Κείμενα με μετάφραση · Texts with translation
Ηράκλειτος · Ο Λόγος και το Εν · Ο Πόλεμος και η Έρις · Η Αρμονία των Αντιθέτων · Το Γίγνεσθαι · Το Πυρ · Ο Άνθρωπος · Η Φύση · Αποσπάσματα για μια Ηθική · Αποσπάσματα αμφίβολα ή απόκρυφα

Ἡράκλειτος

Ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἕν

 

1. (18).  
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.

Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.

2. (93).

ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.

Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.

3. (92).

Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ' Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.

Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.

4. (79).

ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός.

Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.

5. (78).

ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.

Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.

6. (1).

τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται. [1]

7. (72).

ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.

Μ' όποιον πάνω απ' όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει όλα, μ' αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα. [2]

8. (19).

Ἡ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.

Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.

9. (34).

ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.

Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.

10. (17).

οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.

Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους, πάνω σ' αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.

11. (86).

Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ' Ἡράκλειτον, ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.

Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται γνωστά.

12. (67).

ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς), ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.

Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδια του καθενός. [3]

13. (113).

ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.

Η φρόνηση είναι κοινή σ' όλους.

14. (116).

ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.

Σ' όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

15. (2).

διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.

Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση. [4]

16. (115).

ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.

Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ' τον εαυτό του. [5]

17. (45).

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.

Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει. [6]

18. (50).

Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.

Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα. [7]

19. (32).

ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.

Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία. [8]

20. (33).

νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.

Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.

21. (114).

ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.

Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ' αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό· γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει. [9]

 

Σημειώσεις

1. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αυτό το κείμενο αποτελεί την αρχή του έργου του Ηράκλειτου· ο ιδρυτής του Λυκείου τον μέμφεται για τη σκοτεινότητά του που οφείλεται σε γραμματικές αιτίες· είναι γι' αυτό, βεβαιώνει, που δεν ξέρουμε πού αναφέρεται η λέξη “ἀεί”, η οποία μπορεί να συνδεθεί με τη λέξη που προηγείται, στην περίπτωση που πρόκειται για τον αιώνιο Λόγο, ή στη λέξη που ακολουθεί, στην περίπτωση που πρόκειται για τους αιώνια ανίκανους να κατανοήσουν το Λόγο ανθρώπους. Οι σχολιαστές τάχθηκαν υπέρ της μιας ή της άλλης από αυτές τις δυο μεταφράσεις. Βρίσκουμε μια λεπτομερή αντιπαράθεση γνωμών όλων αυτών των προβλημάτων στο έργο του G.S. Kirk, Heracklitus. The cosmic fragments, Cambridge, νέα έκδοση αναθεωρημένη, 1962, σελ. 33-46.

2. Ο Χάιντεγκερ σχολιάζει αυτό το απόσπασμα με την ευκαιρία μιας μελέτης πάνω στο απόσπασμα 16 και πάνω στην έννοια της λέξης ἀλήθεια στον Ηράκλειτο· αυτός ο όρος, τον οποίο συνήθως μεταφράζουμε (στα γαλλικά) “verite”, προέρχεται από ένα ρήμα που σημαίνει “κρύπτω”* και του οποίου προηγείται το στερητικό α, η “ἀλήθεια” είναι λοιπόν, κατά τον Χάιντεγκερ, η αποκάλυψη. Η δυστυχία των ανθρώπων προέρχεται από το ότι εκτρέπονται του λόγου που εισάγει κάθε πράγμα στην παρουσία, είναι τυφλοί στη φωτεινότητα μέσα στην οποία πηγαίνουν ή παραμένουν, και αναζητούν το αληθινό μέσα στην ποικιλία του πάντοτε-νέου (βλ. Essais et conferences, Paris 1958, σελ. 339).
--------
* Από το ρήμα λανθάνω: κύρια έννοια (στην αρχαία γλώσσα): διαφεύγω την προσοχή. (Σ.τ.Μ.)

3. Οι λέξεις μέσα σε παρένθεση είναι πιθανότατα του Ιππόλυτου από τον οποίο είναι παρμένο αυτό το απόσπασμα και έχουν πράγματι την αξία επεξηγηματικού σχολίου· ωστόσο, ο W.Α. Heidel ισχυρίζεται ότι αυτοί οι όροι είναι του Ηράκλειτου, αλλά ότι πρέπει να διορθωθεί το “οὗτος” σε “ὡυτός”. Το απόσπασμα 102 καθιερώνει επίσης μια σχέση μεταξύ θεού και αντιθέτων. Ξαναβρίσκουμε την ενότητα του πρώτου ζεύγους αντιθέτων μέσα στο απόσπασμα 57, ξαναβρίσκουμε πιθανώς, ή σχεδόν, την ενότητα του τέταρττου ζεύγους αντιθέτων στο απόσπασμα 65. Όσο για την εικόνα του αρωματισμένου με θυμιάματα πυρός, μπορούμε να την ερμηνεύσουμε με δυο τρόπους: είτε διάφορα, θυμιάματα αναμιγνύονται και ρίχνονται μαζί στη φωτιά, από όπου αναδίδεται μια σύνθετη οσμή στην οποία ο καθένας αναγνωρίζει αυτό που του αρέσει, είτε τα θυμιάματα ρίχνονται το ένα μετά το άλλο μέσα στη φωτιά και αναμιγνύονται μαζί της χωρίς να έχουν προηγουμένως αναμιχθεί μεταξύ τους. Η λέξη πῦρ έχει προστεθεί σ' αυτή την πρόταση αλλά μερικοί προτείνουν να προστεθεί μάλλον η λέξη οἶνος, εφ' όσον ήταν μια συχνή συνήθεια στην Ελλάδα να αναμιγνύουν στο κρασί διάφορα είδη αρωματικών φυτών. Όπως και αν έχει, ο Ηράκλειτος κάνει εδώ το Θεό αυτό που βρίσκεται στην ίδια την καρδιά όλων των αντιθέτων, αυτό που πηγαίνει από το ένα στο άλλο διά μέσου της αλλαγής. Μερικοί βλέπουν εδώ μια πανθεϊστική διακήρυξη πίστης, άλλοι βρίσκουν το έναυσμα μιας διαλεκτικής· ίσως δεν πρέπει να δούμε παρά έναν τρόπο να θέσουμε το πρόβλημα των σχέσεων του Ενός και του πολλαπλού.

4. “Ξυνῷ, τουτέστι τῷ” είναι πιθανότατα μια επεξήγηση του Σέξτου του Εμπειρικού από τον οποίο δανειστήκαμε αυτό το απόσπασμα. “Ξυνός” είναι ιωνικός τύπος, άρα ένας όρος τυπικά ηρακλείτειος. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός θέλησε λοιπόν να εξηγήσει ότι η λέξη “ξυνός” ήταν η αντίστοιχη κλασσικού όρου “κοινός”. Σύμφωνα με τον W. Jaeger, ο όρος “φρόνησις” λέγεται για την εφαρμοσμένη στην πράξη γνώση.

     Είναι πιθανόν ότι μια φράση όπως “δεῖ ἕπεσθαι τῷ κοινῷ” επηρέασε πολύ το στωικισμό. Ξέρουμε ότι αυτή η σχολή οφείλει αναμφισβήτητα πολλά στη σκέψη του Ηράκλειτου: το θέμα του πυρός συναντάται εκεί διαρκώς και μερικοί μάλιστα φτάνουν να ισχυρισθούν ότι η ιδέα της παγκόσμιας ανάφλεξης, της “εκπύρωσης”, δεν είναι διόλου ηρακλείτεια, αλλά αποτελεί ένα στοιχείο που προστέθηκε ίσως πολύ αργότερα και το οποίο ο στωικισμός θα είχε προσάψει στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Όμως ο στωικισμός, κάνοντας το χρόνο έκφραση αυτή καθαυτή της ζωής του Θεού και βρίσκοντας μέσα στο χρόνο την αιτία μιας τελεολογίας και μιας θείας πρόνοιας, είναι με τον τρόπο του μια φιλοσοφία του γίγνεσθαι. Η στωική σοφία μας ζητά να αγαπήσουμε το χρόνο που μας φτιάχνει και να υποταχθούμε σε αυτόν· ο ανόητος είναι εκείνος που θέλει να ζήσει στο περιθώριο αυτής της παγκόσμιας συν-πάθειας που κάνει όλα τα όντα να είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους μέσα στο χώρο και το χρόνο. Έτσι, το ηρακλείτειο “ἕπεσθαι τῷ κοινῷ” γίνεται με το στωικισμό “ζείτε σε συμφωνία με τη φύση”.

5. Αυτό το απόσπασμα, όπως τόσα άλλα, είναι δύσκολο να το ερμηνεύσει κανείς. Αν πάρουμε τη φράση κατά γράμμα, θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι πρόκειται για κάποια διακήρυξη πίστης ευνοϊκή προς έναν ολοκληρωτικό ανθρωπισμό, ότι είναι μόνο στην ανθρώπινη ψυχή που ανήκει ένας Λόγος ο οποίος, μέσα στην ιστορία, δεν παύει να αυξάνεται από τον εαυτό του χωρίς καμιά αναφορά σε μια υπερβατικότητα. Από μια τέτοια λοξοδρόμηση θα μπορούσαμε λοιπόν να διαβεβαιώσουμε ότι το άπειρο του ανθρώπου είναι ένα με το άπειρο της ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος εκπληρώνεται ανανεώνοντας τον εαυτό του και ξεπερνώντας τον. Όμως, θα επρόκειτο για μια πολύ σύγχρονη άποψη, εντελώς ξένη προς έναν Έλληνα γενικά και ιδιαίτερα προς τον Ηράκλειτο. Πρέπει μάλλον να κατανοήσουμε ότι ο Λόγος που κρύβει η ψυχή (όπως μας λέει το απόσπασμα 45) παραμένει έτσι ώστε μέσα του τελικά το αιώνιο γίγνεσθαι τον αλλάζει.

6. Ο Frankel προτείνει να προηγηθεί αυτού του αποσπάσματος το απόσπασμα 3 και κατά συνέπεια να διαβάσουμε: “(Περί μεγέθους ἡλίου) εὖρος ποδός ἀνθρωπείου, ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἂν ἐξεύροιο, πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει”.

     Είναι πιθανόν ότι μια τέτοια φράση έχει κάποια σχέση με τον ορφισμό. Δεν μπορούμε να φτάσουμε τα πέρατα της ψυχής, διότι έρχεται από τα βάθη των αιώνων, δε γεννήθηκε μαζί με το άτομο που κατοικεί· σ' αυτή την περίπτωση, μια θεωρία όπως η σωκρατική θεωρία της αναμνημόνευσης θα ήταν για μας μια πρόκληση να μπούμε σ' ένα δρόμο που θα επέτρεπε να βρούμε, αν μη τι άλλο κατά ένα μέρος, τα πέρατα της ψυχής· από την άλλη πλευρά, ο δαίμων του Σωκράτη, θα μπορούσε να είναι μια μορφή αυτού του Λόγου που κρύβει η ψυχή. Όπως και αν έχει, φαίνεται πως βρισκόμαστε εδώ μπροστά στην ιδέα ότι η ψυχή ξεπερνά το “εγώ” εκείνου που την αναζητά· δε θα μπορούσαμε λοιπόν να συλλογισθούμε τον Πασκάλ που λέει ότι ο άνθρωπος ξεπερνά τον άνθρωπο;

7. Αυτό το απόσπασμα είναι παρμένο από τον Ιππόλυτο, ο οποίος θέλει να ανατρέψει την αίρεση του Νοέτιου, σύμφωνα με την οποία ο Πατήρ και ο Υιός είναι ένα· θέλει να δείξει ότι αυτή η ιδέα προέρχεται από τον Ηράκλειτο άρα από ειδωλολατρική πηγή. Εφ' όσον ο Ηράκλειτος δηλώνει ότι τα αντίθετα είναι ταυτόσημα, κατά συνέπεια, σκέφτεται ο Ιππόλυτος, μπόρεσε να υποστηριχθεί στο όνομα αυτής της ιδέας, το ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι ταυτόσημοι. Είναι δύσκολο να ξέρουμε αυτό που, στην πρώτη πρόταση αυτού του αποσπάσματος, ανήκει πράγματι στον Ηράκλειτο· όμως αυτό που είναι αναμφισβήτητο, είναι ότι η δεύτερη πρόταση αντανακλά σωστά τη σκέψη του Εφέσιου. Ο Η. Gomperz την ερμηνεύει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, διαβάζοντας “εἰδέναι”, που δίνει το χειρόγραφο, και όχι “εἶναι”, διόρθωση υιοθετημένη από τον Diels· συνεπώς, αν εξαρτήσουμε την πρόταση από την προηγούμενη λέξη “δίκαιον”, η μετάφραση θα είναι η εξής: "Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το Λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε ότι το Εν-Σοφό γνωρίζει τα πάντα”.

     Ο Χάιντεγκερ αφιέρωσε σ' αυτό το απόσπασμα μια εκτεταμένη ανάλυση με κεντρικό σημείο το Λόγο· οι αναλύσεις του πάνω σε αυτόν τον όρο βρίσκονται μέσα σε πολλά από τα έργα του και αυτό με την ευκαιρία μιας ανάγνωσης του Ηράκλειτου ή μιας ανάγνωσης του Παρμενίδη. Κατά τον Χάιντεγκερ “λέγειν” δεν σημαίνει ποτέ για τους Έλληνες λέω με την πολύ απλή έννοια του όρου, σαν αυτή η σημασία να έβγαινε πάνοπλη από το Μηδέν· οι Έλληνες αντίθετα κατανοούσαν λέγειν σαν “αποθέτω”, “εκθέτω”, “θέτω τη σκέψη μου επί”. Το λέγειν ήταν άρα ένα θέτω· όμως, πολυάριθμα πράγματα θέτονται εμπρός μας, δίχως εμείς να έχουμε επέμβει σ' αυτή τη θέση: η θάλασσα, το βουνό, θέτονται εμπρός μας, το ότι εμείς τοποθετούμαστέ στην τάδε στάση δεν είναι παρά ένα ελάχιστο μέρος αυτού που τοποθετείται εμπρός μας κι, ακόμη, εμείς τοποθετούμαστε σε αυτή τη στάση με βάση αυτό που είχε ήδη τεθεί εμπρός μας· έτσι είναι που οι πέτρες ενός σπιτιού κατάγονται από ένα βράχο που είχε τη φυσική του μορφή (βλ. Qu' appelle-t-on penser? σελ. 185 κ.ε.). Λέγειν θα σήμαινε άρα θέτω, εκτείνω, προκειμένου να διατηρηθούν τα πράγματα και να τοποθετηθούν μέσα στη μη-απόκρυψη. Ο Λόγος φέρει αυτό που εμφανίζεται και εκτείνεται εμπρός μας για να αυτο-επιδειχθεί και να παρουσιασθεί στο φως. Το “Ἕν πάντα” δεν είναι αυτό που δηλώνει ο Λόγος, λέει αυτό που είναι ο Λόγος· όταν το θνητό “λέγειν” προσαρμόζεται στο Λόγο, τότε συμβαίνει “ὁμολογεῖν”. “Ο Λόγος συγκεντρώνεται μέσα στο Εν αποβλέποντας στην ενοποιητική του δύναμη· το θνητό “λέγειν” αναπαύεται λοιπόν προφυλαγμένο μέσα στο Λόγο, από την Ειμαρμένη διευθετείται σωστά αλλά δεν είναι ποτέ η ίδια η Διευθέτηση: Ἕν Πάντα ὡς Λόγος” (Essais et conferences, σελ. 249 κ.ε.).

8. Η έννοια των τεσσάρων πρώτων λέξεων αυτού του αποσπάσματος έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως· σύμφωνα με το αν παρεμβάλλουμε ή όχι ένα κόμμα μεταξύ διαφόρων ομάδων λέξεων, προκύπτουν πέντε ερμηνείες;

   α) Ένα πράγμα, το μόνο που είναι σοφό, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

   β) Ένα μόνο πράγμα, η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

   γ) Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία. (ερμηνεία που προτείνουμε και που είναι αυτή που υιοθετησε ο Κ. Reinhardt).

   δ) Το Σοφό είναι ένα μόνο και θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

   ε) Το Σοφό είναι ένα, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

   Ένα άλλο πρόβλημα τίθεται: ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί “Ζηνός” ως γενική της λέξης “Ζευς”, αντί της συνηθισμένης γενικής “Διός”. Μερικοί σκέφτηκαν ότι το έκανε με την πρόθεση να οικειοποιηθεί τη λαϊκή ετυμολογία κατά την οποία “Ζηνός” προέρχεται από το “Ζην”. Βρίσκουμε αρκετα παραδείγματα αυτού του παραλληλισμού: ο Aισχύλος μέσα στις “Ικέτιδες”, στίχος 584, λέει:

“Φυσίζοον γένος τόδε
Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς”.

Μέσα στον Κρατύλο του Πλάτωνα, όπου οι ετυμολογικές ταχυδακτυλουργίες μεταφυσικής σημασίας είναι πολυάριθμες, διαβάζουμε: “ἔστι δέ οὐ ράδιον κατανοῆσαι, ἀτεχνῶς γὰρ ἔστιν οἷον λόγος τό τοῦ Διός ὄνομα· διελόντες δέ αὐτό διχῇ οἱ μὲν τῷ ἑτέρῳ μέρει, οἱ δὲ τῷ ἑτέρῳ χρώμεθα· οἱ μέν γάρ Ζῆνα, οἱ δὲ Δία καλοῦσιν· (...) συμβαίνει ἂν ὀρθῶς ὀνομάζεσθαι οἷτος ὁ θεός εἶναι δι' ὂν ζῆν ἀεὶ πᾶσι τοῖς ζῶσιν ὑπάρχει” (396 αβ). Οι Στωικοί θα οικειοποιηθούν αυτή την επιχειρηματολογία. Όμως, από την άλλη πλευρά, όπως “Ζηνός” είναι κοινό μέσα στην Ιλιάδα και τις τραγωδίες, άλλοι σχολιαστές σκέφτηκαν ότι ο Ηράκλειτος χρησιμοποιούσε αυτόν τον τύπο χωρίς ειδική πρόθεση, βρίσκοντας τον μόνο καλύτερα προσαρμοσμένο στο ποιητικό του ύφος.

9. Αυτό το απόσπασμα ήταν γνωστό στους Στωικούς για τους οποίους ο θεϊκός νόμος ήταν, χρονικά και διαστημικά, ο ακρογωνιαίος λίθος του κόσμου· το να αναγνωρίσει το θεϊκό νόμο στα πάντα και ιδιαίτερα μέσα στην τελικότητα της φύσης, έπρεπε να είναι το πρώτο καθήκον του φιλοσόφου· το να υποταχθεί σ' αυτόν το θεϊκό νόμο, από τη στιγμή που γινόταν γνωστός, έπρεπε να είναι ο προορισμός του σοφού. Ο Ύμνος στον Δία του Κλεάνθη περιέχει μια υπενθύμιση αυτής της φράσης του Ηράκλειτου.

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2002