ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ΄(στίχοι : 286-389) [Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]
|
|
Τον άκουσε και πρόσταξε τες κόρες να συνάξουν γύρωθεν τες γερόντισσες. Κατέβη ωστόσο εκείνη στον μυροβόλον θάλαμον, οπού πολλοί ήσαν πέπλοι, έργα θαυμάσια γυναικών απ’ τα Σιδώνια μέρη, οπόθεν ο θεόμορφος Αλέξανδρος τες πήρε, τα πέλαγα όταν έσχιζεν εις το ταξίδι εκείνο, οπού την λαμπρογέννητην ανέβαζεν Ελένην.
Και να προσφέρη της θεάς η Εκάβη εσήκωσ’ έναν απ’ όλους τον πλατύτερον κι εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε και κάτω απ’ όλους ήταν. Και ως πήγαινε γερόντισσες πολλές ακολουθούσαν.
|
Ὣς ἔφαθ᾽, ἣ δὲ μολοῦσα ποτὶ μέγαρ᾽ ἀμφιπόλοισι κέκλετο· ταὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἀόλλισσαν κατὰ ἄστυ γεραιάς. Αὐτὴ δ᾽ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα[1], ἔνθ᾽ ἔσάν οἱ
πέπλοι παμποίκιλα ἔργα γυναικῶν Σιδονίων, τὰς αὐτὸς Ἀλέξανδρος θεοειδὴς 290 ἤγαγε Σιδονίηθεν[2] ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον, τὴν ὁδὸν ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν εὐπατέρειαν· τῶν ἕν᾽ ἀειραμένη Ἑκάβη φέρε δῶρον Ἀθήνῃ, ὃς κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος, ἀστὴρ δ᾽ ὣς ἀπέλαμπεν· ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων. Βῆ δ᾽ ἰέναι, πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί.
|
Και αν στην ακρόπολη και στον ναόν εφθάσαν, η καλοπρόσωπη Θεανώ τους άνοιξε την θύραν, του Αντήνορος η ομόκλινη και κόρη του Κισσέως. Της Αθηνάς ιέρεια την είχαν βάλει οι Τρώες. Και όλες με θρήνους ύψωσαν στην Αθηνά τα χέρια. Και η καλοπρόσωπη Θεανώ τον πέπλον που της δώσαν στης λαμπρομάλλας Αθηνάς τα γόνατ’ αποθέτει, και προς την κόρην του Διός κεραυνοφόρου ευχήθη:
«Θεά θεών, ω Αθηνά, σωσίπολις, αγία, του Διομήδη σύντριψε την λόγχην, και αυτόν κάμε έμπροσθεν των Σκαιών πυλών, επίστομα να πέσει, κι ευθύς θα λάβης δώδεκα χρονιάρικες μοσχάρες, αν ευδοκίσης, ω θεά, να ελεηθής την πόλιν των Τρώων, τες γυναίκες των και τα μικρά παιδιά των.». Ευχήθη, αλλ’ όμως η θεά σ’ αυτά δεν ευδοκούσε. |
Αἳ δ᾽ ὅτε νηὸν ἵκανον Ἀθήνης ἐν πόλει ἄκρῃ, τῇσι θύρας ὤϊξε Θεανὼ[3] καλλιπάρῃος Κισσηῒς ἄλοχος Ἀντήνορος ἱπποδάμοιο· τὴν γὰρ Τρῶες ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν. 300 Αἳ δ᾽ ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον· ἣ δ᾽ ἄρα πέπλον ἑλοῦσα Θεανὼ καλλιπάρῃος θῆκεν Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν ἠϋκόμοιο, εὐχομένη δ᾽ ἠρᾶτο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο· πότνι᾽ Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι δῖα θεάων 305 ἆξον δὴ ἔγχος Διομήδεος, ἠδὲ καὶ αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων, ὄφρά τοι αὐτίκα νῦν δυοκαίδεκα βοῦς ἐνὶ νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερεύσομεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃς ἄστύ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα. 310 Ὣς ἔφατ᾽ εὐχομένη, ἀνένευε[4] δὲ ΠαλλὰςἈθήνη.
|
Κι ενώ την κόρην του Διός αυτές παρακαλούσαν, ο Έκτωρ, προς τα δώματα κινούσε του Αλεξάνδρου, που ωραία τά’χε κάμει αυτός με διαλεκτούς τεχνίτες και ήσαν τότε εξαίσιοι στην κάρπιμη Τρωάδα. Αυλήν εις την ακρόπολιν και θάλαμον και δώμα του έκτισαν στου Έκτορος σιμά και του Πριάμου. Και ο θείος Έκτωρ βάδιζ’ εκεί μέσα κι εκρατούσε κοντάρι ενδεκάπηχο, που με χρυσό στεφάνι σπιθοβολούσε η λόγχη του. Κι ήβρε τον αδελφόν του στον θάλαμο που τα λαμπρά συγύριζε άρματά του, το τόξο και τον θώρακα και την καλήν ασπίδα.
Κι η Ελέν’ η Αργεία κάθονταν και ολόγυρα οι γυναίκες, κι έφτιαναν έργ’ αμίμητα καθώς τες οδηγούσε.
Και ο Έκτωρ τον ονείδησε πικρώς άμα τον είδε :
«Άθλιε, καλά δεν έκαμες τόσην χολήν να πάρης. Πέφτουν μαχόμενοι λαοί στα τείχη μας τριγύρω και εξ αφορμής σου αλαλαγμός, φλόγα πολέμου ζώνει την πόλιν τούτην. Και όμως συ θα ονείδιζες καθέναν άλλον που να’βλεπες μακράν να φύγη απ’ τον αγώνα. Αλλά σηκώσου πριν το πυρ την πόλιν καταλύση.».
Του απάντησε ο θεόμορφος Αλέξανδρος και του’πε:
|
Ὣς αἳ μέν ῥ᾽ εὔχοντο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο, Ἕκτωρ δὲ πρὸς δώματ᾽ Ἀλεξάνδροιο βεβήκει καλά, τά ῥ᾽ αὐτὸς ἔτευξε σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ᾽ ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ ἐριβώλακι τέκτονες ἄνδρες, 315 οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλὴν ἐγγύθι τε Πριάμοιο καὶ Ἕκτορος ἐν πόλει ἄκρῃ. Ἔνθ᾽ Ἕκτωρ εἰσῆλθε Διῒ φίλος, ἐν δ᾽ ἄρα χειρὶ ἔγχος ἔχ᾽ ἑνδεκάπηχυ· πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη, περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης. 320 Τὸν δ᾽ εὗρ᾽ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε᾽ ἕποντα ἀσπίδα καὶ θώρηκα, καὶ ἀγκύλα τόξ᾽ ἁφόωντα· Ἀργείη δ᾽ Ἑλένη μετ᾽ ἄρα δμῳῇσι[5] γυναιξὶν ἧστο καὶ ἀμφιπόλοισι περικλυτὰ ἔργα κέλευε. Τὸν δ᾽ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσι· 325 δαιμόνι᾽ οὐ μὲν καλὰ χόλον τόνδ᾽ ἔνθεο θυμῷ, λαοὶ μὲν φθινύθουσι περὶ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος μαρνάμενοι[6]· σέο δ᾽ εἵνεκ᾽ ἀϋτή τε πτόλεμός τε ἄστυ τόδ᾽ ἀμφιδέδηε· σὺ δ᾽ ἂν μαχέσαιο καὶ ἄλλῳ, ὅν τινά που μεθιέντα ἴδοις στυγεροῦ πολέμοιο. 330 Ἀλλ᾽ ἄνα μὴ τάχα ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται.
|
«Έκτορ’, αφού με δίκαιον μ’ ελέγχεις κι όχι αδίκως, θα σου ομιλήσω καθαρά και πρόσεχε ν’ ακούσης.
Στους Τρώας πείσμα μήτε οργή δεν μ’ έκανε να μείνω στον θάλαμον, αλλ’ ήθελα την θλίψιν μου να τρέφω. Τώρα με λόγια μαλακά μ’ εκίνησε η γυνή μου να πολεμήσω. Και ως κι εγώ καλύτερο το κρίνω. Τους άνδρες εις τον πόλεμον συχνά ξαλλάζ’ η νίκη.
Αλλ’ όσο εγώ ν’ αρματωθώ, συ μην αναχωρήσης, ή, αν θέλης, πήγαινε, κι εγώ, θαρρώ, θα σε προφθάσω.».
|
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν Ἀλέξανδρος θεοειδής· Ἕκτορ ἐπεί με κατ᾽ αἶσαν ἐνείκεσας οὐδ᾽ ὑπὲρ αἶσαν, τοὔνεκά τοι ἐρέω· σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον· οὔ τοι ἐγὼ Τρώων τόσσον χόλῳ οὐδὲ νεμέσσι 335 ἥμην ἐν θαλάμῳ, ἔθελον δ᾽ ἄχεϊ προτραπέσθαι. Νῦν δέ με παρειποῦσ᾽ ἄλοχος μαλακοῖς ἐπέεσσιν ὅρμησ᾽ ἐς πόλεμον· δοκέει δέ μοι ὧδε καὶ αὐτῷ λώϊον ἔσσεσθαι· νίκη δ᾽ ἐπαμείβεται ἄνδρας. Ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω· 340 ἢ ἴθ᾽, ἐγὼ δὲ μέτειμι· κιχήσεσθαι δέ σ᾽ ὀΐω.
|
Είπε. Και δεν του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ. Κι η Ελένη γλυκομίλητα του είπε: «Ανδράδελφέ μου, οϊμένα της κακόπρακτης, της οργισμένης σκύλας. Αχ! την ημέρα που στο φως με έφερε η μητέρα, να μ’ είχε αρπάξει ανεμική κακή, να μ’ είχε ρίξει εις όρος ή στης θάλασσας το φουσκωμένο κύμα να με ρουφήση κι όχι αυτά που εγίνηκαν να γίνουν. Αλλά αφού τούτα τα κακά οι αθάνατοι διορίσαν, ας είχα καν καλύτερον τον άνδρα να γνωρίζη του κόσμου την κατακραυγήν και τους ονειδισμούς του. Και τούτος τώρα νουν ποσώς δεν έχει ούτε θα λάβη. Ώστε θα πάθη. Αλλ’ όρισε, ανδράδελφε, εδώ μέσα, κάθισε εις τούτο το θρονί. Γνωρίζ’ ότι η ψυχή σου μάλιστα εκείνη αισθάνεται τον μόχθον που από εμένα την σκύλαν και απ’ το ανόμημα προήλθε του Αλεξάνδρου, οπού μας κακομοίρανεν ο Ζευς δια να γενούμε και των κατόπι γενεών τραγούδι ξακουσμένο.».
|
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ· τὸν δ᾽ Ἑλένη μύθοισι προσηύδα μειλιχίοισι· δᾶερ ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, ὥς μ᾽ ὄφελ᾽ ἤματι τῷ ὅτε με πρῶτον τέκε μήτηρ οἴχεσθαι προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο θύελλα εἰς ὄρος ἢ εἰς κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης, ἔνθά με κῦμ᾽ ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι. Αὐτὰρ ἐπεὶ τάδε γ᾽ ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο, ἀνδρὸς ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἀμείνονος εἶναι ἄκοιτις, 350 ὃς ᾔδη νέμεσίν τε καὶ αἴσχεα πόλλ᾽ ἀνθρώπων. Τούτῳ δ᾽ οὔτ᾽ ἂρ νῦν φρένες ἔμπεδοι οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὀπίσσω ἔσσονται· τὼ καί μιν ἐπαυρήσεσθαι ὀΐω. Ἀλλ᾽ ἄγε νῦν εἴσελθε καὶ ἕζεο τῷδ᾽ ἐπὶ δίφρῳ δᾶερ, ἐπεί σε μάλιστα πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν εἵνεκ᾽ ἐμεῖο κυνὸς καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ᾽ ἄτης, οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, ὡς καὶ ὀπίσσω ἀνθρώποισι πελώμεθ᾽ ἀοίδιμοι ἐσσομένοισι.
|
Και ο μέγας της απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Εάν κι εγκάρδια με καλείς, δεν θα καθίσω, Ελένη, ότ’ η ψυχή μου επιθυμεί σφόδρα βοηθός να δράμω των Τρώων που με αναζητούν, αφού μακράν τους είμαι. Αλλά συ παρακίνησε τον Πάριν κι ας φροντίση και αφ’ εαυτού του όσο είμ’ εγώ στην πόλιν, να με φθάση, ότι θα υπάγω σπίτι μου να ιδώ τους σπιτικούς μου, την ποθητήν συμβίαν μου και το γλυκό μου βρέφος. Δεν ξεύρω αν θα με ξαναϊδούν ή θέλει βουλή θεία σήμερ’ από των Αχαιών τα χέρια να αποθάνω.». |
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ μή με κάθιζ᾽ Ἑλένη φιλέουσά περ· οὐδέ με πείσεις· ἤδη γάρ μοι θυμὸς ἐπέσσυται ὄφρ᾽ ἐπαμύνω Τρώεσσ᾽, οἳ μέγ᾽ ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν. Ἀλλὰ σύ γ᾽ ὄρνυθι τοῦτον, ἐπειγέσθω δὲ καὶ αὐτός, ὥς κεν ἔμ᾽ ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα. Καὶ γὰρ ἐγὼν οἶκον δὲ ἐλεύσομαι ὄφρα ἴδωμαι 365 οἰκῆας ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν. Οὐ γὰρ οἶδ᾽ εἰ ἔτι σφιν ὑπότροπος ἵξομαι αὖτις, ἦ ἤδη μ᾽ ὑπὸ χερσὶ θεοὶ δαμόωσιν Ἀχαιῶν.
|
Αυτά είπε. Κι εκίνησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ. Και εις το λαμπρό του μέγαρο δεν άργησε να φθάση. Αλλ’ όμως την λευκόχερην δεν ηύρεν Ανδρομάχην. Εκείνη με το βρέφος της και την καλήν βυζάστραν άνω στον πύργον έστεκε να οδύρεται, να κλαίει. Και αφού μέσα δεν εύρηκε την άψογην συμβίαν, εις το κατώφλι εστάθηκε και προς τες κόρες είπε:
«Ω κόρες, την αλήθειαν ειπήτε μου να μάθω. Εδώθεν η λευκόχερη που εβγήκεν Ανδρομάχη; Να εύρη συννυφάδα της ή ανδράδελφην επήγε, ή στον ναόν της Αθηνάς όπου κι οι άλλες είναι δέσποινες και την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν;»
Τότε σ’ αυτόν απάντησεν η έξυπνη οικονόμα:
|
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κορυθαίολος Ἕκτωρ· αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας, 370 οὐδ᾽ εὗρ᾽ Ἀνδρομάχην λευκώλενον ἐν μεγάροισιν, ἀλλ᾽ ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ ἐϋπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε. Ἕκτωρ δ᾽ ὡς οὐκ ἔνδον ἀμύμονα τέτμεν ἄκοιτιν ἔστη ἐπ᾽ οὐδὸν ἰών, μετὰ δὲ δμῳῇσιν ἔειπεν· 375 εἰ δ᾽ ἄγε μοι δμῳαὶ νημερτέα μυθήσασθε· πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἐκ μεγάροιο; ἠέ πῃ ἐς γαλόων ἢ εἰνατέρων ἐϋπέπλων ἢ ἐς Ἀθηναίης ἐξοίχεται, ἔνθά περ ἄλλαι Τρῳαὶ ἐϋπλόκαμοι δεινὴν θεὸν ἱλάσκονται; 380 τὸν δ᾽ αὖτ᾽ ὀτρηρὴ ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν·
|
«Ω Έκτωρ, την αλήθειαν θα ειπώ, καθώς προστάζεις. δεν πήγε εις συννυφάδα της ή ανδράδελφην καθόλου ή στον ναόν της Αθηνάς, όπου και οι άλλες είναι δέσποινες και την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν. Αλλά στον πύργον έτρεξε της πόλεως άμ’ ακούσθη νίκη τρανή των Αχαιών και συντριμμός των Τρώων. Και ως φρενιασμένη θα’φθασε στα τείχη τώρα εκείνη, κι έχει σιμά της η τροφός το βρέφος στην αγκάλη.». |
Ἕκτορ ἐπεὶ μάλ᾽ ἄνωγας ἀληθέα μυθήσασθαι, οὔτέ πῃ ἐς γαλόων οὔτ᾽ εἰνατέρων ἐϋπέπλων οὔτ᾽ ἐς Ἀθηναίης ἐξοίχεται[7], ἔνθά περ ἄλλαι Τρῳαὶ ἐϋπλόκαμοι δεινὴν θεὸν ἱλάσκονται, 385 ἀλλ᾽ ἐπὶ πύργον ἔβη μέγαν Ἰλίου, οὕνεκ᾽ ἄκουσε τείρεσθαι Τρῶας, μέγα δὲ κράτος εἶναι Ἀχαιῶν. Ἣ μὲν δὴ πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει μαινομένῃ ἐϊκυῖα· φέρει δ᾽ ἅμα παῖδα τιθήνη.
|
[1]Κηώης (από το καίω) : αυτός που ευωδιάζει από θυμιάματα.
Είναι φανερό
εξ όσων στην Ιλιάδα [και καθόλου δεν αντιφάσκει] λέγει ο Όμηρος περί των
περιπλανήσεων του Αλεξάνδρου. Ότι δηλαδή, αφού άρπασε την Ελένη και αναχώρσε,
πλανηθείς μακράν έφθασεν εις την Σιδώνα της Φοινίκης. Αναφέρει δε αυτά
εις τα κατορθώματα του Διομήδους.... Και άλλη μνεία περί του γεγονότος [της
άφιξης του ζευγαριού στην Αίγυπτο] γίνεται στην Οδύσσεια στους ακόλουθους
στίχους: «Η κόρη του Διός είχε πολλά φάρμακα ωφέλιμα και με πολλήν τέχνη
κατασκευασμένα, τα οποία της έδωσε η Πολυδάμνα, η σύζυγος του Θώνος, από την
Αίγυπτο, όπου η ζωοπάροχος γη παράγει άφθονα φάρμακα, άλλα με επωφελή, άλλα δε
επιβλαβή». Ιδού και άλλοι στίχοι εις τους οποίους ο
Μενέλαος λέγει προς τον Τηλέμαχο: «Με όλη την ανυπομονησία την οποία είχα να
ξαναδώ την πατρίδα μου οι θεοί με εκράτησαν ακόμη εις την Αίγυπτο όπου είχα
αμελήσει να θυσιάσω εις αυτούς εντελείς εκατόμβες». Δια των στίχων αυτών
γίνεται φανερό ότι γνώριζε την άφιξη του Αλέξανδρου στην Αίγυπτο, γιατί η Συρία
συνορεύει με την Αίγυπτο, και οι Φοίνικες , στους οποίους
ανήκει η Σιδών, κατοικούσαν στην Συρία.
Η
Θεανώ, κόρη του Κισσέως και σύζυγος του Αντήνορα, ήταν η ιέρεια
του Ναού της Αθηνάς, που βρισκόταν στην ακρόπολη της Τροίας. Ο
Αντήνορας και η Θεανώ, μαζί με τα παιδιά τους που επέζησαν του
Τρωικού πολέμου, ΑΦΕΘΗΚΑΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ από τους Έλληνες,
μετά άλωση της Τροίας, γιατί ο Αντήνορας είχε φιλοξενήσει στο
σπίτι του τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, όταν είχαν πάει να ζητήσουν πίσω
την Ελένη, πριν ακόμα γίνει η εκστρατεία. Είχαν δεσμούς ξενίας λοιπόν με την
οικογένεια του Αντήνορα. Ο
περιηγητής
Παυσανίας, στο
βιβλίο Χ, ‘Φωκικά’ (κεφ. 27, 4), περιγράφοντας την ζωγραφιά του Πολύγνωτου
που υπήρχε στους Δελφούς και απεικόνιζε την άλωση της Τροίας,
αναφέρει πως είχε απεικονιστεί και η οικογένεια της Θεανούς και του
Αντήνορα, να φορτώνουν τα απαραίτητα σε έναν όνο και να
ετοιμάζονται να φύγουν στην Θράκη (εκεί όπου ήταν ο πατέρας της
Θεανούς, ο Κισσεύς). Όπως λέει, είχε καταγραφεί και από τονΣτράβωνα, 13:608: «Τον μεν ουν Αντήνορα
και τους παίδας μετά των παραγενομένων ενετών εις την Θράκην περισωθήναι,
κακείθεν διαπεσείν εις την λεγομένην κατά τον Αδρίαν Ενετικήν».
Ανανεύω = δεν συμφωνώ. Εδώ να θυμηθούμε την θεά Θέτιδα, μητέρα
του Αχιλλέα, η οποία όταν πήγε να παρακαλέσει τον Δία και να ζητήσει αυτά που
της είχε πει ο Αχιλλέας, του είπε: «Νημερτὲς
μὲν δή μοι ὑπόσχεο καὶ κατάνευσον ἢ
ἀπόειπ᾿, «Άσφαλτην δός μου υπόσχεσιν μ’ εκείνο σου το νεύμα.
Ο Ηρόδοτος, [βιβλ. 2, 116] γράφει σχετικά: