(Ο μάντις Διοκλής διηγείται εις τον Νίκαρχον) | ||
Πρόλογος | ||
146b |
Ἦ που προϊὼν ὁ χρόνος, ὦ Νίκαρχε, πολὺ σκότος ἐπάξει τοῖς πράγμασι καὶ πᾶσαν ἀσάφειαν, εἰ νῦν ἐπὶ προσφάτοις οὕτω καὶ νεαροῖς λόγοι ψευ- δεῖς συντεθέντες ἔχουσι πίστιν. οὔτε γὰρ μόνων, |
1. Ο χρόνος, Νίκαρχε, όσον προχωρεί, θα επισκοτίση βεβαίως πολύ τα πράγματα, αφού δια τόσον πρόσφατα και νωπά επλάσθησαν και γίνονται πιστευταί διαδόσεις ψευδείς. Διότι εις το συμπόσιον |
146c |
ὡς ὑμεῖς ἀκηκόατε, τῶν ἑπτὰ γέγονε τὸ συμπόσιον, ἀλλὰ πλειόνων ἢ δὶς τοσούτων (ἐν οἷς καὶ αὐτὸς ἤμην, συνήθης μὲν ὢν Περιάνδρῳ διὰ τὴν τέχνην, ξένος δὲ Θάλεω· παρ' ἐμοὶ γὰρ κατέλυσεν ὁ ἀνὴρ Περιάνδρου κελεύσαντος), οὔτε τοὺς λόγους ὀρθῶς ἀπεμνημόνευσεν ὅστις ἦν ὑμῖν ὁ διηγούμενος· ἦν δ' ὡς ἔοικεν οὐδεὶς τῶν παραγεγονότων. ἀλλ' ἐπεὶ σχολή τε πάρεστι πολλὴ καὶ τὸ γῆρας οὐκ ἀξιόπιστον ἐγγυήσασθαι τὴν ἀναβολὴν τοῦ λόγου, προθυμουμένοις ὑμῖν ἀπ' ἀρχῆς ἅπαντα διηγήσομαι. |
ούτε μόνον οι επτά σοφοί έλαβον μέρος, καθώς έχετε σεις ακούσει, αλλά περισσότεροι από άλλους τόσους (μεταξύ τούτων ευρισκόμην και εγώ, επειδή αφ' ενός μεν ήμην σχετικός του Περιάνδρου, ως εκ του επαγγέλματος μου1, αφ' ετέρου δε φίλος του Θαλή, διότι ο σοφός αυτός κατέλυσεν εις το σπίτι μου κατά σύστασιν του Περιάνδρου), ούτε ορθώς συνεκράτησεν εις την μνήμην του τας συζητήσεις οστισδήποτε ήτο αυτός που τα διηγείτο· φαίνεται δε να μην ήτο μεταξύ των παρευρεθέντων. Αλλ' επειδή και καιρόν έχομεν διαθέσιμον πολύν και το γήρας μου δεν είναι αξιόπιστος εγγυητής, ώστε να αναβάλωμεν την διήγησιν, θα σας τα διηγηθώ όλα, αφού το ζητείτε, από την αρχήν. |
Καθ' οδόν | ||
146d |
Παρεσκευάκει μὲν γὰρ οὐκ ἐν τῇ πόλει τὴν ὑποδοχὴν ὁ Περίανδρος, ἀλλ' ἐν τῷ περὶ τὸ Λέχαιον ἑστιατορίῳ παρὰ τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἱερόν, ἧς ἦν καὶ ἡ θυσία. μετὰ γὰρ τὸν ἔρωτα τῆς μητρὸς αὐτοῦ προεμένης τὸν βίον ἑκουσίως οὐ τεθυκὼς τῇ Ἀφροδίτῃ, τότε πρῶτον ἔκ τινων ἐνυπνίων τῆς Μελίσσης ὥρμησε τιμᾶν καὶ θεραπεύειν τὴν θεόν. |
2. Ο Περίανδρος είχεν ετοιμάσει την υποδοχήν όχι μέσα εις την πόλιν, αλλά εις το εστιατόριον2, εκεί κατά το Λέχαιον·3 και πλησίον του ιερού της Αφροδίτης, προς τιμήν της οποίας μάλιστα εγίνετο θυσία. Πραγματικώς μετά τον έρωτα της μητρός του και την αυτοκτονίαν της4 είχε παύσει να θυσιάζη εις την Αφροδίτην5. Τότε όμως πρώτην φοράν ύστερ' από μερικά όνειρα της Μελίσσης6 απεφάσισε να τιμά και να λατρεύη την θεάν. |
Τῶν δὲ κεκλημένων ἑκάστῳ συνωρὶς ἱκανῶς κεκοσμημένη προσήχθη· καὶ γὰρ ὥρα θέρους ἦν, καὶ τὴν ὁδὸν ἅπασαν ὑπὸ πλήθους ἁμαξῶν καὶ ἀνθρώπων ἄχρι θαλάττης κονιορτὸς καὶ θόρυβος κατεῖχεν. ὁ μέντοι Θαλῆς τὸ ζεῦγος ἐπὶ ταῖς θύραις ἰδὼν καὶ μειδιάσας ἀφῆκεν. |
Εις τον καθένα από τους καλεσμένους προσεφέρθη διά την μεταφοράν άμαξα αρκετά περιποιημένη· διότι και η εποχή ήτο θερινή και ο δρόμος έως εις την θάλασσαν γεμάτος από κονιορτόν και θόρυβον ένεκα του πλήθους των αμαξών και των ανθρώπων. Ο Θαλής όμως, όταν είδε την άμαξαν εις τα πρόθυρα, μ' ένα μειδίαμα την άφησε να φύγη7. | |
146e |
ἐβαδίζομεν οὖν ἐκτραπόμενοι διὰ τῶν χωρίων, καθ' ἡσυχίαν, καὶ μεθ' ἡμῶν τρίτος ὁ Ναυκρατίτης Νειλόξενος, ἀνὴρ ἐπιεικὴς καὶ τοῖς περὶ Σόλωνα καὶ Θαλῆν γεγονὼς ἐν Αἰγύπτῳ συνήθης. ἐτύγχανε δὲ πρὸς Βίαντα πάλιν ἀπεσταλμένος· ὧν δὲ χάριν οὐδ' αὐτὸς ᾔδει, πλὴν ὑπενόει πρόβλημα δεύτερον αὐτῷ κομίζειν ἐν βιβλίῳ κατασεσημασμένον· εἴρητο γάρ, εἰ Βίας ἀπαγορεύσειεν, ἐπιδεῖξαι τοῖς σοφωτάτοις Ἑλλήνων τὸ βιβλίον. |
Αφήσαμεν λοιπόν τον δρόμον και εβαδίζαμεν χάριν ησυχίας διά μέσου των αγρών, και μαζί μας ως τρίτος ο Νειλόξενος από την Ναύκρατιν8, άνθρωπος καθώς πρέπει, που είχε συνδεθή με τον Σόλωνα και τον Θαλήν εις την Αίγυπτον. Έτυχε δε να είναι απεσταλμένος και πάλιν προς τον Βίαντα, τους λόγους όμως ούτε ο ίδιος δεν εγνώριζεν. Υπέθετε μόνον ότι φέρει εις αυτόν ένα άλλο πρόβλημα σφραγισμένον εντός κυλίνδρου· διότι είχε διαταγήν, αν ο Βίας δεν τα καταφέρη με την έπιστολήν, να την δείξη εις τους σοφωτάτους μεταξύ των Ελλήνων9. |
"Ἕρμαιον" ὁ Νειλόξενος ἔφη "μοι γέγονεν | “Εύρημα λοιπόν ανέλπιστον υπήρξε δι' εμέ” | |
146F |
ἐνταῦθα λαβεῖν ἅπαντας ὑμᾶς, καὶ κομίζω τὸ βιβλίον ὡς ὁρᾷς ἐπὶ τὸ δεῖπνον." ἅμα δ' ἡμῖν ἐπεδείκνυε. Καὶ ὁ Θαλῆς γελάσας "εἴ τι κακόν," εἶπεν, "αὖθις εἰς Πριήνην· διαλύσει γὰρ ὁ Βίας, ὡς διέλυσεν αὐτὸς τὸ πρῶτον." "Τί δ' ἦν," ἔφην ἐγώ, "τὸ πρῶτον;" "Ἱερεῖον," εἶπεν, "ἔπεμψεν αὐτῷ, κελεύσας τὸ πονηρότατον ἐξελόντα καὶ χρηστότατον ἀποπέμψαι κρέας. ὁ δ' ἡμέτερος εὖ καὶ καλῶς τὴν γλῶτταν ἐξελὼν ἔπεμψεν· ὅθεν εὐδοκιμῶν δῆλός ἐστι καὶ θαυμαζόμενος." |
είπεν ο Νειλόξενος “να σας συναντήσω όλους εδώ, και μεταφέρω, καθώς βλέπεις, την επιστολήν εις το δείπνον”. Και ταυτοχρόνως μας την έδειξεν. Ο Θαλής τότε εγέλασε και είπεν: “Ό,τι κακόν είναι, πάλιν εις την Πριήνην10. Πάντως ο Βίας θα το λύση, καθώς έλυσεν ο ίδιος και το πρώτον”. “Και ποίον ήτο το πρώτον;” ηρώτησα. “Του έστειλεν” είπεν “ένα σφάγιον και παρήγγειλε να αφαιρέση το καλύτερον και χειρότερον μαζί κρέας11 και να του το στείλη· ο δε φίλος μας πολύ σωστά αφήρεσε την γλώσσαν και την έστειλε. Διά τούτο προφανώς έχει επιτυχίαν και θαυμάζεται”. |
147a |
"Οὐ διὰ ταῦτ'" ἔφη "μόνον" ὁ Νειλόξενος, "ἀλλ' οὐ φεύγει τὸ φίλος εἶναι καὶ λέγεσθαι βασιλέων καθάπερ ὑμεῖς, ἐπεὶ σοῦ γε καὶ τἄλλα θαυμάζει, καὶ τῆς πυραμίδος τὴν μέτρησιν ὑπερ- φυῶς ἠγάπησεν, ὅτι πάσης ἄνευ πραγματείας καὶ μηδενὸς ὀργάνου δεηθεὶς ἀλλὰ τὴν βακτηρίαν στήσας ἐπὶ τῷ πέρατι τῆς σκιᾶς ἣν ἡ πυραμὶς ἐποίει, γενομένων τῇ ἐπαφῇ τῆς ἀκτῖνος δυεῖν τριγώνων, ἔδειξας ὃν ἡ σκιὰ πρὸς τὴν σκιὰν λόγον εἶχε τὴν πυραμίδα πρὸς τὴν βακτηρίαν ἔχουσαν. ἀλλ', ὅπερ ἔφην, διεβλήθης μισοβασιλεὺς εἶναι, |
“Όχι δι' αυτό μόνον” είπεν ο Νειλόξενος “αλλά και διότι δεν αποφεύγει καθώς σεις να είναι και να λέγεται φίλος των βασιλέων12. Όσον αφορά μάλιστα σε, και δι' άλλα σε θαυμάζει και διά την καταμέτρησιν της πυραμίδος εξαιρετικά ευχαριστήθη. Διότι, χωρίς μεγάλας ετοιμασίας και χωρίς να χρειασθής κανένα όργανον, έθεσες μόνον την ράβδον σου εις το άκρον της σκιάς της πυραμίδος, και, αφού εσχηματίσθησαν με την επαφήν της ακτίνος του ηλίου δύο τρίγωνα, απέδειξες ότι ό,τι λόγον είχεν η σκιά προς την σκιάν, τον ίδιον είχε και η πυραμίς προς την ράβδον13. (σ. 8) Αλλά, καθώς είπα, εδυσφημήθης ότι μισείς τους βασιλείς |
147b |
καί τινες ὑβριστικαί σου περὶ τυράννων ἀποφάσεις ἀνεφέροντο πρὸς αὐτόν, ὡς ἐρωτηθεὶς ὑπὸ Μολπ- αγόρου τοῦ Ἴωνος τί παραδοξότατον εἴης ἑωρακώς, ἀποκρίναιο ‘τύραννον γέροντα,’ καὶ πάλιν ἔν τινι πότῳ, περὶ τῶν θηρίων λόγου γενομένου, φαίης κάκιστον εἶναι τῶν μὲν ἀγρίων θηρίων τὸν τύραν- νον, τῶν δ' ἡμέρων τὸν κόλακα· ταῦτα γάρ, εἰ καὶ πάνυ προσποιοῦνται διαφέρειν οἱ βασιλεῖς τῶν τυράννων, οὐκ εὐμενῶς ἀκούουσιν." |
και του μετεδόθησαν μερικαί προσβλητικαί κρίσεις σου διά τους τυράννους. Π. χ. όταν ο Ίων Μολπαγόρας14 σε ηρώτησε ποίον είναι το περιεργότερον πράγμα που έχεις ίδει, απεκρίθης “Τύραννος γέρων15”. Και πάλιν, όταν εις ένα συμπόσιον εγίνετο λόγος περί των ζώων, είπες ότι από τα άγρια μεν ζώα το χειρότερον είναι ο τύραννος, από τα ήμερα δε ο κόλαξ16. Αυτά βέβαια δεν τα ακούουν με ευχαρίστησιν οι βασιλείς, αν και προσποιούνται ότι διαφέρουν πολύ από τους τυράννους17”. |
"Ἀλλὰ τοῦτο μέν," εἶπεν ὁ Θαλῆς, "Πιττακοῦ ἐστιν, εἰρημένον ἐν παιδιᾷ ποτε πρὸς Μυρσίλον· |
“Αλλά τούτο μεν” είπεν ο Θαλής “είναι του Πιττακού· το είπε κάποτε αστειευόμενος προς των Μυρσίλον18. | |
147c |
ἐγὼ δὲ θαυμάσαιμ' ἄν," ἔφη, "οὐ τύραννον ἀλλὰ κυβερνήτην γέροντα θεασάμενος. πρὸς δὲ τὴν μετάθεσιν τὸ τοῦ νεανίσκου πέπονθα τοῦ βαλόντος μὲν ἐπὶ τὴν κύνα πατάξαντος δὲ τὴν μητρυιὰν καὶ εἰπόντος ‘οὐδ' οὕτω κακῶς.’ διὸ καὶ Σόλωνα σοφώτατον ἡγησάμην οὐ δεξάμενον τυραννεῖν. καὶ Πιττακὸς οὗτος εἰ μοναρχίᾳ μὴ προσῆλθεν, οὐκ ἂν εἶπεν ὡς ‘χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι.’ Περίανδρος δ' ἔοικεν ὥσπερ ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος οὐ φαύλως ἐξανα- φέρειν, χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς ἄχρι γε νῦν καὶ συνουσίας ἀνδρῶν νοῦν ἐχόντων ἐπαγόμενος, |
Εγώ είπα μόνον ότι θα μ' εξέπληττεν, αν έβλεπα όχι τύραννον, αλλά πλοίαρχον γέροντα. Όσον αφορά όμως την τροποποίησιν, έχω πάθει ό,τι και ο νέος, που έρριψε πέτραν διά να κτυπήση τον σκύλον, και εκτύπησε την μητρυιάν του και είπε “Καλά έγινε κι' έτσι19”. Διά τούτο και τον Σόλωνα ενόμισα πολύ έξυπνον που δεν εδέχθη να γίνη τύραννος20, και ο Πιττακός, αν δεν εγίνετο μονάρχης, δεν θα έλεγε το “Χαλεπόν εσθλόν έμμεναι” (=δύσκολον είναι να είναι κανείς καλός)21. Ο Περίανδρος δε, αν και είναι κυριευμένος από την τυραννίδα σαν από κληρονομικήν ασθένειαν22, φαίνεται ότι ευρίσκεται (σ. 10) εις αρκετά καλήν ανάρρωσιν, επειδή χρησιμοποιεί σχέσεις υγιεινάς, έως τώρα τουλάχιστον, και καταφεύγει εις συναναστροφάς φρονίμων ανθρώπων, |
147d |
ἃς δὲ Θρασύβουλος αὐτῷ κολούσεις τῶν ἄκρων οὑμὸς πολίτης ὑφηγεῖται μὴ προσιέμενος. γεωρ- γοῦ γὰρ αἴρας καὶ ὀνώνιδας ἀντὶ πυρῶν καὶ κριθῶν συγκομίζειν ἐθέλοντος οὐδὲν διαφέρει τύραννος ἀνδραπόδων μᾶλλον ἄρχειν ἢ ἀνδρῶν βουλόμενος· ἓν γὰρ ἀντὶ πολλῶν κακῶν ἀγαθὸν αἱ δυναστεῖαι τὴν τιμὴν ἔχουσι καὶ τὴν δόξαν, ἄνπερ ἀγαθῶν ὡς κρείττονες ἄρχωσι καὶ μεγάλων μείζονες εἶναι δοκῶσι· τὴν δ' ἀσφάλειαν ἀγαπῶντας ἄνευ τοῦ καλοῦ προβάτων ἔδει πολλῶν καὶ ἵππων καὶ βοῶν ἄρχειν, μὴ ἀνθρώπων. ἀλλὰ γὰρ εἰς οὐδὲν προσ- |
δεν δέχεται δε τας συμβουλάς περί αποκεφαλισμού των προεχόντων, που του δίδει ο συμπολίτης μου Θρασύβουλος23. Διότι τύραννος που θέλει να κυβερνά καλύτερα ανδράποδα παρά άνδρας ελευθέρους, δεν διαφέρει από γεωργόν που προτιμά να συγκομίζη ήρας και ονωνίδας24 παρά σιτάρι και κριθάρι. Ένα πράγματι καλόν αντί των πολλών κακών έχουν αι απολυταρχίαι: δηλαδή την τιμήν και την δόξαν, αν οι τύραννοι κατέχουν την αρχήν ως ανώτεροι από τους καλούς, και αν φαίνωνται μεγαλύτεροι από τους μεγάλους. Όταν όμως αγαπούν την ασφάλειαν χωρίς την τιμήν, τότε έπρεπε να κυβερνούν πολλά πρόβατα και ίππους και βους, όχι ανθρώπους. |
147e |
ήκοντας ἐμβέβληκεν ἡμᾶς," ἔφη, "ὁ ξένος οὑτοσὶ λόγους, ἀμελήσας λέγειν τε καὶ ζητεῖν ἃ ἁρμόττει ἐπὶ δεῖπνον βαδίζουσιν. ἦ γὰρ οὐκ οἴει, καθάπερ ἑστιάσοντος ἔστι τις παρασκευή, καὶ δειπνήσοντος εἶναι; Συβαρῖται μὲν γὰρ ὡς ἔοικε πρὸ ἐνιαυτοῦ τὰς κλήσεις ποιοῦνται τῶν γυναικῶν, ὅπως ἐκ- γένοιτο κατὰ σχολὴν παρασκευασαμέναις ἐσθῆτι καὶ χρυσῷ φοιτᾶν ἐπὶ τὸ δεῖπνον· ἐγὼ δὲ πλείονος οἶμαι χρόνου δεῖσθαι τὴν ἀληθινὴν τοῦ δειπνήσον- τος ὀρθῶς παρασκευήν, ὅσῳ χαλεπώτερόν ἐστιν ἤθει τὸν πρέποντα κόσμον ἢ σώματι τὸν περιττὸν |
Αλλ' ο φίλος μας απ' εδώ μας παρέσυρεν εις συζητήσεις όλως διόλου ακαταλλήλους διά την περίστασιν και παρελείψαμεν να λέγωμεν και να ζητούμεν κάτι που ν' αρμόζη εις ανθρώπους που πηγαίνουν εις δείπνον. Ή μήπως δεν παραδέχεσαι ότι, καθώς υπάρχει προετοιμασία εκείνου που θα προσφέρη το δείπνον, έτσι υπάρχει προετοιμασία και εκείνου που μέλλει να δειπνήση25; Οι Συβαρίται κάμνουν τας προσκλήσεις των γυναικών ένα έτος πριν, διά να είναι δυνατόν, καθώς φαίνεται, να προσέρχωνται εις το δείπνον, αφού ετοιμάσουν με την ησυχίαν των τα φορέματα και κοσμήματα των26. Εγώ όμως νομίζω ότι η αληθινή προετοιμασία (σ. 12) εκείνου που μέλλει ορθώς να δειπνήση απαιτεί περισσότερον χρόνον διότι είναι δυσκολώτερον να εξεύρη κανείς διά την ψυχήν τον στολισμόν που αρμόζει παρά διά το σώμα τον περιττόν και άχρηστον. |
147f |
ἐξευρεῖν καὶ ἄχρηστον. οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον ἥκει κομίζων ἑαυτὸν ἐμπλῆσαι πρὸς τὸ δεῖπνον ὁ νοῦν ἔχων, ἀλλὰ καὶ σπουδάσαι τι καὶ παῖξαι καὶ ἀκοῦσαι καὶ εἰπεῖν ὡς ὁ καιρὸς παρακαλεῖ τοὺς συνόντας, εἰ μέλλουσι μετ' ἀλλήλων ἡδέως ἔσεσθαι. καὶ γὰρ καὶ ὄψον πονηρὸν ἔστι παρώσασθαι, κἂν οἶνος ᾖ φαῦλος, ἐπὶ τὰς νύμφας καταφυγεῖν· σύνδειπνος δὲ κεφαλαλγὴς καὶ βαρὺς καὶ ἀνάγωγος παντὸς μὲν οἴνου καὶ ὄψου πάσης δὲ μουσουργοῦ χάριν ἀπόλλυσι καὶ λυμαίνεται, καὶ οὐδ' ἀπεμέσαι |
Πράγματι ο φρόνιμος άνθρωπος δεν έρχεται εις το δείπνον μεταφέρων τον εαυτόν του ως αγγείον διά να το γεμίση· αλλά διά να είπη κάτι σοβαρόν ή αστείον και να ακούση ή να είπη εκείνα που η περίστασις απαιτεί από τους συνδαιτυμόνας, εφ' όσον πρόκειται να περάσουν ευχάριστα μεταξύ των. Διότι και φαγητόν άνοστον ημπορείς να το παραμερίσης, και αν το κρασί δεν είναι καλόν, να καταφύγης εις το νερό27. Ομοτράπεζος όμως, που προξενεί κεφαλόπονον και είναι οχληρός και χωρίς τρόπους, καταστρέφει και βλάπτει την χάριν κάθε φαγητού και κάθε κρασιού και κάθε αυλητρίδος. |
148a |
τὴν τοιαύτην ἀηδίαν ἕτοιμόν ἐστιν, ἀλλ' ἐνίοις εἰς ἅπαντα τὸν βίον ἐμμένει τὸ πρὸς ἀλλήλους δυσάρεστον, ὥσπερ ἑωλοκρασία τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς ἐν οἴνῳ γενομένης. ὅθεν ἄριστα Χίλων, καλούμενος ἐχθές, οὐ πρότερον ὡμολόγησεν ἢ πυθέσθαι τῶν κεκλημένων ἕκαστον. ἔφη γὰρ ὅτι σύμπλουν ἀγνώμονα δεῖ φέρειν καὶ σύσκηνον οἷς πλεῖν ἀνάγκη καὶ στρατεύεσθαι· τὸ δὲ συμπόταις ἑαυτὸν ὡς ἔτυχε καταμιγνύειν οὐ νοῦν ἔχοντος ἀνδρός ἐστιν. ὁ δ' Αἰγύπτιος σκελετός, ὃν ἐπιεικῶς εἰσφέροντες εἰς τὰ συμπόσια προτίθενται καὶ παρα- |
Και ούτε με εμετικόν δεν είναι δυνατόν να αποβάλης μίαν τοιαύτην αηδίαν αλλά παραμένει εις μερικούς καθ' όλην την ζωήν των η μεταξύ των δυσαρέσκεισ, σαν κάποια δυσάρεστος οσμή28, όταν συμβή κατά την οινοποσίαν προσβολή και θυμός. Ώστε πολύ καλά ο Χίλων χθες εις την πρόσκλησιν, δεν απήντησεν ότι δέχεται, πριν να μάθη τα ονόματα ενός εκάστου από τους καλεσμένους. Διότι συνταξιδιώτην, είπε, παράλογον και σύντροφον εις την σκηνήν πρέπει να υποφέρουν, όσοι είναι υποχρεωμένοι να ταξιδεύουν ή να υπηρετούν ως στρατιώται· δεν αρμόζει όμως εις φρόνιμον άνθρωπον να ανακατεύεται με τους τυχόντας συμπότας29. Ο σκελετός30 δε,τον οποίον οι Αιγύπτιοι πολύ σωστά εισάγουν εις τα συμπόσια και |
148b |
καλοῦσι μεμνῆσθαι τάχα δὴ τοιούτους ἐσομένους, καίπερ ἄχαρις καὶ ἄωρος ἐπίκωμος ἥκων, ὅμως ἔχει τινὰ καιρόν, καὶ εἰ μὴ πρὸς τὸ πίνειν καὶ ἡδυπαθεῖν ἀλλὰ πρὸς φιλίαν καὶ ἀγάπησιν ἀλλήλων προτρέπεται, καὶ παρακαλεῖ τὸν βίον μὴ τῷ χρόνῳ βραχὺν ὄντα πράγμασι κακοῖς μακρὸν ποιεῖν." |
τοποθετούν ενώπιον των συμποτών προτρέποντες με αυτόν να ενθυμούνται ότι γρήγορα θα γίνουν έτσι, αν και έρχεται εκ των υστέρων ως δυσάρεστος και άκαιρος συμπότης, παρέχει όμως κάποιαν ωφέλειαν· (σ. 14) παρακινεί όχι εις την πόσιν και την απόλαυσιν, αλλ' εις φιλίαν και αμοιβαίαν συγκατάβασιν μεταξύ των και συμβουλεύει, την ζωήν, την σύντομον εις την διάρκειαν της, να μη την μακρύνουν με περιπετείας δυσαρέστους”. |
Άφιξις | ||
Ἐν τοιούτοις λόγοις γενόμενοι κατὰ τὴν ὁδὸν ἀφικόμεθα πρὸς τὴν οἰκίαν, καὶ λούσασθαι μὲν ὁ Θαλῆς οὐκ ἠθέλησεν, ἀληλιμμένοι γὰρ ἦμεν· ἐπιὼν δὲ τούς τε δρόμους ἐθεᾶτο καὶ τὰς παλαίστρας καὶ τὸ ἄλσος τὸ παρὰ τὴν θάλατταν ἱκανῶς διακεκο- σμημένον, ὑπ' οὐδενὸς ἐκπληττόμενος τῶν τοιού- |
3. Τοιαύτα λέγοντες εις τον δρόμον εφθάσαμεν εις το σπίτι του Περιάνδρου. Ο Θαλής δεν ηθέλησε να λουσθή31, διότι είχαμεν αλειφθή· επήγεν όμως και έβλεπε τα γήπεδα και τας παλαίστρας και το δάσος αρκετά περιποιημένον κοντά εις την θάλασσαν, χωρίς να φαίνεται ότι του κάμνει εντύπωσιν τίποτε απ' αυτά, |
|
148c |
των, ἀλλ' ὅπως μὴ καταφρονεῖν δοκοίη μηδ' ὑπερορᾶν τοῦ Περιάνδρου τῆς φιλοτιμίας. τῶν δ' ἄλλων τὸν ἀλειψάμενον ἢ λουσάμενον οἱ θεράποντες εἰσῆγον εἰς τὸν ἀνδρῶνα διὰ τῆς στοᾶς. |
αλλά διά να μη φανή ότι περιφρονεί και δεν λαμβάνει υπ' όψιν την φιλοδοξίαν του Περιάνδρου. Τον καθένα δε από τους άλλους καλεσμένους, αφού ελούζετο και ηλείφετο, ωδήγουν οι υπηρέται εις τον ανδρώνα διά μέσου της στοάς32. |
Ὁ δ' Ἀνάχαρσις ἐν τῇ στοᾷ καθῆστο, καὶ παιδίσκη προειστήκει τὴν κόμην ταῖς χερσὶ διακρί- νουσα. ταύτην ὁ Θαλῆς ἐλευθεριώτατά πως αὐτῷ προσδραμοῦσαν ἐφίλησε καὶ γελάσας "οὕτως," ἔφη, "ποίει καλὸν τὸν ξένον, ὅπως ἡμερώτατος ὢν μὴ φοβερὸς ᾖ τὴν ὄψιν ἡμῖν μηδ' ἄγριος." |
Μέσα εις την στοάν εκάθητο ο Ανάχαρσις, και εμπρός του εστέκετο μία κόρη και διόρθωνε την κόμην του με τα χέρια της. Ο Θαλής εφίλησε την κόρην αυτήν, που έτρεξε προς αυτόν με πολύ μεγάλην οικειότητα, και είπεν: “Έτσι, κάμε τον ωραίον τον ξένον, διά να μη μας παρουσιάζεται με εμφάνισιν αγρίαν και εμπνέουσαν φόβον, ενώ είναι πάρα πολύ ήμερος”. | |
Ἐμοῦ δ' ἐρομένου περὶ τῆς παιδὸς ἥτις εἴη, | Όταν δε εγώ ηρώτησα, ποία ήτο η κόρη, | |
148d |
"τὴν σοφήν," ἔφη, "καὶ περιβόητον ἀγνοεῖς Εὔμητιν; οὕτω γὰρ ταύτην ὁ πατὴρ αὐτός, οἱ δὲ πολλοὶ πατρόθεν ὀνομάζουσι Κλεοβουλίνην." |
“Δεν γνωρίζεις” είπε “την σοφήν και περίφημον Εύμητιν; Διότι έτσι την ονομάζει ο πατέρας της· ο κόσμος όμως Κλεοβουλίνην από το όνομα του πατρός της”. |
Καὶ ὁ Νειλόξενος εἶπεν "ἦ που τὴν περὶ τὰ αἰνίγματα δεινότητα καὶ σοφίαν," ἔφη, "τῆς κόρης ἐπαινεῖς· καὶ γὰρ εἰς Αἴγυπτον ἔνια τῶν προβαλλο- μένων ὑπ' αὐτῆς διῖκται." |
Και ο Νειλόξενος είπεν: “Επαινείς βέβαια, καθώς φαίνεται, την ικανότητα και σοφίαν της κόρης αυτής εις τα αινίγματα. Διότι και ως την Αίγυπτον έφθασαν και είναι γνωστά μερικά από εκείνα που προτείνει”. | |
"Οὐκ ἔγωγ'," εἶπεν ὁ Θαλῆς· "τούτοις γὰρ ὥσπερ ἀστραγάλοις, ὅταν τύχῃ, παίζουσα χρῆται καὶ διαβάλλεται πρὸς τοὺς ἐντυχόντας. ἀλλὰ καὶ φρόνημα θαυμαστὸν καὶ νοῦς ἔνεστι πολιτικὸς καὶ φιλάνθρωπον ἦθος, καὶ τὸν πατέρα τοῖς πολίταις |
“Όχι” απήντησεν ο (σ. 16) Θαλής· “αυτά τα μεταχειρίζεται εις τα αστεία σαν αστραγάλους33, όταν παρουσιασθή περίστασις, και παίζει το παιγνίδι με όσους τύχη να συνάντηση. Αλλά και φρόνημα έχει θαυμάσιον και νουν πολιτικόν και χαρακτήρα φιλάνθρωπον και τον πατέρα της | |
148e | πραότερον ἄρχοντα παρέχει καὶ δημοτικώτερον." | καθιστά μαλακώτερον και δημοφιλέστερον άρχοντα εις τους πολίτας34”. |
"Εἶεν," ὁ Νειλόξενος ἔφη, "καὶ φαίνεται βλέποντι πρὸς τὴν λιτότητα καὶ ἀφέλειαν αὐτῆς· Ἀνάχαρσιν δὲ πόθεν οὕτω τημελεῖ φιλοστόργως;" |
“Ας είναι” είπεν ο Νειλόξενος “της φαίνεται μάλιστα, όταν προσέξης την απλότητα και την αφέλειάν της. Αλλά διατί με τόσην φιλοστοργίαν περιποιείται τον Ανάχαρσιν;” | |
"Ὅτι," ἔφη, "σώφρων ἀνήρ ἐστι καὶ πολυ- μαθής, καὶ τὴν δίαιταν αὐτῇ καὶ τὸν καθαρμόν, ᾧ χρῶνται Σκύθαι περὶ τοὺς κάμνοντας, ἀφθόνως καὶ προθύμως παραδέδωκε. καὶ νῦν οἶμαι περι- έπειν αὐτὴν τὸν ἄνδρα καὶ φιλοφρονεῖσθαι, μανθά- νουσάν τι καὶ προσδιαλεγομένην." |
“Διότι” είπεν ο Θαλής “είναι άνθρωπος συγκρατημένος και πολυμαθής και την έχει διδάξει χωρίς φθόνον και με προθυμίαν τον τρόπον της ζωής και τον καθαρμόν, που μεταχειρίζονται οι Σκυθαι διά τους ασθενείς35. Να και τώρα, νομίζω, λαμβάνει την φιλικήν αυτήν φροντίδα δι' αυτόν, ενώ κάτι μανθάνει συνομιλούσα μαζί του”. | |
Επεισόδιον | ||
Ἤδη δὲ πλησίον οὖσιν ἡμῖν τοῦ ἀνδρῶνος ἀπήν- τησεν Ἀλεξίδημος ὁ Μιλήσιος (ἦν δὲ Θρασυ- βούλου τοῦ τυράννου νόθος) καὶ ἐξῄει τεταραγ- |
Όταν πλέον ήμεθα κοντά εις τον ανδρώνα, μας συνήντησεν ο Αλεξίδημος από την Μίλητον. Ήτο δε νόθος υιός του τυράννου Θρασυβούλου. Εξήρχετο από εκεί ταραγμένος |
|
148f |
μένος καὶ σὺν ὀργῇ τινι πρὸς αὑτὸν οὐδὲν ἡμῖν γε σαφὲς διαλεγόμενος. ὡς δὲ τὸν Θαλῆν εἶδε, μικρὸν ἀνενεγκὼν καὶ καταστάς "οἵαν ὕβριν," εἶπεν, "εἰς ἡμᾶς Περίανδρος ὕβρικεν, ἐκπλεῦσαι μὲν οὐκ ἐάσας ὡρμημένον ἀλλὰ προσμεῖναι δεηθεὶς τὸ δεῖπνον, ἐλθόντι δὲ νέμων κλισίαν ἄτιμον, Αἰολεῖς δὲ καὶ νησιώτας (καὶ τίνας γὰρ οὐχί;) Θρασυβούλου προτιμῶν· Θρασύβουλον γὰρ ἐν ἐμοὶ τὸν πέμψαντα προπηλακίσαι βουλόμενος καὶ κατα- βαλεῖν ὡς δὴ περιορῶν δῆλός ἐστιν." |
και έλεγε μόνος του θυμωμένος κάτι ακαθόριστον δι' ημάς. Καθώς δε είδε τον Θαλήν, συνήλθεν ολίγον, εσταμάτησε και είπε: “Τί προσβολή είναι αυτή που μας έκαμεν ο Περίανδρος; Ενώ ήθελα να αναχωρήσω, δεν με άφησεν, αλλά με παρεκάλεσε να παραμείνω εις τό δειπνον. Όταν δε ήλθα, μου έδωσε θέσιν ταπεινωτικήν και επροτίμησεν αντί του Θρασυβούλου Αιολείς και νησιώτας36, και δεν ξέρω ποίον άλλον. Διότι είναι φανερόν ότι ήθελε να προσβάλη και να ταπείνωση εις το πρόσωπον μου τον Θρασύβουλον, ο οποίος με έστειλε, σαν να τον περιφρονή”. |
149a |
"Εἶτ'," ἔφη, "σὺ δέδιας μὴ καθάπερ Αἰγύπτιοι τοὺς ἀστέρας ὑψώματα καὶ ταπεινώματα λαμ- βάνοντας ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι γίγνεσθαι βελτίονας ἢ χείρονας ἑαυτῶν λέγουσιν, οὕτως ἡ περὶ σὲ διὰ τὸν τόπον ἀμαύρωσις ἢ ταπείνωσις γένηται; καὶ τοῦ Λάκωνος ἔσῃ φαυλότερος, ὃς ἐν χορῷ τινι κατασταθεὶς εἰς τὴν ἐσχάτην χώραν ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ‘εὖ γ',’ εἶπεν, ‘ἐξεῦρες, ὡς καὶ αὕτα ἔντιμος γένηται.’ οὐ καταλαβόντας," ἔφη, "τόπον μετὰ τίνας κατακείμεθα δεῖ ζητεῖν, μᾶλλον δ' ὅπως εὐάρμοστοι τοῖς συγκατακειμένοις ὦμεν, ἀρχὴν καὶ λαβὴν φιλίας εὐθὺς ἐν αὐτοῖς ζητοῦντες, |
(σ. 18) “Και καλά” είπεν ο Θαλής “φοβείσαι μήπως, καθώς συμβαίνει εις τα άστρα37, όπως λέγουν οι Αιγύπτιοι, τα οποία, ανάλογα με τας θέσεις τας οποίας λαμβάνουν υψηλά ή χαμηλά εις τους τόπους που περιέρχονται, έχουν μεγαλυτέραν ή μικροτέραν δύναμιν, έτσι και συ φοβείσαι μήπως χάσης εξ αυτής της θέσεως την λάμψιν σου ή ταπεινωθής; Και θα είσαι κατώτερος από τον Λάκωνα38 εκείνον, ο οποίος, όταν ο αρχών του έδωσεν εις ένα χορόν την τελευταίον θέσιν, “Καλά το εσκέφθης” είπε “διά να τιμηθή και η θέσις αυτή”; Δεν πρέπει” είπεν “όταν καταλάβωμεν θέσιν εις το δείπνον, να εξετάζωμεν κατόπιν τίνων καθήμεθα, αλλά μάλλον να ευρισκόμεθα εις αρμονίαν με τους γείτονας μας, ζητούντες μέσα μας ευθύς εξ αρχής, |
149b |
μᾶλλον δ' ἔχοντες τὸ μὴ δυσκολαίνειν ἀλλ' ἐπαινεῖν ὅτι τοιούτοις συγκατεκλίθημεν· ὡς ὅ γε τόπῳ κλισίας δυσχεραίνων δυσχεραίνει τῷ συγκλίτῃ μᾶλλον ἢ τῷ κεκληκότι, καὶ πρὸς ἀμφοτέρους ἀπεχθάνεται." |
ή καλύτερα έχοντες, αρχήν και αφορμήν φιλίας το να μη δυστροπούμεν, αλλά να ευχαριστούμεν, διότι ελάβομεν θέσιν μεταξύ τοιούτων ανθρώπων. Διότι, εκείνος που δυσαρεστείται διά την θέσιν του, δυσαρεστείται περισσότερον με τον γείτονα του παρά με εκείνον που τον έχει προσκαλέσει, και γίνεται και εις τους δύο μισητός”. |
"Λόγος," ἔφη, "ταῦτ' ἄλλως ἐστίν" ὁ Ἀλεξί- δημος, "ἔργῳ δὲ καὶ τοὺς σοφοὺς ὑμᾶς ὁρῶ τὸ τιμᾶσθαι διώκοντας," καὶ ἅμα παραμειψάμενος ἡμᾶς ἀπῆλθε. |
“Λόγια, μόνον λόγια, είναι αυτά” είπεν ο Αλεξίδημος· “εις την πραγματικότητα όμως βλέπω ότι και σεις οι σοφοί επιζητείτε τας τιμάς”—και συγχρόνως μας άφησε και έφυγε39. | |
Καὶ ὁ Θαλῆς πρὸς ἡμᾶς τὴν ἀτοπίαν τοῦ ἀνθρώ- που θαυμάζοντας, "ἔμπληκτος," ἔφη, "καὶ ἀλλό- κοτος φύσει, ἐπεὶ καὶ μειράκιον ὢν ἔτι, μύρου σπουδαίου Θρασυβούλῳ κομισθέντος, εἰς ψυκτῆρα |
Τότε ο Θαλής εστράφη προς ημάς που απορούσαμεν με την ιδιοτροπίαν του ανθρώπου και είπεν: “Είναι εκ φύσεως παράφορος και παράξενος. Διότι και κατά την παιδικήν ακόμη ηλικίαν του, όταν έφεραν εις τον Θρασύβουλον πολύτιμον μύρον, το έχυσε μέσα εις ένα μεγάλον ψυκτήρα, | |
149c |
κατεράσας μέγαν καὶ προσεγχέας ἄκρατον ἐξ- έπιεν, ἔχθραν ἀντὶ φιλίας Θρασυβούλῳ διαπεπραγ- μένος." |
και αφού (σ. 20) επρόσθεσε και άδολο κρασί, το έπιε, και έτσι εδημιούργησεν εις την ψυχήν του Θρασυβούλου έχθραν αντί φιλίας”. |
Οιωνός | ||
Ἐκ τούτου περιελθὼν ὑπηρέτης "κελεύει σε Περίανδρος," ἔφη, "καὶ Θαλῆν παραλαβόντα τοῦτον ἐπισκέψασθαι τὸ κεκομισμένον ἀρτίως αὐτῷ πότερον ἄλλως γέγονεν ἤ τι σημεῖόν ἐστι καὶ τέρας· αὐτὸς μὲν γὰρ ἔοικε τεταράχθαι σφόδρα, μίασμα καὶ κηλῖδα τῆς θυσίας ἡγούμενος." ἅμα δ' ἀπῆγεν ἡμᾶς εἴς τι οἴκημα τῶν περὶ τὸν κῆπον. ἐνταῦθα νεανίσκος ὡς ἐφαίνετο νομευτικός, οὔπω γενειῶν ἄλλως τε τὸ εἶδος οὐκ ἀγεννής, ἀναπτύξας τινὰ διφθέραν ἔδειξεν ἡμῖν βρέφος ὡς ἔφη γεγονὸς ἐξ ἵππου, τὰ μὲν ἄνω μέχρι τοῦ τραχήλου καὶ τῶν |
Μετά ταύτα παρουσιάσθη ένας υπηρέτης και είπεν: “Ο Περίανδρος παρακαλεί σε και τον Θαλήν, αφού λάβετε μαζί σας και τούτον (τον Νειλόξενον), να εξετάσετε κάτι που του έφεραν προ ολίγου, αν δηλαδή δεν έχη σημασίαν ή μήπως είναι κάποιο κακόν σημείον. Διότι φαίνεται ότι αυτός έχει ταραχθή πάρα πολύ, επειδή το νομίζει μόλυσμα και κηλίδα της θυσίας”. Συγχρόνως μας ωδήγησεν εις ένα οίκημα από τα ευρισκόμενα γύρω εις τον κήπον. Εκεί ένας νέος, βοσκός καθώς εφαίνετο, χωρίς γένειον ακόμη και κατά τ' άλλά όχι άσχημος εις την εμφάνισιν, εξεδίπλωσε μίαν προβιάν και μας έδειξε μέσα ένα βρέφος, που, καθώς είπεν, είχε γεννηθή από φοράδα, και είχε το επάνω μέρος έως τον λαιμόν και τα χέρια μορφήν |
|
149d |
χειρῶν ἀνθρωπόμορφον, τὰ λοιπὰ δ' ἔχον ἵππου, τῇ δὲ φωνῇ καθάπερ τὰ νεογνὰ παιδάρια κλαυθ- μυριζόμενον. ὁ μὲν οὖν Νειλόξενος, "Ἀλεξίκακε" εἰπών, ἀπεστράφη τὴν ὄψιν, ὁ δὲ Θαλῆς προσ- έβλεπε τῷ νεανίσκῳ πολὺν χρόνον, εἶτα μειδιάσας (εἰώθει δ' ἀεὶ παίζειν πρὸς ἐμὲ περὶ τῆς τέχνης) "ἦ που τὸν καθαρμόν, ὦ Διόκλεις," ἔφη, "κινεῖν διανοῇ καὶ παρέχειν πράγματα τοῖς ἀποτροπαίοις, ὥς τινος δεινοῦ καὶ μεγάλου συμβάντος;" |
ανθρώπου, το δε υπόλοιπον μορφήν ίππου, και εκλαυθμύριζε σαν τα νεογέννητα παιδιά. Τότε ο Νειλόξενος είπεν “Φύλαξε Θεέ!40” και έστρεψεν οπίσω το πρόσωπον. Ο Θαλής όμως εκοίταξε πολλήν ώραν τον νέον, έπειτα εμειδίασε (συνήθιζε δε πάντοτε να μου λέγη αστεία διά το επάγγελμα μου) και είπε: “Μήπως, Διοκλή, σκέπτεσαι να κάμης τον καθαρμόν41 της γέννας και να ενοχλήσης τους θεούς που αποτρέπουν τα κακά, σαν να έγινε κάτι μεγάλον και φοβερόν;” |
"Τί δ'," εἶπον, "οὐ μέλλω; στάσεως γάρ, ὦ Θαλῆ, καὶ διαφορᾶς τὸ σημεῖόν ἐστι, καὶ δέδια μὴ μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς ἐξίκηται, πρὶν ἢ τὸ πρῶτον ἐξιλάσασθαι μήνιμα, τῆς θεοῦ δεύτερον ὡς ὁρᾷς προφαινούσης." |
“Διατί όχι;” είπα “το σημείον αυτό, Θαλή, φανερώνει διχόνοιαν και φιλονικίαν, και φοβούμαι μήπως φθάση έως το ανδρόγυνον και τους απογόνους (του Περιάνδρου). Διότι η θεά, πριν να εξιλεω· θή διά τον πρώτον θυμόν της42, μας παρουσιάζει, καθώς βλέπεις, δεύτερον”. | |
149e |
Πρὸς τοῦτο μηδὲν ἀποκρινάμενος ὁ Θαλῆς ἀλλὰ γελῶν ἀπηλλάττετο. καὶ τοῦ Περιάνδρου πρὸς τὰς θύρας ἀπαντήσαντος ἡμῖν καὶ διαπυθομένου περὶ ὧν εἴδομεν, ἀφεὶς ὁ Θαλῆς με καὶ λαβόμενος τῆς ἐκείνου χειρὸς ἔφη, "ἃ μὲν Διοκλῆς κελεύει δράσεις καθ' ἡσυχίαν· ἐγὼ δέ σοι παραινῶ νέοις οὕτω μὴ χρῆσθαι νομεῦσιν ἵππων, ἢ διδόναι γυναῖκας αὐτοῖς." |
Εις αυτό ο Θαλής δεν απήντησεν, αλλ' εγέλασε και έφυγεν. Όταν δε ο Περίανδρος μας συνήντησε κοντά εις την θύραν και ηρώτησε δι' όσα είδαμεν, ο Θαλής με άφησεν, έπιασεν (σ. 22) εκείνον από το χέρι43 και είπεν: “Όσα ο Διοκλής παραγγέλλει, θα τα κάμης με ησυχίαν. Εγώ όμως σε συμβουλεύω να μη μεταχειρίζεσαι τόσον νέους ιπποκόμους, ειδεμή, να τους δίδης γυναίκας”. |
Ἔδοξε μὲν οὖν μοι τῶν λόγων ἀκούσας ὁ Περίαν- δρος ἡσθῆναι σφόδρα· καὶ γὰρ ἐξεγέλασε καὶ τὸν Θαλῆν περιβαλὼν κατησπάσατο. κἀκεῖνος "οἶμαι δ'," εἶπεν, "ὦ Διόκλεις, καὶ πέρας ἔσχε τὸ |
Όταν ήκουσεν αυτά ο Περίανδρος, μου εφάνη ότι υπερβολικά ευχαριστήθη· διότι και με την καρδίαν του εγέλασε και τον Θαλήν αγκάλιασε και κατεφίλησε. Εκείνος δε είπε: “Νομίζω, Διοκλή, ότι το σημείον και επηλήθευσε μάλιστα· | |
149f |
σημεῖον· ὁρᾷς γὰρ ἡλίκον κακὸν γέγονεν ἡμῖν, Ἀλεξιδήμου συνδειπνεῖν μὴ θελήσαντος." |
βλέπεις πόσον μεγάλον κακόν μας έγινε, που δεν ηθέλησεν ο Αλεξίδημος να δειπνήση μαζί μας”. |
*
* *
Σημειώσεις
1. Ο διηγούμενος Διοκλής ήτο μάντις. Κάθε ηγεμών είχεν εις την αυλήν του ένα επίσημον μάντιν ως σύμβουλον εις τα θρησκευτικά ζητήματα. Κατωτέρω 149d παρουσιάζεται ευκαιρία να καταφύγη εις τα φώτα του ο Περίανδρος.
2. Η λέξις εστιατόριον δεν έχει εδώ την σημερινήν σημασίαν. Ήτο οίκημα ή δωμάτιον κοντά εις των βωμόν, εις το οποίον έτρωγαν οι τελέσαντες την θυσίαν. Παραδόξως όμως, ενώ ο Πλούταρχος λέγει ότι η δεξίωσις είχε παρασκευασθή εκεί, κατωτέρω φαίνεται ότι αύτη έγινεν εις το σπίτι ή την έπαυλιν που είχεν ο Περίανδρος εις το Λέχαιον.
3. Τοποθεσία και λιμήν εις τον Κορινθιακόν κόλπον 4 χιλιόμ. προς Δ. της σημερινής Κορίνθου και 3 προς Β. της αρχαίας, με την οποίαν συνεδέετο δια πλατείας αμαξιτής οδού, της οποίας ίχνη σώζονται σήμερον. Εις το Λέχαιον υπήρχε ναός του Ποσειδώνος και ναός της Αφροδίτης με την λατρείαν των ιεροδούλων. Ως λιμήν και ένεκα της θέσεως του είχεν αρκετόν κινητόν πληθυσμόν. Σήμερον άχρηστος, διότι κατεχώσθη υπό της άμμου.
4. Η μήτηρ του Περιάνδρου ελέγετο Κράτεια και είχεν αθεμίτους σχέσεις με τον υιόν της, χωρίς όμως αυτός να το γνωρίζη, διότι την εδέχετο την νύκτα εις την κλίνην του με την ιδέαν ότι δέχεται κάποιαν νέαν, η οποία δήθεν τον ηγάπα, αλλ' ήθελε να μένη άγνωστος. Όταν το πράγμα απεκαλύφθη, η Κράτεια ηυτοκτόνησεν, ο δε Περίανδρος λέγεται ότι έκτοτε έγινε τραχύς και σκληρός προς τους υπηκόους του.
5. Διότι αυτή ενέβαλεν εις την μητέρα του τον ανόσιον έρωτα.
6. Μέλισσαν ωνόμαζεν ο Περίανδρος την γυναίκα του, της οποίας τπ όνομα ήτο Λυσίδη.
7. Ευρήκε περιττήν και αναξίαν σοφών τοιαύτην πολυτέλειαν.
8. Ναύκρατις, αρχαία πόλις της Αιγύπτου όχι μακράν της θαλάσσης επί της δεξιάς όχθης του Κανωβικού βραχίονος του Νείλου παρά το χωρίον Νεβέϊρα· εκτίσθη υπό των Μιλησίων. Είχεν αυτοδιοίκησιν, αλλ' όχι και αυτονομίαν, διότι οι Αιγύπτιοι δεν επέτρεπον τούτο εις την χώραν των. Υπήρξε σπουδαίον κέντρον επαφής των Ελλήνων με την Αίγυπτον και ο μοναδικός σχεδόν λιμήν αυτής μέχρι της ιδρύσεως της Αλεξανδρείας, από την οποίαν απέχει 77 χιλιόμ. σιδηροδρομικώς. Η κτίσις της Ναυκράτιδος είναι μεταγενέστερα της εποχής του Θαλή· διότι κατά τον Στράβωνα (σελ. 801) τούτο έγινεν επί της βασιλείας του Ινάρου περί την 90. Ολυμπιάδα. Είναι λοιπόν αναχρονισμός, αλλά τοιούτοι αναχρονισμοί δεν είναι σπάνιοι εις διάλογους.
9. Απ' αυτά συμπεραίνει ο Νειλόξενος ότι ο κύλινδρος περιείχε προβλήματα.
10. Πριήνη πόλις αρχαία, πατρίς του Βίαντος· ευρίσκετο προς Β. της Μιλήτου, δύο ώρας προς το εσωτερικόν από του στενού μεταξύ Σάμου καί Μ. Ασίας. Ο Θαλής παρωδεί εδώ την αρχαίαν παροιμίαν εἴ τι κακὸν εἰς Πύρραν. Ήτο δε η Πύρρα αρχαία πόλις της Λέσβου εις τον κόλπον της Καλλονής, όπου σώζονται τα ερείπια της. Φαίνεται ότι υπέστη πολλάς συμφοράς και τέλος κατεποντίσθη υπό σεισμού· εκ τούτου και η παροιμία, την οποίαν έλεγαν, όταν επεσωρεύοντο εις εν και το αυτό πρόσωπον όλα τα κακά.
11. Το ανέκδοτον τούτο αναφέρεται και εις τον βίον του Αισώπου, εις τον οποίον και αποδίδεται. Επίσης αποδίδεται εις τον Ανάχαρσιν.
12. Το θέμα, αν ένας διανοούμενος έχει υποχρέωσιν και δεν είναι ασυμβίβαστον προς την αξιοπρέπειάν του να έρχεται εις επαφήν με τους ηγεμόνας ή πολιτικούς ηγέτας, εξήτασεν ο Πλούταρχος εις ειδικήν πραγματείαν Περὶ τοῦ ὅτι μάλιστα τοῖς ἡγεμόσι δεῖ τὸν φιλόσοφον διαλέγεσθαι.
13. Το γεωμετρικόν θεώρημα, επί του οποίου στηρίζεται η απόδειξις του Θαλή, είναι: Δύο τρίγωνα όμοια έχουν τας γωνίας και τας πλευράς αυτών αναλόγους (βλ. σχήμα)· ΑΒΓΔ=πυραμίς, ΕΖ=ράβδος, ΟΖ=σκιά της πυραμίδος, ΖΚ=σκιά της ράβδου. Εάν ενώσωμεν την κορυφήν της πυραμίδος Α με το άκρον της σκιάς Ζ και το άκρον της ράβδου ΕΖ με το άκρον της σκιάς της Κ, θα σχηματισθούν δύο τρίγωνα ΑΟΖ και ΕΖΚ τα οποία είναι όμοια, ως έχοντα τας πλευράς παραλλήλους και μίαν γωνίαν ορθήν. Ως όμοια λοιπόν θα έχουν τας πλευράς αναλόγους· επομένως η πλευρά ΖΚ είναι ανάλογος προς την πλευρόν ΟΖ και η πλευρά ΕΖ ανάλογος προς την ΑΟ. Αν μετρήσωμεν την ΖΚ- (δηλ. την σκιάν της ράβδου) και εύρωμεν 3 μέτρα, και την ΟΖ (δηλ. την σκιάν της πυραμίδος) και εύρωμεν 30 μέτρα, τότε ο λόγος μεταξύ αυτών θα είναι 10 μέτρα. Ο αυτός τότε λόγος θα υπάρχη μεταξύ της πλευράς ΕΖ (δηλ. της ράβδου) και ΑΟ (δηλ. του ύψους της πυραμίδος)· εάν λοιπόν η ράβδος έχη δύο μέτρα, το ύψος της πυραμίδος θα είναι 20.
14. Το όνομα τούτο είχε κατά τον Ηρόδοτον (5,30) ο πατήρ του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρου. Πιθανόν να παρέλαβεν από εκεί το πράγμα ο Πλούταρχος, διότι πρόκειται γενικώς περί τυράννων.
15. Το αυτό αναφέρεται και αλλαχού (ίδε Περὶ τοῦ Σωκράτους δαιμονίου 578c).
16. Η απάντησις αυτή αποδίδεται και εις τον Βίαντα (ίδε Πῶς ἂν τις διακρίνειε τὸν κόλακα τοῦ φίλου 61c).
17. Διότι οι τύραννοι κατέχουν την αρχήν όχι νομίμως· είναι δικτάτορες, ως θα ελέγαμεν σήμερον.
18. Ο Μυρσίλος ήτο τύραννος της Μυτιλήνης προ του Πιττακού. Εις τούτον αναφέρεται και το απόσπασμα του Αλκαίου:
19. Ίδε και Περί ευθυμίας 467c.
20. Ίδε Σόλωνος βίον καί το απόσπασμα:
21. Περί του γνωμικού τούτου γίνεται συζήτησις και εις τον Πρωταγόραν του Πλάτωνος, αποδίδεται δε εις τον Σιμωνίδην τον ποιητήν.
22. Διότι και ο πατήρ του Περιάνδρου Κύψελος ήτο τύραννος.
23. Ο Περίανδρος εζήτησεν από τον Θρασύβουλον, τύραννον της Μιλήτου, συμβουλήν περί του πως θα ήτο ασφαλής εις τον θρόνον του. Εκείνος δε, αντί να απαντήση γραπτώς, ωδήγησε τον απεσταλμένον του Περιάνδρου εις ένα αγρόν και ήρχισε να κόπτη, χωρίς να είπη τι, τα υψηλότερα στάχυα, διά να δείξη ότι ο τύραννος προς ασφάλειαν του πρέπει να φονεύη τους ισχυρότερους πολίτας (βλ. Διογ. Λαέρτιον 1,97, όπου και πλαστή επιστολή του Θρασυβούλου, και Ηρόδοτον 5,92).
24. Ονωνίδες είναι φυτά άγρια και παράσιτα με ακάνθας, κοινώς ανωνίδες, παλαμωνίδες ή γαλινιά (εις την Κύπρον). Ίδε Γενναδίου Φυτολογικόν Λεξικον εν λ.
25. Ο Πλούταρχος περί προπαρασκευής των προσερχόμενων εις δείπνον ομιλεί εκτενέστερον και εις τα Συμποσιακὰ Προβλήματα 708 d.
26. Το αυτό περί Συβαριτών αναφέρει και ο Αθήναιος (521c). Η Σύβαρις ήτο αποικία Αχαιών και Τροιζηνίων εις την Κάτω Ιταλίαν, παροιμιώδης διά την τρυφήν και μαλθακότητα των κατοίκων της. Κατεστράφη από τους Κροτωνιάτας· εις την θέσιν της ιδρύθη το 444 υπό των Αθηναίων νέα αποικία, οι Θούριοι.
27. Οι αρχαίοι μετεχειρίζοντο τας λέξεις Νύμφη, Βάκχος ή Διόνυσος, Μούσα αντί των λέξεων νερό, κρασί, τραγούδι.
28. Έτσι μετέφρασα την αρχαίαν λέξιν ἐωλοκρασία. Ήτο συνήθεια των αρχαίων να περιλούουν οι μεθυσμένοι συμπόται τους νυστάζοντας ή κοιμωμένους κατά το συμπόσιον συντρόφους των με κρασί και με τα απορρίμματα της τραπέζης.
29. Εδώ ο Πλούταρχος επαναλαμβάνει χωρίον των Συμποσιακών Προβλημάτων 708d.
30. Ομοίως ο Λουκιανός εις το έργον του Περί πένθους 21 λέγει: "ὁ Αἰγύπτιος ξηράνας τὸν νεκρὸν ξύνδεπνον καὶ ξυμπότην ἐποιήσατο". Ανάλογος είναι και η παράστασις σκελετών ή νεκροκεφαλών επί αρχαίων τιοτηρίων.
31. Ως γνωστόν, οι αρχαίοι είχον την συνήθειαν να λούωνται και να αλείφωνται προ του δείπνου.
32. Ανδρών, το δωμάτιον διά τους άνδρας, ήτο η αίθουσα της υποδοχής, όπου ετοιμάζετο και το δείπνον, και ευρίσκετο απέναντι της εισόδου· στοά ήτο στέγασμα με κίονας προ των δωματίων, τα οποία έβλεπον προς την αυλήν, ήτοι το περιστύλιον αυτής. Διά να εισέλθη λοιπόν κανείς εις τον ανδρώνα, έπρεπε να πέραση από την στοάν.
33. Το παιγνίδι με τους αστραγάλους ήτο πολύ συνηθισμένον και αγαπητόν εις τους αρχαίους Έλληνας. Και σήμερον με αστραγάλους παίζεται κάτι παρόμοιον που λέγεται κότσι.
34. Ο πατήρ της Κλεόβουλος ήτο τύραννος της Λίνδου εις την Ρόδον.
35. Διά νοσήματα επιδημικά κατέφευγον εις θρησκευτικάς τελετάς· όπως ο Επιμενίδης είχε προσκληθή εις Αθήνας δι' ανάλογον αιτίαν.
36. Υπονοεί τον Πιττακόν. Οι Ίωνες, και μάλιστα οι ισχυροί καί πλουσιώτατοι Μιλήσιοι, περιεφρόνουν ως ταπεινούς και πτωχούς τους Αιολείς καί τους νησιώτας.
37. Περί τούτου και Σέξτος ο Εμπειρικός (Μαθημ. 5,35) λέγει: "ὑψώματα δὲ καλοῦσιν (οἱ Αἰγύπτιοι) ἀστέρων καὶ ταπεινώματα ὡσαύτως τὰ ἐν οἷς χαίρουσιν (δηλ. οἱ ἀστέρες) ἢ ὁλίγην δύναμιν ἔχουσι· χαίρουσι μὲν γὰρ ἐν τοῖς ὑψώμασι, ὁλίγην δὲ δύναμιν ἔχουσιν ἐν τοῖς ταπεινώμασι".
38. Ο Λάκων αυτός ονομάζεται Δαμωνίδας και αναφέρεται εις τα Λακωνικά αποφθέγματα (219e). Ομοίαν απάντησιν έδωσε και ο Αγησίλαος, όταν ακόμη ήτο παιδί 208d.
39. Παρόμοιον γεγονός διηγείται ο Πλούταρχος και αλλαχού (Συμποσιακά Προβλήματα 615d). Εις δείπνον που έδιδεν ο αδελφός του Πλουτάρχου Τίμων κάποιος ξένος δεν έμεινε, διότι δεν εύρε θέσιν κατάλληλον.
40. Εις το σημερινόν "Φύλαξε Θεέ" ή "Παναγία μου" αντιστοιχεί το αρχαίον "Ἀλεξίκακε", αναφερόμενον εις τον Δία ή τον Ηρακλέα ή τον Απόλλωνα.
41. Καθαρμόν εδώ εννοεί θρησκευτικήν τελετουργίαν προς αποτροπήν κακού. Αγιασμόν, θα ελέγαμεν ημείς.
42. Η θεά ήτο θυμωμένη, διότι ο Περίανδρος μετά την αυτοκτονίαν της μητρός του, εθυσίαζε πλέον εις αυτήν.
43. Ένδειξις ιδιαιτέρας φιλικής παρατηρήσεως. Διότι οι αρχαίοι δεν αντήλλασσαν χειραψίας παρά εις εντελώς ασυνήθεις περιστάσεις.
*