ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Χ΄

(στίχοι  : 372-515 [τέλος] )

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

Και τότε κάποιος έλεγε κοιτώντας τον πλησίον:

 

«Ω, πόσο μαλακότρα πιάνετ’ ο Έκτωρ τώρα,

παρ’ όταν έβαλε φωτιά να κάψει τα καράβια.».

 

Αυτά έλεγαν κι έπειτα σιμά τον εκεντούσαν.

 

ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·

ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι

Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ.

ὣς ἄρα τις εἴπεσκε καὶ οὐτήσασκε παραστάς. 375

 

 

Και αφού τον απογύμνωσεν ο θείος Αχιλλέας

εστήθη αυτού και ομίλησε των Αχαιών στην μέσην:

 

τὸν δ᾽ ἐπεὶ ἐξενάριξε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,

στὰς ἐν Ἀχαιοῖσιν ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευεν·

 

 

«Ω φίλοι σεις, ω αρχηγοί προστάτες των Αργείων,

αφού μας δώκαν οι Αχαιοί να πέσει αυτός ο άνδρας

που όλοι δεν μας πλήγωσαν όσον αυτός και μόνος,

την πόλην των ας ζώσωμεν εμείς με τ’ άρματά μας

να ιδούμε τι έχουν κατά νουν να πράξουν τώρα οι Τρώες.

 

ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες

ἐπεὶ δὴ τόνδ᾽ ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν,

ὃς κακὰ πόλλ᾽ ἔρρεξεν ὅσ᾽ οὐ σύμπαντες οἱ ἄλλοι,  

εἰ δ᾽ ἄγετ᾽ ἀμφὶ πόλιν σὺν τεύχεσι πειρηθῶμεν,

ὄφρά κ᾽ ἔτι γνῶμεν Τρώων νόον ὅν τιν᾽ ἔχουσιν,

 

 

Θ’ αφήσουν την ακρόπολην τώρα που αυτός εχάθη

ή και χωρίς τον Έκτορα θ’ αγωνισθούν ακόμη.

Αλλά τι διελογίστηκε τούτα η ψυχή μου τώρα;

Άκλαυτος, άθαφτος, νεκρός κείτετ’ εκεί στες πρύμνες

ο Πάτροκλος, που εγώ ποτέ δεν θα τον λησμονήσω

ενόσω με τους ζωντανούς κινώ τα γόνατά μου.

Κι εάν οι πεθαμένοι εκεί στον Άδη λησμονούνται

κι εκεί θενά θυμάμαι εγώ τον ποθητόν μου φίλον.

 

ἢ καταλείψουσιν πόλιν ἄκρην τοῦδε πεσόντος,

ἦε μένειν μεμάασι καὶ Ἕκτορος οὐκέτ᾽ ἐόντος.

ἀλλὰ τί ἤ μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;     385

κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος

Πάτροκλος· τοῦ δ᾽ οὐκ ἐπιλήσομαι, ὄφρ᾽ ἂν ἔγωγε

ζωοῖσιν μετέω καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ·

εἰ δὲ θανόντων περ καταλήθοντ᾽ εἰν Ἀΐδαο

αὐτὰρ ἐγὼ καὶ κεῖθι φίλου μεμνήσομ᾽ ἑταίρου.  390

 

 

Τώρα, παιδιά των Αχαιών, ας γύρωμε στα πλοία

με τούτον και ας σηκώσωμε παιάνα νικηφόρον.

Νίκην λαμπρήν επήραμε. Φονεύσαμε τον θείον

Έκτορα, οπού τον δόξαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες.».

 

νῦν δ᾽ ἄγ᾽ ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν

νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι νεώμεθα, τόνδε δ᾽ ἄγωμεν.

ἠράμεθα μέγα κῦδος· ἐπέφνομεν Ἕκτορα δῖον,

ᾧ Τρῶες κατὰ ἄστυ θεῷ ὣς εὐχετόωντο.

 

 

Αυτά’πε κι έργ’ απάνθρωπα στον Έκτορα εσοφίσθη.

Των δυο ποδιών του ετρύπησε τα νεύρα από τες φτέρνες

ως τ’ αστραγάλι, και λουριά τους πέρασε από μέσα,

τον κρέμασε απ’ την άμαξαν να σέρνει το κεφάλι,

σήκωσε τα λαμπρ’ άρματα και ανέβη αυτός στ’ αμάξι,

και τα πουλάρια εράβδισε που πρόθυμα επετάξαν.

Σκόνην εσήκωσε ο νεκρός και τα μαλλιά απλωμένα

στο χώμα και όλ’ η κεφαλή, χαριτωμένη πρώτα,

που τώρα ο Ζευς την έδωκεν εις των εχθρών τα χέρια

να την χαλάσουν άσχημα στην γην την πατρικήν του.

 

ἦ ῥα, καὶ Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα.     395

ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε

ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, βοέους δ᾽ ἐξῆπτεν ἱμάντας,

ἐκ δίφροιο δ᾽ ἔδησε, κάρη δ᾽ ἕλκεσθαι ἔασεν*·

ἐς δίφρον δ᾽ ἀναβὰς ἀνά τε κλυτὰ τεύχε᾽ ἀείρας

μάστιξέν ῥ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.400

τοῦ δ᾽ ἦν ἑλκομένοιο κονίσαλος, ἀμφὶ δὲ χαῖται

κυάνεαι πίτναντο, κάρη δ᾽ ἅπαν ἐν κονίῃσι

κεῖτο πάρος χαρίεν· τότε δὲ Ζεὺς δυσμενέεσσι

δῶκεν ἀεικίσσασθαι ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ.

 

 

Και άμ’ είδ’ εκεί να σύρεται στο χώμα το παιδί της

έβαλε τα ξεφωνητά και ανέσπα τα μαλλιά της

και την λαμπρήν μαντίλαν της επέταξε η μητέρα.

Μ’ αυτήν και ο γέρος έκλαιε, και ολόγυρα εις την πόλην

όλος οδύρετ’ ο λαός, φρικτά θρηνολογούσε.

 

ὣς τοῦ μὲν κεκόνιτο κάρη ἅπαν· ἣ δέ νυ μήτηρ 405

τίλλε κόμην, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην

τηλόσε, κώκυσεν δὲ μάλα μέγα παῖδ᾽ ἐσιδοῦσα·

ᾤμωξεν δ᾽ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ

κωκυτῷ τ᾽ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ.

 

 

Κι εφαίνετο απαράλλακτα σαν να’τρωγαν οι φλόγες

πατόκορφα τα υψηλά πυργώματα της Τροίας.

 

τῷ δὲ μάλιστ᾽ ἄρ᾽ ἔην ἐναλίγκιον ὡς εἰ ἅπασα  410

Ἴλιος ὀφρυόεσσα πυρὶ σμύχοιτο κατ᾽ ἄκρης.

 

 

Και ο γέρος εις τον πόνον του, να πεταχθεί και να ‘βγει

από τες πύλες ήθελε, και μόλις τον κρατούσαν.

Στην λάσπην εκυλιότανε, κατ’ όνομα καθέναν

παρακαλούσε κι έλεγε: «Όσο και αν μ’ αγαπάτε,

μη με κρατάτε, φίλοι μου, αφήσετέ με μόνον

να έβγω και να φθάσω εγώ στων Αχαιών τα πλοία.

 

λαοὶ μέν ῥα γέροντα μόγις ἔχον ἀσχαλόωντα

ἐξελθεῖν μεμαῶτα πυλάων Δαρδανιάων.

πάντας δ᾽ ἐλλιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον,

ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον·       415

σχέσθε φίλοι, καί μ᾽ οἶον ἐάσατε κηδόμενοί περ

ἐξελθόντα πόληος ἱκέσθ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.

 

 

Στον άνδρα τον ανόσιον, τον άγριον, να προσπέσω.

Ίσως τα χρόνια σεβασθεί και λυπηθεί το γήρας.

Ομήλικόν μου έχει αυτός πατέρα, τον Πηλέα

που τούτον γεννοανάστησε να γίνει συμφορά μας,

κι εμένα μάλιστα σκληρά τα σπλάχνα να πληγώσει,

που τόσα μου’σφαξε παιδιά, περήφανα βλαστάρια.

 

λίσσωμ᾽ ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν,

ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ᾽ ἐλεήσῃ

γῆρας· καὶ δέ νυ τῷ γε πατὴρ τοιόσδε τέτυκται

Πηλεύς, ὅς μιν ἔτικτε καὶ ἔτρεφε πῆμα γενέσθαι

Τρωσί· μάλιστα δ᾽ ἐμοὶ περὶ πάντων ἄλγε᾽ ἔθηκε.

τόσσους γάρ μοι παῖδας ἀπέκτανε τηλεθάοντας·

 

 

Όλα τα κλαίγω αλλά του ενός δριμύς με σφάζει ο πόνος,

του Έκτορος, και γρήγορα στον Άδη θα με φέρει.

Να’χε πεθάνει καν αυτός εις τες δικές μου αγκάλες,

και θα εξεθυμαίναμε στα δάκρυα, στους θρήνους,

εγώ και, οπού τον γέννησεν, η άμοιρη μητέρα.».

 

τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενός περ

ὡς ἑνός, οὗ μ᾽ ἄχος ὀξὺ κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω, 425

Ἕκτορος· ὡς ὄφελεν θανέειν ἐν χερσὶν ἐμῇσι·

τώ κε κορεσσάμεθα κλαίοντέ τε μυρομένω τε

μήτηρ θ᾽, ἥ μιν ἔτικτε δυσάμμορος, ἠδ᾽ ἐγὼ αὐτός.

 

 

Ελεγε κλαίγοντας και ομού στενάζαν κι οι πολίτες

και πρώτη εμοιρολόγησε των γυναικών η Εκάβη :

 

ὣς ἔφατο κλαίων, ἐπὶ δὲ στενάχοντο πολῖται·

Τρῳῇσιν δ᾽ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·            430

 

 

«Τέκνον, τι έπαθα  η πικρή ! και ακόμη εγώ θα ζήσω

αφού μου απέθανες εσύ που ημέρα νύκτα ήσουν

το ζηλευτό καμάρι μου, και οι Τρώισσες και οι Τρώες

σωτήρα σ’είχαν και ως θεόν σε καλοδέχοντ’ όλοι.

Ότ’ είχαν δόξαν από σε μεγάλην, όσο ακόμη

εζούσες, τώρα σ’ εύρηκεν ο θάνατος και η μοίρα.».

 

τέκνον ἐγὼ δειλή· τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα

σεῦ ἀποτεθνηῶτος; ὅ μοι νύκτάς τε καὶ ἦμαρ

εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκεο, πᾶσί τ᾽ ὄνειαρ

Τρωσί τε καὶ Τρῳῇσι κατὰ πτόλιν, οἵ σε θεὸν ὣς

δειδέχατ᾽· ἦ γὰρ καί σφι μάλα μέγα κῦδος ἔησθα    

ζωὸς ἐών· νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.

 

 

Κι είδησην για τον Έκτορα δεν είχε λάβει ακόμα

η σύντροφός του ότι κανείς να της ειπεί δεν ήλθε,

πως έμενε ο άνδρας της από τες πύλες έξω.

 

ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἄλοχος δ᾽ οὔ πώ τι πέπυστο

Ἕκτορος· οὐ γάρ οἵ τις ἐτήτυμος ἄγγελος ἐλθὼν

ἤγγειλ᾽ ὅττί ῥά οἱ πόσις ἔκτοθι μίμνε πυλάων,

 

 

Αλλά μες στα δωμάτια της είχε στο χέρι υφάδι

διπλό, πορφύρεο, και πολλά πλουμίδια του κεντούσε.

Και εις τες καλές θεράπαινες είπε στην στιά να στήσουν

τρίποδα μέγαν, έτοιμα θερμά λουτρά να γίνουν

του Έκτορος που έμελλε να γύρει από την μάχην.

Κα που να ξεύρει ότι μακράν από λουτρά  τον είχε

ήδ’ υποτάξει η Αθηνά στην λόγχην του Αχιλλέως.

 

ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ ἱστὸν ὕφαινε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο      440

δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ᾽ ἔπασσε.

κέκλετο δ᾽ ἀμφιπόλοισιν ἐϋπλοκάμοις κατὰ δῶμα

ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, ὄφρα πέλοιτο

Ἕκτορι θερμὰ λοετρὰ μάχης ἐκ νοστήσαντι

νηπίη, οὐδ᾽ ἐνόησεν ὅ μιν μάλα τῆλε λοετρῶν     445

χερσὶν Ἀχιλλῆος δάμασε γλαυκῶπις Ἀθήνη.

 

 

Και ως άκουσε ξεφωνητά και κλάμματ’ απ’ τον πύργον,

εσείσθηκαν τα μέλη της, της έπεσε η περόνη

κι είπε προς τες θεράπαινες: «Μαζί μου ελάτε δύο,

το τι συμβαίνει θενά ιδώ. Της σεβαστής Εκάβης

την φωνήν άκουσα. Η καρδιά στο στήθος μου σπαράζει

κατά το στόμα. Επέτρωσαν τα γόνατά μου κάτω.

Κάτι κακόν είναι κοντά στα τέκνα του Πριάμου.

 

κωκυτοῦ δ᾽ ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς ἀπὸ πύργου·

τῆς δ᾽ ἐλελίχθη γυῖα, χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κερκίς·

ἣ δ᾽ αὖτις δμῳῇσιν ἐϋπλοκάμοισι μετηύδα·

δεῦτε δύω μοι ἕπεσθον, ἴδωμ᾽ ὅτιν᾽ ἔργα τέτυκται. 

αἰδοίης ἑκυρῆς ὀπὸς ἔκλυον, ἐν δ᾽ ἐμοὶ αὐτῇ

στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα, νέρθε δὲ γοῦνα

πήγνυται· ἐγγὺς δή τι κακὸν Πριάμοιο τέκεσσιν.

 

 

Πολύ φοβούμαι – και άμποτε τ’ αυτιά μου μη τ’ ακούσουν –

τον Έκτορα τον τολμηρόν μη μόχει απομονώσει

ο Αχιλλεύς κατάποδα μακράν από τα τείχη,

και την πικρήν του ανδραγαθιά για πάντοτ’ έχει σβήσει.

Ότι ποτέ δεν έμενε στο πλήθος και στην τάξη,

αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρείαν.».

αἲ γὰρ ἀπ᾽ οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰνῶς

δείδω μὴ δή μοι θρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεὺς 455

μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος πεδίον δὲ δίηται,

καὶ δή μιν καταπαύσῃ ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς

ἥ μιν ἔχεσκ᾽, ἐπεὶ οὔ ποτ᾽ ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν,

ἀλλὰ πολὺ προθέεσκε, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων.

 

 

Είπε και από το μέγαρο πετάχθη φρενιασμένη

με κτυποκάρδι τρομερό, και οπίσω της οι κόρες.

 

ὣς φαμένη μεγάροιο διέσσυτο μαινάδι ἴση         460

παλλομένη κραδίην· ἅμα δ᾽ ἀμφίπολοι κίον αὐτῇ

 

 

Και όταν στον  πύργον έφθασε μες στων ανδρών το πλήθος,

ορθή στο τείχος κοίταξε, κι εμπρός στην πόλην κάτω

τον είδε αυτού συρόμενον, και τα γοργά πουλαρια

αφρόντιστα στων Αχαιών τες πρύμνες τον τραβούσαν.

 

αὐτὰρ ἐπεὶ πύργόν τε καὶ ἀνδρῶν ἷξεν ὅμιλον

ἔστη παπτήνασ᾽ ἐπὶ τείχεϊ, τὸν δὲ νόησεν

ἑλκόμενον πρόσθεν πόλιος· ταχέες δέ μιν ἵπποι

ἕλκον ἀκηδέστως κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.      465

 

 

Μαύρο σκοτάδι εσκέπασε το φως των οφθαλμών της

κι έπεσε οπίσω ανάσκελα με την ψυχήν στο στόμα.

Μακράν της τα γιαδέματα πετάχθηκαν τα ωραία,

το διάδημα, με την λαμπρήν μαντήλα και το δίκτυ

και το μαγνάδι οπού η χρυσή της χάρισε Αφροδίτη,

όταν του Ηετίωνος την πήρε από το σπίτι

νύμφην ο Έκτωρ με πολλά που’χε της δώσει δώρα.

 

τὴν δὲ κατ᾽ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν,

ἤριπε δ᾽ ἐξοπίσω, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε.

τῆλε δ᾽ ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα,

ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην

κρήδεμνόν θ᾽, ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσῆ Ἀφροδίτη      470

ἤματι τῷ ὅτε μιν κορυθαίολος ἠγάγεθ᾽ Ἕκτωρ

ἐκ δόμου Ἠετίωνος, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα.

 

 

Κι οι ανδράδελφες δεν έλειπαν αυτού και οι συννυφάδες

που την βαστούσαν έτοιην εκεί να ξεψυχήσει.

 

ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν,

αἵ ἑ μετὰ σφίσιν εἶχον ἀτυζομένην ἀπολέσθαι.

 

 

Και άμα επήρε αναπνοήν εξέσπασε στην κλάψαν,

κι έλεγε με τες Τρώισσες: «Έκτορ! ωιμέ την έρμην !

με μίαν γεννηθήκαμε μοίραν εμείς οι δύο.

Στην Τροίαν είδες συ το φως στο δώμα του Πριάμου,

εγώ στες Θήβες κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου,

στο δώμα του Ηετίωνος, που ανάτρεφέ με  βρέφος

άμοιρος την βαριόμοιρην, να μην μ’ είχε γεννήσει.

 

ἣ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ἔμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη     

ἀμβλήδην γοόωσα μετὰ Τρῳῇσιν ἔειπεν·

Ἕκτορ ἐγὼ δύστηνος· ἰῇ ἄρα γεινόμεθ᾽ αἴσῃ

ἀμφότεροι, σὺ μὲν ἐν Τροίῃ Πριάμου κατὰ δῶμα,

αὐτὰρ ἐγὼ Θήβῃσιν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ

ἐν δόμῳ Ἠετίωνος, ὅ μ᾽ ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν  480

δύσμορος αἰνόμορον· ὡς μὴ ὤφελλε τεκέσθαι.

 

 

Συ τώρα κάτω από την γην στον Άδην κατεβαίνεις,

κι εμέ χήραν περίλυπην στο έρμο σπίτι αφήνεις,

κι είναι παιδάκι τρυφερό το αγόρι που εγεννήθη

από εμάς τους δυστυχείς. Κα μήτε συ βοηθός του

θα είσαι, αφού απέθανες, μήτε βοηθός σου εκείνος

 

νῦν δὲ σὺ μὲν Ἀΐδαο δόμους ὑπὸ κεύθεσι γαίης

ἔρχεαι, αὐτὰρ ἐμὲ στυγερῷ ἐνὶ πένθεϊ λείπεις

χήρην ἐν μεγάροισι· πάϊς δ᾽ ἔτι νήπιος αὔτως,

ὃν τέκομεν σύ τ᾽ ἐγώ τε δυσάμμοροι· οὔτε σὺ τούτῳ                                                                               

ἔσσεαι Ἕκτορ ὄνειαρ ἐπεὶ θάνες, οὔτε σοὶ οὗτος.

 

 

Και αν απ’ τον πολυδάκρυτον των Αχαιών αγώνα

ξεφύγει, λύπες πάντοτε πικρές τον περιμένουν.

Και ξένοι τα χωράφια τουθα του ξετερμονίσουν.

 

ἤν περ γὰρ πόλεμόν γε φύγῃ πολύδακρυν Ἀχαιῶν,

αἰεί τοι τούτῳ γε πόνος καὶ κήδε᾽ ὀπίσσω

ἔσσοντ᾽· ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας.

 

 

Πάντερμο κάνει το παιδί της ορφανιάς η μέρα.

Κορμί γέρνει και πρόσωπο με μάτια δακρυσμένα.

Τον φέρν’ η χρεία ν’ ανεβεί στους φίλους του πατρός του,

τραβά του ενός το φόρεμα, του άλλου τον χιτώνα.

Και αν κάποιος το ψυχοπονεί, καυκί μικρό του δίδει,

δροσιά στα χείλη και ποτέ στην άκρην τ’ ουρανίσκου.

 

ἦμαρ δ᾽ ὀρφανικὸν παναφήλικα παῖδα τίθησι· 490

πάντα δ᾽ ὑπεμνήμυκε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,

δευόμενος δέ τ᾽ ἄνεισι πάϊς ἐς πατρὸς ἑταίρους,

ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος·

τῶν δ᾽ ἐλεησάντων κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχε·

χείλεα μέν τ᾽ ἐδίην᾽, ὑπερῴην δ᾽ οὐκ ἐδίηνε.

 

 

Και κάποτε κτυπώντας τον αγόρι ευτυχισμένο

τον διώχνει από την τράπεζαν, σκληρά τον ονειδίζει:

 

«Γκρεμίσου, και ο πατέρας σου στον δείπνον μας δεν είναι.».

 

τὸν δὲ καὶ ἀμφιθαλὴς ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε

χερσὶν πεπλήγων καὶ ὀνειδείοισιν ἐνίσσων·

ἔρρ᾽ οὕτως· οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν.

 

 

Κλαμμένο πάει το παιδί στη χήραν την μητέρα

ο Αστυάναξ, οπου πριν στο γόνα του πατρός του

μεδούλι μόνον έτρωγε και από θρεφτάρια πάχος.

 

δακρυόεις δέ τ᾽ ἄνεισι πάϊς ἐς μητέρα χήρην

Ἀστυάναξ, ὃς πρὶν μὲν ἑοῦ ἐπὶ γούνασι πατρὸς

μυελὸν οἶον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόν·

 

 

Και αφού στα παιδιαρίσματα τον έπιανεν ο ύπνος

εις κλίνην μαλακότατην, στον κόλπον της βυζάστρας

κοιμόταν από ζηλευτές τροφές θεραπευμένος.

 

αὐτὰρ ὅθ᾽ ὕπνος ἕλοι, παύσαιτό τε νηπιαχεύων,

εὕδεσκ᾽ ἐν λέκτροισιν ἐν ἀγκαλίδεσσι τιθήνης

εὐνῇ ἔνι μαλακῇ θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ·

 

 

Τώρα που του’λειψεν ο γονιός κακά πολλά θα πάθει

ο Αστυάναξ μ’ όνομα που τόβγαλαν οι Τρώες.

Ότι συ μόνος έσωζες την πυργωμένην πόλην.

 

νῦν δ᾽ ἂν πολλὰ πάθῃσι φίλου ἀπὸ πατρὸς ἁμαρτὼν                                                                          

Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν·

 

 

Τώρα μακράν απ’ τους γονείς στες πρύμνες σε θα φάγουν

πυκνά σκουλήια, αφού σκυλιά στο σώμα σου χορτάσουν

γυμνόν, και όπως στα μέγαρα υπάρχουν τόσα ωραία

ενδύματα λεπτότατα των γυναικών υφάδια.

Άλλα στες φλόγες όλα εγώ θενά τα καταλύσω,

όχι όφελός σου, αφού για σε νεκροστολή δεν είναι

αλλά με αυτό να δοξαστείς εις τον λαόν της Τροίας.».

 

οἶος γάρ σφιν ἔρυσο πύλας καὶ τείχεα μακρά.

νῦν δὲ σὲ μὲν παρὰ νηυσὶ κορωνίσι νόσφι τοκήων

αἰόλαι εὐλαὶ ἔδονται, ἐπεί κε κύνες κορέσωνται

γυμνόν· ἀτάρ τοι εἵματ᾽ ἐνὶ μεγάροισι κέονται   510

λεπτά τε καὶ χαρίεντα τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν.

ἀλλ᾽ ἤτοι τάδε πάντα καταφλέξω πυρὶ κηλέῳ

οὐδὲν σοί γ᾽ ὄφελος, ἐπεὶ οὐκ ἐγκείσεαι αὐτοῖς,

ἀλλὰ πρὸς Τρώων καὶ Τρωϊάδων κλέος εἶναι.

 

τα λεγε κλαίοντας και ομού στενάζαν οι γυναίκες.

 

ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.

 

 

ß                                                            à

G

 



* Ακριβώς το ίδιο έχει  κάνει  προηγουμένως  στον νεκρό  ΠΑΤΡΟΚΛΟ, ο  Ιππόθοος, γιος του Λήθοιου Πελασγού.  [Βλ. ΡΑΨΩΔΙΑ  Ρ, στ. 288 κ.εξ.]. Η μόνη διαφορά ήταν πως ο Ιππόθοος απλά έδεσε τα πόδια του Πάτροκλου με ένα σχοινί, ενώ ο Αχιλλέας τα τρύπησε πρώτα και πέρασε από μέσα το δέρμα που χρησιμοποιούσε για σκοινί.

Ο Όμηρος χαρακηρίζει την πραξη αυτή ως ἀεικέα  ἔργα’  κα ο Ιάκωβος Πολυλάς μεταφράζει : έργα απάνθρωπα. Που σημαίνει πως οι Ελληνες αυτή την πράξη την  θεωρούσαν απαράδεκτη.