Πρόλογος | Πάροδος | Πορεία προς τον Αγώνα | Ιαμβική Σκηνή | Αγώνας με Ιαμβική Σφραγίδα | Παράβαση | Ιαμβική Σκηνή | Λυρικός Διάλογος | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστικό ξέσπασμα της πρώτης | Διάλογος των Δύο Χορών | Μέλος (Στάσιμο) | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική εισαγωγή η κάθε μία | Μέλος | Ιαμβική σκηνή | Έξοδος

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η

Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)

Πρόλογος (1-253)

 

     
(Η σκηνή παριστά οδόν, εφ' ης βλέπει η οικία της Λυσιστράτης. - Άποψις της Ακροπόλεως. - Η Λυσιστράτη ίσταται παρά την θύραν της οικίας της.)
    Λυσιστράτη Λυσιστράτη
    ἀλλ᾽ εἴ τις ἐς Βακχεῖον αὐτὰς ἐκάλεσεν,
ἢ ᾽ς Πανὸς ἢ ᾽πὶ Κωλιάδ᾽ ἢ ᾽ς Γενετυλλίδος,
οὐδ᾽ ἂν διελθεῖν ἦν ἂν ὑπὸ τῶν τυμπάνων.
νῦν δ᾽ οὐδεμία πάρεστιν ἐνταυθοῖ γυνή·
Μ' αν της έκάλεσε κανείς [κι' από τα σπίτια φύγανε] 
και ή στου Βάκχου το ναό, ή στου Πανός επήγανε
ή στη Γεννετυλίδα μας, ή και στην Κωλιάδα,—
απ' τα πολλά τα τύμπανα πού θάνε στην αράδα,
δεν θα μπορούσε βέβαια γυναίκα να περάση.
5   πλὴν ἥ γ᾽ ἐμὴ κωμῆτις ἥδ᾽ ἐξέρχεται.
χαῖρ᾽ ὦ Καλονίκη.
Κι' όμως καμμιά δεν φάνηκε στο σπίτι μου να φθάση-
έξω από τη γειτόνισσα πού έρχεται τρεχάτη.
—Την Καλονίκη χαιρετώ.
    Καλονίκη Καλονίκη
  Καλ καὶ σύ γ᾽ ὦ Λυσιστράτη.
τί συντετάραξαι; μὴ σκυθρώπαζ᾽ ὦ τέκνον.
οὐ γὰρ πρέπει σοι τοξοποιεῖν τὰς ὀφρῦς.
Κ' εγώ τη Λυσιττράτη.
(Δίδουν τάς χείρας)
Το μάτι μου σε ταραχή και σκυθρωπή σε βλέπει·
να γίνωνται τα φρύδια σου σαν τόξα, δεν σου πρέπει,
παιδί μου.
  Λυσ ἀλλ᾽ ὦ Καλονίκη κάομαι τὴν καρδίαν,
καὶ πόλλ᾽ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν γυναικῶν
Καλονίκη μου, μέσ' στην καρδιά μου καίει 
για της γυναίκες μια φωτιά, πού κάθε άνδρας λέει 
10   ἄχθομαι,
ὁτιὴ παρὰ μὲν τοῖς ἀνδράσιν νενομίσμεθα
εἶναι πανοῦργοι--
πώς είμαστ' όλες πονηρές· και τούτο με λυπεί.
  Καλ καὶ γάρ ἐσμεν νὴ Δία. Μα το θεό! δεν είμαστε ;
  Λυσ εἰρημένον δ᾽ αὐταῖς ἀπαντᾶν ἐνθάδε
βουλευσομέναισιν οὐ περὶ φαύλου πράγματος,
Μα είχαμε ειπή
εδώ να μαζευθούμε,
και όλες για υπόθεσι σπουδαία να σκεφθούμε
15   εὕδουσι κοὐχ ἥκουσιν. μα να τες που δεν έρχονται·το ρίξαν στο κοιμήσι.
  Καλ ἀλλ᾽ ὦ φιλτάτη
ἥξουσι· χαλεπή τοι γυναικῶν ἔξοδος.
ἡ μὲν γὰρ ἡμῶν περὶ τὸν ἄνδρ᾽ ἐκύπτασεν,
ἡ δ᾽ οἰκέτην ἤγειρεν, ἡ δὲ παιδίον
κατέκλινεν, ἡ δ᾽ ἔλουσεν, ἡ δ᾽ ἐψώμισεν.
Θα ρθούν. Δεν είνε εύκολο πολύ νά ξεκινήση
γυναίκ' από το σπίτι της· η μία θα φροντίση
και για το νοικοκύρη της· εκείνη θα ξυπνίση
το δούλο της· ή το μωρό η άλλη θα κοιμίση·
κι' αυτή θα λούση το παιδί, κι' αυτή θα το ταίση.
20 Λυσ ἀλλ᾽ ἕτερά τἄρ᾽ ἦν τῶνδε προὐργιαίτερα
αὐταῖς.
Εδώ υπάρχει κάτι
πειό σπουδαιότερ' απ' αυτά.
  Καλ τί δ᾽ ἐστὶν ὦ φίλη Λυσιστράτη,
ἐφ᾽ ὅ τι ποθ᾽ ἡμᾶς τὰς γυναῖκας συγκαλεῖς;
τί τὸ πρᾶγμα; πηλίκον τι;
Τί τρέχει, Λυσιστράτη;
που της γυναίκες κάλεσες να ρθούνε δίχως άλλο;
Ποιό πράγμα είνε, φίλη μου, και πόσο;
  Λυσ μέγα. Ά, μεγάλο.
  Καλ μῶν καὶ παχύ; Μπα! μήπως είνε και χονδρόν;
  Λυσ καὶ νὴ Δία παχύ. Μα το θεό, χονδρόν.
  Καλ κᾆτα πῶς οὐχ ἥκομεν; Καί τότε πώς δεν ήλθαμε;
25 Λυσ οὐχ οὗτος ὁ τρόπος· ταχὺ γὰρ ἂν ξυνήλθομεν. 
ἀλλ᾽ ἔστιν ὑπ᾽ ἐμοῦ πρᾶγμ᾽ ἀνεζητημένον
πολλαῖσί τ᾽ ἀγρυπνίαισιν ἐρριπτασμένον.
Δεν είνε [των ανδρών]
αυτό πού ξέρεις· τότε πειά θα φθάναμε τρεχάλα·
μα είνε πράματ' άλλα,
πού τα εξέτασα καλά μονάχη 'μπρός και πίσω, 
κι' αγρύπνησα πολλές νυχτιές, για να τα συζητήσω.
  Καλ ἦ πού τι λεπτόν ἐστι τοὐρριπτασμένον. Άμ' τότε θάνε πράματα πολύ λεπτά επίσης,
για να μπόρεσης εύκολα να τα στριφογυρίσης.
  Λυσ οὕτω γε λεπτὸν ὥσθ᾽ ὅλης τῆς Ἑλλάδος Τόσο λεπτά, πού η Ελλάς μπορεί ['ς αυτόν το χρόνο,]
30   ἐν ταῖς γυναιξίν ἐστιν ἡ σωτηρία. τη σωτηρία της να βρή με της γυναίκες μόνο.
  Καλ ἐν ταῖς γυναιξίν; ἐπ᾽ ὀλίγου γ᾽ ὠχεῖτ᾽ ἄρα. Με της γυναίκες!; ['Ελα δα! θάταν μεγάλο θάμα,]
να στέκ' ή σωτηρία της σε τόσο λίγο πράμα.
  Λυσ ὡς ἔστ᾽ ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα,
ἢ μηκέτ᾽ εἶναι μήτε Πελοποννησίους--
Για το καλό της πόλεως ό,τι θα ειπώ, αν γίνη,
από Πελοποννήσιο ρουθούνι δεν θα μείνη,
  Καλ βέλτιστα τοίνυν μηκέτ᾽ εἶναι νὴ Δία. Μα το θεό, καλήτερα να λείψουνε κι' αυτοί.
35 Λυσ Βοιωτίους τε πάντας ἐξολωλέναι. Καί τότε θα καταστραφούν και όλ' οι Βοιωτοί,
  Καλ μὴ δῆτα πάντας γ᾽, ἀλλ᾽ ἄφελε τὰς ἐγχέλεις. Αλλά να μη καταστραφούν και όλοι στην εντέλεια·
[της Κωπαίδος μοναχά] εξαίρεσε τα χέλια.
  Λυσ περὶ τῶν Ἀθηνῶν δ᾽ οὐκ ἐπιγλωττήσομαι
τοιοῦτον οὐδέν· ἀλλ᾽ ὑπονόησον σύ μοι.
ἢν δὲ ξυνέλθωσ᾽ αἱ γυναῖκες ἐνθάδε
Για την Αθήνα δε ποτέ στο νου μου δεν θα βάλω
τέτοιο κακό μεγάλο.
[μα τούτο δεν σημαίνει,]
μπορείς να νοιώσης μόνη σου πως πάει κι αυτή χαμένη.
Άν όμως μαζευθούν εδώ στο [σπίτι μου πλησίον]
40   αἵ τ᾽ ἐκ Βοιωτῶν αἵ τε Πελοποννησίων
ἡμεῖς τε, κοινῇ σώσομεν τὴν Ἑλλάδα.
τα θηλυκά των Βοιωτών και Πελοποννησίων,
και όλες σύμφωνες ημείς τα χεριά μας αν δώσουμε,
έ τότε την Ελλάδα μας αφεύκτως θα την σώσουμε.
  Καλ τί δ᾽ ἂν γυναῖκες φρόνιμον ἐργασαίατο
ἢ λαμπρόν, αἳ καθήμεθ᾽ ἐξηνθισμέναι,
κροκωτοφοροῦσαι καὶ κεκαλλωπισμέναι
Μα η γυναίκες πώς μπορούν κάτι καλόν να κάνουνε,
και κάποια φρόνιμη δουλειά, πού κάθονται και βάνουνε
στο σπίτι τους φτιασίδια, 
και κίτρινα φορέματα, και χίλια δυο στολίδια, 
45   καὶ Κιμμερίκ᾽ ὀρθοστάδια καὶ περιβαρίδας; πού βάνουν και κυμβερικά φουστάνια [δίχως ζώνη]
και παντουφλάκια ελαφρά;
  Λυσ ταῦτ᾽ αὐτὰ γάρ τοι κἄσθ᾽ ἃ σώσειν προσδοκῶ,
τὰ κροκωτίδια καὶ τὰ μύρα χαἰ περιβαρίδες
χἤγχουσα καὶ τὰ διαφανῆ χιτώνια.
Αυτά θα γίνουν μόνη
αιτία, πού θα βρή 'ς ημάς η πόλις τον σωτήρα·
τα κίτρινα φορέματα, οι στολισμοί, τα μύρα,
τα διάφανα ποκάμισα, κι' αυτό το παντουφλάκι—
  Καλ τίνα δὴ τρόπον ποθ᾽; Καί με ποιόν τρόπο;
  Λυσ ὥστε τῶν νῦν μηδένα Πού θα ιδής και μόνη, σε λιγάκι.
να μη βρεθή αρσενικός, που δόρυ να σήκωση,
50   ἀνδρῶν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἄρεσθαι δόρυ-- και άλλον να σκοτώση.
  Καλ κροκωτὸν ἄρα νὴ τὼ θεὼ ᾽γὼ βάψομαι. Άν ή γυναίκα, όπως λες, το θαύμ' αυτό θα κάνη,
μα της θεές, βάφω κ' εγώ το κίτρινο φουστάνι.
  Λυσ μηδ᾽ ἀσπίδα λαβεῖν-- Ούτε ασπίδα πειά κανείς να πιάση θα μπόρεση—
  Καλ Κιμμερικὸν ἐνδύσομαι. Θα βάλω και κυμβερικό φουστάνι [δίχως μέση]—
  Λυσ μηδὲ ξιφίδιον. Και ούτε μαχαιράκι—
  Καλ κτήσομαι περιβαρίδας. Θα βάλω παντουφλάκι.
  Λυσ ἆρ᾽ οὐ παρεῖναι τὰς γυναῖκας δῆτ᾽ ἐχρῆν; Δεν έπρεπε λοιπόν αυτές να ήν' εδώ παρούσες ;
55 Καλ οὐ γὰρ μὰ Δί᾽ ἀλλὰ πετομένας ἥκειν πάλαι. Τί λες ! πού έπρεπε φτερά να κάνουν η βρωμούσες !
  Λυσ ἀλλ᾽ ὦ μέλ᾽ ὄψει τοι σφόδρ᾽ αὐτὰς Ἀττικάς,
ἅπαντα δρώσας τοῦ δέοντος ὕστερον.
ἀλλ᾽ οὐδὲ Παράλων οὐδεμία γυνὴ πάρα,
οὐδ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος.
Μα Αθηναίες είν' κι' αυτές, όπως καθένας βλέπει,
πού πάντα φτιάνουν κάθε τι την ώρα που δεν πρέπει,
Καί δεν εφάνηκε καμμιά [να φθάση στην Αθήνα,] ούτ' από της θαλασσινές, ούτ' απ' τη Σαλαμίνα
  Καλ ἀλλ᾽ ἐκεῖναί γ᾽ οἶδ᾽ ὅτι Μα ξέρω πώς πρωί-πρωί στα τρεχαντήρια μπήκανε
60   ἐπὶ τῶν κελήτων διαβεβήκασ᾽ ὄρθριαι. και στη στεριά διαβήκανε.
  Λυσ οὐδ᾽ ἃς προσεδόκων κἀλογιζόμην ἐγὼ
πρώτας παρέσεσθαι δεῦρο τὰς Ἀχαρνέων
γυναῖκας, οὐχ ἥκουσιν.
Καί όμως ελογάριαζα πως πειό μπροστά θα φθάσουν 
των Αχαρνών τα θηλυκά·—μα νά, θα μας το σκάσουν.
  Καλ ἡ γοῦν Θεογένους
ὡς δεῦρ᾽ ἰοῦσα θοὐκάταιον ἤρετο.
Άλλα η Θεαγέναινα, για νάρθη εδώ τρεχάτη, 
πήγε και συμβουλεύθηκε τη νύχτα την Εκάτη.
Μα να που φθάνουν μερικές ...
65   ἀτὰρ αἵδε καὶ δή σοι προσέρχονταί τινες.  
  Λυσ αἱδί θ᾽ ἕτεραι χωροῦσί τινες. να κι' άλλες που κινάνε.
    Καλονίκη  
    ἰοὺ ἰού,
πόθεν εἰσίν;
Ου, ου ! κι αυτές ποιες νάνε;
    Λυσιστράτη  
  Λυσ Ἀναγυρουντόθεν. Ά, είν' άπ'τον Ανάγυρο [όλα αυτά τα πλήθη.]
  Καλ νὴ τὸν Δία·
ὁ γοῦν ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ.
Θαρρώ πώς ο ανάγυρος στ' αλήθεια εκινήθη.
      (Εισέρχεται η Μυρρίνη, Λαμπιτώ και πολλαί γυναίκες)
    Μυρρίνη Μυρρίνη
    μῶν ὕστεραι πάρεσμεν ὦ Λυσιστράτη;
τί φῄς; τί σιγᾷς; 70
Μήπως [και στο συνέδριο, πού θέλησες να γίνη,] 
η τελευταίες φθάσαμε; Για δεν μιλάς;
  Λυσ οὔ σ᾽ ἐπαινῶ Μυρρίνη
ἥκουσαν ἄρτι περὶ τοιούτου πράγματος.
Μυρρίνη,
βέβαια το εγκώμιο δεν θα σου πλέξω τώρα, 
πού για σπουδαία πρόκειται και μούρθες τέτοιαν ώρα.
  Μυρ μόλις γὰρ ηὗρον ἐν σκότῳ τὸ ζώνιον.
ἀλλ᾽ εἴ τι πάνυ δεῖ, ταῖς παρούσαισιν λέγε.
Εγύρευα τη ζώνη μου
μέσ' στο σκοτάδι μόνη μου.
Μ' αν ήνε τόσο σοβαρό, πού λες, το πράμα εκείνο, 
πες το 'ς εμάς πού ήλθαμε.
  Λυσ μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἐπαναμείνωμεν ὀλίγου γ᾽ οὕνεκα Αλλά θα περιμείνω
75   τάς τ᾽ ἐκ Βοιωτῶν τάς τε Πελοποννησίων και της γυναίκες, πού θα ρθούν για την αυτήν αιτία,
    γυναῖκας ἐλθεῖν. από την Πελοπόννησο κι' από τη Βοιωτία.
  Μυρ πολὺ σὺ κάλλιον λέγεις.
ἡδὶ δὲ καὶ δὴ Λαμπιτὼ προσέρχεται.
Ά, μάλιστα·όσο γι' αυτό . . .
Να πούρχεται κ' ή Λαμπιτώ.
(Εισέρχεται η Λαμπιτώ)
  Λυσ ὦ φιλτάτη Λάκαινα χαῖρε Λαμπιτοῖ.
οἷον τὸ κάλλος γλυκυτάτη σου φαίνεται.
Καλώς τη Σπαρτιάτισσα τη Λαμπιτώ! τί χρώμα!
πώχεις, γλυκειά μου! τί γερό και σιδερένιο σώμα!
80   ὡς δ᾽ εὐχροεῖς, ὡς δὲ σφριγᾷ τὸ σῶμά σου.
κἂν ταῦρον ἄγχοις.
τί ωμορφιά! πού φαίνεται [και λάμπει εδώ και πέρα!]
Καί ταύρο θα μπορούσες συ να πνίξης καμμιά μέρα!
    Λαμπιτῶ Λαμπιτώ
    μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ·
γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.
Μα τους θεούς, είνε γερό αυτό το σώμα όλο μου.
γυμνάζομαι ως που χτυπούν' κ' η φτέρνες μου στον κώλό μου.
    Καλονίκη Λυσιστράτη (ψηλαφούσα τα στήθη της Λαμπιτούς)
    ὡς δὴ καλὸν τὸ χρῆμα τιτθίων ἔχεις. [Στάσου λιγάκι, στάσου . . . .]
Καί τί ωραία πούν' αυτά, φιλτάτη, τα βυζιά σου.
  Λαμ περ ἱερεῖόν τοί μ᾽ ὑποψαλάσσετε. Σας βλέπω πού ξαμώνετε τα χέρια να με ψάξετε, 
λες κ' είμαι κάποιο σφάγιο [και ήρθα να με σφάξετε,]
85 Λυσ ἡδὶ δὲ ποδαπή ᾽σθ᾽ ἡ νεᾶνις ἡτέρα; Καί η κοπέλλα από δω ποιά είνε ;
  Λαμ πρέσβειρά τοι ναὶ τὼ σιὼ Βοιωτία
ἵκει ποθ᾽ ὑμέ.
Μα τον Δία,
είνε κι' αυτή αρχόντισσα από τη Βοιωτία—
πού έρχεται για λόγου σας.
    Μυρρίνη Λυσιστράτη
    νὴ μὰ Δία Βοιωτία,
καλόν γ᾽ ἔχουσα τὸ πεδίον.
Λοιπόν είμαι βεβαία, 
ότι χωράφι εκλεκτό θάχης και συ, Θηβαία.
  Καλ καὶ νὴ Δία
κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη.
(θωπεύουσα την Θηβαίαν)
Εγώ νομίζω μάλιστα πώς τούτο το καϋμένο,
θα τό 'χη το χωράφι του και καλλιεργημένο.
90 Λυσ τίς δ᾽ ἡτέρα παῖς; Καί το κορίτσι από δω ποιο είνε ;
  Λαμ χαΐα ναὶ τὼ σιώ,
Κορινθία δ᾽ αὖ.
Μα τον Δία 
είνε μια κόρη ώμορφη από την Κορινθία.
    Καλονίκη Λυσιστράτη
    χαΐα νὴ τὸν Δία
δήλη ᾽στὶν οὖσα ταυταγὶ τἀντευθενί.
Σαν είν' από την Κόρινθο, θάνε πολύ καλή,
και μάλιστα μου φαίνεται και λίγο παρδαλή.
  Λαμ τίς δ᾽ αὖ ξυναλίαξε τόνδε τὸν στόλον
τὸν τᾶν γυναικῶν;
Ποιος έκαμε να 'ρθή εδώ ν' αράξη τούτος όλος
των γυναικών ο στόλος ;
  Λυσ ἥδ᾽ ἐγώ. Εγώ.
  Λαμ μύσιδδέ τοι Για μίλησε λοιπόν με λόγια μετρημένα,
95   ὅ τι λῇς ποθ᾽ ἁμέ. τί θέλεις από μένα ;
    Καλονίκη Μυρρίνη
    νὴ Δί᾽ ὦ φίλη γύναι,
λέγε δῆτα τὸ σπουδαῖον ὅ τι τοῦτ᾽ ἐστί σοι.
Πες μας λοιπόν, καϋμένη !
    Λυσιστράτη Καλονίκη
    λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. πρὶν λέγειν <δ᾽, ὑμᾶς τοδὶ
ἐπερήσομαί τι μικρόν.
Ναί, λέγε μας, τί τάχατε σπουδαίο σου συμβαίνει;
Λυσιστράτη

Αμέσως τώρα θα το πω· μα θα ρωτήσω πρώτα,
και θ'απαντήσετε και σείς.
    Καλονίκη Μυρρίνη
    ὅ τι βούλει γε σύ. Ό,τι κι' αν θέλης ρώτα.
  Λυσ τοὺς πατέρας οὐ ποθεῖτε τοὺς τῶν παιδίων Σείς δεν επιθυμήσατε, μονάχες νύχτα-μέρα,
να έχετε των τέκνων σας κοντά σας τον πατέρα,
100   ἐπὶ στρατιᾶς ἀπόντας; εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι πού λείπει για τον πόλεμο; γιατί καλά το ξέρω—
    πάσαισιν ὑμῖν ἐστιν ἀποδημῶν ἀνήρ. πώς έφυγαν οι άνδρες σας.
  Καλ ὁ γοῦν ἐμὸς ἀνὴρ πέντε μῆνας ὦ τάλαν
ἄπεστιν ἐπὶ Θρᾴκης φυλάττων Εὐκράτη.
Ά! το δικό μου γέρο 
στη Θράκη μου τον στείλανε, καϋμένη, να φυλάττη
τον στρατηγόν Ευκράτη!
    Μυρρίνη Γυνή Α'.
    ὁ δ᾽ ἐμός γε τελέους ἑπτὰ μῆνας ἐν Πύλῳ. Καί το δικό μου φίλο 
μήνες εφτά σωστούς-σωστούς τον έχουνε στην Πύλο.
105 Λαμ ὁ δ᾽ ἐμός γα καἴ κ᾽ ἐκ τᾶς ταγᾶς ἔλσῃ ποκά, Καί ο δικός μου βιαστικός καμμιά φορά αν έβγη
    πορπακισάμενος φροῦδος ἀμπτάμενος ἔβα. από της τάξεις, μου ρχεται και δός του ξαναφεύγει.
  Λυσ ἀλλ᾽ οὐδὲ μοιχοῦ καταλέλειπται φεψάλυξ. Καλέ τί λες; από γαμιά
δεν έχει μείνη σπίθα μιά.
    ἐξ οὗ γὰρ ἡμᾶς προὔδοσαν Μιλήσιοι,
οὐκ εἶδον οὐδ᾽ ὄλισβον ὀκτωδάκτυλον,
Αφ' ότου οι Μιλήσιοι μας έχουνε προδώση,
κ' εκόψαμε τη σχέσι τους, δεν είδα ούτε τόση
110   ὃς ἦν ἂν ἡμῖν σκυτίνη ᾽πικουρία.
ἐθέλοιτ᾽ ἂν οὖν, εἰ μηχανὴν εὕροιμ᾽ ἐγώ,
μετ᾽ ἐμοῦ καταλῦσαι τὸν πόλεμον;
μια οχταδάκτυλη ψωλή από πετσί φτιασμένη,
για πέτσινη παρηγοριά τουλάχιστο να μένη.
Θέλετε σείς λοιπόν μ' εμέ, αν τύχη κ' εύρω τρόπο,
να παύσουμε τον πόλεμο [που ρήμαξε τον τόπο;]
    Καλονίκη Μυρρίνη
    νὴ τὼ θεώ·
ἔγωγ᾽ ἂν <οὖν κἂν εἴ με χρείη τοὔγκυκλον
τουτὶ καταθεῖσαν ἐκπιεῖν αὐθημερόν.
Μα. της θεές, αν ήτανε ανάγκη να πουλήσω
και το πανωφοράκι μου, κι' αυτό θα το θελήσω—
και θα το πιω αυθημερόν.
    Μυρρίνη Καλονίκη
115   ἐγὼ δέ γ᾽ ἂν κἂν ὡσπερεὶ ψῆτταν δοκῶ
δοῦναι ἂν ἐμαυτῆς παρατεμοῦσα θἤμισυ.
Κ' εγώ τί να σας πω;
και αν μου ήταν δυνατόν σα σφήκα να κοπώ
στα δυό, τώνα κομμάτι μου θα το παραχωρούσα.
  Λαμ ἐγὼ δὲ καί κα ποττὸ Ταΰγετόν γ᾽ ἄνω
ἔλσοιμ᾽ ὅπᾳ μέλλοιμί γ᾽ εἰράναν ἰδεῖν.
Στού Ταϋγέτου την κορφή ν' ανέβω θα μπορούσα
κ' εγώ, αρκεί να ήξευρα μ' αυτό πώς η ειρήνη
μπορούσε και να γίνη.
  Λυσ λέγοιμ᾽ ἄν· οὐ δεῖ γὰρ κεκρύφθαι τὸν λόγον. Να σας το κρύψω δεν μπορώ·κι' ακούστε τί θα φτιάσουμε.
120   ἡμῖν γὰρ ὦ γυναῖκες, εἴπερ μέλλομεν
ἀναγκάσειν τοὺς ἄνδρας εἰρήνην ἄγειν,
ἀφεκτέ᾽ ἐστὶ--
Άν θέλετε, γυναίκες μου, τούς άνδρες ν' αναγκάσουμε
να κάμουν την ειρήνη,
η κάθε μια στον άνδρα της να παύση να το δίνη.
  Καλ τοῦ; φράσον. Και πώς; για λέγε.
  Λυσ ποιήσετ᾽ οὖν; Έ λοιπόν τί λέτε; τους το φτιάνουμε ;
  Καλ ποιήσομεν, κἂν ἀποθανεῖν ἡμᾶς δέῃ. Κι' αν πρέπη να πεθάνουμε,
να γίνη αυτό πού λες.
  Λυσ ἀφεκτέα τοίνυν ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους. Λοιπόν ν' αποκηρύξουμε της ανδρικές ψωλές.

(Αι γυναίκες δεικνύουν δυσαρέσκειαν, άλλαι κλαίουν και άλλαι διατίθενται να φύγουν.)
    τί μοι μεταστρέφεσθε; ποῖ βαδίζετε; —Έ! σεις για πού το βάλατε;—Και σεις για που το στρίψατε ;
125   αὗται τί μοιμυᾶτε κἀνανεύετε;
τί χρὼς τέτραπται; τί δάκρυον κατείβεται;
ποιήσετ᾽ ἢ οὐ ποιήσετ᾽; ἢ τί μέλλετε;
τί στραβομουτσουνιάσατε; τα μούτρα τί τα κρύψατε;
Τί άλλαξε το χρώμα σας κι' αρχίσατε να κλαίτε;
αρνείσθε; ή το κάνετε; τί σκέπτεσθε; δεν λέτε;
    Καλονίκη Μυρρίνη
    οὐκ ἂν ποιήσαιμ᾽, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω. Αρνούμαι·δεν με μέλει.
    Μυρρίνη  
130   μὰ Δί᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ γάρ, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω. Α μπά, μπορεί ο πόλεμος να γίνετ' όσο θέλει.
  Λυσ ταυτὶ σὺ λέγεις ὦ ψῆττα; καὶ μὴν ἄρτι γε
ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ.
(τή Καλονίκη)
Αυτά λοιπόν περίμενα, βρε σφήκα, να μας πής;
Δεν ήσουν συ πού έλεγες στα δύο να κοπής;
  Καλ ἄλλ᾽ ἄλλ᾽ ὅ τι βούλει· κἄν με χρῇ διὰ τοῦ πυρὸς
ἐθέλω βαδίζειν· τοῦτο μᾶλλον τοῦ πέους.
Άλλαξε λόγια, άλλαξε! και στη φωτιάν απάνω
να περπατήσω αν αγαπάς,—για χάρι σου το κάνω·
135   οὐδὲν γὰρ οἷον ὦ φίλη Λυσιστράτη. κι' αυτό, πού λες, το προτιμώ,
παρά της πούτσας τον καϋμό,
γιατί δεν ξεύρω σαν κι' αυτή τί άλλο θ' αποκτήσω.
  Λυσ τί δαὶ σύ;
(τη Μυρρίνη)
Και συ τι λές;
    Ἄλλη Μυρρίνη
    κἀγὼ βούλομαι διὰ τοῦ πυρός. Μα... τη φωτιά κ' εγώ θα προτιμήσω.
  Λυσ ὦ παγκατάπυγον θἠμέτερον ἅπαν γένος,
οὐκ ἐτὸς ἀφ᾽ ἡμῶν εἰσιν αἱ τραγῳδίαι.
οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη.
Ώ γένος ξεκωλιάρικο! Δικαίως, μα τον Δία,
λένε πώς βγαίνει από μας η κάθε τραγωδία.
Δεν ξέρουμ' άλλο τίποτα κ' εμείς [μικραί, μεγάλοι],
140   ἀλλ᾽ ὦ φίλη Λάκαινα, σὺ γὰρ ἐὰν γένῃ
μόνη μετ᾽ ἐμοῦ, τὸ πρᾶγμ᾽ ἀνασωσαίμεσθ᾽ ἔτ᾽ <ἄν,
ξυμψήφισαί μοι.
παρά ξεροκουνήματα και δός του μπάσε-βγάλε!
Μα κι' αν η Σπαρτιάτισσα στο κόμμα μου θα μείνη,
μπορεί να κατορθώσουμε η δυό μας την ειρήνη.
Δος μου λοιπόν την ψήφο σου.
  Λαμ χαλεπὰ μὲν ναὶ τὼ σιὼ
γυναῖκάς ἐσθ᾽ ὑπνῶν ἄνευ ψωλᾶς μόνας.
ὅμως γα μάν· δεῖ τᾶς γὰρ εἰράνας μάλ᾽ αὖ.
Είνε κακό πολύ
απ' της γυναίκας το πλευρό να λείπη κ' η ψωλή
και μόνη να κοιμάται.
Μα η ειρήνη μ' όλ' αυτά θαρρώ πως προτιμάται.
145 Λυσ ὦ φιλτάτη σὺ καὶ μόνη τούτων γυνή. Εύγε σου, φιλενάδα !
είσαι γυναίκα πειό σωστή απ' όλες [στήν Ελλάδα.]
  Καλ εἰ δ᾽ ὡς μάλιστ᾽ ἀπεχοίμεθ᾽ οὗ σὺ δὴ λέγεις,
ὃ μὴ γένοιτο, μᾶλλον ἂν διὰ τουτογὶ
γένοιτ᾽ ἂν εἰρήνη;
Θαρρείς πώς αν απέχουμε κι' απ' τη δουλειάν εκείνη,
για τούτο,—ό μη γένοιτο !—θα κάμουν την είρήνη ;
  Λυσ πολύ γε νὴ τὼ θεώ.
εἰ γὰρ καθοίμεθ᾽ ἔνδον ἐντετριμμέναι,
Μα της θεές, είν' αρκετό. Αν κάτσουμε κλεισμένες
μέσα στα σπίτια μας ημείς, καλοφτιασιδωμένες,
150   κἀν τοῖς χιτωνίοισι τοῖς Ἀμοργίνοις
γυμναὶ παρίοιμεν δέλτα παρατετιλμέναι,
στύοιντο δ᾽ ἅνδρες κἀπιθυμοῖεν σπλεκοῦν,
ἡμεῖς δὲ μὴ προσίοιμεν ἀλλ᾽ ἀπεχοίμεθα,
σπονδὰς ποιήσαιντ᾽ ἂν ταχέως, εὖ οἶδ᾽ ὅτι.
και στα ποκαμισάκια μας αυτά τ' αμοργινά,—
αφήσουμε τα σώματα να φαίνωνται γυμνά
και το κουρέψουμε κι' αυτό,—οι άνδρες θα λυσσάξουν
απ' την επιθυμία τους να ρθουν να μας τη σάξουν·
κι' όταν θα ιδούν η κάθε μια ότι γι' αυτούς δεν τώχει,
τότε να ιδής τον πόλεμο τον παύουνε, ή όχι;
155 Λαμ ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πᾳ
γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος.
Το ίδιο κι' ο Μενέλαος, σαν είδε την Ελένη
[στα στήθη γυμνωμένη]
και είδε το βυζί της,
επέταξε το ξίφος του [κ' εκόλλησε μαζύ της.]
  Καλ τί δ᾽ ἢν ἀφιῶσ᾽ ἅνδρες ἡμᾶς ὦ μέλε; [Για στάσου τώρα, βρε κουτή:
κι' αν μας αφήσουνε κι' αυτοί;
έ, τότε τί γινόμαστε;
  Λυσ τὸ τοῦ Φερεκράτους, κύνα δέρειν δεδαρμένην. { όπως λέει κι ο Φερεκράτης, θα γδέρνουμε γδαρμένη σκύλλα
  Καλ φλυαρία ταῦτ᾽ ἐστὶ τὰ μεμιμημένα. Αυτές οι απομιμήσεις είναι αηδία.
160   ἐὰν λαβόντες δ᾽ ἐς τὸ δωμάτιον βίᾳ
ἕλκωσιν ἡμᾶς;
 Κι αν μας πιάσουν και μας τραβήξουν με βία στο δωμάτιο;
  Λυσ ἀντέχου σὺ τῶν θυρῶν.  Να πιαστείς απ' την πόρτα.
  Καλ ἐὰν δὲ τύπτωσιν;  Κι αν μας χτυπήσουν;
  Λυσ παρέχειν χρὴ κακὰ κακῶς.
οὐ γὰρ ἔνι τούτοις ἡδονὴ τοῖς πρὸς βίαν.
κἄλλως ὀδυνᾶν χρή· κἀμέλει ταχέως πάνυ
Τότε θα τους κάτσουμε αλλά κακήν κακώς.
Δεν τους κάνει κέφι με το ζόρι.
Και σ' όλα θα τους την σπάμε. Και να δεις στο τέλος θα κουραστούν. }
165   ἀπεροῦσιν. οὐ γὰρ οὐδέποτ᾽ εὐφρανθήσεται
ἀνήρ, ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ.
κι' αν η γυναίκα δεν δεχθή τα δόντια της να δείξη,
ο άνδρας δεν ευφραίνεται.
  Καλ εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, χἠμῖν ξυνδοκεῖ. Έ τότε το δεχόμεθα, σαν εύκολο σας φαίνεται.
  Λαμ καὶ τὼς μὲν ἁμῶν ἄνδρας ἁμὲς πείσομες
παντᾷ δικαίως ἄδολον εἰράναν ἄγειν·
Όσο για μας, θα πείσουμε τους άνδρας μας να γίνη
ειλικρινής ειρήνη·
170   τὸν τῶν Ἀσαναίων γα μὰν ῥυάχετον
πᾷ κά τις ἀμπείσειεν αὖ μὴ πλαδδιῆν;
αλλά αυτός ο παλαβός λαός των Αθηναίων,
πώς θα πεισθή τον πόλεμο να μη γυρεύη πλέον;
  Λυσ ἡμεῖς ἀμέλει σοι τά γε παρ᾽ ἡμῖν πείσομεν. Για τούτο μη σε μέλη,
κ' εμείς τον καταφέρνουμε να μη τον ξαναθέλη.
  Λαμ οὐχ ἇς πόδας κ᾽ ἔχωντι ταὶ τριήρεες,
καὶ τὠργύριον τὤβυσσον ᾖ πὰρ τᾷ σιῷ.
Για την ειρήνη ο λαός δέν κάνει ούτε βήμα, 
ενόσω πλοία έχετε κι' αμέτρητο το χρήμα, 
απάνω στην Ακρόπολι.
175 Λυσ ἀλλ᾽ ἔστι καὶ τοῦτ᾽ εὖ παρεσκευασμένον·
καταληψόμεθα γὰρ τὴν ἀκρόπολιν τήμερον.
ταῖς πρεσβυτάταις γὰρ προστέτακται τοῦτο δρᾶν,
ἕως ἂν ἡμεῖς ταῦτα συντιθώμεθα,
θύειν δοκούσαις καταλαβεῖν τὴν ἀκρόπολιν.
Εφρόντιτα για τούτο·
θα κυριεύσουμε κι' αυτή και όλον της τον πλούτο·
θα πάν' εμπρός η πειό γρηές, κατά τη συμφωνία, 
και τάχα με την πρόφασι νά κάνουνε θυσία 
θα πιάσουν την Ακρόπολι, ώς που να μαζευθούμε 
κ' ημείς, και τι θά κάνουμε εδώ να συσκφθούμε.
180 Λαμ παντᾷ κ᾽ ἔχοι, καὶ τᾷδε γὰρ λέγεις καλῶς. Όλα καλά όσα μας λες.
  Λυσ τί δῆτα ταῦτ᾽ οὐχ ὡς τάχιστ᾽ ὦ Λαμπιτοῖ
ξυνωμόσαμεν, ὅπως ἂν ἀρρήκτως ἔχῃ;
Έ, Λαμπιτώ, και τώρα
γιατί δέν ορκιζόμαστε, μα χάνουμε την ώρα,
κ' έτσι τη συμφωνία μας ποτέ να μη χαλάσουμε;
  Λαμ πάρφαινε μὰν τὸν ὅρκον, ὡς ὀμιόμεθα. Πες μας λοιπόν του λόγου σου τον όρκο πού θα πιάσουμε.
    καλῶς λέγεις. ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ Σκύθαινα; ποῖ βλέπεις; Αλήθεια· πούν' η δούλα μου;—Έ, πού κυττάζεις;
185   θὲς ἐς τὸ πρόσθεν ὑπτίαν τὴν ἀσπίδα,
καί μοι δότω τὰ τόμιά τις.
Βάλε συ την ασπίδ' ανάποδα, και τα εντόσθια βγάλε.
του θύματος, [να κάνουμε τον όρκο].
  Καλ Λυσιστράτη 
τίν᾽ ὅρκον ὁρκώσεις ποθ᾽ ἡμᾶς;
Λυσιστράτη,
ποιόν όρκο τάχα θα μας πής να κάνουμε, φιλτάτη;
    ὅντινα;
εἰς ἀσπίδ᾽, ὥσπερ φάσ᾽ ἐν Αἰσχύλῳ ποτέ,
μηλοσφαγούσας.
Ποιόν όρκο; Καί ο ποιητής Αισχύλος τώχει πή·
απάνω στην ασπίδα μας το θύμα θα κοπή.
  Καλ μὴ σύ γ᾽ ὦ Λυσιστράτη Όχι, δεν είνε δυνατόν, όρκος για την ειρήνη
190   εἰς ἀσπίδ᾽ ὀμόσῃς μηδὲν εἰρήνης πέρι. σε μια ασπίδα δηλαδή πολεμική να γίνη.
  Λυσ τίς ἂν οὖν γένοιτ᾽ ἂν ὅρκος; Καί πώς θα ορκισθούμε;
  Καλ εἰ λευκόν ποθεν
ἵππον λαβοῦσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα.
Έν άλογο θα βρούμε
άσπρο, και τα εντόσθια η δούλα να του βγάλη.
  Λυσ ποῖ λευκὸν ἵππον; Πού να το βρούμε τ' άλογο το άσπρο τώρα πάλι;
  Καλ ἀλλὰ πῶς ὀμούμεθα
ἡμεῖς;
Καί πώς λοιπόν η κάθε μια τον όρκο της θα κάνη;
  Λυσ ἐγώ σοι νὴ Δί᾽, ἢν βούλῃ, φράσω. Θα σου το πω. Να πάρουμε κατάμαυρη λεκάνη,
195   θεῖσαι μέλαιναν κύλικα μεγάλην ὑπτίαν,
μηλοσφαγοῦσαι Θάσιον οἴνου σταμνίον
ὀμόσωμεν ἐς τὴν κύλικα μὴ ᾽πιχεῖν ὕδωρ.
ανάποδα τη βάζουμε
κ' ένα σταμνί από κρασί της Θάσου θυσιάζουμε,
κι' όρκο 'ς αυτό θα δώσουμε—
[εμφαντικώς:]
πώς δεν θα το νερώσουμε! . . .
  Λαμ φεῦ δᾶ τὸν ὅρκον ἄφατον ὡς ἐπαινίω. Ωχ, ωχ! τον όρκο σου αυτόν
κ' επαίνους να του ψάλουμε δεν είνε δυνατόν.
  Λυσ φερέτω κύλικά τις ἔνδοθεν καὶ σταμνίον. Λοιπόν ας τρέξη μέσα μια ένα σταμνί να φέρη
και μια λεκάνη.
      (Εισέρχεται μία Γυνή και εξέρχεται φέρουσα λήκυθον και κύλικα.)
    Μυρρίνη Καλονίκη
200   ὦ φίλταται γυναῖκες, <ὁ κεραμεὼν ὅσος. Τί σταμνί, όπου δεν έχει ταίρι!
(Λαμβάνει την λήκυθον)
    Καλονίκη  
    ταύτην μὲν ἄν τις εὐθὺς ἡσθείη λαβών. Τί γλύκα πού θα αισθανθή αυτή πού θα την πιάση
και, κλούκ. θα την αδειάση.
  Λυσ καταθεῖσα ταύτην προσλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου. Άφησε κάτω το σταμνί, και πιάσ' εδώ μπροστά μου!

Η Καλονίκη θέτει την χείρα επί της Λυσιστράτης καταλλήλως
Λυσιστράτη (επισήμως)
    δέσποινα Πειθοῖ καὶ κύλιξ φιλοτησία,
τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν εὐμενής.
—Πειθώ! Βασίλισσα μου!
—και συ, ώ στάμνα του γλεντιού ! δέξου την ικεσία 
των γυναικών με εύνοια, και τούτη τη θυσία.

(Χύνει εις την λεκάνην οίνον)
205 Καλ εὔχρων γε θαἶμα κἀποπυτίζει καλῶς. Τί αίμα κατακόκκινο! για ιδές πως λαμπυρίζει;
  Λαμ καὶ μὰν ποτόδδει γ᾽ ἁδὺ ναὶ τὸν Κάστορα. Αλήθεια, μα τον Κάστορα, και τί γλυκά μυρίζει!
  Μυρ ἐᾶτε πρώτην μ᾽ ὦ γυναῖκες ὀμνύναι. Αφήστε με, γυναίκες μου, πρώτη να μπω στη μέση
να ορκισθώ!
  Καλ μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὔκ, ἐάν γε μὴ λάχῃς. Όχι ποτέ, ο κλήρος σου πρίν πέση.
  Λυσ λάζυσθε πᾶσαι τῆς κύλικος ὦ Λαμπιτοῖ· Έ, Λαμπιτώ! στη στάμνα μας απλώσετε το χέρι,
210   λεγέτω δ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν μί᾽ ἅπερ ἂν κἀγὼ λέγω·
ὑμεῖς δ᾽ ἐπομεῖσθε ταὐτὰ κἀμπεδώσετε.
κι' ας έβγη μια για όλες σας τον όρκο να προφέρη,
όπως εγώ θα τον ειπώ·και σεις θά ορκισθήτε
τον όρκο πού θα δώσουμε πώς δεν θα παραβήτε.

(Υπαγορεύει τον όρκον)
    οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οὔτε μοιχὸς οὔτ᾽ ἀνήρ-- Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι' ο άνδρας μου έστω--
  Καλ οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οὔτε μοιχὸς οὔτ᾽ ἀνήρ-- Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι' ο άνδρας μου έστω--
  Λυσ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς. λέγε. πού καυλωμένος θα μου ρθεί μέσ' στο κρεββάτι—

(η Καλονίκη διστάζει. Η Λυσιστράτη επιτακτικώς:)
— Πες το!
215 Καλ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς. παπαῖ
ὑπολύεταί μου τὰ γόνατ᾽ ὦ Λυσιστράτη.
Πού καυλωμένος θα μου ρθή απάνω στο κρεββάτι.
(μετά τρόμου)
Μου κόπηκαν τα γόνατα, καϋμένη Λυσιστράτη!
  Λυσ οἴκοι δ᾽ ἀταυρώτη διάξω τὸν βίον-- Καί μέσ' στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια—
  Καλ οἴκοι δ᾽ ἀταυρώτη διάξω τὸν βίον-- Καί μέσ' στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια—
  Λυσ κροκωτοφοροῦσα καὶ κεκαλλωπισμένη,-- Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια —
220 Καλ κροκωτοφοροῦσα καὶ κεκαλλωπισμένη,-- Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια—
  Λυσ ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου· Πού να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου—
  Καλ ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου· Πού να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου—
  Λυσ κοὐδέποθ᾽ ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι. Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου —
  Καλ κοὐδέποθ᾽ ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι. Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου —
225 Λυσ ἐὰν δέ μ᾽ ἄκουσαν βιάζηται βίᾳ,-- Κι' αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη—
  Καλ ἐὰν δέ μ᾽ ἄκουσαν βιάζηται βίᾳ,-- Κι' αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη—
  Λυσ κακῶς παρέξω κοὐχὶ προσκινήσομαι. Όσο μπορώ χειρότερα θ' αφίνω να την κάνη.
  Καλ κακῶς παρέξω κοὐχὶ προσκινήσομαι. Όσο μπορώ χειρότερα θ' άφίνω να την κάνη.
  Λυσ οὐ πρὸς τὸν ὄροφον ἀνατενῶ τὼ Περσικά. Της Περσικές [παντούφλες μου μέρες, βδομάδες, μήνες,]
προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες.
230 Καλ οὐ πρὸς τὸν ὄροφον ἀνατενῶ τὼ Περσικά. Της Περσικές [παντούφλες μου εκείνες,]
προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες.
  Λυσ οὐ στήσομαι λέαιν᾽ ἐπὶ τυροκνήστιδος. Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς η λιονταρίνες
πού είν' απάνω στου τυριού τους τρίφτες [σκαλισμένες.]
  Καλ οὐ στήσομαι λέαιν᾽ ἐπὶ τυροκνήστιδος. Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς η λιονταρίνες,
πού είν' απάνω στου τυριού τους τρίφτες [σκαλισμένες.]
  Λυσ ταῦτ᾽ ἐμπεδοῦσα μὲν πίοιμ᾽ ἐντευθενί· Πίν' απ' το κρασί αυτό
και τον όρκο τον κρατώ.
(πίνει)
  Καλ ταῦτ᾽ ἐμπεδοῦσα μὲν πίοιμ᾽ ἐντευθενί·
(παρατηρούσα την Λυσιστράτην πίνουσαν)
Πίν' απ' το κρασί αυτό
και τον όρκο τον κρατώ.
235 Λυσ εἰ δὲ παραβαίην, ὕδατος ἐμπλῇθ᾽ ἡ κύλιξ. Και στον όρκο όποια δεν μείνη
το κρασί νερό να γίνη.
  Καλ εἰ δὲ παραβαίην, ὕδατος ἐμπλῇθ᾽ ἡ κύλιξ. Και στον όρκ' όποια δεν μείνη
το κρασί νερό να γίνη.
  Λυσ συνεπόμνυθ᾽ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι;
(προς τας λοιπάς)
Ορκίζεσθε λοιπόν και σεις για όλα;
    Πᾶσαι Μυρρίνη
    νὴ Δία. Μα τον Δία!
  Λυσ φέρ᾽ ἐγὼ καθαγίσω τήνδε. Φέρε λοιπόν να πιω εγώ, ν' αρχίσω τη θυσία.
(Λαμβάνει την λήκυθον και ετοιμάζεται να πίη)
  Καλ τὸ μέρος γ᾽ ὦ φίλη,
ὅπως ἂν ὦμεν εὐθὺς ἀλλήλων φίλαι.
Έ, έ, που πας, φιλτάτη μου; θέλω μερίδα ίση.
ά, πρέπει η φιλία μας από δω δα ν' αρχίση.
     
(Ακούεται θόρυβος μακρόθεν. Η Λυσιστράτη- αφίνει την λήκυθον, ενώ η Καλονίκη σπεύδει, την λαμβάνει και πίνει.)
240 Λαμ τίς ὡλολυγά; Καλέ, ακούσατε φωνές, γυναίκες μου, και θρήνο;
  Λυσ τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽ οὑγὼ ᾽λεγον·
αἱ γὰρ γυναῖκες τὴν ἀκρόπολιν τῆς θεοῦ
ἤδη κατειλήφασιν. ἀλλ᾽ ὦ Λαμπιτοῖ
σὺ μὲν βάδιζε καὶ τὰ παρ᾽ ὑμῶν εὖ τίθει,
τασδὶ δ᾽ ὁμήρους κατάλιφ᾽ ἡμῖν ἐνθάδε·
(παρατηρούσα εκ του παραθύρου)
Ησύχασ', είν' εκείνο —
πού είχα πή προτήτερα η πειό γρηές εφθάσανε,
και πήγαν στην Ακρόπολι και το ναό επιάσανε.
—Συ, Λαμπιτώ, τράβα λοιπόν στη Σπάρτη να φροντίσης
όσα εσυμφωνήσαμε να πραγματοποίησης,
της άλλες δε Λακώνισσες ομήρους θα κρατήσουμε·
245   ἡμεῖς δὲ ταῖς ἄλλαισι ταῖσιν ἐν πόλει
ξυνεμβάλωμεν εἰσιοῦσαι τοὺς μοχλούς.
ημείς δε στην Ακρόπολι και της λοιπές θα κλείσουμε
κ' εκεί θ' αμπαρωθούμε.
  Καλ οὔκουν ἐφ᾽ ἡμᾶς ξυμβοηθήσειν οἴει
τοὺς ἄνδρας εὐθύς;
Καλά·για να σου πούμε:
Κι' οι άνδρες [απ' την πόλι] 
αν έλθουν εναντίον μας και εκστρατεύσουν όλοι;
  Λυσ ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει.
οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ᾽ ἀπειλὰς οὔτε πῦρ
Λίγο με μέλει πειά γι' αυτούς· φωτιά δεν θάχουν τόση
ούτε φοβέρες αρκετές, ώστε να κατορθώση—
250   ἥξουσ᾽ ἔχοντες ὥστ᾽ ἀνοῖξαι τὰς πύλας
ταύτας, ἐὰν μὴ ᾽φ᾽ οἷσιν ἡμεῖς εἴπομεν.
η βία, τόσο εύκολα της πόρτες μας ν' ανοίξουν,
εάν δεν αποδείξουν
ότι τους όρους τους λαμπρούς, που η γυναίκες θέσανε,
αυτοί τους εκτελέσανε.
  Καλ μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐδέποτέ γ᾽· ἄλλως γὰρ ἂν
ἄμαχοι γυναῖκες καὶ μιαραὶ κεκλῄμεθ᾽ ἄν.
Μα τη θεά! και βέβαια· κι' αν δεν τα βρούνε σκούρα,
δειλή να ειπούν την κάθε μια και παληοπατσαβούρα!

(Απέρχονται πάσαι, ενώ η Καλονίκη φεύγουσα τελευταία κενώνει ταυτοχρόνως το υπόλοιπον της ληκύθου.)

ΑΥΛΑΙΑ
       

Πανός: Αι γυναίκες είχον και ιδιαιτέρας εορτάς εκ των δημοτελών. Εις τον ναόν του Πανός ωργίαζον μετά κραυγών.

Γεννετυλίδα: Νύμφη εκ της συνοδείας της Αφροδίτης· εκδηλωτικόν ασελγείας, (Νεφέλαι 52).

Κωλιάδα: Υπήρχεν είς την Αττικήν ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης, εις μέρος καλούμενον "Κωλιάς”, λαβόν το όνομα εκ της ομοιότητας προς το ομώνυμον μέλος του ανθρώπου.

Κυμβερικά: Φορέματα χωρίς ζώνην και μη συρόμενα, καλούμενα ως εκ τούτου “ορθοστάδια” και αναλογούντα προς τα παρ' ήμίν “μπεμπέ”.

Ευκράτης: Στρατηγός Αθηναίος, κωμωδούμενος ως δωροδοκούμενος και προδότης.

αμοργινά: Εσθής εκ της νήσου Αμοργού λεπτή και διανθής.

θα γδέρνουμε γδαρμένη σκύλλα: φράση του κωμικού ποιητή Φερεκράτη. Ο Θρ. Σταύρου μεταφράζει: "ατομική παρηγοριά θα βρούμε". Οι στίχοι 158-164 που είναι και σε άγκιστρα "{ }" δεν υπάρχουν στην μετάφραση του Πολ. Δημητρακόπουλου.

κοπή: “Μηλοσφαγούσας”: εννοεί την θυσίαν των προβάτων (μήλων), παρωδών τον εν "επτά επί Θήβας" στίχον του Αίσχύλου:

άνδρες γαρ επτά θούριοι λοχαγέται
ταυροσφαγούντες είς μελάνδετον σάκος...

“Λευκόν ίππον” (σ. 191); Φαίνεται ότι ο Αρ. παίζει, ενταύθα με την λέξιν, υπονοών δι'αυτής το αιδοίον· άλλως: εννοεί τάς Αμαζόνας θυσιαζούσας λευκούς ίππους.

νερώσουμε: Όπου ευκαιρία, ο Αρ. κωμωδεί τάς γυναίκας ως επιρρεπείς εις την μέθην.

μπροστά μου: “Προσλαβού μοι του κάρπου" σ. 202: εννοεί τα αιδοίον.

“Τα Περσικά” (σ. 230): είδος εμβάδων γυναικείων· εννοεί τον τρόπον της συνουσίας.

λιονταρίνες: “Ου στήσομαι λέαιν' επί τυροκνήστιδος” (σ. 231): Είδος συνουσιάσεως πορνικής οκλαδόν, όπως αι λέαιναι αι έγγλυφοι επί των μαχαιρών του μαγειρείου, ως είδος λαβής αυτών.

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr
Νοέμβριος 2000