Έναρξις του δείπνου | ||
149f3 |
Ἐπεὶ δ' εἰσήλθομεν, ἤδη μεῖζον ὁ Θαλῆς φθεγξάμενος "ποῦ δ'" εἶπεν "ὁ ἀνὴρ κατακλινά- μενος ἐδυσχέρανεν;" ἀποδειχθείσης δὲ τῆς χώρας περιελθὼν ἐκεῖ κατέκλινεν ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς "ἀλλὰ κἂν ἐπριάμην" εἰπών "Ἀρδάλῳ κοινωνεῖν μιᾶς τραπέζης." ἦν δὲ Τροιζήνιος ὁ Ἄρδαλος, αὐλῳδὸς |
4. Όταν δε εισήλθομεν πλέον, ο Θαλής είπε μεγαλοφώνως: “Πού ετοποθετήθη ο κύριος αυτός και δυσηρεστήθη;” Όταν δε του έδειξαν την θέσιν, ήλθεν εκεί και ετοποθέτησε τον εαυτόν του και ημάς. “Εγώ” είπε “και χρήματα θα έδιδα, διά να έχω ομοτράπεζον τον Άρδαλον”. Ήτο δε ο Άρδαλος από την Τροιζήνα, αυλωδός |
150a |
καὶ ἱερεὺς τῶν Ἀρδαλείων Μουσῶν, ἃς ὁ παλαιὸς Ἄρδαλος ἱδρύσατο ὁ Τροιζήνιος. |
και ιερεύς των Αρδαλίδων Μουσών, προς τιμήν των οποίων ίδρυσεν ιερόν ο αρχαίος Άρδαλος ο Τροιζήνιος44. |
Ὁ δ' Αἴσωπος (ἐτύγχανε γὰρ ὑπὸ Κροίσου νεωστὶ πρός τε Περίανδρον ἅμα καὶ πρὸς τὸν θεὸν εἰς Δελφοὺς ἀπεσταλμένος, καὶ παρῆν ἐπὶ δίφρου τινὸς χαμαιζήλου παρὰ τὸν Σόλωνα καθήμενος ἄνω κατακείμενον) "ἡμίονος δ'," ἔφη, "Λυδὸς ἐν ποταμῷ τῆς ὄψεως ἑαυτοῦ κατιδὼν εἰκόνα καὶ θαυμάσας τὸ κάλλος καὶ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος ὥρμησε θεῖν ὥσπερ ἵππος ἀναχαιτίσας. εἶτα μέντοι συμφρονήσας ὡς ὄνου υἱὸς εἴη, κατέπαυσε |
Ο Αίσωπος τότε, ο οποίος είχε σταλή προ ολίγου κατά σύμπτωσιν από τον Κροίσον προς τον Περίανδρον και συγχρόνως προς τον θεόν εις τους Δελφούς45 και ήτο παρών, καθήμενος εις ένα χαμηλόν κάθισμα κοντά είς τον Σόλωνα που εκάθητο υψηλότερα46, διηγήθη: “Μιά φορά ένας ημίονος Λυδός47 είδε την εικόνα της μορφής του εις τον ποταμόν, και τόσον εθαύμασε διά το μεγάλον και (σ. 24) ωραίον του σώμα, ώστε, αφού ανετίναξε την χαίτην του, ώρμησε να τρέχη σαν άλογο· έπειτα όμως εσκέφθη ότι ήτο υιός όνου, έπαυσεν αμέσως το τρέξιμον | |
150b |
ταχὺ τὸν δρόμον καὶ ἀφῆκε τὸ φρύαγμα καὶ τὸν θυμόν." |
και άφησε το φρύαγμα και την ορμήν. |
Ὁ δὲ Χίλων λακωνίσας τῇ φωνῇ, "καὶ τύνη," ἔφη, "βραδὺς καὶ τρέχεις τὸν ἡμίονον." |
Ο Χίλων τότε με την λακωνικήν του διάλεκτον είπε: “Και συ είσαι αργός και τρέχεις σαν ημίονος48”. | |
Ἐκ τούτου παρῆλθε μὲν ἡ Μέλισσα καὶ κατ- εκλίθη παρὰ τὸν Περίανδρον, ἡ δ' Εὔμητις ἐκάθισε παρὰ τὸ δεῖπνον. καὶ ὁ Θαλῆς ἐμὲ προσαγορεύσας ἐπάνω τοῦ Βίαντος κατακείμενον "τί οὐκ ἔφρασας," εἶπεν, "ὦ Διόκλεις, Βίαντι τὸν Ναυκρατίτην ξένον ἥκοντα μετὰ προβλημάτων βασιλικῶν αὖθις ἐπ' αὐτόν, ὅπως νήφων καὶ προσέχων ἑαυτῷ τὸν λόγον δέχηται;" |
Μετά ταύτα εισήλθεν η Μέλισσα και έλαβε θέσιν κοντά εις τον Περίανδρον, η δε Εύμητις εκάθισεν εις το δείπνον49. Και ο Θαλής απέτεινε τον λόγον εις εμέ, που είχα θέσιν υψηλότερα του Βίαντος, και είπε: “Διατί, Διοκλή, δεν είπες εις τον Βίαντα, ότι ο ξένος από την Ναύκρατιν ήλθε πάλιν προς αυτόν με προβλήματα βασιλικά, ώστε να ακούση την είδησιν τώρα που είναι νηφάλιος και ημπορεί να συγκεντρωθή εις τον εαυτόν του;” |
|
Καὶ ὁ Βίας "ἀλλ' οὗτος μέν," ἔφη, "πάλαι | Ο δε Βίας του απήντησεν: “Αλλ' αυτός | |
150c |
δεδίττεται ταῦτα παρακελευόμενος, ἐγὼ δὲ τὸν Διόνυσον οἶδα τά τ' ἄλλα δεινὸν ὄντα καὶ Λύσιον ἀπὸ σοφίας προσαγορευόμενον, ὥστ' οὐ δέδια τοῦ θεοῦ μεστὸς γενόμενος μὴ ἀθαρσέστερον ἀγωνί- σωμαι." |
μεν προ πολλού ήδη μου το υπενθυμίζει και ζητεί να με τρομοκράτηση· εγώ όμως γνωρίζω ότι ο Διόνυσος και εις τα άλλα είναι ικανός, και Λύσιος50 επονομάζεται διά την σοφίαν του, ώστε δεν φοβούμαι μήπως, αν πλημμυρίσω από του θεού την επήρειαν, χάσω το θάρρος μου εις τον αγώνα”. |
Τοιαῦτα μὲν ἐκεῖνοι πρὸς ἀλλήλους ἅμα δει- πνοῦντες ἔπαιζον· ἐμοὶ δὲ τὸ δεῖπνον εὐτελέστερον ὁρῶντι τοῦ συνήθους ἐννοεῖν ἐπῄει πρὸς ἐμαυτὸν ὡς σοφῶν κἀγαθῶν ἀνδρῶν ὑποδοχὴ καὶ κλῆσις οὐδεμίαν προστίθησι δαπάνην ἀλλὰ συστέλλει μᾶλ- λον, ἀφαιροῦσα περιεργίας ὄψων καὶ μύρα ξενικὰ καὶ πέμματα καὶ πολυτελῶν οἴνων διαχύσεις, οἷς |
Τοιαύτα αστεία έλεγαν εκείνοι μεταξύ των κατά την διάρκειαν του δείπνου των. Εγώ δε, βλέπων ότι το δείπνον ήτο απλούστερον από το συνηθισμένον, εσκεπτόμην ότι η δεξίωσις και η πρόσκλησις των σοψων και εναρέτων ανθρώπων δεν δημιουργεί κανενός είδους πρόσθετον δαπάνην, αλλά μάλλον τας περιορίζει· διότι αφαιρεί τας περιττάς φροντίδας |
|
150d |
καθ' ἡμέραν χρώμενος ἐπιεικῶς ὁ Περίανδρος ἐν τυραννίδι καὶ πλούτῳ καὶ πράγμασι, τότε πρὸς τοὺς ἄνδρας ἐκαλλωπίζετο λιτότητι καὶ σωφροσύνῃ δαπάνης. οὐ γὰρ μόνον τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ τῆς γυναικὸς ἀφελὼν καὶ ἀποκρύψας τὸν συνήθη κόσμον ἐπεδείκνυε σὺν εὐτελείᾳ καὶ μετριότητι κεκοσμημένην. |
(σ. 26) προς προμήθειαν φαγητών και τα ξενικά μύρα και τα γλυκίσματα καιΐ τα κεράσματα με κρασιά ακριβά, εις τα οποία ενώ καθημερινώς ήτο συνηθισμένος ο Περίανδρος, επειδή έζησε μέσα εις τυραννίδα και πλούτον και πολλάς υποθέσεις, τότε απέναντι των σοφών αυτών ανθρώπων έκαμνεν επίδειξιν λιτής και σεμνής δαπάνης. Και πραγματικώς, όχι μόνον όσον αφορά τα άλλα, αλλά και από την γυναίκα του αφήρεσε και απέκρυψε τα κοσμήματα που συνήθως εφορούσε και την παρουσίασε στολισμένην με μετριότητα και απλότητα. |
Ἐπεὶ δ' ἐπήρθησαν αἱ τράπεζαι καὶ στεφάνων παρὰ τῆς Μελίσσης διαδοθέντων ἡμεῖς μὲν ἐσπείσα- μεν ἡ δ' αὐλητρὶς ἐπιφθεγξαμένη μικρὰ ταῖς σπον- δαῖς ἐκ μέσου μετέστη, προσαγορεύσας τὸν Ἀνάχαρσιν ὁ Ἄρδαλος ἠρώτησεν εἰ παρὰ Σκύθαις αὐλητρίδες εἰσίν. |
5. Όταν πλέον εσήκωσαν τας τραπέζας, η Μέλισσα εμοίρασε στεφάνους, ημείς εκάμαμεν σπονδάς51, η δε αυλητρίς συνώδευσεν ολίγον τας σπονδάς με την τέχνην της και έφυγε. Τότε ο Άρδαλος απέτεινε τον λόγον προς τον Ανάχαρσιν και τον ηρώτησεν, αν οι Σκύθαι έχουν αυλητρίδας· |
|
150e |
Ὁ δ' ἐκ τοῦ προστυχόντος "οὐδ' ἄμπελοι" εἶπε. |
εκείνος δε αμέσως απήντησεν: “Ούτε αμπέλια52”. |
Τοῦ δ' Ἀρδάλου πάλιν εἰπόντος "ἀλλὰ θεοί γε Σκύθαις εἰσί," "πάνυ μὲν οὖν," ἔφη, "γλώσσης ἀνθρωπίνης συνιέντες, οὐχ ὥσπερ δ' οἱ Ἕλληνες οἰόμενοι Σκυθῶν διαλέγεσθαι βέλτιον ὅμως τοὺς θεοὺς ὀστέων καὶ ξύλων ἥδιον ἀκροᾶσθαι νομίζου- σιν." |
Όταν δε πάλιν ο Άρδαλος είπεν “Αλλ' όμως θεούς έχουν πάντως οι Σκύθαι53”, “Βεβαιότατα” απεκρίθη “έχουν θεούς, που εννοούν την γλώσσαν των ανθρώπων, όχι όπως συμβαίνει με τους Έλληνας, που, ενώ νομίζουν ότι έχουν το χάρισμα του λόγου καλύτερα από τους Σκύθας, πιστεύουν ότι οι θεοί ακούουν με περισσοτέραν ευχαρίστησιν κόκκαλα και ξύλα”. | |
Ὁ δ' Αἴσωπος, "εἴ γ'," εἶπεν, "εἰδείης, ὦ ξένε, τοὺς νῦν αὐλοποιοὺς ὡς προέμενοι τὰ νεβρεῖα, χρώμενοι τοῖς ὀνείοις, βέλτιον ἠχεῖν λέγουσιν. διὸ καὶ Κλεοβουλίνη πρὸς τὸν Φρύγιον αὐλὸν ᾐνίξατο. |
Ο Αίσωπος τότε είπεν, “Και πού να ήξερες, ξένε54, ότι οι σημερινοί κατασκευασταί των αυλών, αφού άφησαν τα κόκκαλα των ελάφων μεταχειρίζονται τα κόκκαλα των όνων και ισχυρίζονται (σ. 28) ότι αυτά δίδουν καλύτερον ήχον. Διά τούτο και η Κλεοβουλίνη έκαμεν αίνιγμα διά τον Φρυγικόν αυλόν | |
150f |
κνήμῃ νεκρὸς ὄνος με κερασφόρῳ οὖας ἔκρουσεν, ὥστε θαυμάζειν τὸν ὄνον εἰ παχύτατος καὶ ἀμου- σότατος ὢν τἄλλα λεπτότατον καὶ μουσικώτατον ὀστέον παρέχεται." |
Όνος νεκρός εκτύπησε τ' αυτί μου με την κνήμη55, |
Καὶ ὁ Νειλόξενος "ἀμέλει ταῦτ'," ἔφη, "καὶ ἡμῖν τοῖς Ναυκρατίταις ἐγκαλοῦσι Βουσιρῖται· χρώμεθα γὰρ ἤδη τοῖς ὀνείοις εἰς τὸν αὐλόν. ἐκείνοις δὲ καὶ σάλπιγγος ἀκούειν ἀθέμιτον, ὡς ὄνῳ φθεγγομένης ὅμοιον. ὄνον δ' ὑπ' Αἰγυπτίων ἴστε δήπου διὰ Τυφῶνα προπηλακιζόμενον." |
Τότε και ο Νειλόξενος είπε: “Τα ίδια ακριβώς κατηγορούν καί ημάς τους Ναυκρατίτας οι Βουσιρίται56, επειδή αρχίσαμεν να μεταχειριζώμεθα διά τον αυλόν κόκκαλα όνου· ενώ εις εκείνους είναι αμαρτία και σάλπιγγα να ακούουν, διότι ο ήχος της ομοιάζει με την φωνήν όνου57. Γνωρίζετε δε, υποθέτω, ότι ο όνος περιφρονείται από τους Αιγυπτίους ένεκα του Τυψώνος58”. | |
Αμάσιδος επιστολή | ||
Γενομένης δὲ σιωπῆς ὁ Περίανδρος ὁρῶν βουλόμενον μὲν ὀκνοῦντα δ' ἄρξασθαι τοῦ λόγου |
6. Αφού δε έγινε σιωπή, ο Περίανδρος, επειδή παρετήρησεν ότι ο Νειλόξενος ήθελεν, αλλά εδίσταζε |
|
151a |
τὸν Νειλόξενον, "ἐγώ τοι," εἶπεν, "ὦ ἄνδρες ἐπαινῶ καὶ πόλεις καὶ ἄρχοντας, ὅσοι ξένοις πρῶτον εἶτα πολίταις χρηματίζουσι· καὶ νῦν δοκεῖ μοι τοὺς μὲν ἡμετέρους λόγους οἷον ἐπι- χωρίους καὶ συνήθεις βραχὺν χρόνον ἐπισχεῖν, πρόσοδον δ' ὥσπερ ἐν ἐκκλησίᾳ δοῦναι τοῖς Αἰγυπτίοις ἐκείνοις καὶ βασιλικοῖς, οὓς ὁ βέλτιστος ἥκει κομίζων Νειλόξενος Βίαντι, Βίας δὲ βούλεται κοινῇ σκέψασθαι μεθ' ἡμῶν." |
να λάβη τον λόγον, είπεν: “Εγώ, κύριοι, επιδοκιμάζω και τα κράτη και τους άρχοντας εκείνους, όσοι εξυπηρετούν πρώτα τους ξένους, και έπειτα τους συμπολίτας των. Και τώρα μου φαίνεται ορθόν τα ιδικά μας μεν ζητήματα, σαν εντόπια και γνωστά, να περιμένουν ολίγον, να αφήσωμεν δε να παρουσιασθούν, όπως εις την εκκλησίαν του δήμου, τα ζητήματα, που ο φίλτατος Νειλόξενος ήλθε και έφερεν από την Αίγυπτον εκ μέρους του βασιλέως προς τον Βίαντα, ο δε Βίας θέλει να εξέταση μαζί σας”. |
Καὶ ὁ Βίας, "ποῦ γὰρ ἢ μετὰ τίνων," ἔφη, "προθυμότερον ἄν τις ἀποκινδυνεύσειεν, εἰ δεῖ, πρὸς τοιαύτας ἀποκρίσεις, ἄλλως τε τοῦ βασιλέως |
Και ο Βίας απήντησε: “Και πού αλλού και μαζί με (σ. 30) ποίους άλλους θα ετόλμα κανείς με μεγαλυτέραν προθυμίαν να αναλάβη την ευθύνην διά τοιαύτας απαντήσεις, αν πρέπη να γίνη τούτο, αφού μάλιστα | |
151b |
κελεύσαντος ἄρξασθαι μὲν ἀπ' ἐμοῦ, περιελθεῖν δ' εἰς ἅπαντας ὑμᾶς τὸν λόγον;" |
ο βασιλεύς παρήγγειλε να αρχίση από εμέ η συζήτησις, αλλά να κάμη τον γύρον όλων σας;” |
Οὕτω δὴ παρεδίδου μὲν αὐτῷ τὸ γραμματεῖον ὁ Νειλόξενος, ὁ δ' αὐταὸν ἐκέλευσε λύσαντα παντά- πασιν ἐς μέσον ἀναγνῶναι. διάνοιαν δὲ τοιαύτην εἶχε τὰ γεγραμμένα. |
Έτσι λοιπόν ο Νειλόξενος παρέδωσε την επιστολήν εις αυτόν, εκείνος δε του είπε να την ανοίξη και να αναγνώση όλα ενώπιον όλων. Η έννοια δε των γραφομένων ήτο τοιαύτη: | |
"Βασιλεὺς Αἰγυπτίων Ἄμασις λέγει Βίαντι σοφωτάτῳ Ἑλλήνων. |
“Ο βασιλεύς των Αιγυπτίων Άμασις χαιρετίζει τον Βίαντα, τον σοφώτατον μεταξύ των Ελλήνων. |
|
"Βασιλεὺς Αἰθιόπων ἔχει πρὸς ἐμὲ σοφίας ἅμιλλαν. ἡττώμενος δὲ τοῖς ἄλλοις ἐπὶ πᾶσι συντέθεικεν ἄτοπον ἐπίταγμα καὶ δεινόν, ἐκπιεῖν με κελεύων τὴν θάλατταν. ἔστι δὲ λύσαντι μὲν ἔχειν κώμας τε πολλὰς καὶ πόλεις τῶν ἐκείνου, |
Ο βασιλεύς των Αιθιόπων συναγωνίζεται μαζί μου περί ευφυΐας. Επειδή δε ενικήθη εις όλα τα άλλα, έχει συντάξει ένα πρόβλημα παράξενον και δύσκολον: με διατάσσει να πίω ολόκληρον την θάλασσαν59. Η συμφωνία μας είναι, αν το λύσω, να καταλάβω πολλά χωρία και πόλεις ιδικάς του· |
|
151c |
μὴ λύσαντι δ' ἄστεων τῶν περὶ Ἐλεφαντίνην ἀποστῆναι. σκεψάμενος οὖν εὐθὺς ἀπόπεμπε Νειλόξενον. ἃ δὲ δεῖ φίλοις σοῖς ἢ πολίταις γενέσθαι παρ' ἡμῶν οὐ τἀμὰ κωλύσει." |
αν δεν το λύσω, να του παραχωρήσω την περιοχήν γύρω από την Ελεφαντίνην60. Σκέψου λοιπόν και στείλε οπίσω ευθύς τον Νειλόξενον. Όσα πάλιν χρειάζεται να γίνουν από εμέ εις φίλους ή συμπολίτας σου, εκ μέρους μου δεν θα υπάρξη καμμία δυσκολία”. |
Τούτων ἀναγνωσθέντων οὐ πολὺν χρόνον ἐπι- σχὼν ὁ Βίας, ἀλλὰ μικρὰ μὲν αὐτὸς πρὸς αὑτῷ γενόμενος μικρὰ δὲ τῷ Κλεοβούλῳ προσομι- λήσας ἐγγὺς κατακειμένῳ "τί λέγεις," εἶπεν, "ὦ Ναυκρατῖτα; βασιλεύων ἀνθρώπων τοσούτων Ἄμασις, κεκτημένος δὲ χώραν ἀρίστην τοσαύτην ἐθελήσει ἐπὶ κώμαις ἀδόξοις καὶ λυπραῖς ἐκπιεῖν θάλατταν;" |
Μετά την ανάγνωσιν αυτών ο Βίας δεν επερίμενε πολύ, αλλ' αφού εσκέφθη ολίγον μόνος του και έπειτα συνωμίλησεν ολίγον με τον Κλεόβουλον που εκάθητο κοντά του, είπε: “Τί λέγεις, Ναυκρατίτη, θα θελήση ο Άμασις, που είναι βασιλεύς τόσον πολλών ανθρώπων και έχει εξαίρετον χώραν, να πιή τόσην θάλασσαν δι' ασήμαντα και ελεεινά χωρία;” |
|
Καὶ ὁ Νειλόξενος γελάσας "ὡς θελήσαντος," εἶπεν, "ὦ Βία, σκόπει τὸ δυνατόν." |
Και ο Νειλόξενος εγέλασε και είπε: “Παραδέξου, Βία, ότι θα θελήση, και σκέψου τί ημπορεί να γίνη”. | |
151d |
"Φραζέτω τοίνυν," ἔφη, "τῷ Αἰθίοπι τοὺς ἐμβάλλοντας εἰς τὰ πελάγη ποταμοὺς ἐπισχεῖν, ἕως αὐτὸς ἐκπίνει τὴν νῦν οὖσαν θάλατταν· περὶ ταύτης γὰρ τὸ ἐπίταγμα γέγονεν, οὐ τῆς ὕστερον ἐσομένης." |
“Ας απαντήση λοιπόν” είπεν “εις τον Αιθίοπα να σταματήση τους (σ. 32) ποταμούς που χύνονται εις το πέλαγος, εν όσω αυτός πίνει την θάλασσαν που υπάρχει τώρα· διότι η διαταγή εδόθη δι' αυτήν και όχι δι' εκείνην που θα σχηματισθή ύστερα”. |
Ὡς δὲ ταῦτ' εἶπεν ὁ Βίας, ὁ μὲν Νειλόξενος ὑφ' ἡδονῆς ὥρμησε περιβαλεῖν τὸν Βίαντα καὶ φιλῆσαι· τῶν δ' ἄλλων ἐπαινεσάντων καὶ ἀπο- δεξαμένων γελάσας ὁ Χίλων, "ὦ Ναυκρατῖτα," ἔφη, "ξένε, πρὶν ἀπολέσθαι τὴν θάλατταν ἐκ- ποθεῖσαν ἀπάγγελλε πλεύσας Ἀμάσιδι μὴ ζητεῖν ὅπως ἅλμην ἀναλώσει τοσαύτην, ἀλλὰ μᾶλλον ὅπως πότιμον καὶ γλυκεῖαν τοῖς ὑπηκόοις τὴν |
Μόλις είπεν αυτά ο Βίας, ο Νειλόξενος ώρμησεν από την χαράν του να τον αγκαλιάση και να τον φιλήση. Ενώ δε οι άλλοι με επαίνους επεδοκίμαζαν την απάντησιν του Βίαντος, ο Χίλων εγέλασε και είπε. “Πριν να καταποθή και εξαφανισθή η θάλασσα61, φίλε Ναυκρατίτη, να πλεύσης και να είπης εις τον Άμασιν, ότι πρέπει να μη ερωτά με τί τρόπον θα εξοδεύση τόσην πολλήν άλμην, αλλά μάλλον πως θα καταστήση την βασιλείαν του πόσιμον και γλυκείαν62 |
|
151e |
βασιλείαν παρέξει· περὶ ταῦτα γὰρ δεινότατος Βίας καὶ διδάσκαλος τούτων ἄριστος, ἃ μαθὼν Ἄμασις οὐδὲν ἔτι τοῦ χρυσοῦ δεήσεται ποδα- νιπτῆρος ἐπὶ τοὺς Αἰγυπτίους, ἀλλὰ θεραπεύσουσι πάντες αὐτὸν καὶ ἀγαπήσουσι χρηστὸν ὄντα, κἂν μυριάκις ἢ νῦν ἀναφανῇ δυσγενέστερος." |
είς τους υπηκόους του. Διά το ζήτημα δε αυτό είναι ικανώτατος να δώση συμβουλήν ο Βίας και να τον διδάξη άριστα εκείνα, που, αν τα μάθη ο Άμασις63, δεν θα χρειάζεται πλέον διά τους Αιγυπτίους τον χρυσούν ποδονιπτήρα64, αλλ' όλοι, αφού θα είναι καλός, θα τον τιμούν και θα τον αγαπούν, και αν ακόμη αποδειχθή ότι η καταγωγή του είναι χιλιάκις ταπεινοτέρα απ' ότι είναι τώρα”. |
"Καὶ μήν," ἔφη ὁ Περίανδρος, "ἄξιόν γε τοιαύτας ἀπαρχὰς τῷ βασιλεῖ συνεισενεγκεῖν ἅπαντας ‘ἀνδρακάς,’ ὥσπερ ἔφησεν Ὅμηρος· ἐκείνῳ τε γὰρ ἂν γένοιτο πλείονος ἀξία τῆς ἐμπορίας ἡ παρενθήκη, καὶ ἡμῖν ἀντὶ πάντων ὠφέλιμος." |
“Αλήθεια” επρόσθεσεν ο Περίανδρος “αξίζει να συνεισφέρωμεν όλοι ανδρακάς, καθώς λέγει ο Όμηρος, παρόμοια δώρα εις τον βασιλέα. Διότι η προσθήκη αυτή εις το εμπόρευμα65 και (σ. 34) δι' εκείνον θα έχη μεγαλυτέραν αξίαν και εις ημάς θα είναι περισσότερον απ' όλα ωφέλιμος”. | |
Μοναρχία | ||
Εἰπόντος οὖν τοῦ Χίλωνος ὡς Σόλων κατ- |
7. Ό Χίλων τότε παρατήρησεν, ότι σωστόν ήτο |
|
151f |
άρχεσθαι τοῦ λόγου δίκαιός ἐστιν, οὐ μόνον ὅτι πάντων προήκει καθ' ἡλικίαν καὶ τυγχάνει κατα- κείμενος πρῶτος, ἀλλ' ὅτι τὴν μεγίστην καὶ τελειοτάτην ἀρχὴν ἄρχει νόμους Ἀθηναίοις θέμενος, ὁ οὖν Νειλόξενος ἡσυχῇ πρὸς ἐμέ "πολλά γ'," εἶπεν, "ὦ Διόκλεις, πιστεύεται ψευδῶς, καὶ χαίρουσιν οἱ πολλοὶ λόγους ἀνεπιτηδείους περὶ σοφῶν ἀνδρῶν αὐτοί τε πλάττοντες καὶ δεχόμενοι παρ' ἑτέρων ἑτοίμως, οἷα καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰς Αἴγυπτον ἀπηγγέλη περὶ Χίλωνος, ὡς ἄρα διαλύσαιτο τὴν πρὸς Σόλωνα φιλίαν καὶ |
τον λόγον να αρχίση ο Σόλων, όχι μόνον διότι κατά την ηλικίαν ήτο ανώτερος όλων και ευρίσκετο κατά σύμπτωσιν εις την πρώτην θέσιν, αλλά και διότι κατείχε το μέγιστον και τελειότατον αξίωμα ως νομοθέτης των Αθηνών. Τότε ο Νειλόξενος είπε σιγά προς εμέ: “Πολλά πράγματα, Διοκλή, που πιστεύονται δεν είναι αληθή, και ευχαριστούνται πολλοί και οι ίδιοι να πλάττουν διά τους σοφούς διαδόσεις αναρμόστους και από άλλους να δέχωνται προθύμως. Όπως είναι εκείνα που μας ανέφεραν εις την Αίγυπτον διά τον Χίλωνα, ότι τάχα διέκοψε τας φιλικάς σχέσεις του με |
152a |
ξενίαν, ὅτι τοὺς νόμους ὁ Σόλων ἔφη μετακινητοὺς εἶναι." |
τον Σόλωνα, διότι ο Σόλων είπεν ότι οι νόμοι είναι μετακινητοί66”. |
Καὶ ἐγώ "γελοῖος," ἔφην, "ὁ λόγος· οὕτω γὰρ δεῖ πρῶτον ἀποποιεῖσθαι τὸν Λυκοῦργον αὐτοῖς νόμοις ὅλην μετακινήσαντα τὴν Λακεδαι- μονίων πολιτείαν." |
“Τούτο” είπον εγώ “είναι γελοίον· διότι τότε πρέπει να αποδοκιμάσωμεν τον Λυκούργον, που μετεκίνησεν ολόκληρον το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων με όλους μαζί τους νόμους”. | |
Μικρὸν οὖν ἐπισχὼν ὁ Σόλων "ἐμοὶ μέν," ἔφη, "δοκεῖ μάλιστ' ἂν ἔνδοξος γενέσθαι καὶ βασιλεὺς καὶ τύραννος, εἰ δημοκρατίαν ἐκ μον- αρχίας κατασκευάσειε τοῖς πολίταις." |
Αφού λοιπόν ο Σόλων εσκέφθη ολίγον, είπεν: “Εγώ νομίζω ότι και βασιλεύς και τύραννος θα εγίνετο ιδιαιτέρως ένδοξος, αν αντί της μοναρχίας εγκαθίδρυεν εις τους πολίτας δημοκρατίαν”. | |
Δεύτερος δ' ὁ Βίας εἶπεν, "εἰ πρῶτος χρῷτο τοῖς νόμοις τῆς πατρίδος." |
Δεύτερος ο Βίας είπεν: “Εάν είχεν ως τρόπους διαγωγής τους νόμους της πατρίδος του67”. | |
Ἐπὶ τούτῳ δ' ὁ Θαλῆς ἔφησεν, εὐδαιμονίαν ἄρχοντος νομίζειν, εἰ τελευτήσειε γηράσας κατὰ φύσιν. |
Μετά τούτον ο Θαλής επρόσθεσεν ότι ευδαιμονίαν άρχοντος νομίζει, αν γηράση και αποθάνη από φυσικόν θάνατον. | |
Τέταρτος Ἀνάχαρσις, "εἰ μόνον εἴη φρόνιμος." | Τέταρτος ο Ανάχαρσις “Εάν δεν είναι μόνος αυτός φρόνιμος”. | |
Πέμπτος δ' ὁ Κλεόβουλος, "εἰ μηδενὶ πιστεύοι τῶν συνόντων." |
Πέμπτος ο Κλεόβουλος “Αν δεν έχη εμπιστοσύνην εις κανένα από εκείνους που συναναστρέφεται”. | |
152b |
Ἕκτος δ' ὁ Πιττακός, "εἰ τοὺς ὑπηκόους ὁ ἄρχων παρασκευάσειε φοβεῖσθαι μὴ αὐτὸν ἀλλ' ὑπὲρ αὐτοῦ." |
Έκτος ο Πιττακός “Αν ο (σ. 36) άρχων κάμη τους υπηκόους του να φοβούνται όχι αυτόν, αλλά δι' αυτόν68”. |
Μετὰ τοῦτον ὁ Χίλων ἔφη τὸν ἄρχοντα χρῆναι μηδὲν φρονεῖν θνητόν, ἀλλὰ πάντ' ἀθάνατα. |
Μετά τούτον ο Χίλων είπεν, ότι ο αρχών δεν πρέπει να σκέπτεται εις τίποτε ως θνητός, αλλά εις όλα ως αθάνατος69. | |
Ῥηθέντων δὲ τούτων ἠξιοῦμεν ἡμεῖς καὶ αὐτὸν εἰπεῖν τι τὸν Περίανδρον. ὁ δ' οὐ μάλα φαιδρὸς ἀλλὰ συστήσας τὸ πρόσωπον "ἐγὼ τοίνυν," ἔφη, "προσαποφαίνομαι τὰς εἰρημένας γνώμας ἁπάσας σχεδὸν ἀφιστάναι τοῦ ἄρχειν τὸν νοῦν ἔχοντα." |
Μετά τας ανακοινώσεις αυτάς ημείς εζητήσαμεν να είπη κάτι και αυτός ο Περίανδρος. Εκείνος όμως όχι και πολύ φαιδρός, αλλά με συνωφρυωμένον πρόσωπον70 είπεν: “Εγώ λοιπόν προσθέτω ότι όλαι σχεδόν αι γνώμαι, που έχουν προταθή, αποτρέπουν από την εξουσίαν τον φρόνιμον άνθρωπον”. |
|
Καὶ ὁ Αἴσωπος οἷον ἐλεγκτικῶς "ἔδει τοίνυν," ἔφη, "τοῦτο καθ' ἑαυτοὺς περαίνειν καὶ μή, |
Και ο Αίσωπος, σαν φίλος της αντιλογίας που ήτο, επρόσθεσεν: “Έπρεπε λοιπόν μόνοι μας να κανονίσωμεν το ζήτημα | |
152c |
συμβούλους φάσκοντας εἶναι καὶ φίλους, κατηγόρους γίγνεσθαι τῶν ἀρχόντων." |
τούτο, και όχι να κατηγορούμεν τους άρχοντας, ενώ λέγομεν ότι είμεθα φίλοι και σύμβουλοι των”. |
Ἁψάμενος οὖν αὐτοῦ τῆς κεφαλῆς ὁ Σόλων καὶ διαμειδιάσας εἶπεν, "οὐκ ἂν δοκεῖ σοι μετριώ- τερον ἄρχοντα ποιεῖν καὶ τύραννον ἐπιεικέστερον ὁ πείθων ὡς ἄμεινον εἴη τὸ μὴ ἄρχειν ἢ τὸ ἄρχειν;" |
Τότε ο Σόλων ήγγισε το κεφάλι του Αισώπου και με μειδίαμα είπεν εις αυτόν: “Δεν σου φαίνεται ότι κάμνει μετριοπαθέστερον τον άρχοντα και ηθικώτερον τον τύραννον εκείνος που τον καταπείθει, ότι είναι καλύτερον να μην έχη κανείς την αρχήν παρά να την έχη;” | |
"Τίς δ' ἂν," ἔφη, "σοὶ τοῦτο πεισθείη μᾶλλον ἢ τῷ θεῷ φράσαντι κατὰ τὸν πρὸς σὲ χρησμόν, εὔδαιμον πτολίεθρον ἑνὸς κήρυκος ἀκοῦον;" |
“Μα ποιός” απεκρίθη εκείνος “θα πιστεύση εις σε περισσότερον παρά εις τον θεόν, ο οποίος εις τον χρησμόν που σου έδωσεν είπεν
αν ένα ακούη κήρυκα, καλότυχη η πόλις; 71 |
|
Καὶ ὁ Σόλων "ἀλλὰ μήν," ἔφη, "καὶ νῦν ἑνὸς | Και ο Σόλων είπεν: “Αλλά και τώρα οι Αθηναίοι, με | |
152d |
Ἀθηναῖοι κήρυκος ἀκροῶνται καὶ ἄρχοντος τοῦ νόμου, δημοκρατίαν ἔχοντες. σὺ δὲ δεινὸς εἶ κοράκων ἐπαΐειν καὶ κολοιῶν, τῆς δ' ἴσου φωνῆς οὐκ ἀκριβῶς ἐξακούεις, ἀλλὰ πόλιν μὲν οἴει κατὰ τὸν θεὸν ἄριστα πράττειν τὴν ἑνὸς ἀκούουσαν, συμποσίου δ' ἀρετὴν νομίζεις τὸ πάντας δια- λέγεσθαι καὶ περὶ πάντων." |
την δημοκρατίαν που έχουν, ένα κήρυκα και άρχοντα ακούουν, τον νόμον. Συ δε είσαι ικανός να εννοής την γλώσσαν κοράκων και κολοιών72, αλλά την φωνήν (σ. 38) του θεού δεν ακούεις με ακρίβειαν73· και φαντάζεσαι ότι εκείνη η πόλις είναι πολύ ευτυχής, που κατά την παραγγελίαν του θεού υπακούει εις ένα και μόνον, εις το συμπόσιον όμως νομίζεις ότι σωστόν είναι να ομιλούν όλοι και δι' όλα”. |
"Σὺ γάρ," ἔφη ὁ Αἴσωπος, "οὔπω γέγραφας ὅ τι ὅμοιον ἦν, οἰκέτας μὴ μεθύειν, ὡς ἔγραψας Ἀθήνησιν οἰκέτας μὴ ἐρᾶν μηδὲ ξηραλοιφεῖν." |
“Βέβαια”, απήντησεν ο Αίσωπος· “διότι συ δεν έθεσες ακόμη νόμον που ν' απαγορεύη να μεθούν οι δούλοι, σαν εκείνον που έθεσες εις τας Αθήνας, οι δούλοι να μην ερωτεύωνται μήτε να ξηραλείφωνται74”. | |
Γελάσαντος οὖν τοῦ Σόλωνος Κλεόδωρος ὁ ἰατρός "ἀλλ' ὅμοιον," ἔφη, "τὸ ξηραλοιφεῖν τῷ λαλεῖν ἐν οἴνῳ βρεχόμενον· ἥδιστον γάρ ἐστι." |
Ο Σόλων τότε εγέλασεν, ο δε ιατρός Κλεόδωρος είπεν: “Αλλ' όμοιον με το να ξηραλείφεται κανείς είναι και το να φλυαρά βρεγμένος εις το κρασί· διότι είναι πολύ ευχάριστον75”. | |
152e |
Καὶ ὁ Χίλων ὑπολαβὼν ἔφη "διὰ τοῦτό τοι μᾶλλον ἀφεκτέον αὐτοῦ." |
Και ο Χίλων επρόσθεσεν: “Ένας λόγος περισσότερον να το αποφεύγη κανείς76”. |
Πάλιν δ' ὁ Αἴσωπος, "καὶ μήν," ἔφη, "Θαλῆς ἔδοξεν εἰπεῖν ὅτι τάχιστα γηράσαι." |
Αλλ' ο Αίσωπος είπε πάλιν: “Και όμως ο Θαλής μου εφάνη να είπεν ότι πολύ γρήγορα θα γηράση77”. |
*
* *
Σημειώσεις
44. Ο Πλούταρχος εις το Περί μουσικής 1133a αναφέρει ως πρώτον ευρετήν της αυλωδίας τον Τροιζήνιον Άρδαλον, περί του οποίου ο Παυσανίας (II 31,4ε.>) παραδίδει ότι ήτο υιός του Ηφαίστου. Εις το ιερόν των Αρδαλίδων Μουσών, το οποίον επεσκέφθη, παρά την Τροιζήνα (σήμερον Δαμαλάν, απέναντι του Πόρου) διετηρείτο και σύγγραμμα αναγόμενον εις τον πάππον του Θησέως Πιτθέα, υπήρχε δε και βωμός των Αρδαλίδων, επί του οποίου εθυσίαζον εις τας Μούσας και τον Ύπνον.
45. Ο Αίσωπος επεσκέφθη και τελευταίαν φοράν τους Δελφούς, ότε και εφονεύθη υπό των κατοίκων. Φυσικά ο συνδυασμός της παρουσίας του με αποστολήν εκ μέρους του Κροίσου, του οποίου γνωσταί είναι αι σχέσεις προς το δελφικόν μαντείον, είναι αναχρονισμός.
46. Παρομοία σκηνή υπάρχει και εις τον Φαίδωνα του Πλάτωνος 89b. Ο Φαίδων κάθεται εις κάθισμα κάτωθεν του Σωκράτους, ο οποίος του χαϊδεύει τα μαλλιά εις μίαν στιγμήν της συζητήσεως, όπως κατωτέρω (152c) ο Σόλων του Αισώπου. Η ιδιαιτέρα θέσις εδόθη εις τον Αίσωπον, ίσως διότι ήτο δούλος.
47. Διατί Λυδός; Μήπως είν' υπαινιγμός εις την μη τελείως ελληνικήν καταγωγήν του Αλεξιδήμου;
48. Ο Χίλων παρομοιάζει τον Αίσωπον με τον ημίονον του μύθου, διότι, ενώ ττρίν ήτο δούλος, τώρα κομπάζει εκεί ως επίσημος απεσταλμένος του βασιλέως Κροίσου. Το χωρίον πάντως είναι εφθαρμένον και η ερμηνεία του πολύ αμφίβολος.
49. Το χωρίον εφθαρμένον. Προφανώς ο Πλούταρχος θέλει να είπη ότι η Εύμητις εκάθισε κοντά εις τον πατέρα της και δεν κατεκλίθη, όπως οι λοιποί, διότι ήτο κόρη.
50. Περί του επιθέτου τούτου του Διονύσου ίδε και Συμποσιακά 613c. Λύει (λυτρώνει) ο Διόνυσος από κάθε δεινόν και από κάθε δεσμόν. Εις την προκειμένην περίπτωσιν λύει της γλώσσης τα δεσμά και της σκέψεως.
51. Διά να αρχίση ο πότος. Η αυλητρίς εχρησίμευε διά να συνοδεύση μ' ένα θρησκευτικόν αύλημα τας σπονδάς, και διά τούτο εθεωρείτο απαραίτητος. Εις τα κοινά (όχι των σοφών) τα συμπόσια παρέμενε και κατόπιν, δια να τέρπη τους συμπότας με την μουσικήν και τα τραγούδια της. Περί όλων αυτών των λεπτομερειών του συμποσίου των αρχαίων πρβλ. όσα λέγονται υπό Ι. Συκουτρή εις την έκδοσιν του Συμποσίου του Πλάτωνος σ. 23* κεξ.
52. Τί σχέσιν έχουν τα αμπέλια με τας αυλητρίδας; Τούτο ομοιάζει κάπως με το γνωστόν "ράβδος εν γωνία". Εδώ όμως ο συνειρμός ευρίσκεται ευκολώτερον, Ο Ανάχαρσις θέλει να είπη: αφού δεν υπάρχουν αμπέλια και κρασί, δεν έχουν και συμπόσια· άρα ούτε αυλητρίδας. Η απάντησις αυτή του Αναχάρσιδος ήτο παροιμιώδης (Διογ. Λ. 1,104)· ο Αριστοτέλης (Αναλ. ύστερα 78b30) την αναφέρει ως παράδειγμα λογικού άλματος.
53. Ο Άρδαλος, ο αυλωδός, θέλει να παγιδεύση τον Ανάχαρσιν και τον ερωτά πάλιν αν οι Σκύθαι έχουν θεούς, και αν ναι, τότε πως γίνονται αι τελεταί και ιερουργίαι χωρίς μουσικήν; Αλλ' εκείνος δεν συλλαμβάνεται, έχει έτοιμον την απάντησιν· οι θεοί, λέγει, των Σκυθών ακούουν τον φωνήν των ανθρώπων και όχι κόκκαλα και ξύλα, δηλαδή αυλούς και κιθάρας, καθώς πιστεύουν οι Έλληνες περί των ιδικών των θεών.
54. Ο Αίσωπος πλειοδοτών εις την επίκρισιν του Αναχάρσιδος αποδεικνύει το γελοίον με το ότι όχι μόνον κόκκαλα, αλλά κόκκαλα μάλιστα γαϊδάρων χρησιμοποιούν.
55. "Κνήμη κερασφόρος" λέγεται εις το αίνιγμα ο αυλός, διότι ήτο κατασκευασμένος από κνήμην όνου και είχεν εις το άκρον μικράν γλώσσαν από κέρατον. Τα χειρόγραφα παρουσιάζουν εις το χωρίον τούτο φθοράν, ουδεμία δε διόρθωσις μέχρι τούδε είναι ασφαλής· εις την μετάφρασιν ηκολούθησα ως ορθοτέραν την διόρθωσιν και ερμηνείαν του Γ. Βερναρδάκη.
56. "Βούσιρις" αρχαία πόλις εις το Δέλτα του Νείλου, πρωτεύουσα του Βουσιρίτου νομού· οι κάτοικοι Βουσιρίται. Σήμερον λέγεται Abousir.
57. Εις άλλο έργον του ο Πλούταρχος (Περί Ίσιδος καί Οσίριδος 362f) λέγει· "Βουσιρῖται δὲ καὶ Λυκοπολῖται σάλπιγξιν οὐ χρῶνται τὸ παράπαν ὡς ὄνῳ φθεγγομέναις ἐμφερές".
58. Τον Τυφώνα εθεώρουν οι Αιγύπτιοι ως δαίμονα κακόν, αιτίαν καί αφορμήν όλων τον συμφορών, τον παρίστανον δε υπό μορφήν όνου ή ιπποποτάμου.
59. Το πρόβλημα τούτο και η λύσις αυτού αναφέρονται κατ' άλλον τρόπον και εκτενέστερα εις τον βίον του Αίσωπου και το Μυθολογικόν του Συντίπα.
60. Νήσος και πόλις αρχαία εις τον Νείλον απέναντι του σημερινού Ασσουάν· ο Ηρόδοτος την ονομάζει πόλιν Ελεφαντίνην, άλλοι δε Ελεφάντων πόλιν.
61. Οπότε θα είν' αδύνατον να ταξιδεύση κανείς ως εκεί.
62. Συχνή μεταφορά εις τους αρχαίους ήδη από του Πλάτωνος (Φαίδρ. 243d). Ο Άμασις έχει υποχρέωσιν να καταστήση την ζωήν των υπηκόων του τόσον ευχάριστον, όσον το γλυκύ και πόσιμον νερόν εν σχέσει με την άλμην.
63. Ο Άμασις κατήγετο από γένος πολύ ταπεινόν· ήτο χυδαίος, μέθυσος και κλέπτης ακόμη κατά τον Ηρόδοτον (2, Φ 174). Όταν όμως έγινε βασιλεύς, έδειξεν ευφυΐαν και σύνεσιν και εφημίζετο διά την σοφίαν του.
64. Ο Ηρόδοτος (2,172) περί της χρυσής αυτής λεκάνης διηγείται τα εξής: Ο Άμασις είχε χρυσούν ποδονιπτήρα, εις τον οποίον έπλυναν τους πόδας των και αυτός και οι συνδαιτυμόνες του. Τούτον έκοψεν εις τεμάχια και με το υλικόν του κατεσκεύασεν ένα χρυσούν άγαλμα θεού και το έστησεν εις περίβλεπτον μέρος της πόλεως· όλοι τότε οι Αιγύπτιοι με σεβασμόν το επροσκύνουν. Τούτο όταν έμαθεν ο Άμασις, εκάλεσε τους Αιγυπτίους και είπε: Το άγαλμα που λατρεύετε ήτο πρωτύτερα λεκάνη, όπου πολλοί έπλυναν τα πόδια των και έρριπταν κάθε είδους ακαθαρσίαν. Το όμοιον συμβαίνει και δι' εμέ· αν και έχω ταπεινήν καταγωγήν, τώρα όμως είμαι βασιλεύς, εις τον οποίον οφείλετε αγάπην και τιμήν.
65. Εμπόρευμα είναι η απάντησις του Βίαντος, χάριν της οποίας έγινε το ταξίδι του Νειλοξένου, προσθήκη δε (δηλ. το πάρεργον) αι σύμβουλοι περί του καλυτέρου τρόπου της εξασκήσεως της μοναρχίας, τας οποίας θα προσφέρουν ως δώρον—και αυταί είναι σπουδαιότεροι.
66. Η παράδοσις εδημιουργήθη, διότι η Σπάρτη εθεωρείτο ως Ακρόπολις της αδιαλλάκτου συντηρητικότητος, ενώ αι Αθήναι ευρίσκοντο υπό διαρκείς πειραματισμούς. Η αντίθεσις αυτή παρεστάθη συμβολικώς ως αντίθεσις των δύο σοφών Σόλωνος και Χίλωνος.
67. Αν δηλαδή ο τύραννος, ο οποίος δύναται να ενεργή αυθαιρέτως, κατορθώση να μεταβάλη τους νόμους της χώρας του εις φυσικάς του ιδιότητας, ώστε να μη θ έ λ η να ενεργή διαφορετικά.
68. Παρόμοιόν τι λέγει ο Πλούταρχος και εις τον βίον του Αράτου 5: "ὅταν ἐθισθῶσιν οἱ πολλοί τε καὶ δυνατοὶ μὴ τὸν ἡγούμενον ἀλλ' ὑπὲρ τοῦ ἡγουμένου δεδιέναι, πολλοῖς μὲν ὅμμασιν ὁρᾷ, διὰ πολλῶν δὲ ὥτων ἀκούει καὶ αἰσθάνεται τὰ γινόμενα".
69. Και ο Αριστοτέλης εις τα Ηθικά Νικομάχεια 1177b31 λέγει: "οὐ χρὴ δὲ κατὰ τοὺς παραινοῦντας ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν, ἀλλ' ἐφ' ὅσον ἐνδέχεται ἀθανατίζειν καὶ πάντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὑτῷ". Πρβλ. και Πλάτ. Τίμαιον 90c: "φρονεῖν μὲν ἀθάνατα καὶ θεῖα, ἄνπερ ἀληθείας ἐφάπτηται, πᾶσα ἀνάγκη που".
70. Ο Περίανδρος ο τύραννος αντιλαμβάνεται ότι είναι τόσον δυσκατόρθωτα εις έναν άρχοντα τα λεχθέντα, ώστε συνάγει το συμπέρασμα, ότι ο φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να αποφεύγη τοιαύτα αξιώματα· διά τούτο είναι μελαγχολικός.
71. Περί του χρησμού τούτου δεν γίνεται λόγος εις τον Βίον του Σόλωνος.
72. Είναι υπαινιγμός εις τους μύθους του Αισώπου, όπου ομιλούν τα ζώα. Ο Αίσωπος έχει το χάρισμα να εννοή την γλώσσαν των ζώων, την σκοτεινήν εις τους κοινούς ανθρώπους, αλλά τα υποδηλούμενα των σκοτεινών χρησμών δεν τα εννοεί.
73. Ο Σόλων προσφέρει εδώ αλληγορικήν ερμηνείαν του χρησμού, τον οποίον δεν εννοεί ο δούλος και επομένως άμοιρος πολιτικής αρετής Αίσωπος. Του υποδεικνύει εμμέσως ότι περί τοιούτων ζητημάτων δεν έχει καμμίαν αρμοδιότητα να ομιλή, έστω και εις το συμπόσιον. Ο Αίσωπος απαντά, ότι, εφ' όσον είναι δούλος, έχει δικαίωμα να μεθά και να μετέχη εις ένα συμπόσιον, κατά συνέπειαν να λαμβάνη μέρος και εις τας συζητήσεις.
74. Περί του νόμου τούτου βλέπε και βίον Σόλωνος 1. Το ρήμα "ξηραλοιφώ" μετεχειρίζοντο oι γυμναζόμενοι προ πάντων διά την πάλην· σημαίνει δε αλείφω με έλαιον το σώμα, διά να γίνουν τα μέλη ευλύγιστα. Έρως και γυμναστική εθεωρούντο απασχολήσεις αρμώζουσαι μόνον εις ελευθέρους.
75. Ο Κλεόδωρος παίζει με τας αντιθέτους εννοίας "ξηραλοιφῶ" και "βρέχομαι".
76. Πρβλ. το απόφθεγμα του Χίλωνος (Διογ. 1,69) "Γλώττης κρατεῖν καὶ μάλιστα ἐν συμποσίῳ".
77. Η φράσις αυτή του Αισώπου αναφέρεται εις όσα είπεν ανωτέρω 152a ο Θαλής διά την ευδαιμονίαν του άρχοντος. Εις τί συνίσταται το αστείον, δεν είναι σαφές, διότι το χωρίον είναι εφθαρμένον. Ο Πλούταρχος παρατηρεί αλλού, ότι "πρωιαίτατα γηρῶσιν οἱ φίλοινοι" (652f).
*