76. (71). | |
Μεμνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανομένου ᾗ ἡ ὁδὸς ἄγει. |
Πρέπει να θυμόμαστε και εκείνον που ξεχνάει πού οδηγεί ο δρόμος. |
77. (41). | |
εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων. |
Γιατί μια είναι η σοφία: το να γνωρίζεις τη σκέψη που κυβερνάει όλα μέσα απ' όλα. [40] |
78. (108). | |
<Ἡρακλείτου> ὁκόσων λόγους ἤκουσα, οὐδεὶς ἀφικνεῖται ἐς τοῦτο, ὥστε γινώσκειν ὅτι σοφόν ἐστι πάντων κεχωρισμένον. |
Απ' όσων τα λόγια άκουσα, κανείς δε φτάνει σε τούτο, να αναγνωρίσει, δηλαδή, πως το σοφό είναι απ' όλα χωρισμένο. [41] |
79. (112). | |
σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας. |
Η σωφροσύνη είναι η πιο μεγάλη αρετή, και η σοφία του να λες την αλήθεια και να πράττεις σύμφωνα με τη φύση, ακούγοντας την. [42] |
80. (35). | |
χρὴ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι <. κατ' Ἡράκλειτον> |
Γιατί πρέπει οι φιλόσοφοι να γνωρίζουν καλά πολλά πράγματα. [43] |
81. (40). | |
πολυμαθίη νόον <ἔχειν> οὐ διδάσκει· Ἡδίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε Ξενοφάνεά τε καὶ Ἑκαταῖον. |
Η πολυμάθεια δε διδάσκει να έχεις νου. Αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο. [44] |
82. (73). | |
οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντας ποιεῖν καὶ λέγειν· καὶ γὰρ καὶ τότε δοκοῦμεν ποιεῖν καὶ λέγειν. |
Δεν πρέπει ούτε να κάνουμε ούτε να μιλάμε όπως όταν κοιμόμαστε· γιατί και τότε νομίζουμε πως κάνουμε και μιλάμε. |
83. (56). | |
ἐξηπάτηνται, φησὶν, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὴν γνῶσιν τῶν φανερῶν παραπλησίων Ὸμήρῳ, ὃς ἐγένετο τῶν Ἑλλήνων σοφώτερος πάντων· ἐκεῖνόν τε γὰρ παῖδες φθεῖρας κατακτείνοντες ἐξηπάτησαν εἰπόντες· ὅσα εἴδομεν καὶ ἐλάβομεν, ταῦτα ἀπολείπομεν, ὅσα δὲ οὔτε εἴδομεν οὔτ᾽ ἐλάβομεν, ταῦτα φέρομεν. |
Εξαπατούνται οι άνθρωποι ως προς τη γνώση των φανερών πραγμάτων, ακριβώς όπως ο Όμηρος που υπήρξε ο σοφότερος απ' όλους τους Έλληνες. Πράγματι, και εκείνον, κάποια παιδιά που σκότωναν ψείρες, τον εξαπάτησαν λέγοντας του: “Όσα είδαμε και πιάσαμε, τ' αφήνουμε, κι όσα ούτε είδαμε ούτε πιάσαμε, αυτά τα παίρνουμε”. |
84. (104). | |
τίς γὰρ αὐτῶν νόος ἢ φρήν; δήμων ἀοιδοῖσι πείθονται καὶ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ οὐκ εἰδότες ὅτι “οἱ πολλοὶ κακοί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί”. |
Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται απ' τους τραγουδιστές του λαού και παίρνουν τον όχλο για δάσκαλο τους, χωρίς να ξέρουν ότι “οι πολλοί είναι κακοί και οι καλοί λίγοι”. |
85. (20). | |
Γοῦν κακίζων φαίνεται τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν, μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι, καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι. |
Όταν γεννιούνται, θέλουν να ζήσουν και να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον την ανάπαυση· και αφήνουν παιδιά που θα πεθάνουν με τη σειρά τους. |
86. (74). | |
οὐ δεῖ (ὡς) παῖδας τοκεώνων, τοῦτ' ἔστι κατὰ ψιλὸν· καθότι παρειλήφαμεν. |
Δεν πρέπει να φερόμαστε σαν παιδιά υπό την κηδεμονία γονέων, δηλαδή απλούστερα, επειδή έτσι τα έχουμε παραλάβει. |
87. (101). | |
ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν. |
Αναζήτησα τον εαυτό μου. |
88. (55). | |
ὅσων ὄψις ἀκοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγὼ προτιμέω. |
Όσα μπορώ να δω, ν' ακούσω και να μάθω, αυτά είναι που προτιμώ. |
89. (70). | |
Πόσῳ δὴ οὖν βέλτιον Ἡράκλειτος παῖδες ἀθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα. |
Παιδιών παιχνίδια οι ανθρώπινες γνώμες. |
90. (49). | |
εἶς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι. |
Ένας άνθρωπος για μένα αξίζει όσο μύριοι, όταν είναι άριστος. |
91. (9). | |
Ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς καὶ ἀνθρώπου, καθάπερ Ἡράκλειτος φησιν ὄνους σύρματ' ἄν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσὸν· ἥδιον γὰρ χρυσοῦ τροφὴ ὄνοις. |
Διαφορετική είναι η ηδονή για το άλογο, το σκυλί και τον άνθρωπο, αφού τα γαϊδούρια θα προτιμούσαν άχυρα αντί χρυσάφι. Γιατί πιο ευχάριστη είναι η τροφή για τα γαϊδούρια παρά το χρυσάφι. [45] |
92. (37). | |
Sί modo credimus Εphesίο Heracleto qui ait sues caeno, cohortales aves pulvere vel cinere lavari. |
Τα γουρούνια πλένονται στο βόρβορο, τα πουλερικά στη |
93. (13). | |
Δεῖ γὰρ τὸν χαρίεντα μήτε ῥυπᾶν μήτε αὐχμεῖν μήτε βορβόρῳ χαίρειν καθ' Ἡράκλειτον. Ὕες βορβόρῳ ἥδονται μᾶλλον ἢ καθαρῷ ὕδατι. |
Γιατί ο άνθρωπος ο ευγενικός δεν πρέπει να είναι ακάθαρτος ούτε άπλυτος ούτε να χαίρεται στο βόρβορο. Τα γουρούνια τέρπονται πιο πολύ στο βόρβορο παρά στο καθαρό νερό. [46] |
94. (4). | |
si felicitas esset in delectationibus corporis, boves felices diceremus, cum inveniant orobum ad comedendum. |
Αν η ευτυχία βρισκόταν στις σωματικές απολαύσεις, θα λέγαμε ευτυχισμένα τα βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε. [47] |
95. (29). | |
αἱρεῦνται γὰρ ἓν ἀντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν, οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα. |
Οι άριστοι προτιμούν το ένα από όλα, την αιώνια δόξα των θνητών. Αλλά οι πολλοί χορταίνουν σαν τα κτήνη. [48] |
96. (22). | |
χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον. |
Όσοι ζητούν χρυσάφι σκάβουν πολύ τη γη και λίγα βρίσκουν. |
97. (11). | |
πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται. |
Κάθε τι που έρπει εξουσιάζεται με χτυπήματα. |
98. (43). | |
ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν. |
Την υπεροψία πρέπει κανείς να σβήνει περισσότερο παρά την πυρκαγιά. |
99. (44). | |
μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος. |
Ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο όπως ακριβώς για τα τείχη του. |
100. (47). | |
μὴ εἰκῆ περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα. |
Για τα μέγιστα πράγματα ας μη κάνουμε υποθέσεις στην τύχη. |
101. (102). | |
τῷ μὲν θεῷ καλὰ πάντα καὶ ἀγαθὰ καὶ δίκαια, ἄνθρωποι δὲ ἃ μὲν ἄδικα ὑπειλήφασιν ἃ δὲ δίκαια. |
Για το θεό όλα τα πράγματα είναι όμορφα, αγαθά και δίκαια· αλλά οι άνθρωποι μερικά πράγματα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια. |
102. (87). | |
βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγωι ἐπτοῆσθαι φιλεῖ. |
Ο βλάκας μπροστά σε κάθε λόγο αγαπά να τρομάζει. |
103. (110). | |
ἀνθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὐκ ἄμεινον. |
Για τους ανθρώπους δεν είναι το καλύτερο να γίνονται όσα θέλουν. |
104. (96). | |
νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι. |
Γα πτώματα είναι πιο πολύ για πέταμα από την κοπριά |
105. (97). | |
κύνες γὰρ καταβαΰζουσιν ὧν ἂν μὴ γινώσκωσι. |
Τα σκυλιά γαβγίζουν αυτούς που δεν γνωρίζουν. |
106. (111). | |
νοῦσος ὑγιείην ἐποίησεν ἡδὺ καὶ ἀγαθόν, λιμὸς κόρον, κάματος ἀνάπαυσιν. |
Η αρρώστια κάνει την υγεία ευχάριστο και καλό πράγμα, η πείνα το χορτασμό, η κούραση την ανάπαυση. |
107. (95). | |
ἀμαθίην γὰρ ἄμεινον κρύπτειν, ἔργον δὲ ἐν ἀνέσει καὶ παρ᾽ οἶνον. Κρύπτειν ἀμαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν. |
Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια, αλλά αυτό είναι δύσκολο όταν γίνεται μέσα στην κραιπάλη και στο μεθύσι. Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια παρά να την αποκαλύπτεις παντού. |
108. (101a). | |
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες. |
Γιατί τα μάτια είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τα αυτιά. |
109. (107). | |
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων. |
Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές. |
110. (46). | |
τήν τε οἴησιν ἱερὴν νοῦσον (ἔλεγε καὶ τὴν ὅρασιν ψεύδεσθαι). |
Ο Ηράκλειτος ονομάζει την έπαρση [49] νόσο ιερή και λέει ότι η όραση ψεύδεται. |
111. (122). | |
Ἀγχιβατεῖν (ἀγχιβασίην) Ἡράκλειτος. |
Διφορούμενο = προσέγγιση, κατά τον Ηράκλειτο. [50] |
112. (69). | |
ἐφ᾽ ἑνὸς ἄν ποτε γένοιτο . . . ἢ τινων ὀλίγων (sc. θυσίαι κεκαθαρμένων παντάπασιν ἀνθρώπων). |
Από ένα... ή από λίγους θα μπορούσαν να γίνουν (θυσίες ανθρώπων ολωσδιόλου καθαρών). |
113. (23). | |
Δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ᾔδεσαν, εἰ ταῦτα μὴ ἦν. |
Αυτοί δεν θα μπορούσαν να ξέρουν το όνομα της Δικαιοσύνης, αν αυτά τα πράγματα (οι αδικίες) δεν υπήρχαν. [51] |
114. (28). | |
δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει, φυλάσσει· καὶ μέντοι καὶ Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας καὶ μάρτυρας. |
Εκείνος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης δε γνωρίζει και δε φυλάει παρά μόνο τα καλά να πιστεύει κανείς πράγματα· αλλά η Δικαιοσύνη θα πιάσει αυτούς που κατασκευάζουν και μαρτυρούν ψέματα. [52] |
115. (24). | |
ἀρῃφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι. |
Οι θεοί και οι άνθρωποι τιμούν εκείνους που πέθαναν στη μάχη. |
116. (14). | |
Τίσι δὴ μαντεύεται Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος; νυκτιπόλοις, μάγοις, βάκχοις, λήναις, μύσταις· τούτοις ἀπειλεῖ τὰ μετὰ θάνατον, τούτοις μαντεύεται τὸ πῦρ· τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ᾽ ἀνθρώπους μυστήρια ἀνιερωστὶ μυεῦεται. |
Σε ποιους προφητεύει ο Ηράκλειτος; Σε πλανώμενους τη νύχτα αλήτες, μάγους, βάκχους, μαινάδες και μύστες· αυτούς απειλεί με μεταθανάτια τιμωρία, σ' αυτούς προφητεύει τη φωτιά· γιατί στα καθιερωμένα απ' τους ανθρώπους μυστήρια μυούνται με τρόπο ανίερο. |
117. (5). | |
καθαίρονται δ᾽ ἄλλῳ αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ ἀπονίζοιτο· μαίνεσθαι δ᾽ ἂν δοκοίη, εἴ τις αὐτὸν ἀνθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα· καὶ τοῖς ἀγάλμασι δὲ τουτέοισιν εὔχονται, ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, οὔ τι γινώσκων θεοὺς οὐδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσι. |
Καθαρίζονται μιαινόμενοι μ' άλλο αίμα, όπως κάποιος που, χωμένος μέσα στη λάσπη, θα ήθελε να ξεπλυθεί με λάσπη. Αν κάποιος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο θα τον έπαιρνε για μανιακό. Και σε τέτοια αγάλματα προσεύχονται, όμοιοι μ' εκείνον που θα φλυαρούσε μέσα στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες. |
118. (84b). | |
κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι. |
Κάματος είναι το να μοχθεί κανείς και να εξουσιάζεται απ' τους ίδιους. [53] |
119. (125a). | |
μὴ ἐπιλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, <ἔφη,> Ἐφέσιοι, ἵν᾽ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι. |
Ποτέ να μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βγαίνει στη φόρα η πονηριά σας. |
120. (121). | |
ἄξιον Ἐφεσίοις ἡβηδὸν ἀπάγξασθαι πᾶσι καὶ τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν, οἵτινες Ἑρμόδωρον ἄνδρα ἑωυτῶν ὀνήιστον ἐξέβαλον φάντες· ἡμέων μηδὲ εἷς ὀνήιστος ἔστω, εἰ δὲ μή, ἄλλη τε καὶ μετ᾽ ἄλλων. |
Όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι θα έπρεπε να κρεμαστούν και ν' αφήσουν την πόλη τους στους ανήλικους, γιατί εκείνοι έδιωξαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: “Κανείς από μας ας μην είναι ο πιο άξιος. Ειδεμή, ας πάει αλλού και με άλλους”. |
121. (117). | |
ἀνὴρ ὁκόταν μεθυσθῇ, ἄγεται ὑπὸ παιδὸς ἀνήβου σφαλλόμενος, οὐκ ἐπαΐων ὅκη βαίνει, ὑγρὴ τὴν ψυχὴν ἔχων. |
Ένας άντρας, όταν μεθύσει, αφήνεται να οδηγείται από ένα ανήλικο παιδί: παραπατάει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, γιατί έχει υγρή ψυχή. |
122. (118). | |
αὐγὴ ξηρὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη, ἢ καλύτερα: αὔη ψυχὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη. |
Η ξηρή ψυχή είναι σοφότατη και άριστη. |
123. (124). | |
Ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένων ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, ὁ κόσμος. |
Ο πιο όμορφος κόσμος είναι σα σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη. |
124. (42). | |
Τὸν τε Ὅμηρον ἔφασκεν ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλοχον ὁμοίως. |
Ο Όμηρος αξίζει απ' τους αγώνες να τον διώχνουν και να τον ραπίζουν, καθώς κι ο Αρχίλοχος. [54] |
125. (105). | |
Ἡράκλειτος ἐντεῦθεν ἀστρολόγον φησὶ τὸν Ὅμηρον. |
Ο Όμηρος ήταν αστρολόγος. |
126. (38). | |
Δοκεῖ δὲ κατὰ τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι . . . μαρτυρεῖ δ' αὐτῷ καὶ Ἡράκλειτος καὶ Δημόκριτος. |
Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος μαρτυρούν πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος. [55] |
127. (39). | |
Ἐν Πριήνῃ Βίας ἐγένετο ὁ Τευτάμεω, οὗ πλείων λόγος ἢ τῶν ἄλλων. |
Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίας, [56] γιος του Τευτάμου, που ο λόγος του ξεπερνά όλων των άλλων. |
128. (81). | |
Πυθαγόρης κοπίδων ἐστὶν ἀρχηγός. |
(Ο Πυθαγόρας) είναι αρχηγός στους αγύρτες. |
40. Κείμενο παραφθαρμένο, κατά τα φαινόμενα, πράγμα που φυσικά έγινε αιτία να αποτελέσει το αντικείμενο πολλών ερμηνειών, που θέτουν το πρόβλημα του αν το σοφόν για το οποίο γίνεται λόγος εδώ προσάπτεται στη σοφία των ανθρώπων ή στη θεϊκή σοφία.
41. Ο Ηράκλειτος στοχεύει εδώ τους Μιλησίους, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη, τον Όμηρο και τον Ησίοδο.
42. Συναντάμε μέσα σ' αυτό το απόσπασμα ένα θέμα που συχνά επανέρχεται, το θέμα του λέγειν και του ποιεῖν· αυτή η φράση βρίσκεται στην καρδιά των στωικών θεωριών που κηρύσσουν να ζει κανείς σε αρμονία με τη φύση.
43. Αντιπαραθέτουν συχνά αυτό το απόσπασμα με το επόμενο για να τονίσουν ότι μοιάζουν να αντιφάσκουν. Η Clemence Ramnoux υπέδειξε σωστά το νόημα αυτής της φαινομενικής αντίθεσης: “Θα ήταν εκπληκτικό μια τόσο εμφανής αντίφαση να μην καλύπτει κάποια κρυμμένη αρμονία. Όμως, ο άριστος διαλέγει να ανταλλάξει “ἕν ἀντί ἁπάντων” (απόσπ. 29). Όταν ο άριστος είναι ένας αριστοκράτης του πνεύματος, ανταλλάσσει: πολυμάθεια έναντι νοήματος, πολλές ιστορίες έναντι ενός κόκκου σοφίας, ή πληροφορία έναντι της γνώσης του ΕΝΟΣ. Για όσο διάστημα ζει εν τούτοις με τον τρόπο του ανθρώπου, ζει μέσα στην πάλη του πολλαπλού και του ενός, μεταξύ του να μάθει πολλά πράγματα και του να τα ξεχάσει όλα έναντι ενός μόνο. Χρειάζεται λοιπόν να διατρέξει πολλές ιστορίες για να διαμορφώσει το δίδαγμά τους: όχι μόνο να ζει τη δική του ιστορία, αλλά να ξαναθυμάται το παρελθόν όπου ριζώνει και να διαφωτίζει ολόγυρα το είναι. Τίποτε δεν εμποδίζει λοιπόν το να περάσουμε από την κοινή λογική του θρύλου στο πιο καθαρό νόημα του διδάγματος: ένα νόημα δημιουργημένο εκ πείρας και γραμμένο με λέξεις μέσα στις σοφές φράσεις” (ο.π., σελ. 122-123).
44. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος έζησε γύρω στο 520 π.Χ. Υπήρξε ένας μεγάλος περιηγητής, γεωγράφος και εθνογράφος· τα δυο του μεγάλα βιβλία, Γενεαλογία και Περίοδος γης, έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και χρησιμοποιήθηκαν από τον Ηρόδοτο· δε σώζονται από αυτά παρά αποσπάσματα.
45. Ο Χάιντεγκερ σχολιάζει αυτό το απόσπασμα ως εξής: “Η καθημερινή γνώμη αναζητά το αληθινό μέσα στην πολλαπλή ποικιλία του διάσπαρτου εμπρός της πάντοτε νέου. Δε βλέπει την ήρεμη λάμψη (τον χρυσό) του μυστικού που λάμπει πάντοτε μέσα σε ό,τι απλό υπάρχει μέσα στην ενάργεια” (Essais et Conferences, σελ. 340).
46. Ο Gigon σκέφτεται ότι πρέπει να κατανοήσουμε πως η πλειονότητα των ανθρώπων, μέσα στην άγνοια τους, ζουν σαν τα γουρούνια. Σκέφτηκαν επίσης ότι αυτή η φράση προσαπτόταν στα μυστήρια και σήμαινε ότι εκείνοι που δεν είχαν εξαγνιστεί κατά τη διάρκεια του βίου τους, θα ζούσαν μέσα στο βόρβορο στον Άδη. Άλλοι σχολιαστές, μεταξύ των οποίων και ο Κirk σκέφτονται ότι πρέπει να κατανοήσουμε πως τα γουρούνια αγαπούν το βούρκο ενώ οι άνθρωποι προτιμούν το καθαρό νερό, ακριβώς όπως (βλ. απόσπ. 61) τα ψάρια τρέφονται από το αλμυρό νερό που οι άνθρωποι βρίσκουν άποτο.
47. Αυτό το κείμενο προέρχεται από το Μεγάλο Αλβέρτο* που εξηγεί ότι το orobus είναι ένα φυτό που αποτελεί τη μεγάλη απόλαυση των βοδιών.
* Albertus Magnus, αποκαλούμενος “doctor univeralis”. Φιλόσοφος και θεολόγος, 1193-1280. (Σ.τ.Μ.)
48. Ο όρος κλέος δημιουργεί κάποια προβλήματα από τη στιγμή που παραβάλλεται με τη λέξη δόξα**. Για τον Πλάτωνα η δόξα είναι η υποκειμενική γνώμη, μάταιη και εύθραυστη, πάνω στην οποία δε θα μπορούσε να θεμελιωθεί καμιά σοφία· γι' αυτό ο Πλάτων αντιτάσσει τους φιλοσόφους στους φιλόδοξους. Όμως, στα ελληνικά της Καινής Διαθήκης, δόξα Θεοῦ σημαίνει ό,τι και στα νέα ελληνικά. Ο Χάιντεγκερ σκέφτεται ότι στο βάθος βρίσκεται η αρχική έννοια του όρου που αργότερα έχασε από την αξία της, κυρίως από τον Πλάτωνα και μετά (θα ήταν πιο σωστό να πούμε: από τους Σοφιστές και μετά)· συνεπώς δοκέω σημαίνει: φαίνομαι, εμφανίζομαι, έρχομαι στο φως. Ξαναβρίσκουμε εδώ την αγαπητή στον Χάιντεγκερ ιδέα ότι το Είναι και το Φαίνεσθαι ήταν ένα στις απαρχές της ελληνικής σκέψης. Όσο για την εκτίμηση της οποίας χαίρει κάποιος, πράγμα που αποκτάται από το οραθέν και το ονομασθέν, είναι το κλέος, αντιπαρατιθέμενο στη δόξα. Και ο Χάιντεγκερ μεταφράζει ως εξής το απόσπασμα 29: “Υπάρχει ένα πράγμα που οι άριστοι διαλέγουν αντί όλων των άλλων: το Κλέος που παραμένει διαρκώς απέναντι σε ό,τι πεθαίνει· όμως οι πολλοί χορταίνουν σαν τα κτήνη” (Introduction a la metaphysique, σελ. 115).
** Και οι δυο όροι, “κλέος” και “δόξα”, μεταφράζονται στα γαλλικά με τον όρο “gloire”. (Σ.τ.Μ.)
49. Ο R.D. Hicks , στην αγγλική του μετάφραση του Διογένη του Λαέρτιου, μεταφράζει οἴησιν με epilepsy.
50. Μέσα στο λεξικό του ο Σουίδας παραβάλλει ἀγχιβατεῖν και ἀμφισβιτεῖν με τον όρο του Ηράκλειτου ἀγχιβασίην.
51. Αναρωτηθήκαμε φυσικά ποια άδικα υπαινίσσεται ο Ηράκλειτος· για τον Zeller πρόκειται για τους ίδιους τους νόμους· πολλοί σχολιαστές σκέφτονται ότι πρόκειται για τις κακές πράξεις που διαπράττουν οι άνθρωποι.
52. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το απόσπασμα με εντελώς· διαφορετικό τρόπο, σύμφωνα με το αν δώσουμε στο δοκέοντα έννοια εγκωμιαστική ή υποτιμητική: αν δώσουμε υποτιμητική έννοια, μεταφράζουμε: εκείνος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης δε γνωρίζει παρά μόνο τα καλά να πιστεύει κανείς πράγματα. Αν δώσουμε έννοια εγκωμιαστική, μεταφράζουμε: εκείνος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης γνωρίζει πράγματα πολύ καλά να τα πιστεύει κανείς (βλ. Clemence Ramnoux, ο.π., σελ. 468).
53. Είναι πιθανόν ότι αυτό το απόσπασμα έχει σχέση με την ψυχή· σ' αυτή την περίπτωση, τοῖς αὐτοῖς θα προσδιόριζε το σώμα ή τα στοιχεία του. Αν συνδέσουμε 84a και 84b μπορούμε να κάνουμε το πρώτο απόσπασμα να λέει πως δεν είναι η φωτιά, αλλά η ψυχή που αναπαύεται μέσα στη μεταβολή, δηλαδή τη μεταβολή της αγρύπνιας σε ύπνο ή της ζωής σε θάνατο.
54. Ποιητής του 7ου π.Χ. αι.
55. Ο Θαλής, που γνώριζε ίσως την ασσυριο-χαλδαιική και την αιγυπτιακή επιστήμη, είχε προβλέψει μια έκλειψη ηλίου- του αποδίδουν τη σύνταξη μιας Ναυτικής Αστρολογίας που επιτρέπει να κατευθύνεται κανείς στη θάλασσα παρατηρώντας τον ουρανό.
56. Ένας από τους εφτά Σοφούς της Ελλάδας.