκαστικά κατ' αυτών μέτρα, κατέφυγαν προς τους Λακεδαιμονίους. Η λύσις της διαφοράς ανετέθη από κοινού εις τούτους ως διαιτητάς, αλλ' οι Ηλείοι, υποπτευθέντες ότι δεν θα τύχουν αμερολήπτου κρίσεως εκ μέρους των Λακεδαιμονίων, παρητήθησαν της διαιτησίας και ήρχισαν ερημώνοντες την γην των Λεπρεατών. Οι Λακεδαιμόνιοι, ουχ ήττον, εδίκασαν την υπόθεσιν και απεφάσισαν, ότι οι Λεπρεαται ήσαν ανεξάρτητοι και ότι οι Ηλείοι ήσαν εν τω αδίκω. Και επειδή οι τελευταίοι είχαν παραιτηθή μονομερώς της διαιτησίας, έστειλαν εις τον Λέπρεον φρουράν οπλιτών. Οι Ηλείοι, εν τούτοις, κρίνοντες ότι οι Λακεδαιμόνιοι παρείχαν την προστασίαν των εις πόλιν, η οποία είχεν αποστατήσει από αυτούς, επεκαλούντο την διάταξιν της συνθήκης, η οποία ώριζεν ότι όσα έκαστος των ομοσπόνδων είχε προ του πολέμου εναντίον των Αθηναίων, θα διετήρει και μετά το πέρας αυτού, και θεωρούντες εαυτούς αδικουμένους, μετέστησαν προς τους Αργείους, και συνομολόγησαν και αυτοί συμμαχίαν μετ' αυτών, κατά τον προδιαγεγραμμένον υπό τούτων τρόπον. Ευθύς μετ' αυτούς, έγιναν σύμμαχοι των Αργείων και οι Κορίνθιοι και αι πόλεις της Χαλκιδικής. Αλλ' οι Βοιωτοί και οι Μεγαρείς, αν και συμμεριζόμενοι τας απόψεις των, ηρνήθησαν εκ συμφώνου να τους ακολουθήσουν, διότι οι Λακεδαιμόνιοι τους επεριποιούντο ιδιαιτέρως, και διότι εθεώρουν ότι το δημοκρατικόν πολίτευμα του Άργους ήτο ολιγώτερον ευνοϊκόν δι' αυτούς, οι οποίοι ωλιγαρχούντο, από το πολίτευμα της Λακεδαίμονος.

32.
Οι Αργείοι και οι Κορίνθιοι κινούνται εις άλλας πόλεις προς επέκτασιν της συμμαχίας των
Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους και περί την αυτήν εποχήν, οι Αθηναίοι, εξαναγκάσαντες τους Σκιωναίους δια πολιορκίας να παραδοθούν, εθανάτωσαν τους άνδρας, υπέβαλαν δε εις τάξιν δούλων τα γυναικόπαιδα, και παρεχώρησαν την χώραν εις τους Πλαταιείς, προς εγκατάστασιν. Και τους Δηλίους επανέφεραν εις την Δήλον, επηρεασθέντες εις τούτο από τας συμφοράς, τας οποίας είχαν υποστή τελευταίως εις τας μάχας, και συμμορφούμενοι προς χρησμόν του Μαντείου των Δελφών. Συγχρόνως, οι Φωκείς και οι Λοκροί περιήλθαν εις πόλεμον. Οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι, όντες ήδη σύμμαχοι, ήλθαν εις την Τεγέαν, επιδιώκοντες ν' αποσπάσουν αυτήν από τους Λακεδαιμονίους, διότι ενόμιζαν ότι, εάν κατώρθωναν να προσεταιρισθούν τόσον σπουδαίον τμήμα της Πελοποννήσου, θα είχαν αυτήν μετ' ολίγον ολόκληρον. Αλλ' επειδή οι Τεγεάται εδήλωσαν ότι δεν εννοούν να περιέλθουν εις αντίθεσιν προς τους Λακεδαιμονίους, η ισχυρογνωμοσύνη των Κορινθίων, οι οποίοι μέχρι τούδε είχαν επιδιώξει μετά πολλού ζήλου την πραγματοποίησιν του σχεδίου των, ήρχισε χαλαρουμένη, και σοβαρώς εφοβήθησαν ούτοι μήπως κανείς άλλος δεν προσέλθη του λοιπού προς αυτούς. Εν τούτοις έστειλαν πρέσβεις προς τους Βοιωτούς και παρεκάλουν να προσέλθουν εις την μετά των Αργείων συμμαχίαν των και γενικώς ν' ακολουθούν οι τρεις κοινήν πολιτικήν. Συγχρόνως εζήτουν από αυτούς να τους συνοδεύσουν εις τας Αθήνας και τους βοηθήσουν να επιτύχουν δεκαήμερον ανακωχήν, ομοίαν με εκείνην που είχαν συνάψει οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί ολίγον μετά την συνομολόγησιν της Πεντηκονταετούς ειρήνης. Εάν δ' οι Αθηναίοι δεν εδέχοντο, τότε εζήτουν από τους Βοιωτούς να καταγγείλουν την ιδικήν των ανακωχήν και του λοιπού να μη συνάψουν προς τους Αθηναίους συνθήκην, προσωρινήν ή οριστικήν, ειμή από κοινού. Κατόπιν της αιτήσεως ταύτης των Κορινθίων, οι Βοιωτοί συνέστησαν προς αυτούς να έχουν υπομονήν, όσον αφορά την συνομολόγησιν συμμαχίας με τους Αργείους. Ήλθαν όμως μετά των Κορινθίων εις τας Αθήνας όπου δεν επέτυχαν την δεκαήμερον υπέρ αυτών ανακωχήν, καθόσον οι Αθηναίοι απεκρίθησαν ότι ευρίσκονται εις ειρήνην προς τους Κορινθίους, εάν ούτοι είναι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Οι Βοιωτοί, εν τούτοις, ουδαμώς κατήγγειλαν την δεκαήμερον ανακωχήν των, μολονότι οι Κορίνθιοι ηξίουν παρ' αυτών τούτο και την άρνησίν των εμέμφοντο ως αντίθετον προς την μεταξύ των συμφωνίαν. Ούτω μεταξύ Κορινθίων και Αθηναίων αι εχθροπραξίαι διεκόπησαν πραγματικώς, άνευ όμως συνομολογήσεως ανακωχής.

33.
Εκστρατεία των Λακεδαιμονίων κατά των Παρρασίων
Κατά την διάρκειαν του αυτού θέρους, οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Πλειστοάνακτος, υιού του Παυσανίου, εξεστράτευσαν με όλας των τας στρατιωτικάς δυνάμεις εναντίον των Παρρασίων της Αρκαδίας, οι οποίοι ήσαν υπήκοοι των Μαντινέων. Η εκστρατεία έγινε κατόπιν προσκλήσεως εις παρέμβασιν υπό μιας των διαπληκτιζομένων φατριών, και διότι οι Λακεδαιμόνιοι επροτίθεντο συγχρόνως να κατεδαφίσουν, εάν ημπορούσαν, το φρούριον των Κυψέλων της Παρρασιακής, το οποίον απετέλει απειλήν κατά της Σκιρίτιδος, διαμερίσματος της Λακωνικής, και είχε κτισθή υπό των Μαντινέων, οι οποίοι και το εφρούρουν. Οι Λακεδαιμόνιοι ηρήμωσαν το έδαφος των Παρρασίων, ενώ οι Μαντινείς, παραδώσαντες την φύλαξιν της πόλεώς των εις τους Αργείους, αυτοί υπερήσπιζαν το έδαφος των συμμάχων των Παρρασίων. Αλλά μη δυνάμενοι να σώσουν ούτε το φρούριον των Κυψέλων, ούτε τας πόλεις των Παρρασίων, απεσύρθησαν. Και οι Λακεδαιμόνιοι, αφού κατηδάφισαν το φρούριον και απέδωκαν εις τους Παρρασίους την ανεξαρτησίαν των, επέστρεψαν εις τα ίδια.

34.
Πολεμήσαντες εις Αμφίπολιν Είλωτες ανακηρύσσονται ελεύθεροι
Κατά την διάρκειαν του αυτού θέρους, μετά την εκ Χαλκιδικής επιστροφήν των στρατιωτών, οι οποίοι είχαν επιστρατεύσει εκεί υπό τον Βρασίδαν και τους οποίους επανέφερεν ο Κλεαρίδας μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Λακεδαιμόνιοι εκήρυξαν τους μετά του Βρασίδα συμπολεμήσαντας Είλωτας ελευθέρους, με το δικαίωμα να κατοικούν όπου θέλουν, και ολίγον χρόνον ύστερον εγκατέστησαν αυτούς μετά των Νεοδαμωδών (των νεοελευθέρων Ειλώτων) εις το Λέπρεον, κείμενον εις τα σύνορα της Λακωνικής και της Ηλείας, καθ' ον χρόνον είχαν ήδη περιέλθει εις έριδα με τους Ηλείους. Αλλ' επειδή εφοβήθησαν μήπως οι συμπολίται των, που είχαν παραδώσει τα όπλα και συλληφθή αιχμάλωτοι εις την Σφακτηρίαν, νομίσουν ότι ένεκα της ατυχίας των εκινδύνευσαν να υποστούν πολιτικήν μείωσιν και ως εκ τούτου, εάν διετήρουν την πλήρη άσκησιν των πολιτικών των δικαιωμάτων, χρησιμοποιήσουν την επιρροήν των δια πολιτικάς ανατροπάς, αφήρεσαν απ' αυτούς την πλήρη άσκησιν των πολιτικών των δικαιωμάτων, μολονότι μερικοί εξ αυτών είχαν ήδη καταλάβει δημόσια αξιώματα. Δια της αφαιρέσεως ταύτης εστερούντο του δικαιώματος να καταλαμβάνουν τοιαύτα αξιώματα και να ενεργούν εγκύρους αγοραπωλησίας. Ύστερον όμως και μετά καιρόν, αποκατεστάθησαν πάλιν εις την ακεραίαν άσκησιν των πολιτικών των δικαιωμάτων.


35.
Οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι υποπτεύουν αλλήλους
Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, οι κάτοικοι του Δίου εκυρίευσαν την Θυσσόν, σύμμαχον των Αθηναίων, κειμένην επί της χερσονήσου του Άθω. Καθ' όλον το θέρος τούτο υφίστατο επικοινωνία μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων. Εν τούτοις, αμέσως μετά την σύναψιν της ειρήνης ήρχισαν να υποπτεύουν αλλήλους οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, ένεκα της μη αμοιβαίας αποδόσεως των μερών, τα οποία ώριζεν η συνθήκη. Διότι την Αμφίπολιν και τα άλλα, τα οποία υπεχρεώθησαν δια του κλήρου ν' αποδώσουν πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι, παρεκράτουν, και δεν έπειθαν ούτε τους συμμάχους των της Χαλκιδικής να δεχθούν την ειρήνην, αλλ' ούτε και τους Βοιωτούς, και τους Κορινθίους, περιοριζόμενοι να επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι θα ενωθούν με τους Αθηναίους, δια να πειθαναγκάσουν τας πόλεις ταύτας, εάν επέμεναν εις την άρνησίν των. Ώριζαν μάλιστα και προθεσμίας, μετά την πάροδον των οποίων οι μη αποδεχόμενοι την ειρήνην θα εθεωρούντο κοινοί εχθροί και των δύο, αλλ' ηρνούντο να δεσμευθούν δι' εγγράφου συμφωνίας. Οι Αθηναίοι βλέποντες ότι ουδέν εκ τούτων επραγματοποιείτο, υπώπτευαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κακάς προθέσεις, και δια τούτο ούτε την αίτησιν αυτών περί αποδόσεως της Πύλου εισήκουσαν, και τα λοιπά μέρη εξηκολούθουν να κρατούν, περιμένοντες έως ότου εκείνοι ήθελαν εκτελέσει προηγουμένως τας αναληφθείσας υποχρεώσεις των, μετενόουν δε μάλιστα, διότι είχαν αποδώσει και τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας. Οι Λακεδαιμόνιοι ισχυρίζοντο ότι είχαν κάμει ό,τι ήτο δυνατόν. Διότι και τους κρατουμένους υπ αυτών Αθηναίους αιχμαλώτους απέδωσαν και τους στρατιώτας των απέσυραν εκ της Χαλκιδικής και έκαμαν κάθε τι που ήτο εις την εξουσίαν των. Ισχυρίζοντο όμως ότι δεν κατείχαν την Αμφίπολιν, ώστε να την παραδώσουν, ότι θα προσεπάθουν να πείσουν τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, όπως αποδεχθούν την ειρήνην, και ν' ανακτήσουν το Πάνακτον δια να το αποδώσουν εις τους Αθηναίους, και ότι θα τους επιστρέψουν τους συμπολίτας των, όσοι εκρατούντο αιχμάλωτοι υπό των Βοιωτών. Επέμεναν όμως, όπως τους παραδοθή η Πίλος, ή τουλάχιστον όπως αποσυρθούν εκείθεν οι Μεσσήνιοι και οι Είλωτες, όπως και αυτοί απέσυραν τους στρατιώτας των εκ της Χαλκιδικής, κρατήσουν δε την φρουράν του μέρους οι ίδιοι οι Αθηναίοι, εάν θέλουν. Κατόπιν πολλών και μακρών διαπραγματεύσεων διαρκούντος του θέρους τούτου, έπεισαν τους Αθηναίους να αποσύρουν εκ της Πύλου τους Μεσσηνίους, τους Είλωτας και τους εκ της Λακωνικής αυτομόλους, εγκατέστησαν δε αυτούς οι Αθηναίοι εις τους Κρανίους της Κεφαλληνίας. Κατά την διάρκειαν λοιπόν του θέρους τούτου, επεκράτησεν ησυχία και ελευθέρα επικοινωνία μεταξύ των δύο μερών.

36. Κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα, (ότε οι έφοροι της Σπάρτης έτυχε να είναι άλλοι παρ' εκείνους επί της εφορείας των οποίων συνωμολογήθη η ειρήνη, και μερικοί μάλιστα εξ αυτών ήσαν αντίθετοι προς αυτήν), ήλθαν εις την Σπάρτην πρεσβείαι εκ μέρους των συμμάχων, παρευρίσκοντο δ' εκεί και αντιπρόσωποι των Αθηναίων, των Βοιωτών και των Κορινθίων. Μετά μακράς συζητήσεις, αι οποίαι εις ουδέν κατέληξαν αποτέλεσμα, ότε οι πρέσβεις ήσαν έτοιμοι ν' απέλθουν εις τα ίδια, ο Κλεόβουλος και ο Ξενάρης, οι οποίοι ήσαν εκείνοι εκ των εφόρων που επεδίωκαν προ πάντων την διάρρηξιν της συνθήκης της ειρήνης, προήλθαν εις ιδιωτικάς συνεννοήσεις προς τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, συνιστώντες προς αυτούς ν' ακολουθήσουν όσον το δυνατόν την αυτήν πολιτικήν, και όπως οι Βοιωτοί, αφού γίνουν πρώτον σύμμαχοι των Αργείων, προσπαθήσουν να παρασύρουν τούτους μεθ' εαυτών εις συμμαχίαν με τους Λακεδαιμονίους. Διότι δια τοιαύτης προ πάντων ενεργείας θ' απηλλάσσοντο οι Βοιωτοί της ανάγκης ν' αποδεχθούν την μετά των Αθηναίων ειρήνην, καθόσον οι Λακεδαιμόνιοι θα επροτίμων την φιλίαν και την συμμαχίαν των Αργείων, έστω και αν εξηγόραζαν αυτήν δια της έχθρας των Αθηναίων και της διαρρήξεως της προς αυτούς ειρήνης. Διότι εγνώριζαν οι έφοροι, ότι οι Λακεδαιμόνιοι επεθύμουν πάντοτε την εξασφάλισιν της φιλίας των Αργείων, θεωρούντες ότι εν τοιαύτη περιπτώσει πόλεμος εκτός της Πελοποννήσου θα ήτο ευκολώτερος δι αυτούς. Παρεκάλουν, εν τούτοις, τους Βοιωτούς να παραδώσουν το Πάνακτον προς τους Λακεδαιμονίους, όπως, ει δυνατόν, ανταλλάξουν αυτό προς την Πύλον, και ούτως ευρεθούν εις καλλιτέραν θέσιν, δια την επανάληψιν του πολέμου προς τους Αθηναίους.

37. Οι Βοιωτοί και οι Κορίνθιοι, επιφορτισθέντες από τον Ξενάρην και τον Κλεόβουλον και τους άλλους Λακεδαιμονίους φίλους των, ν' ανακοινώσουν ταύτα εις τας κυβερνήσεις των, ανεχώρησαν, επιστρέφοντες εις τα ίδια. Δυο, εν τούτοις, εκ των ανηκόντων εις την ανωτάτην αρχήν του Άργους τους ανέμεναν καθ' οδόν επιστρέφοντας και συναντήσαντες αυτούς ήλθαν εις διαπραγματεύσεις, με την ελπίδα ότι οι Βοιωτοί ημπορούσαν να γίνουν σύμμαχοι του Άργους, όπως είχαν γίνει οι Κορίνθιοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς. Εάν τούτο κατωρθούτο, έλεγαν, τότε θα ηδύναντο ευκόλως, ενεργούντες από κοινού, και πόλεμον να διεξάγουν και ειρήνην να συνάπτουν και προς τους Λακεδαιμονίους, εάν ήθελαν, και προς οιονδήποτε άλλον, εάν παρουσιάζετο ανάγκη. Εις τους πρέσβεις των Βοιωτών ήρεσεν η πρότασις αυτή, διότι ετύχαινεν η αίτησις των Αργείων να συμπίπτη με την εντολήν που τους είχαν αναθέσει οι εκ Λακεδαίμονος φίλοι των. Οι Αργείοι, βλέποντες ότι η πρότασίς των έγινεν ευνοϊκώς δεκτή, υπεσχέθησαν να πέμψουν πρέσβεις εις την Βοιωτίαν και απήλθαν. Μετά την άφιξίν των, οι Βοιωτοί απεσταλμένοι ανεκοίνωσαν εις τους Βοιωτάρχας τας προτάσεις και των Λακεδαιμονίων φίλων των και των Αργείων, οι οποίοι είχαν συναντήσει αυτούς καθ' οδόν. Οι Βοιωτάρχαι ευχαριστήθησαν με τας προτάσεις ταύτας και ήσαν έτι μάλλον διατεθειμένοι να δεχθούν αυτάς, καθόσον, κατ' ευτυχή σύμπτωσιν, οι Λακεδαιμόνιοι φίλοι των εζήτουν παρ' αυτών τα αυτά, τα οποία επεδίωκαν και οι Αργείοι. Μετ' ολίγον χρόνον, ήλθαν πρέσβεις των Αργείων, φέροντες τας ειρημένας προτάσεις. Και οι Βοιωτάρχαι, εγκρίναντες αυτάς, τους απεχαιρέτισαν αναχωρούντας, με την υπόσχεσιν ν' αποστείλουν εις το Άργος πρέσβεις προς διαπραγμάτευσιν της συμμαχίας.

38.
Οι Βοιωτοί απορρίπτουν προτάσεις συμμαχίας με τους Αργείους και τους Κορινθίους
Εν τω μεταξύ, οι Βοιωτάρχαι και οι πρέσβεις των Κορινθίων, των Μεγαρέων και της Χαλκιδικής, έκριναν ότι θα ήτο σκόπιμον ν' αναλάβουν προηγουμένως δι' αμοιβαίων όρκων την υποχρέωσιν, όπως, δοθείσης ευκαιρίας, παράσχουν πραγματικώς την συνδρομήν των εις εκείνον εξ αυτών που θα είχεν ανάγκην αυτής, και ούτε πόλεμον ν' αναλάβουν κατά τίνος, ούτε ειρήνην να συνομολογήσουν, άνευ κοινής αποφάσεως. Και μόνον κατόπιν τούτου, οι Βοιωτοί και οι Μεγαρείς, οι οποίοι ενήργουν εκ συμφώνου, να συνάψουν συνθήκην συμμαχίας προς τους Αργείους. Αλλά πριν δοθούν οι όρκοι, οι Βοιωτάρχαι ανεκοίνωσαν ταύτα εις την τετρασύνθετον Βουλήν της Βοιωτικής ομοσπονδίας, της οποίας η έγκρισις είναι απαραίτητος, και συνέστησαν εις αυτήν ν' ανταλλαγούν όρκοι συμμαχίας προς πάσαν πόλιν, η οποία θα εδέχετο ν' αναλάβη ομοίαν μετ' αυτών υποχρέωσιν αμοιβαίας βοηθείας. Τα μέλη της Βουλής όμως απέρριψαν την πρότασιν ταύτην, εκ φόβου μήπως περιέλθουν εις αντίθεσιν προς τους Λακεδαιμονίους, εάν συνομολόγουν ενόρκως συμμαχίαν προς τους Κορινθίους, οι οποίοι είχαν αποσπασθή απ' αυτούς. Διότι οι Βοιωτάρχαι δεν είχαν ανακοινώσει προς αυτούς τας εκ Λακεδαίμονος ειδήσεις, ότι δηλαδή δύο εκ των εφόρων, ο Κλεόβουλος και ο Ξενάρης, και οι φίλοι αυτών, συνεβούλευαν αυτούς να γίνουν πρώτον σύμμαχοι των Αργείων και Κορινθίων και έπειτα να συνομολογήσουν περαιτέρω συμμαχίαν προς τους Λακεδαιμονίους. Και την ανακοίνωσιν ταύτην παρέλειψαν, καθόσον ενόμιζαν, ότι και άνευ αυτής οι βουλευταί θα ενέκριναν ό,τι μετά επιμεμελημένην εξέτασιν θα συνίστων εις την ψήφον των. Μετά την αποτυχίαν όμως, οι πρέσβεις της Κορίνθου και της Χαλκιδικής ανεχώρησαν άπρακτοι. Οι Βοωτάρχαι, οι οποίοι, εάν επετύγχαναν, σκοπόν είχαν να επιδιώξουν και την συνομολόγησιν της συμμαχίας προς τους Αργείους, εγκατέλειψαν την ιδέαν του να υποβάλουν την περί τούτου πρότασιν εις τας Βουλάς, ούτε έστειλαν εις το Άργος τους πρέσβεις που είχαν υποσχεθή. Η όλη υπόθεσις παρημελήθη και ανεβλήθη.

39.
Συνομολόγησις συμμαχίας Λακεδαιμονίων και Βοιωτών
Κατά την διάρκειαν του αυτού χειμώνος, οι Ολύνθιοι, ενεργήσαντες αιφνιδίαν επίθεσιν κατά της Μηκυβέρνας, η οποία κατείχετο υπό Αθηναϊκής φρουράς, κατέλαβαν αυτήν.
Αι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων περί των μερών, που δεν είχαν ακόμη αποδοθή, εξηκολούθουν πάντοτε, καθόσον οι τελευταίοι ήλπιζαν ότι αν το Πάνακτον απεδίδετο υπό των Βοιωτών εις τους Αθηναίους θ ανέκτων και αυτοί την Πύλον. Ως εκ τούτου, απέστειλαν πρέσβεις εις τους Βοιωτούς και τους παρεκάλουν να τους παραδώσουν το Πάνακτον και τους Αθηναίους αιχμαλώτους, δια να κατορθώσουν, δίδοντες αυτούς ως αντάλλαγμα, ν' ανακτήσουν την Πύλον. Αλλ' οι Βοιωτοί ηρνήθησαν την απόδοσιν, εφόσον οι Λακεδαιμόνιοι δεν συνήπτον ιδιαιτέραν με αυτούς συμμαχίαν, όπως είχαν συνάψει με τους Αθηναίους. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως εγνώριζαν ότι, αν εδέχοντο την πρότασιν ταύτην, θα ηδίκουν τους Αθηναίους, καθόσον είχε συμφωνηθή μεταξύ αυτών, ότι μόνον από κοινού θα συνωμολόγουν ειρήνην μετά τίνος ή θ' ανελάμβαναν πόλεμον. Αλλ' ήθελαν να λάβουν εις χείρας των το Πάνακτον, δια να επιτύχουν αντ' αυτού την ανάκτησιν της Πύλου. Συγχρόνως η μερίς των Λακεδαιμονίων, η οποία επεδίωκε την διάρρηξιν της ειρήνης, επεθύμει διακαώς την μετά των Βοιωτών συνεννόησιν. Ως εκ τούτου, κατά το τέλος του χειμώνος και τας παραμονάς του έαρος, συνωμολόγησαν την συμμαχίαν, και οι Βοιωτοί ήρχισαν αμέσως την κατεδάφισιν του Πανάκτου. Και ούτως ετελείωσε το ενδέκατον έτος του πολέμου.

 

[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]