Η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως, άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των Γερόντων, κρατούντων επ' ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων και ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί καί πύραυνον εις τάς χείρας με άνθρακας ανημμένους). | |||
Χορὸς Γερόντων | |||
χώρει Δράκης, ἡγοῦ βάδην, εἰ καὶ τὸν ὦμον ἀλγεῖς | Τράβα, Δράκη, εμπρός με θάρρος, | ||
255 | κορμοῦ
τοσουτονὶ βάρος χλωρᾶς φέρων ἐλάας.
ἦ πόλλ᾽ ἄελπτ᾽ ἔνεστιν ἐν τῷ μακρῷ βίῳ φεῦ, ἐπεὶ τίς ἄν ποτ᾽ ἤλπισ᾽ ὦ Στρυμόδωρ᾽ ἀκοῦσαι |
κι' αν τον
ωμό σου τσακίζη της χλωρής ελιάς το βάρος·
συφορές ο βίος έχει πού κανείς δεν της παντέχει. Ώ Στρυμόδωρε! ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη, |
|
260 | | γυναῖκας, ἃς ἐβόσκομεν κατ᾽ οἶκον ἐμφανὲς κακόν, κατὰ μὲν ἅγιον ἔχειν βρέτας, κατὰ δ᾽ ἀκρόπολιν ἐμὰν λαβεῖν μοχλοῖς δὲ καὶ κλῄθροισι | πώς θ' ακούση της γυναίκες,—πούνε συφορά μεγάλη του σπιτιού καί φανερή, και της βόσκουμε οι μωροί, — την Ακρόπολι να πιάσουν, και το άγαλμα ν' αρπάξουν |
265 | | τὰ προπύλαια πακτοῦν; | της θεάς, καί με ταμπάρια τα προπύλαια να φράξουν; |
| | ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα πρὸς πόλιν σπεύσωμεν ὦ Φιλοῦργε, ὅπως ἄν, αὐταῖς ἐν κύκλῳ θέντες τὰ πρέμνα ταυτί, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἐνεστήσαντο καὶ μετῆλθον, | Πάμε γρήγορα απάνω, ώ Φιλούργε, ν' ανεβούμε, και να βάλουμ' ένα γύρω όλα τούτα πού κρατούμε, — τα κλαδιά απ' την εληά, κι όσες θέλησαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλεια, |
270 | | μίαν πυρὰν νήσαντες ἐμπρήσωμεν αὐτόχειρες πάσας, ὑπὸ ψήφου μιᾶς, πρώτην δὲ τὴν Λύκωνος. | μια φωτιά ν' ανάψουμ' όλοι, σύμφωνοι καί με μια γνώμη, και με τούτα μας τα χέρια να της κάψουμεν ακόμη, καί του Λύκωνος πειό πρώτη τη γυναίκα. Όσο 'ζώ, |
| | οὐ γὰρ μὰ τὴν Δήμητρ᾽ ἐμοῦ ζῶντος ἐγχανοῦνται· ἐπεὶ οὐδὲ Κλεομένης, ὃς αὐτὴν κατέσχε πρῶτος, | μα τη Δήμητρα! δέν πρέπει να με πάρουν για χαζό. Ούτ' αυτός ο Κλεομένης που την είχε καταλάβη, |
275 | | ἀπῆθεν ἀψάλακτος, ἀλλ᾽ ὅμως Λακωνικὸν πνέων ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί, σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον, πινῶν ῥυπῶν ἀπαράτιλτος, | εφυγ' από τούτην δίχως καί κακή ποινή να λάβη· αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια, βγήκε καί με δίχως όπλα καί με φόρεμα κουρέλια, λερωμένος καί βρωμιάρης, κ' έξη χρόνια να λουσθή, |
280 | | ἓξ ἐτῶν ἄλουτος. | καί χωρίς να κουρευθή. |
| | οὕτως ἐπολιόρκησ᾽ ἐγὼ τὸν ἄνδρ᾽ ἐκεῖνον ὠμῶς ἐφ᾽ ἑπτακαίδεκ᾽ ἀσπίδων πρὸς ταῖς πύλαις καθεύδων. τασδὶ δὲ τὰς Εὐριπίδῃ θεοῖς τε πᾶσιν ἐχθρὰς ἐγὼ οὐκ ἄρα σχήσω παρὼν τολμήματος τοσούτου; | Του 'στησαν πολιορκία καί τον έσφιξαν αυτού δεκαφτά γραμμές στρατού, πού της νύχτες εκοιμάτο στα Προπύλαι' από κάτω. Τώρα πούμ' εδώ καί πάλι, στης εχθρές του Ευριπίδη κι' όλων των θεών, μεγάλη τιμωρία να τους δώσω, τάχα δεν θα κατορθώσω; |
285 | | μή νυν ἔτ᾽ ἐν <τῇ τετραπόλει τοὐμὸν τροπαῖον εἴη. | Μήπως καί στο Μαραθώνα τρόπαιό μου δεν υπάρχει [που θα μείνη στον αιώνα;] |
| | ἀλλ᾽ αὐτὸ γάρ μοι τῆς ὁδοῦ λοιπόν ἐστι χωρίον τὸ πρὸς πόλιν τὸ σιμόν, οἷ σπουδὴν ἔχω· χὤπως ποτ᾽ ἐξαμπρεύσομεν | Αλλ' αυτό το μέρος μένει απ' το δρόμο ως εκεί— τούτος ο ανηφοράκης, —- κι' ας τραβούμε βιαστικοί. Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη |
290 | | τοῦτ᾽ ἄνευ κανθηλίου. ὡς ἐμοῦ γε τὼ ξύλω τὸν ὦμον ἐξιπώκατον· ἀλλ᾽ ὅμως βαδιστέον, καὶ τὸ πῦρ φυσητέον, μή μ᾽ ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τελευτῇ τῆς ὁδοῦ. φῦ φῦ. | μονομιάς, χωρίς σαμάρι· μολονότι αυτά τα ξύλα [απ' το βάρος κι' απ' το δρόμο] μου τσακίσανε τον ώμο. Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε, και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε, μη τύχη καί μας σβύση και τη χάσουμε, όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε. (Φυσά εις το πύραυνον). Φύ! φύ! |
295 | | ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ. ὡς δεινὸν ὦναξ Ἡράκλεις προσπεσόν μ᾽ ἐκ τῆς χύτρας ὥσπερ κύων λυττῶσα τὠφθαλμὼ δάκνει· κἄστιν γε Λήμνιον τὸ πῦρ | Πώ, πώ! καπνός, [βρέ αδελφοί!] Ώ Ηρακλή μου! ο καπνός που απ' τη χύτρα βγαίνει, δαγκώνει μέσ' τα' μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη. Εγώ δεν αμφιβάλλω πώς απ' τη Λήμνο η φωτιά θα είνε δίχως άλλο, |
300 | | τοῦτο πάσῃ μηχανῇ. οὐ γὰρ <ἄν ποθ᾽ ὧδ᾽ ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ. σπεῦδε πρόσθεν ἐς πόλιν καὶ βοήθει τῇ θεῷ. ἢ πότ᾽ αὐτῇ μᾶλλον ἢ νῦν ὦ Λάχης ἀρήξομεν; φῦ φῦ. | [κι' αν την πολυφυσήσω μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω. Αλλοιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κάθε φύσημα μου τα δυο τσιμπλόμματά μου. Τρέχα συ λοιπόν, ώ Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης τη θεά να βοηθήσης, γιατί τώρ, αν την αφήσης, δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσης. (Φυσά εκ νέου είς το πύραυνον) Φύ ! φύ ! |
305 | | ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ. τουτὶ τὸ πῦρ ἐγρήγορεν θεῶν ἕκατι καὶ ζῇ. οὔκουν ἄν, εἰ τὼ μὲν ξύλω θείμεσθα πρῶτον αὐτοῦ, τῆς ἀμπέλου δ᾽ ἐς τὴν χύτραν τὸν φανὸν ἐγκαθέντες ἅψαντες εἶτ᾽ ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν; | πώ, πώ, καπνός, [βρε αδελφοί!] Τούτ' η φωτιά να ζή καί να μη σβύνη, κάποιου θεού βοηθάει καλωσύνη. Τί λέτε: πειό καλά δεν θα τα φτιάναμε, εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε, κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε, με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε; |
310 | | κἂν μὴ καλούντων τοὺς μοχλοὺς χαλῶσιν αἱ γυναῖκες, ἐμπιμπράναι χρὴ τὰς θύρας καὶ τῷ καπνῷ πιέζειν. θώμεσθα δὴ τὸ φορτίον. φεῦ τοῦ καπνοῦ βαβαιάξ. | Κι' αν όταν της καλέσουμε τ' αμπάρια δεν ανοίγουν, καίμε της πόρτες γρήγορα καί οι καπνοί της πνίγουν. Κάτω λοιπόν το φόρτωμα μου. |
| | τίς ξυλλάβοιτ᾽ ἂν τοῦ ξύλου τῶν ἐν Σάμῳ στρατη γῶν; | Ποιος τάχ' από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου τα ξύλα θα συλλάβη αυτά; —Μωρέ καπνός ! βάϊ-βάϊ !... (Αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνον, καί ετέρου κρατούντος δαυλόν) |
| | ταυτὶ μὲν ἤδη τὴν ῥάχιν θλίβοντά μου πέπαυται. | Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε καί πάει. |
315 | | σὸν δ᾽ ἔργον ἐστὶν ὦ χύτρα τὸν ἄνθρακ᾽ ἐξεγείρειν τὴν λαμπάδ᾽ ἡμμένην ὅπως πρώτιστ᾽ ἐμοὶ προσοίσεις. | Καί τώρα, χύτρα ! χρέος σου το έργο σου ν' αρχίσης καί άναψε τα κάρβουνα.—Φέρε καί συ επίσης τον αναμμένο το δαυλό ! (Λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν καί επικαλείται:) |
| | δέσποινα Νίκη ξυγγενοῦ τῶν τ᾽ ἐν πόλει γυναικῶν τοῦ νῦν παρεστῶτος θράσους θέσθαι τροπαῖον ἡμᾶς. | Ώ Νίκη ! σε παρακαλώ κατά των γυναικών αυτών, πού κλείσθηκαν στα τείχη, η νίκη μου κι' ο θρίαμβος βοήθει να πιτύχη! (Απέρχεται μετά του χορού εις τα παρασκήνια. Εισέρχεται αριστερόθεν ο Χορός των Γυναικών) |
Χορὸς Γυναικῶν | |||
λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνὸν ὦ γυναῖκες | Γυναίκες ρίχτε μια ματιά· βλέπω μια φλόγα καί καπνό, σαν νάρχεται από φωτιά. (Παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως) |
||
320 | | ὥσπερ πυρὸς καομένου· σπευστέον ἐστὶ θᾶττον. πέτου πέτου Νικοδίκη, πρὶν ἐμπεπρῆσθαι Καλύκην τε καὶ Κρίτυλλαν περιφυσήτω ὑπό τε νόμων ἀργαλέων |
πρίν να κάψουν την Καλύκη— καί την Κρίτυλλα η φλόγες,—από νόμους φοβερούς |
325 | | ὑπό τε γερόντων ὀλέθρων. ἀλλὰ φοβοῦμαι τόδε, μῶν ὑστερόπους βοηθῶ. νῦν δὴ γὰρ ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν κνεφαία μόλις ἀπὸ κρήνης ὑπ᾽ ὄχλου καὶ θορύβου καὶ πατάγου χυτρείου, | κι' απο γέρους βρωμερούς. Αλλά φοβάμαι τώρα μήπως αργά εφθάσαμε καί χάσαμε την ώρα. Να ρθώ στη βρύσι για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα κ' εσπρώχθηκα καί χώθηκα— στο θόρυβο πού κάνανε η στάμνες καί η δούλες, |
330 | | δούλαισιν ὠστιζομένη <* στιγματίαις θ᾽, ἁρπαλέως ἀραμένη ταῖσιν ἐμαῖς δημότισιν καομέναις φέρουσ᾽ ὕδωρ βοηθῶ. | πού έχουνε στα πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλλες Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό καί φέρνω το νερό βοήθεια να κάνω— 'ς αυτές της συνδημότιδες πού καίοντ' [εκεί πάνω.] |
| | ἤκουσα γὰρ τυφογέροντας | Μούπαν πώς μερικοί, στραβοί από τα γερατεία, |
336 | | ἄνδρας ἔρρειν, στελέχη φέροντας ὥσπερ βαλανεύσοντας ἐς πόλιν ὡς τριτάλαντον βάρος, δεινότατ᾽ ἀπειλοῦντας ἐπῶν | εκάμαν' εκστρατεία, καί ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βαρειά, στων Προπυλαίων τη μεριά, λες καί νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν, κι' ότι με λόγια τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν· |
340 | | ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μυσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν· ἃς ὦ θεὰ μή ποτ᾽ ἐγὼ πιμπραμένας ἴδοιμι, ἀλλὰ πολέμου καὶ μανιῶν ῥυσαμένας Ἑλλάδα καὶ πολίτας, ἐφ᾽ οἷσπερ ὦ χρυσολόφα | τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε, καί κάρβουνο ν' αφήσουνε. Είθε [αυτό πού λένε να μη γενή,] ούτε να ιδώ, θεά μου, να της καίνε, τον τόπο καί τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείνες απ' του πολέμου τα κακά κι' απ' της παραφροσύνες. Για τούτο, ώ Χρυσόλοφη, ['ς αυτή τη σκέψι εφθάσανε |
345 | | πολιοῦχε σὰς ἔσχον ἕδρας. καί σε καλῶ ξύμμαχον ὦ Τριτογένει᾽, εἴ τις ἐκείνας ὑποπίμπρησιν ἀνήρ, φέρειν ὕδωρ μεθ᾽ ἡμῶν. | καί το ναό σου πιάσανε. Αλλά, ώ Τριτογένεια! εάν φωτιά μεγάλη [προφθάση κι'] από κάτω του κανένας άνδρας βάλη, μ' εμάς να συμμαχήσης, [καί συ νερό να χύσης.] |
| | | (Εισέρχεται δεξιόθεν η ΣΤΑΤΥΛΛΙΣ καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί ο Χορός των Γερόντων καί λαμβάνει θέσιν έναντι) |
Στρυμόδωρος Εκ του ονόματος τούτου ολόκληρον το ανωτέρω χορικόν ονομάζεται καί “Στρυμόδωρος”.
Λύκωνος Ονομάζει ενταύθα γνωστήν εταίραν εν Αθήναις, Ροδίαν ονομαζομένην, μητέρα του Αυτολύκου καί σύζυγον του Λύκωνος· “ώσπερ επί την Λύκωνος έρρει πάς ανήρ” (Εύπολις).
Κλεομένης Στρατηγός Λακεδαιμόνιος, εκστρατεύσας κατά της Αττικής κατέλαβε την Αχρόπολιν· πολιορκηθείς δε υπό των Αθηναίων ηναγκάσθη να εξέλθη υπό συνθήκην.
Ευριπίδης Ως γνωστόν, ο Ευριπίδης ήτο μισογύνης, ο δε Σοφοκλής σκώπτων αυτόν έλεγεν : “έν γε ταίς τραγωδίαις μισογύνης εστίν, εν δε τη κλίνη φιλογύνης”.
Λήμνο “Λήμνιον πυρ” (σ. 299): παίζει με την φράσιν, εννοώνν την παροι-μίαν “λήμνιον κακόν”, προκύψασαν εκ του γνωστού εγκλήματος των γυναικών της Λήμνου, αι οποίοι κατά τον Ευριπίδην “Λήμνον άρδην αρσένων εξώκισαν”, δηλαδή εφόνευσαν τους άνδρας των, διότι είχον επιδοθή εις την παιδεραστίαν.
Σάμο Εννοεί τους εν Σάμω στρατηγούς, δυστυχήσαντας εις τον πόλεμον, λέγει δε: ποίος απ' αυτούς θα συλλαβή το αναμμένον ξύλον, δια να (καή) γίνη περισσότερον δυστυχής;
"Στιγματίαι": αι δούλαι έστιζον τα πρόσωπα προς διάκρισιν από των ελευθέρων.
Χρυσόλοφη: Τίτλος της Αθηνάς.
Τριτογένεια: Ωσαύτως από της Τριτωνίδος λίμνης της Λίβυας, περί την οποίαν η Αθηνά εγεννήθη εκ της κεφαλής του Διός, είτε εκ της λέξεως τ ρ ι τ ώ, ήτις αιολιστί σημαίνει κεφαλήν.