Πρόλογος | Πάροδος | Πορεία προς τον Αγώνα | Ιαμβική Σκηνή | Αγώνας με Ιαμβική Σφραγίδα | Παράβαση | Ιαμβική Σκηνή | Λυρικός Διάλογος | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστικό ξέσπασμα της πρώτης | Διάλογος των Δύο Χορών | Μέλος (Στάσιμο) | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική εισαγωγή η κάθε μία | Μέλος | Ιαμβική σκηνή | Έξοδος

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η

Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)

Διάλογος των δύο Χορών (1014-1042)

 

       
  Χορὸς Γερόντων  
    οὐδέν ἐστι θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, Νάνε χειρότερο θεριό απ' τη γυναίκα, δεν μπορεί·
1015   οὐδὲ πῦρ, οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἀναιδὴς οὐδεμία πόρδαλις. ούτε τη φθάν' η πάρδαλις, ούτ' η φωτιά η φοβερή!
  Χορὸς Γυναικῶν  
    ταῦτα μέντοι <σὺ ξυνιεὶς εἶτα πολεμεῖς ἐμοί,
ἐξὸν ὦ πόνηρε σοὶ βέβαιον ἔμ᾽ ἔχειν φίλην;
Αφού μας ξέρεις συ εμάς
γιατί μαζύ μας πολεμάς,
που θάσουν πάντα φίλος μου καλός κι αγαπημένος;
  Χ Γε ὡς ἐγὼ μισῶν γυναῖκας οὐδέποτε παύσομαι. Ά δεν θα παύσω να μισώ των γυναικών το γένος.
  Χ Γυ ἀλλ᾽ ὅταν βούλῃ σύ· νῦν δ᾽ οὖν οὔ σε περιόψομαι Να κάμης όπως αγαπάς· μα εγώ δεν θα θελήσω
να σε παραμελήσω·
1020   γυμνὸν ὄνθ᾽ οὕτως. ὁρῶ γὰρ ὡς καταγέλαστος εἶ.
ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐνδύσω σε προσιοῦσ᾽ ἐγώ.
γιατί αν αποφάσισες γυμνός στους δρόμους να φανής.
— πούσαι για να γελάη κανείς, —
θα ρθώ να ρίξω απάνω σου το ρούχο το δικό μου.
(Ρίπτουν επί των γερόντων τα μικρά επανωφόρια των)
  Χ Γε τοῦτο μὲν μὰ τὸν Δί᾽ οὐ πονηρὸν ἐποιήσατε·
ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ὀργῆς γὰρ πονηρᾶς καὶ τότ᾽ ἀπέδυν ἐγώ.
Δεν είν' κακό· είχα γδυθή απ' τον πολύ θυμό μου.
  Χ Γυ πρῶτα μὲν φαίνει γ᾽ ἀνήρ, εἶτ᾽ οὐ καταγέλαστος εἶ. Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν άνδρας στην εντέλεια·
δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι πειά για γέλια,
1025   κεἴ με μὴ ᾽λύπεις, ἐγώ σου κἂν τόδε τὸ θηρίον
τοὐπὶ τὠφθαλμῷ λαβοῦσ᾽ ἐξεῖλον ἂν ὃ νῦν ἔνι.
και αν ίσως συ δεν μ' έκανες να σκάσω από γινάτι,
ένα κουνούπι θα βγαζα που σούχει μπή στο μάτι.
  Χ Γε τοῦτ᾽ ἄρ᾽ ἦν με τοὐπιτρῖβον, δακτύλιος οὑτοσί·
ἐκσκάλευσον αὐτό, κᾆτα δεῖξον ἀφελοῦσά μοι·
ὡς τὸν ὀφθαλμόν γέ μου νὴ τὸν Δία πάλαι δάκνει.
Γιά τούτο τώρα μ' έτριβε το μάτι τόσην ώρα.
Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το τώρα
και το κουνούπι βγάλε μου [εις την οργή να πάη
γιατί έχει ώρα κάμποση πού με κατατσιμπάει.
  Χ Γυ ἀλλὰ δράσω ταῦτα· καίτοι δύσκολος ἔφυς ἀνήρ. 1030
ἦ μέγ᾽ ὦ Ζεῦ χρῆμ᾽ ἰδεῖν τῆς ἐμπίδος ἔνεστί σοι.
οὐχ ὁρᾷς; οὐκ ἐμπίς ἐστιν ἥδε Τρικορυσία;
Έ, θα το κατορθώσω,
μ' όλο πού είσαι άνθρωπος διεστραμμένος τόσο.
(Η κορυφαία του Χορού των Γυναικών λαμβάνει το δακτύλιον του Κορυφαίου του Χορού των Γερόντων και καθαρίζει διά του δακτυλουλίθου τον οφθαλμόν του)
Ώ Ζεύ! κουνούπι τρομερό σούχει χωθή στο μάτι·
δέν είν' απ' την Τρικόρυθο;
  Χ Γε νὴ Δί᾽ ὤνησάς γέ μ᾽, ὡς πάλαι γέ μ᾽ ἐφρεωρύχει,
ὥστ᾽ ἐπειδὴ ᾽ξῃρέθη, ῥεῖ μου τὸ δάκρυον πολύ.
Ησύχασα κομμάτι.
Πηγάδι μέσα μ' άνοιγε—καλό πού μούχεις κάμη!—
και τώρα ιδέ τα δάκρυα πού τρέχουν σαν ποτάμι.
1035 Χ Γυ ἀλλ᾽ ἀποψήσω σ᾽ ἐγώ, καίτοι πάνυ πονηρὸς εἶ,
καὶ φιλήσω.
Εγώ θα το σκουπίσω
και, μ' όλο πούσαι και κακός, θα ρθώ να σε φιλήσω.
  Χ Γε μὴ φιλήσῃς. Όχι να με φιλήσης!
  Χ Γυ ἤν τε
βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή.
Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσης, δεν θελήσης!
(Αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας δια της βίας)
  Χ Γε ἀλλὰ μὴ ὥρασ᾽ ἵκοισθ᾽· ὡς ἐστὲ θωπικαὶ φύσει,
κἄστ᾽ ἐκεῖνο τοὔπος ὀρθῶς κοὐ κακῶς εἰρημένον,
οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ᾽ ἄνευ πανωλέθρων.
Έ, να σας πάρη η ευκή!
για να χαϊδεύετε καλά, τόχετε τέχνη φυσική!
και δεν ειπώθηκε κακά
αυτό πού ακούμε τακτικά:
“ούτε να ζή κανείς μπορεί με την πανούκλ' αυτή μαζύ,
ούτε χωρίς αυτή να ζή”!
1040   ἀλλὰ νυνὶ σπένδομαί σοι, καὶ τὸ λοιπὸν οὐκέτι
οὔτε δράσω φλαῦρον οὐδὲν οὔθ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν πείσομαι.
ἀλλὰ κοινῇ συσταλέντες τοῦ μέλους ἀρξώμεθα.
Μά τώρα πειά πού κάναμε συνθήκη και ειρήνη,
από τον ένα μας κακό στον άλλο δεν θα γίνη.
Και τώρα ας αρχίσουμε
μαζύ να τραγουδούμε.

 

Τρικόρυθος: δήμος και χωρίον της εν τη Αττική Τετραπόλεως πλησίον του Μαραθώνος, ανήκον εις την Αιαντίδα φυλήν.

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr
Νοέμβριος 2000