Πλούταρχου

ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΣΟΦΩΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ε. Δαυΐδ

[ τίτλος, πρόλογος, εισαγωγή, κείμενο: α , β , γ , δ , ε ]

 

    Οίνου χρήσις
155e3    Ἐπεὶ δὲ καὶ οὗτος ἔσχεν ὁ λόγος τέλος, ἡ
μὲν Εὔμητις ἐξῆλθε μετὰ τῆς Μελίσσης, τοῦ δὲ
Περιάνδρου τῷ Χίλωνι προπιόντος εὐμεγέθη
κύλικα, τῷ δὲ Βίαντι τοῦ Χίλωνος, Ἄρδαλος ἐπ-
αναστὰς καὶ προσαγορεύσας τὸν Αἴσωπον, "σὺ δ'
οὐκ ἄν," ἔφη, "διαπέμψαιο δεῦρο τὸ ποτήριον
πρὸς ἡμᾶς, ὁρῶν τούτους ὥσπερ τὴν Βαθυκλέους
κύλικα διαπεμπομένους ἀλλήλοις, ἑτέρῳ δὲ μὴ
μεταδιδόντας;"

13. Αφού ετελείωσε και αυτή η συζήτησις, η Εύμητις απεσύρθη μαζί με την Μέλισσαν. Ο Περίανδρος κατόπιν έπιε πρώτος από ένα μέγαλο ποτήρι και υστέρα το επρόσφερεν εις τον Χίλωνα, ο Χίλων δε πάλιν το επρόσφερεν εις τον Βίαντα. Ο Άρδαλος τότε ανεσηκώθη εις το ανάκλιντρον και αποτεινόμενος εις τον Αίσωπον είπε: “Δεν θα ημπορούσες συ να μας στείλης προς τα εδώ το ποτήρι σου, αφού βλέπεις ότι αυτοί κυκλοφορούν μεταξύ των το ιδικόν των, σαν το ποτήρι του Βαθυκλέους99, και δεν το μεταδίδουν εις άλλον;”

155f    Καὶ ὁ Αἴσωπος, "ἀλλ' οὐδὲ τοῦτ'," ἔφη, "τὸ
ποτήριον δημοτικόν ἐστι· Σόλωνι γὰρ ἔκπαλαι
παράκειται μόνῳ."
Και ο Αίσωπος απήντησε: “Μα το ποτήρι τούτο δεν ημπορεί να είναι κοινόν κτήμα· προ πολλού ευρίσκεται εδώ κοντά μόνον διά τον Σόλωνα”.
     Τὸν οὖν Μνησίφιλον προσαγορεύσας ὁ Πιττακὸς
ἠρώτησε τί οὐ πίνει Σόλων ἀλλὰ καταμαρτυρεῖ τῶν
ποιημάτων ἐν οἷς γέγραφεν,
   ἔργα δὲ Κυπρογενοῦς νῦν μοι φίλα καὶ Διονύσου
   καὶ Μουσέων, ἃ τίθησ' ἀνδράσιν εὐφροσύνας.
Ο Πιττακός τότε εστράφη προς τον Μνησίφιλον και τον ηρώτησε διατί δεν πίνει ο Σόλων, αλλά διαψεύδει τα ποιήματα του, όπου έχει γράψει:

Τώρα τον έρωτ' αγαπώ, τραγούδι και κρασί·
γιατί αυτά δίνουν ζωή εύθυμη στους ανθρώπους.

     Ὑποφθάσας δ' Ἀνάχαρσις "σὲ γάρ, ὦ Πιττακέ,
καὶ τὸν σὸν ἐκεῖνον τὸν χαλεπὸν φοβεῖται νόμον,
ἐν ᾧ γέγραφας Ἐάν τις ὁτιοῦν μεθύων ἁμάρτῃ,
διπλασίαν ἢ τῷ νήφοντι τὴν ζημίαν εἶναι."
(σ. 56) Επρόλαβεν όμως ο Ανάχαρσις και είπε: “Διότι φοβείται, Πιττακέ, σε και τον σκληρόν σου εκείνον νόμον, που έγραψες: Αν κανείς κάμη οτιδήποτε σφάλμα μεθυσμένος, να υφίσταται διπλασίαν τιμωρίαν παρά αμέθυστος100”.
     Καὶ ὁ Πιττακός, "σὺ δέ γ'," εἶπεν, "οὕτως
ἐξύβρισας εἰς τὸν νόμον, ὥστε πέρυσι παρ'
Ἀλκαίου ἀδελφῷ μεθυσθεὶς ἆθλον αἰτεῖν καὶ
στέφανον."
Και ο Πιττακός απήντησε: “Συ πάλιν τόσον πολύ παρεβίασες τον νόμον μου, ώστε πέρυσι, όταν εμέθυσες εις την οικίαν του Λάβυος του Δελφού101, εζήτεις βραβείον και στέφανον”.
156a    "Τί δ' οὐκ ἔμελλον," ἔφη ὁ Ἀνάχαρσις, "τῷ
πλεῖστον πιόντι προκειμένων ἄθλων πρῶτος με-
θυσθεὶς ἀπαιτεῖν τὸ νικητήριον; ἢ διδάξατέ μ'
ὑμεῖς, τί τέλος ἐστὶ τοῦ πολὺν πιεῖν ἄκρατον ἢ
τὸ μεθυσθῆναι."
“Και διατί δεν έπρεπεν” είπεν ο Ανάχαρσις “να απαιτήσω τα βραβείον της νίκης, αφού εμέθυσα πρώτος και είχαν ορισθή βραβεία δι' εκείνον που θα έπινε το περισσότερον; Ειδεμή, εξηγήσετέ μου σεις, ποιος είναι ο σκοπός του να πίνη κανείς πολύ κρασί παρά το να μεθύση102;”
     Τοῦ δὲ Πιττακοῦ γελάσαντος ὁ Αἴσωπος λόγον
εἶπε τοιοῦτον· "λύκος ἰδὼν ποιμένας ἐσθίοντας ἐν
σκηνῇ πρόβατον ἐγγὺς προσελθών, ‘ἡλίκος ἂν ἦν,’
ἔφη, ‘θόρυβος ὑμῖν, εἰ ἐγὼ τοῦτ' ἐποίουν.’"
Ο Πιττακός τότε εγέλασεν, ο δε Αίσωπος διηγήθη τον εξής μύθον: “Ένας λύκος μιά φορά είδε βοσκούς εις μίαν σκηνήν να τρώγουν ένα πρόβατον επλησίασε τότε και είπε: “Πόσος θόρυβος θα εγίνετο από σας, αν εγώ το έκανα αυτό!103
     Καὶ ὁ Χίλων "ὀρθῶς," ἔφη, "Αἴσωπος
ἠμύνατο, μικρὸν ἔμπροσθεν ἐπιστομισθεὶς ὑφ'
ἡμῶν, εἶτα νῦν ὁρῶν ἑτέρους τὸν Μνησιφίλου
λόγον ὑφηρπακότας· Μνησίφιλος γὰρ ᾐτήθη τὴν
ὑπὲρ Σόλωνος ἀπόκρισιν."
Και ο Χίλων “Ορθώς”, είπεν “έλαβεν ικανοποίησιν ο Αίσωπος, ο οποίος προ ολίγου απεστομώθη από ημάς, ενώ τώρα βλέπει, ότι άλλοι έχουν αρπάσει τον λόγον από το στόμα του Μνησιφίλου. Διότι από τον Μνησίφιλον εζητήθη η απόκρισις υπέρ του Σόλωνος”.
156b    "Καὶ λέγω," ὁ Μνησίφιλος εἶπεν, "εἰδὼς ὅτι
Σόλωνι δοκεῖ πάσης τέχνης καὶ δυνάμεως ἀνθρω-
πίνης τε καὶ θείας ἔργον εἶναι τὸ γιγνόμενον
μᾶλλον ἢ δι' οὗ γίγνεται, καὶ τὸ τέλος ἢ τὰ πρὸς
τὸ τέλος. ὑφάντης τε γὰρ ἂν οἶμαι χλαμύδα
ποιήσαιτο μᾶλλον ἔργον αὑτοῦ καὶ ἱμάτιον ἢ
κανόνων διάθεσιν καὶ ἀνάρτησιν ἀγνύθων, χαλκεύς
τε κόλλησιν σιδήρου καὶ στόμωσιν πελέκεως
μᾶλλον ἤ τι τῶν ἕνεκα τούτου γιγνομένων ἀναγ-
καίων, οἷον ἀνθράκων ἐκζωπύρησιν ἢ λατύπης
παρασκευήν. ἔτι δὲ μᾶλλον ἀρχιτέκτων μέμψαιτ'
ἂν ἡμᾶς ἔργον αὐτοῦ μὴ ναὸν μηδ' οἰκίαν ἀπο-

“Λοιπόν απαντώ προθύμως” είπεν ο Μνησίφιλος. “Γνωρίζω δηλαδή, ότι ο Σόλων πιστεύει πως έργον κάθε τέχνης και κάθε ικανότητος θείας και ανθρωπίνης είναι εκείνο που γίνεται μάλλον, παρά το μέσον με το οποίον γίνεται, και ο σκοπός, όχι τα μέσα προς (σ. 58) τον σκοπόν. Π.χ. ένας υφαντουργός, νομίζω, θα εθεώρει ως έργον του την χλαμύδα και το ιμάτιον, και όχι την τακτοποίησιν των κανόνων104 και το κρέμασμα των αγνύθων105· και ο σιδηρουργός την συγκόλλησιν του σιδήρου και το ακόνισμα του πελέκεως, και όχι όσα απαραιτήτως εκτελούνται χάριν αυτών, δηλαδή να ανάψη άνθρακας και να προετοιμάση λατύπην”106. Ακόμη δε περισσότερον ήθελε μας κατηγορήσει ένας αρχιτέκτων, αν έχωμεν την γνώμην ότι έργον του είναι όχι το πλοίον ή η οικία,

156c φαίνοντας, ἀλλὰ τρυπῆσαι ξύλα καὶ φυρᾶσαι
πηλόν· αἱ δὲ Μοῦσαι καὶ παντάπασιν, εἰ νομίζοιμεν
αὐτῶν ἔργον εἶναι κιθάραν καὶ αὐλούς, ἀλλὰ μὴ
τὸ παιδεύειν τὰ ἤθη καὶ παρηγορεῖν τὰ πάθη
τῶν χρωμένων μέλεσι καὶ ἁρμονίαις. οὐκοῦν οὐδὲ
τῆς Ἀφροδίτης ἔργον ἐστὶ συνουσία καὶ μεῖξις,
οὐδὲ τοῦ Διονύσου μέθη καὶ οἶνος, ἀλλ' ἣν ἐμ-
ποιοῦσι διὰ τούτων φιλοφροσύνην καὶ πόθον καὶ
ὁμιλίαν ἡμῖν καὶ συνήθειαν πρὸς ἀλλήλους· ταῦτα
γὰρ ἔργα θεῖα καλεῖ Σόλων, καὶ ταῦτά φησιν
ἀγαπᾶν καὶ διώκειν μάλιστα πρεσβύτης γενόμενος.
ἔστι δὲ τῆς μὲν πρὸς γυναῖκας ἀνδρῶν ὁμοφροσύνης
αλλά το τρύπημα των ξύλων και το ζύμωμα της λάσπης. Αλλά καθ' όλοκληρίαν αι Μούσαι, αν ενομίζαμεν ότι έργον των είναι η κιθάρα και οι αυλοί, και όχι το να μορφώνουν τα ήθη και να καταπραΰνουν τα πάθη εκείνων που καταφεύγουν εις μελωδίας και αρμονίας107. Επομένως ούτε της Αφροδίτης το έργον είναι η συνουσία και η μείξις, ούτε του Διονύσου η μέθη και ο οίνος, αλλά η συμπάθεια και ο πόθος και η συμβίωσις και η αμοιβαία σύνδεσις, που μας εμβάλλουν δι' αυτών. Αυτά είναι που ο Σόλων ονομάζει θεία έργα και αυτά λέγει ότι απολαύει και επιδιώκει, τώρα κυρίως που εγήρασε. Είναι δε η μεν Αφροδίτη δημιουργός της
156d καὶ φιλίας δημιουργὸς ἡ Ἀφροδίτη, τοῖς σώμασιν
ὑφ' ἡδονῆς ἅμα συμμιγνύουσα καὶ συντήκουσα
τὰς ψυχάς· τοῖς δὲ πολλοῖς καὶ μὴ πάνυ συνήθεσι
μηδ' ἄγαν γνωρίμοις ὁ Διόνυσος ὥσπερ ἐν πυρὶ
τῷ οἴνῳ μαλάττων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων ἀρ-
χήν τινα συγκράσεως πρὸς ἀλλήλους καὶ φιλίας
ἐνδίδωσιν. ὅταν δὲ τοιοῦτοι συνέλθωσιν ἄνδρες,
οἵους ὁ Περίανδρος ὑμᾶς παρακέκληκεν, οὐδὲν
ἔργον ἐστὶν οἶμαι κύλικος οὐδ' οἰνοχόης, ἀλλ' αἱ
Μοῦσαι καθάπερ κρατῆρα νηφάλιον ἐν μέσῳ
προθέμεναι τὸν λόγον, ᾧ πλεῖστον ἡδονῆς ἅμα
καὶ παιδιᾶς καὶ σπουδῆς ἔνεστιν, ἐγείρουσι τούτῳ
καὶ κατάρδουσι καὶ διαχέουσι τὴν φιλοφροσύνην,
ομοφροσύνης και της αγάπης των ανδρών προς τας γυναίκας με το να αναμειγνύη και να συγχωνεύη με την βοήθειαν της ηδονής μαζί με τα σώματα και τας ψυχάς των108. Διά τον πολύν πάλιν κόσμον και όσους δεν είναι πολύ σχετικοί και πολύ γνώριμοι, ο Διόνυσος προσφέρει αρχήν τίνα συνενώσεως και φιλίας μεταξύ των με το να μαλάσση και υγραίνη με τον οίνον, ωσάν μέσα εις το πυρ, τους χαρακτήρας των109. Όταν όμως συναθροισθούν ανθρώποι τοιούτοι, (σ. 60) όπως σεις που έχει προσκαλέσει ο Περίανδρος, τότε δεν χρειάζεται, νομίζω, το ποτήρι και η οινοχόη· αι Μούσαι θέτουν εις το μέσον τον λόγον, ωσάν κρατήρα αμέθυστον110, μέσα εις τον οποίον ευρίσκονται πολλά ευχάριστα και αστεία και σοβαρά, και διεγείρουν με αυτόν και ποτίζουν και απλώνουν την συμπάθειαν111, ενώ αφήνουν συνήθως την οινοχόην να
156e ἐῶσαι τὰ πολλὰ τὴν ‘οἰνοχόην’ ἀτρέμα κεῖσθαι
‘κρητῆρος ὕπερθεν,’ ὅπερ ἀπηγόρευσεν Ἡσίοδος
ἐν τοῖς πίνειν μᾶλλον ἢ διαλέγεσθαι δυναμένοις.
ἐπεὶ τάς γε προπόσεις αὐτάς," ἔφη, "πυνθάνομαι
λείπειν τοῖς παλαιοῖς, ἓν ‘δαιτρόν,’ ὡς Ὅμηρος
ἔφη, καὶ μετρητὸν ἑκάστου πίνοντος, εἶθ' ὥσπερ
Αἴας μερίδος μεταδιδόντος τῷ πλησίον."
ησυχάζη επάνω από τον κρατήρα, πράγμα το οποίον απηγόρευσεν ο Ησίοδος112 εις εκείνους που ημπορούν να πίνουν και όχι να συζητούν. Επειδή αι προπόσεις αυταί τουλάχιστον, ως ακούω να λέγουν, έλειπαν εις τους αρχαίους, διότι καθένας έπινε δαιτρόν, καθώς είπεν ο Όμηρος113, και μετρητόν, έπειτα έδιδεν εις τον πλησίον του ωσάν από ιδικήν του μερίδα”.
     Εἰπόντος δὲ ταῦτα τοῦ Μνησιφίλου Χερσίας ὁ

Όταν είπεν αυτά ο Μνησίφιλος, ο ποιητής Χερσίας

156f ποιητής (ἀφεῖτο γὰρ ἤδη τῆς αἰτίας καὶ διήλλακτο
τῷ Περιάνδρῳ νεωστί, Χίλωνος δεηθέντος) "ἆρ'
οὖν," ἔφη, "καὶ τοῖς θεοῖς ὁ Ζεύς, ὥσπερ τοῖς
ἀριστεῦσιν ὁ Ἀγαμέμνων, μετρητὸν ἐνέχει τὸ
ποτόν, ὅτε προέπινον ἀλλήλοις ἑστιώμενοι παρ'
αὐτῷ;"
(διότι είχεν απαλλαγή πλέον από την κατηγορίαν και είχε προ ολίγου συμφιλιωθή με τον Περίανδρον κατά παράκλησιν του Χίλωνος) ηρώτησεν: “Άραγε και ο Ζευς έχυνεν εις τους θεούς, καθώς ο Αγαμέμνων εις τους ηγεμόνας, μετρημένον το ποτόν, όταν έκαμναν (σ. 62) προπόσεις μεταξύ των και εδείπνουν εις το μέγαρόν του;”
     Καὶ ὁ Κλεόδωρος, "σὺ δ', ὦ Χερσία," εἶπεν,
"εἰ τὴν ἀμβροσίαν τῷ Διὶ πελειάδες τινὲς κομί-
ζουσιν, ὡς ὑμεῖς λέγετε, τὰς Πλαγκτὰς ὑπερ-
πετόμεναι χαλεπῶς καὶ μόλις, οὐ νομίζεις καὶ τὸ
νέκταρ αὐτῷ δυσπόριστον εἶναι καὶ σπάνιον,
Και ο Κλεόδωρος απεκρίθη: “Εφ' όσον, Χερσία, φέρουν εις τον Δία την αμβροσίαν μερικά περιστέρια, καθώς λέγετε σεις οι ποιηταί, που μόλις και με δυσκολίαν πετούν επάνω από τας Πλαγκτάς πέτρας114, δεν νομίζεις ότι και το νέκταρ του ήτο δυσκολοπόριστον και σπάνιον,
157a ὥστε φείδεσθαι καὶ παρέχειν ἑκάστῳ τεταμιευ-
μένον;"
ώστε να το έχη εις την αποθήκην του και με οικονομίαν να το δίδη εις τον καθένα;”
    Μέτρον περιουσίας
     "Ἴσως," εἶπεν ὁ Χερσίας· "ἀλλ' ἐπεὶ
πάλιν οἰκονομίας λόγος γέγονε, τίς ἂν ὑμῶν
φράσειεν ἡμῖν τὸ ἀπολειπόμενον; ἀπολείπεται
δ' οἶμαι κτήσεώς τι λαβεῖν μέτρον αὐτάρκους
καὶ ἱκανῆς ἐσομένης."

14. “Ίσως” είπεν ο Χερσίας. “Αλλ' επειδή πάλιν γίνεται λόγος περί της διευθύνσεως του οίκου, τις από σας θα μας είπη εκείνο που υπολείπεται; Υπολείπεται δε, νομίζω, το να καθόρίσωμεν κάποιο όριον ιδιωτικής περιουσίας, που θα είναι αρκετόν δια την ζωήν μας και δεν θα χρειάζεται συμπλήρωμα”.

     Καὶ ὁ Κλεόβουλος, "ἀλλὰ τοῖς μὲν σοφοῖς,"
ἔφη, "μέτρον ὁ νόμος δέδωκε, πρὸς δὲ τοὺς
φαύλους ἐρῶ λόγον τῆς ἐμῆς θυγατρὸς ὃν πρὸς
τὸν ἀδελφὸν εἶπεν. ἔφη γὰρ τὴν Σελήνην δεῖσθαι
τῆς ἑαυτῆς μητρὸς ὅπως αὐτῇ χιτώνιον ὑφήνῃ
Και ο Κλεόβουλος115 είπε: “Διά μεν τους φρονίμους έχει ορίσει όριον ο νόμος· ως προς τους κακούς όμως θα αναφέρω τον μύθον που είπεν η κόρη μου εις τον αδελφόν της. Διηγήθη δηλαδή, ότι η Σελήνη παρεκάλει την μητέρα της να της υφάνη ένα υποκάμισον ανάλογον.
157b σύμμετρον· τὴν δ' εἰπεῖν ‘καὶ πῶς σύμμετρον
ὑφήνω; νῦν μὲν γὰρ ὁρῶ σε πανσέληνον, αὖθις
δὲ μηνοειδῆ, τοτὲ δ' ἀμφίκυρτον.’ οὕτω δή, ὦ
φίλε Χερσία, καὶ πρὸς ἄνθρωπον ἀνόητον καὶ
φαῦλον οὐδέν ἐστι μέτρον οὐσίας· ἄλλοτε γὰρ
ἄλλος ἐστὶ ταῖς χρείαις διὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰς
τύχας, ὥσπερ ὁ Αἰσώπου κύων, ὃν οὑτοσί φησιν
ἐν τῷ χειμῶνι συστρεφόμενον καὶ συσπειρώμενον
διὰ τὸ ῥιγοῦν οἰκίαν ποιεῖν διανοεῖσθαι, θέρους
δ' αὖ πάλιν ἐκτεταμένον καθεύδοντα φαίνεσθαι
μέγαν ἑαυτῷ καὶ μήτ' ἀναγκαῖον ἡγεῖσθαι μήτε
μικρὸν ἔργον οἰκίαν περιβαλέσθαι τοσαύτην. ἦ
γὰρ οὐχ ὁρᾷς," εἶπεν, "ὦ Χερσία, καὶ τοὺς
Εκείνη τότε απήντησε: “Πώς να σου το υφάνω ανάλογον, αφού τώρα μεν σε βλέπω πανσέληνον, άλλοτε πάλιν δρεπανοειδή και άλλοτε καμπυλωτήν και από τα δυο μέρη;” Έτσι λοιπόν, φίλε Χερσία, και δι' έναν άνθρωπον ανόητον και ταπεινόν δεν υπάρχει κανένα μέτρον περιουσίας. Διότι κάθε φοράν είναι διαφορετικός εις τας ανάγκας του κατά τας επιθυμίας του και κατά τας περιστάσεις, καθώς ο σκύλλος του Αισώπου, που αναφέρει αυτός εδώ: τον χειμώνα, όπως ήτο συμμαζευμένος και κουλουριασμένος από το κρύο, εσκέπτετο να κτίση σπίτι· το θέρος πάλιν, επειδή εκοιμάτο εξαπλωμένος, εύρισκε μεγάλον τον (σ. 64) εαυτόν του και δι' αυτό ενόμιζεν ότι ούτε ανάγκη ούτε εύκολον πράγμα ήτο να κτίση γύρω του τόσον μεγάλο σπίτι. Μήπως δεν βλέπεις” είπε “Χερσία,
157c μιαροὺς νῦν μὲν εἰς μικρὰ κομιδῇ συστέλλοντας
ἑαυτοὺς ὡς στρογγύλως καὶ Λακωνικῶς βιωσο-
μένους, νῦν δέ, εἰ μὴ τὰ πάντων ἔχουσιν ἰδιωτῶν
ἅμα καὶ βασιλέων, ὑπ' ἐνδείας ἀπολεῖσθαι νομί-
ζοντας;"
ότι και οι μωροί, άλλοτε μεν περιορίζονται εις πάρα πολύ μικρά, σαν να θέλουν να ζήσουν συμμαζευμένα και Λακωνικά· άλλοτε πάλιν, αν δεν έχουν όσα έχουν όλοι οι ιδιώται μαζί και οι βασιλείς, νομίζουν πως θα αποθάνουν από τας στερήσεις;”
     Ὡς οὖν ὁ Χερσίας ἀπεσιώπησεν, ὑπολαβὼν ὁ
Κλεόδωρος, "ἀλλὰ καὶ τοὺς σοφούς," εἶπεν,
"ὑμᾶς ὁρῶμεν ἀνίσοις μέτροις τὰς κτήσεις
νενεμημένας πρὸς ἀλλήλους ἔχοντας."
Επειδή δε ο Χερσίας εσιώπησεν, έλαβε τον λόγον ο Κλεόδωρος και είπεν: “Αλλά και σεις οι σοφοί βλέπομεν ότι έχετε μοιρασμένας τας περιουσίας όχι με ίσα μεταξύ σας μέτρα”.
     Καὶ ὁ Κλεόβουλος, "ὁ γάρ τοι νόμος," εἶπεν,
"ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν, ὡς ὑφάντης ἑκάστῳ τὸ
πρέπον ἡμῶν καὶ τὸ μέτριον καὶ τὸ ἁρμόττον
Και ο Κλεόβουλος απήντησε: “Διότι, φίλτατε, ο νόμος σαν υφαντουργός δίδει εις τον καθένα μας ό,τι του πρέπει και ό,τι είναι κανονικόν και ό,τι του αρμόζει. Και
157d ἀποδίδωσι. καὶ σὺ καθάπερ τῷ νόμῳ τῷ λόγῳ
τρέφων καὶ διαιτῶν καὶ φαρμακεύων τοὺς κάμ-
νοντας οὐκ ἴσον ἑκάστῳ, τὸ δὲ προσῆκον ἀπο-
νέμεις ἅπασιν."
συ επίσης, όταν κανονίζης με το λογικόν, ωσάν με κάποιον νόμον, και παραγγέλλης την τροφήν και την δίαιταν και τα φάρμακα είς τους ασθενείς σου, δεν κατανέμεις το ίσον εις όλους, αλλ' ό,τι αρμόζει εις τον καθένα116”.
     Ὑπολαβὼν δ' ὁ Ἄρδαλος, "ἆρ' οὖν," ἔφη,
"καὶ τὸν ἑταῖρον ὑμῶν Σόλωνος δὲ ξένον Ἐπι-
μενίδην νόμος τις ἀπέχεσθαι τῶν ἄλλων σιτίων
κελεύει, τῆς δ' ἀλίμου δυνάμεως ἣν αὐτὸς συντίθησι
μικρὸν εἰς τὸ στόμα λαμβάνοντα διημερεύειν
ἀνάριστον καὶ ἄδειπνον;"

Τότε έλαβε τον λόγον ο Άρδαλος και είπεν: “Άραγε λοιπόν νόμος είναι και αυτός που επιβάλλει εις τον φίλον σας και φιλοξενούμενον του Σόλωνος τον Επιμενίδην να απέχη από τας αλλάς τροφάς, αφού δε βάλη εις το στόμα του ολίγον από το κατευναστικόν της πείνας εκείνο μέσον, που το κατασκευάζει ο ίδιος117, να μένη όλην την ημέραν χωρίς γεύμα και δείπνον;”

     Ἐπιστήσαντος δὲ τοῦ λόγου τὸ συμπόσιον ὁ
μὲν Θαλῆς ἐπισκώπτων εὖ φρονεῖν ἔφη τὸν
Ἐπιμενίδην ὅτι μὴ βούλεται πράγματα ἔχειν
ἀλῶν τὰ σιτία καὶ πέττων ἑαυτῷ, καθάπερ
Η ερώτησις αυτή επέσυρε την προσοχήν όλων των συμποτών. Και ο μεν (σ. 66) Θαλής αστειευόμενος παρετήρησεν ότι πολύ σωστά σκέπτεται ο Επιμενίδης118, που δεν θέλει να ενοχλήται με το να αλέθη ο ίδιος και να ψήνη τα φαγητά
157e Πιττακός. "ἐγὼ γάρ," εἶπε, "τῆς ξένης ἤκουον
ᾀδούσης πρὸς τὴν μύλην, ἐν Ἐρέσῳ γενόμενος,
του καθώς ο Πιττακός. “Εγώ” επρόσθεσεν “ήκουσα την γυναίκα, που με εφιλοξένησεν, όταν ήμην εις την Ερεσόν119, να τραγουδή ενώ εγύριζε τον μύλον:
              ἄλει, μύλα, ἄλει·
            καὶ γὰρ Πιττακὸς ἄλει
            μεγάλας Μυτιλάνας βασιλεύων."
   Ὁ δὲ Σόλων ἔφη θαυμάζειν τὸν Ἄρδαλον εἰ
τὸν νόμον οὐκ ἀνέγνωκε τῆς διαίτης τοῦ ἀνδρὸς
ἐν τοῖς ἔπεσι τοῖς Ἡσιόδου γεγραμμένον· ἐκεῖνος
γάρ ἐστιν ὁ πρῶτος Ἐπιμενίδῃ σπέρματα τῆς
τροφῆς ταύτης παρασχὼν καὶ ζητεῖν ὁ διδάξας
Άλεθε, μύλε, άλεθε·
γιατί άλεθε και ο Πιττακός,
της Μυτιλήνης βασιλιάς,
της ξακουσμένης χώρας
120”.

Ο δε Σόλων εξέφρασε την απορίαν του, ότι ο Άρδαλος δεν ανέγνωσε τον νόμον της διαίτης αυτού, ενώ είναι γραμμένος εις τα ποιήματα του Ησιόδου. Διότι εκείνος είναι που έδωσε πρώτος εις τον Επιμενίδην την αφορμήν εις τον τρόπον αυτόν της ζωής, αφού τον εδίδαξε να ζητή

157f    ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ' ὄνειαρ.

μολόχα και ασφόδελος πόσο μας ωφελούνε121.

     "Οἴει γάρ," ὁ Περίανδρος εἶπε, "ταὸν Ἡσίοδον
ἐννοῆσαί τι τοιοῦτον; οὐκ ἐπαινέτην ὄντα φειδοῦς
ἀεί, καὶ πρὸς τὰ λιτότατα τῶν ὄψων ὡς ἥδιστα
παρακαλεῖν ἡμᾶς; ἀγαθὴ μὲν γὰρ ἡ μαλάχη
βρωθῆναι, γλυκὺς δ' ὁ ἀνθέρικος· τὰ δ' ἄλιμα
ταῦτα καὶ ἄδιψα φάρμακα μᾶλλον ἢ σιτία πυνθάνο-
μαι καὶ μέλι καὶ τυρόν τινα βαρβαρικὸν δέχεσθαι
καὶ σπέρματα πάμπολλα τῶν οὐκ εὐπορίστων.
πῶς οὖν ἐῶμεν Ἡσιόδῳ τὸ
               πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ
κείμενον
   ἔργα βοῶν δ' ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν,
εἰ τοσαύτης δεήσει παρασκευῆς; θαυμάζω δέ
“Και νομίζεις” παρετήρησε τότε ο Περίανδρος “ότι ο Ησίοδος κάτι παρόμοιον εννοεί, και όχι ότι μας συνιστά τα λιτότατα φαγητά ως νοστιμώτατα, επειδή (σ. 68) επαινεί πάντοτε την οικονομίαν; Πράγματι καλή είναι ως τροφή η μολόχα και γλυκός ο βλαστός του ασφοδέλου· ενώ αυτά που παύουν την πείναν και την δίψαν, φάρμακα μάλλον παρά τροφαί, χρειάζονται, καθώς ακούω, και μέλι και τυρί από ξένας χώρας122, και σπόρους πάρα πολλούς δυσευρέτους. Πώς λοιπόν δεν θα ήτο χωρίς σημασίαν το λεγόμενον υπό του Ησιόδου

το τιμόνι που είναι πάνω από τον καπνό123

και το

θα χάνοντο των μουλαριών και των βοδιών οι κόποι124,

εφ' όσον θα χρειάζεται τόση προετοιμασία;
158a σου τὸν ξένον, ὦ Σόλων, εἰ Δηλίοις ἔναγχος
ποιησάμενος τὸν μέγαν καθαρμὸν οὐχ ἱστόρησε
παρ' αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν κομιζόμενα τῆς πρώτης
ὑπομνήματα τροφῆς καὶ δείγματα μετ' ἄλλων
εὐτελῶν καὶ αὐτοφυῶν μαλάχην καὶ ἀνθέρικον,
ὧν εἰκός ἐστι καὶ τὸν Ἡσίοδον προξενεῖν ἡμῖν
τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀφέλειαν."
Απορώ μάλιστα, Σόλων, με τον φίλον σου, πώς, ενώ έκαμε τώρα τελευταία τον μεγάλον καθαρμόν εις την Δήλον125, δεν παρετήρησε, μέσα εις άλλα απλά και άγρια χόρτα που μεταφέρονται εκεί εις τον 158 ναόν ως ενθύμια και δείγματα της πρωτογόνου τροφής126, την μολόχαν και τον ασφόδελον, των οποίων την λιτότητα και απλότητα είναι φυσικόν να μας συνιστά και ο Ησίοδος”.
     "Οὐ ταῦτ'," ἔφη, "μόνον," ὁ Ἀνάχαρσις,
"ἀλλὰ καὶ πρὸς ὑγίειαν ἐν τοῖς μάλιστα τῶν
λαχάνων ἑκάτερον ἐπαινεῖται."
“Όχι μόνον αυτό”, είπεν ο Ανάχαρσις “αλλά μεταξύ όλων των χορταρικών τα δύο αυτά επαινούνται εξαιρετικά ως ωφέλιμα εις την (σ. 70) υγείαν”.
     Καὶ ὁ Κλεόδωρος "ὀρθῶς," ἔφη, "λέγεις.
ἰατρικὸς γὰρ Ἡσίοδος, ὡς δῆλός ἐστιν οὐκ
“Σωστά λέγεις” είπε και ο Κλεόδωρος. “Άλλωστε ο Ησίοδος είχε και ιατρικάς γνώσεις· διότι
158b ἀμελῶς οὐδ' ἀπείρως περὶ διαίτης καὶ κράσεως
οἴνου καὶ ἀρετῆς ὕδατος καὶ λουτροῦ καὶ γυναικῶν
διαλεγόμενος καὶ συνουσίας καιροῦ καὶ βρεφῶν
καθίσεως. ἀλλ' Ἡσιόδου μὲν ἐμοὶ δοκεῖ δι-
καιότερον Αἴσωπος αὑτὸν ἀποφαίνειν μαθητὴν ἢ
Ἐπιμενίδης· τούτῳ γὰρ ἀρχὴν τῆς καλῆς ταύτης
καὶ ποικίλης καὶ πολυγλώσσου σοφίας ὁ πρὸς
τὴν ἀηδόνα λόγος τοῦ ἱέρακος παρέσχηκεν. ἐγὼ
δ' ἂν ἡδέως ἀκούσαιμι Σόλωνος· εἰκὸς γὰρ αὐτὸν
πεπύσθαι, πολὺν χρόνον Ἀθήνησιν Ἐπιμενίδῃ
συγγενόμενον, ὅ τι δὴ παθὼν ἢ σοφιζόμενος ἐπὶ
τοιαύτην ἦλθε δίαιταν."
προφανώς ομιλεί όχι επιπολαίως και χωρίς πείραν περί του τρόπου της ζωής, περί της αναμείξεως του οίνου, περί των αγαθών ιδιοτήτων του ύδατος, περί του λουτρού των γυναικών, περί της καταλληλοτέρας προς συνουσίαν περιστάσεως, περί του τρόπου που πρέπει να καθίζουν τα βρέφη127. Αλλά του Ησιόδου μαθητής είναι, μου φαίνεται, με περισσότερα δικαιώματα ο Αίσωπος παρά ο Επιμενίδης. Διότι την αφορμήν εις την γνωστήν ωραίαν και ποικίλην και πολύγλωσσον128 σοφίαν του έδωσεν εις αυτόν η συνομιλία της αηδόνος και του ιέρακος129. Αλλ' εγώ ευχαρίστως θα ήκουα από τον Σόλωνα (αυτός φυσικά, επειδή πολύν καιρόν συνανεστράφη τον Επιμενίδην εις τας Αθήνας, θα το έχει πληροφορηθή), επί τη βάσει ποίων γεγονότων της ζωής του ή ποίων σκέψεων κατέληξεν εις τοιούτον τρόπον ζωής”.
    Τροφής έπαινος
     Καὶ ὁ Σόλων ἔφη "τί δὲ τοῦτ' ἐκεῖνον

15. Ο Σόλων τότε είπε: “Δεν ήτο ανάγκη

158c ἐρωτᾶν ἔδει; δῆλον γὰρ ἦν ὅτι τοῦ μεγίστου τῶν
ἀγαθῶν καὶ κρατίστου δεύτερόν ἐστι τὸ δεῖσθαι
τροφῆς βραχυτάτης. ἢ τὸ μέγιστον οὐ δοκεῖ τὸ
μηδ' ὅλως τροφῆς δεῖσθαι;"
να ερωτήσω εκείνον δι' αυτό το ζήτημα. Είναι φανερόν ότι, μετά το μέγιστον και ανώτερον αγαθόν, δεύτερον έρχεται το να χρειάζεται κανείς πάρα πολύ ολίγην τροφήν130. Ή μήπως δεν σου φαίνεται ότι το μέγιστον είναι να μη χρειάζεται διόλου τροφήν;”
     "Οὐδαμῶς," ὁ Κλεόδωρος, "ἔμοιγ'," εἶπεν,
"εἰ δεῖ τὸ φαινόμενον εἰπεῖν, καὶ μάλιστα παρα-
κειμένης τραπέζης, ἣν ἀναιροῦσιν αἰρομένης τρο-
φῆς φιλίων θεῶν βωμὸν οὖσαν καὶ ξενίων. ὡς δὲ
Θαλῆς λέγει τῆς γῆς ἀναιρεθείσης σύγχυσιν τὸν
ὅλον ἕξειν κόσμον, οὕτως οἴκου διάλυσις ἐστι·
συναναιρεῖται γὰρ αὐτῇ πῦρ ἑστιοῦχον ἑστία
κρατῆρες ὑποδοχαὶ ξενισμοί, φιλανθρωπότατα καὶ
πρῶτα κοινωνήματα πρὸς ἀλλήλους, μᾶλλον δὲ
“Εγώ τουλάχιστον δεν συμφωνώ διόλου” είπεν ο Κλεόδωρος “αν πρόκειται να είπω ό,τι πιστεύω — και μάλιστα αφού (σ. 72) απλώνεται ενώπιον μας τράπεζα, η οποία, αν καταργηθή η τροφή, εκμηδενίζεται, ενώ είναι βωμός των θεών που προστατεύουν την φιλίαν και την φιλοξενίαν. Όπως δε λέγει ο Θαλής, ότι θα προκύψη ένα χάος εις όλον τον κόσμον, αν η γη καταστραφή131,έτσι η κατάργησις της τροφής είναι διάλυσις του οίκου. Διότι μαζί με αυτήν εξαφανίζεται το πυρ της εστίας, η εστία, οι κρατήρες, αι υποδοχαί, αι φιλοξενίαι, τα οποία είναι αι πρώται εκδηλώσεις αγάπης και κοινωνικότητος μεταξύ των ανθρώπων ή μάλλον εξαφανίζεται ολόκληρος
158d σύμπας ὁ βίος, εἴ γε διαγωγή τίς ἐστιν ἀνθρώπου
πράξεων ἔχουσα διέξοδον, ὧν ἡ τῆς τροφῆς χρεία
καὶ παρασκευὴ τὰς πλείστας παρακαλεῖ. δεινὸν
μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, καὶ τὸ γεωργίας αὐτῆς· δι-
ολλυμένη γὰρ αὖθις ἀπολείπει γῆν ἡμῖν ἄμορφον
καὶ ἀκάθαρτον, ὕλης ἀκάρπου καὶ ῥευμάτων πλημ-
μελῶς φερομένων ὑπ' ἀργίας ἀνάπλεων. συναπόλ-
λυσι δὲ καὶ τέχνας πάσας καὶ ἐργασίας, ὧν ἔξαρχός
ἐστι καὶ παρέχει βάσιν πάσαις καὶ ὕλην, καὶ τὸ
η ζωή, αφού αυτή είναι μία απασχόλησις περιέχουσα την διεξαγωγήν υπό του ανθρώπου πράξεων, των οποίων τας περισσοτέρας προκαλεί η ανάγκη και η προετοιμασία της τροφής132. Φοβερόν είναι επίσης, φίλε μου, και ό,τι συμβαίνει με την γεωργίαν: αν αυτή σβήση, θα μας αφήση και πάλιν την γην άσχημον και ακάθαρτον, γεμάτην από άκαρπον βλάστησιν και από ποτάμια που θα τρέχουν χωρίς τάξιν, ένεκα της ελλείψεως καλλιέργειας. Καταστρέφει δε συγχρόνως και όλας τας τέχνας και τας εργασίας, μεταξύ των οποίων είναι η πρώτη και εις τας οποίας όλας δίδει την βάσιν και το υλικόν
158e μηδέν εἰσι, ταύτης ἐκποδὼν γενομένης. κατα-
λύονται δὲ καὶ τιμαὶ θεῶν, Ἡλίῳ μὲν μικράν,
ἔτι δ' ἐλάττω Σελήνῃ χάριν αὐγῆς μόνον καὶ ἀλέας
ἀνθρώπων ἐχόντων. ὀμβρίῳ δὲ Διὶ καὶ προηροσίᾳ
Δήμητρι καὶ φυταλμίῳ Ποσειδῶνι ποῦ βωμός
ἐστι, ποῦ δὲ θυσία; πῶς δὲ χαριδότης ὁ Διόνυσος,
εἰ δεησόμεθα μηδενὸς ὧν δίδωσι; τί δὲ θύσομεν
ἢ σπείσομεν; τίνος δ' ἀπαρξόμεθα; πάντα γὰρ
ταῦτα τῶν μεγίστων ἀνατροπὴν καὶ σύγχυσιν ἔχει
πραγμάτων. ἡδονῆς δὲ πάσης μὲν περιέχεσθαι
καὶ πάντως ἀλόγιστόν ἐστι, πᾶσαν δὲ φεύγειν καὶ
πάντως ἀναίσθητον. τὴν μὲν οὖν ψυχὴν ἑτέραις
ώστε εκμηδενίζονται, αν αυτή λειψή από το μέσον. Καταργείται δε και η λατρεία των θεών, αν οι άνθρωποι αποδίδουν μικράν ευγνωμοσύνην εις τον Ήλιον, ακόμη δε μικροτέραν εις την Σελήνην, διά τον φωτισμόν μόνον και την θέρμανσιν. Εις τον Δία δε τον Όμβριον133 και εις την Δήμητρα την Προηροσίαν134 και εις τον Ποσειδώνα τον Φυτάλμιον135 πού θα στηθή βωμός; (σ. 74) πού θυσία; Πώς δε θα είναι Χαριδότης ο Διόνυσος136 αφού δεν θα χρειαζώμεθα τίποτε από όσα δίδει; Έπειτα τί θα θυσιάσωμεν ή τί θα προσφέρωμεν ως σπονδήν; Από τί θα προσφέρωμεν απαρχάς137; Όλα αυτά οδηγούν εις ανατροπήν και διατάραξιν των σπουδαιοτέρων πραγμάτων. Το να επιδιώκη κανείς κάθε ηδονήν και με κάθε τρόπον είναι ένδειξις ανοησίας·
158f τισὶν ἡδοναῖς χρῆσθαι κρείττοσιν ὑπαρχέτω, τῷ
δὲ σώματι λαβεῖν ἡδονὴν τῆς ἀπὸ τοῦ τρέφεσθαι
δικαιοτέραν οὐκ ἔστιν εὑρεῖν, ὅπερ οὐδένα λέληθεν
ἀνθρώπων· ταύτην γὰρ ἐν μέσῳ θέμενοι κοινω-
νοῦσιν ἀλλήλοις δείπνων καὶ τραπέζης, ἀφρο-
δισίων δὲ νύκτα καὶ πολὺ προβάλλονται σκότος,
ἡγούμενοι ταύτης τὸ κοινωνεῖν ἀναίσχυντον εἶναι
καὶ θηριῶδες, ὡς τὸ μὴ κοινωνεῖν ἐκείνης."
να αποφεύγη όμως πάλιν κάθε ηδονήν και με κάθε τρόπον είναι δείγμα αναισθησίας. Λοιπόν εις μεν την ψυχήν ας επιτροπή να έχη μερικάς άλλας ηδονάς ανωτέρας· το σώμα όμως δεν είναι δυνατόν να λάβη άλλην ηδονήν δικαιοτέραν από την ηδονήν εκ της τροφής· αυτό όλοι οι άνθρωποι το γνωρίζουν. Διότι το φως του ηλίου θέτουν εις το μέσον138 και έτσι λαμβάνουν μέρος όλοι μαζί εις τα δείπνα και τα τραπέζια· ενώ διά τα έργα της Αφροδίτης περικαλύπτονται με νύκτα και με πολύ σκότος139, επειδή νομίζουν ότι το να λαμβάνουν από κοινού μέρος εις αυτήν την ηδονήν είναι πράγμα αναίσχυντον και κτηνώδες, όπως είναι πάλιν το να μη λαμβάνουν μέρος εις εκείνην”.
     Ὑπολαβὼν οὖν ἐγὼ τοῦ Κλεοδώρου διαλιπόντος,
"ἐκεῖνο δ' οὐ λέγεις," εἶπον, "ὅτι καὶ τὸν ὕπνον
ἅμα τῇ τροφῇ συνεκβάλλομεν· ὕπνου δὲ μὴ ὄντος

Όταν προς στιγμήν έπαυσεν ο Κλεόδωρος, έλαβον τον λόγον εγώ και είπον: “Δεν λέγεις και το άλλο: ότι μαζί με την τροφήν χάνομεν και τον ύπνον· αν δε ύπνος δεν υπάρχη,

159a οὐδ' ὄνειρός ἐστιν, ἀλλ' οἴχεται τὸ πρεσβύτατον
ἡμῖν μαντεῖον. ἔσται δὲ μονοειδὴς ὁ βίος καὶ
τρόπον τινὰ μάτην τὸ σῶμα περικείσεται τῇ ψυχῇ·
τὰ πλεῖστα γὰρ αὐτοῦ καὶ κυριώτατα τῶν μερῶν
ἐπὶ τὴν τροφὴν ὄργανα παρεσκεύασται, γλῶττα
καὶ ὀδόντες καὶ στόμαχος καὶ ἧπαρ. ἀργὸν γὰρ
οὐδέν ἐστιν οὐδὲ πρὸς ἄλλην συντεταγμένον χρείαν·
ὥσθ' ὁ μὴ δεόμενος τροφῆς οὐδὲ σώματος δεῖται.
τοῦτο δ' ἦν αὖ τὸ αὑτοῦ μὴ δεῖσθαι· σὺν σώματι
γὰρ ἡμῶν ἕκαστος. ἡμεῖς μὲν οὖν," ἔφην ἐγώ,
"ταύτας τῇ γαστρὶ συμβολὰς εἰσφέρομεν· εἰ δὲ
Σόλων ἤ τις ἄλλος τι κατηγορεῖ, ἀκουσόμεθα."
δεν υπάρχει και όνειρον, και τότε χάνεται και το πρώτον εις αρχαιότητα μαντικόν μας μέσον140. Θα είναι δε τότε η ζωή μονότονος και το σώμα θα περιβάλλη ανωφελώς τρόπον τινά την ψυχήν. Διότι τα περισσότερα και σπουδαιότερα μέρη αυτού είναι όργανα προετοιμασμένα διά την τροφήν, η γλώσσα και οι οδόντες και ο στόμαχος και το ήπαρ. Πράγματι κανένα δεν είναι αργόν ούτε κατασκευασμένον δι' άλλην ανάγκην. Ώστε, όστις δεν χρειάζεται (σ. 76) τροφήν, δεν χρειάζεται και το σώμα. Τούτο δε θα εσήμαινε κανείς μας να μη χρειάζεται ο ίδιος τον εαυτόν του· διότι ο καθένας μας υπάρχει μαζί με το σώμα. Αυτάς λοιπόν ημείς είπον εγώ “τας συνεισφοράς προσφέρομεν υπέρ της κοιλίας· αν δε ο Σόλων ή άλλος κανείς έχη κάτι να αντιτάξη, θα τον ακούσωμεν”.

*
* *

Σημειώσεις

99. Ο Βαθυκλής από την Αρκαδίαν λέγεται ότι εκληροδότησεν εις τον σοφώτατον από τους Έλληνας ένα χρυσούν ποτήριον (ίδε περί τούτου Εισαγωγήν).

100. Πρβλ. Διογένη Λαέρτιον Ι 76: "Νόμους δὲ ἔθηκε τῷ μεθύοντι ἐὰν ἁμάρτῃ διπλῆν εἶναι τὴν ζημίαν, ἵνα μὴ μεθύωσι, πολλοῦ κατὰ τὴν νῆσον οἴνου γινομένου".

101. Το πρόσωπον τούτο αναφέρεται μόνον υπό του σχολιαστού του Πλάτωνος, όστις του αποδίδει την πατρότητα του "Γνῶθι σαυτόν". Ητο ευνούχος νεωκόρος του εν Δελφοίς ιερού.

102. Πρβλ. Αθήναιον 437f: "Ἀνάχαρσις δὲ ὁ Σκύθης, παρὰ Περιάνδρῳ τεθέντος ἄθλου περὶ τοῦ πίνειν, ᾔτησε τὸ νικητήριον πρῶτος μεθυσθεὶς τῶν συμπαρόντων, ὡς ὅντος τέλους τούτου καὶ τῆς ἐν τῷ πότῳ νίκης, ὥσπερ καὶ τῆς ἐν τῷ τρέχειν." Και Αιλιανόν (Ποικ. Ιστορ. 11 41): "Καὶ Ἀνάχαρσις δὲ πάμπολυ, φασίν, ἔπιε παρὰ Περιάνδρῳ· Σκυθῶν γὰρ ἴδιον τὸ πίνειν ἄκρατον."

103. Διά του μύθου αυτού θέλει εδώ να δείξη ο Αίσωπος, ότι ήρχισαν αυτοί τώρα τας παρεκβάσεις, ενώ πρωτύτερα (152d) τον επέπληξαν δι' αυτό. Την εξήγησιν δίδει ο Χίλων.

104. "Κανὼν" εις την αρχαίαν υφαντικήν ελέγετο το πηνίον, το μασούρι.

105. "Ἄγνυθες" και "λεῖα" ελέγοντο οι λίθοι που εκράτουν όρθια τα στημόνια κρεμάμενοι από αυτά.

106. "Λατύπη" ελέγοντο τα πελεκήματα λίθων τα χρησιμεύοντα δι' ακόνισμα σιδηρών εργαλείων.

107. Πρβλ. Περί δεισιδαιμονίας 167b: "Μουσικήν φησιν ὁ Πλάτων" (Τίμ. 47d), "ἐμμελείας καὶ εὐρυθμίας δημιουργόν, ἀνθρώποις ὑπὸ θεῶν οὐ τρυφῆς ἕνεκα καὶ κνήσεως ὤτων δοθῆναι κλπ."

108. Η αυτή εικών αναπτύσσεται και εις το Συμπόσιον του Πλάτωνος 192d υπό του Αριστοφάνους, εκείθεν δε παρελήφθη υπό του Πλουτάρχου εις τον Ερωτικόν 752d.

109. Πρβλ. και Συμποσ. Προβλ. 712b: "Καὶ τὰ σκληρότατα τῶν ἠθῶν ὥσπερ ἐν πυρὶ τῷ οἴνῳ μαλάττουσι καὶ κάμπτουσιν ἐπὶ τὸ ἐπιεικέστατον" και 620d "ὁ δὲ οἶνος ἄξει τὸ ἦθος εἰς τὸ μέτριον μαλακώτερον ποιῶν καὶ ἀνυγραίνων".

110. Όπως από τον κρατήρα αντλούν και πίνουν όλοι και διασκεδάζουν, έτσι και από την κοινήν συζήτησιν. Ανάλογος μεταφορά είναι και το "ἐστίασις λόγων".

111. Όπως ο αγρός ποτιζόμενος με νερά παράγει καλά προϊόντα, έτσι και ο νους ποτιζόμενος με το κρασί γεννά σκέψεις· πρβλ. Ξενοφ. Συμπόσιον 2,24 και Αριστοφ. Ιππής 95:

ἀλλ' ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χόα,
τὸν νοῦν ἴν' ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν.

112. Οι στίχοι του Ησιόδου είναι:

Μηδέ ποτ' οἰνοχόην τιθέμεν κρατῆρος ὕπερθεν
πινόντων· ὀλοὴ γὰρ ἐπ' αὐτῷ μοῖρα τέτυκται.

113. Τούτο αναφέρεται εις τους επομένους στίχους του Ομήρου (Δ 261):

Εἴπερ γάρ τ' ἄλλοι γε καρηκομόωντες Ἀχαιοὶ
δαιτρὸν πίνωσι, σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεὶ
ἕστηχ' ὥς περ ἐμοί, πιέειν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι.
Ταύτα λέγει ο Αγαμέμνων εις τον αρχηγόν των Κρητών Ιδομενέα, εκ των οποίων φαίνεται ότι, ενώ οι ηγεμόνες είχον πάντοτε γεμάτα από κρασί τα ποτήρια των και έπινον όσον ήθελον, εις τους λοιπούς το ποτόν τούτο εδίδετο ωρισμένον και μετρημένον ("δαιτρόν").

114. Πλαγκταί πέτραι, ή κατ' άλλους Συμπληγάδες και Κυανέαι και Συνδρομάδες, ήσαν δύο βράχοι εις την είσοδον του Ευξείνου Πόντου, όπου τα πλοία φερόμενα υπό της τρικυμίας προσέκρουον και εβυθίζοντο. Πρβλ. Ομήρου Οδύσσ. μ 62:

Πλαγκτὰς δή τοι τάς δε θεοὶ μάκαρες καλέουσιν·
τῇ μὲν τ' οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ πέλειαι
τρήρωνες, ταί τ' ἀμβροσίαν Διὶ πατρὶ φέρουσι
και την ποιήτριαν Μοιρώ παρ' Αθηναίω 491b:
τὸν μὲν ἄρα τρήρωνες ὑπὸ ζαθέῳ τράφον ἄντρῳ
ἀμβροσίην φέρουσαι ἀπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων.

115. Ο Κλεόβουλος ήτο αρμοδιώτερος να λάβη πρώτος τον λόγον επί του θέματος τούτου, διότι εις αυτόν αποδίδεται το γνωμικόν "Πᾶν μέτρον ἄριστον".

116. Είναι η γεωμετρική, όχι η αριθμητική ισότης.

117. Κατ' άλλους η άλιμος αυτή ουσία δεν ήτο εφεύρεσις του Επιμενίδου. Ο Διογένης Λαέρτιος λέγει (1,114), ότι ούτος την έλαβεν από τας Νύμφας, ο δε Πορφύριος (Βίος Πυθαγόρου 34) την αποδίδει εις τον φιλόσοφον Πυθαγόραν, αναφέρει μάλιστα και την συνταγήν αυτής: "Ὁ Πυθαγόρας ἀλίμοις ἐχρῆτο καὶ ἀδίψοις τροφαῖς, τὴν μὲν ἄλιμον συντιθεὶς ἐκ μήκωνος σπέρματος καὶ σησάμου καὶ φλοιοῦ σκίλλης πλυθείσης ἀκριβῶς, ἔστ' ἂν τοῦ περὶ αὐτὴν ὀποῦ καθαρθείη, καὶ ἀσφοδέλων ἀνθερίκων καὶ μαλάχης φύλλων καὶ ἀλφίτων καὶ κριθῶν καὶ ἐρεβίνθων, ἅπερ κατ' ἴσον πάντα σταθμὸν κοπέντα μέλιτι ἀνέδευεν Ὑμηττίῳ· τὴν δ' ἄδιψον ἐκ σικυῶν σπέρματος καὶ ἀσταφίδος λιπαρᾶς ἐξελὼν αὐτῆς τὰ γίγαρτα, καὶ ἀνθοῦς κορίου καὶ μαλάχης ὁμοίως σπέρματος καὶ ἀδράχνης καὶ τυροῦ κνήστεως καὶ ἀλεύρου πάλης καὶ γάλακτος λίπους, ἅπερ πάντα ἀνεμίγνυ μέλιτι νησιωτικῷ".

118. Ο Επιμενίδης εκ Φαιστού της Κρήτης ήτο περίφημος εις την Αρχαιότητα ως σοφός, θεολόγος, μάντις, ιατρός και θαυματοποιός. Μετά το Κυλώνειον άγος εκλήθη εις τας Αθήνας διά να καθαρίση την πόλιν από το μίασμα και τότε συνεδέθη με τον Σόλωνα (Ίδε Βίον Σολ. 8).

119. Πόλις αρχαία της Λέσβου εις την ΝΔ αυτής παραλίαν, πατρίς της Σαπφούς και του Θεοφράστου. Η σημερινή κωμόπολις Ερεσός, με 5000 κατοίκους, απέχει της αρχαίας ημίσειαν ώραν προς Β., αλλ' οι κάτοικοι ήρχισαν να κατέρχωνται πάλιν προς την θάλασσαν και επί των ερειπίων της αρχαίας ιδρύεται τώρα νέος συνοικισμός.

120. Το δημοτικόν τούτο άσμα, επιχωριάζον, ως φαίνεται, εις την Ερεσόν, περισυνέλεξεν ο Κύπριος μαθητής του Αριστοτέλους Κλέαρχος· είναι ωδή επιμύλιος με την οποίαν ανεκουφίζοντο αλέθουσαι αι γυναίκες των Ερεσίων. Ο παρατατικός "ἄλει" (ήλεθε) μαρτυρεί ότι το άσμα συνετάχθη μετά τον θάνατον του Πιττακού. Αλλά διατί ο αισυμνήτης Πιττακός να αλέθη; Οι αρχαίοι πιστεύουν ότι το έκαμνε χάριν ασκήσεως γυμναστικής. Ίσως όμως εξηγείται και άλλως το πράγμα. Ο Πιττακός, με το θρακικόν όνομα και την ταπεινήν καταγωγήν του, διήγειρε το μίσος των αριστοκρατικών Μυτιληναίων, όταν έγινεν αισυμνήτης. Ούτοι λοιπόν προς εξευτελισμόν του διέδιδον πιθανώς, εκτός άλλων, καί ότι μικρός εγύριζε τον μύλον εκ τούτου λοιπόν εδημιουργήθη ίσως το άσμα. Ότι δε τοιούτοι δυσφημήσεις και συκοφαντίαι εγίνοντο κατ' αυτού, αποδεικνύει και το σκόλιον του Αλκαίου (87 Diehl):

τὸν κακοπάτριδα
Πίττακον πόλιος τᾶς ἀχόλῳ καὶ βορυδαίμονος
ἐστάσαντο τύραννον μέγ' ἐπαίνεντες ἀόλλεες.

121. Ο Πλάτων (Νόμ. 677d) λέγει ότι ο Επιμενίδης ελάμβανε "μικρόν τι ἐδεσμάτιον ἐξ ἀσφοδέλου καὶ μαλάχης, ὅπερ αὐτὸν ἄλιμον καὶ ἄδιψον ἐποίει". Και ο Θεόφραστος (Περὶ φυτῶν VII 12,1) λέγει: "ἐδώδιμος καὶ ἡ τοῦ ἀσφοδέλου ῥίζα καὶ ἡ τῆς σκίλλης, πλὴν οὐ πάσης, ἀλλὰ τῆς Ἐπιμενιδειου καλουμένης". Και σήμερον η μαλάχη θεωρείται φαγώσιμος, όχι όμως και ο ασφόδελος.

122. Ο Κοραής εις το Περί αέρων του Ιπποκράτους (τόμ. II, σ. 273) λέγει ότι εννοείται εδώ ο σκυθικός τυρός, τον οποίον ο Ιπποκράτης ονομάζει ἱππάκην: "καὶ ἱππάκην τρώγουσι· τοῦτο δέ ἐστι τυρὸς ἵππων". Μέλι δε εννοεί ρίζαν γλυκείαν, η οποία φύεται περί την λίμνην Μαιώτιδα (την Αζοφικήν θάλασσαν) και περί της οποίας ο Θεόφραστος (Περί φυτών IX 13) λέγει: "δύναται δὲ καὶ τὴν δίψαν παύειν, ἐάν τις ἐν τῷ στόματι ἔχῃ· διὸ ταύτῃ τε καὶ τῇ ἱππάκῃ διάγειν φασὶ τοὺς Σκύθας ἡμέρας καὶ ἕνδεκα καὶ δώδεκα".

123. Όταν οι ναυτικοί δεν ειργάζοντο, έσυραν τα πλοία εις την ξηράν και εκρέμων τα πηδάλια εις καπνισμένους τόπους (ὑπὲρ καπνοῦ), διά να ξηραίνωνται και να μη σαπίζουν από την υγρασίαν.

124. Οι κόποι των βοών και ημιόνων είναι οι καλλιεργημένοι αγροί. Η έννοια των στίχων του Ησιόδου είναι ότι ο βίος των ανθρώπων θα ήτο εύκολος και δεν θα είχον ανάγκην να εργάζωνται κατά ξηράν και θάλασσαν, αν oι θεοί δεν έκρυπτον τα αγαθά που έχουν δώσει εις αυτούς. Παρόμοιον τι έλεγε και ο φιλόσοφος Διογένης: "τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον ῥᾴδιον ὑπὸ τῶν θεῶν δεδόσθαι, ἀποκεκρύφθαι δὲ αὐτὸν ζητούντων μελίπηκτα καὶ μύρα καὶ τὰ παραπλήσια".

125. To γεγονός που αναφέρεται εδώ δεν είναι γνωστόν εξ άλλης πηγής. Μερικοί εξηγούν ότι ο Επιμενίδης εις τον καθαρμόν των Αθηνών συμπεριέλαβε και την ανήκουσαν εις αυτούς νήσον Δήλον. Πιθανώτερον φαίνεται (όπως παρατηρεί ο κ. Συκουτρής), ότι ο Πλούταρχος εξ αμελείας ή και σκοπίμως (διά να καταστήση πιθανήν την παρουσίαν του Επιμενίδου εις την Δήλον) απέδωσεν εις τον περιβόητον εκ Κρήτης θεολόγον και την πολύ μεταγενεστέραν κάθαρσιν της Δήλου, την οποίαν αναφέρει και ο Θουκυδίδης και άλλοι συγγραφείς· ήτο πασίγνωστος άλλωστε.

126. Εις την Δήλον υπήρχε βωμός Απόλλωνος του γενέτορος, περί του οποίου ο Διογ. Λαέρτιος 8,13 λέγει: "ὅς ἐστιν ὄπισθεν τοῦ κερατίνου, διὰ τὸ πυροὺς καὶ κριθὰς καὶ τὰ πόπανα μόνα τίθεσθαι ἐπ' αὐτοῦ ἄνευ πυρός, ἱερεῖον δὲ μηδέν".

127. Ο Ησίοδος (Έργα 750) συμβουλεύει να μη τοποθετούν βρέφη 12 ήμερων επάνω εις ακίνητα (δηλαδή βωμούς, τάφους κ.λ.), διότι τούτο τα καθιστά εις το μέλλον άνδρας ανικάνους.

128. Διότι τόσα είδη ζώων διαλέγονται εκεί, το καθένα με την γλώσσαν του.

129. Κατά των μύθον τούτον του Ησιόδου (Έργα 203), ιέραξ ήρπασεν αηδόνα και ητοιμάζετο να την καταβρόχθιση· ότε δε εκείνη των παρεκάλεσε να μη την φάγη, διότι δεν είναι ικανή να τον χορτάση, απήντησεν ότι προς τον ισχυρόν δεν πρέπει ν' αναφέρεται ο αδύνατος, διότι και νικάται καί λύπην και αίσχος δοκιμάζει:

ἄφρων δ' ὅς κ' ἐθέλει πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν·
νίκης τε στέρεται πρός τ' αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει.
Το αυτό θέμα επραγματεύθη και ο Αίσωπος εις τον μύθον του Αηδών και ιέραξ, αλλά με διάφορον επιμύθιον. Κατά τον Αίσωπον εις την παράκλησιν της αηδόνος ο ιέραξ απήντησεν: "Ἀλλ' ἐγὼ ἀπόπληκτος ἂv εἴην, εἰ τὴν ἐν χερσὶν ἑτοίμην βορὰν ἀφεὶς τὰ μηδέπω φαινόμενα διώκοιμι". Περί της πολλαχού τονιζομένης προτεραιότητος του Ησιόδου εις την μυθοποιίαν πρβλ. και την Εισαγωγήν σ. 18*.

130. Θεμελιώδης αρχή του Σωκράτους και των κυνικών. Πρβλ. Ξενοφ. Απομν. Ι 6, 10: "Ἐγὼ δὲ νομίζω τὸ μὲν μηδενὸς δεῖσθαι θεῖον εἶναι, τὸ δὲ ὡς ἐλαχίστων ἐγγυτάτω τοῦ θείου· καὶ τὸ μὲν θεῖον κράτιστον, τὸ δὲ ἐγγυτάτω τοῦ θείου ἐγγυτάτω τοῦ κρατίστου".

131. Διότι η γη, κατά το σύστημα του Θαλή, αποτελεί το κέντρον του σύμπαντος.

132. Πρβλ. Στοβ. II σ. 165,10: "Οἱ μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς Στοᾶς βίον λέγεσθαι ὑπολαμβάνουσι καθ' ἕν τι σημαινόμενον λογικῆς ζωῆς διέξοδον αὐτῷ ἀποδιδόντες, ἐξ ἐνεργειῶν καὶ σχέσεων καὶ ποιήσεων καὶ παθημάτων συνεστῶσαν, ὁ δὲ Πλάτων τὰς τῶν ἀλόγων ζωὰς λέγει βίους".

133. Όμβριος ελέγετο ο Ζευς ως προκαλών τας βροχάς. Βωμός του Ομβρίου Διός υπήρχεν επί της κορυφής του Υμηττού και του Πάρνηθας, ναός δε αυτού παλαιότατος εις τας Αθήνας, ιδρυθείς κατά την παράδοσιν υπό του Δευκαλίωνος (Παυσαν. 1,32,2).

134. Προηρόσια ήτο η θυσία, την οποίαν κατά τινα χρησμόν ετέλουν οι Αθηναίοι υπέρ όλης της Ελλάδος, καθ' ην εποχήν ήρχιζον να καλλιεργούν την γην. Επειδή δε η θυσία αυτή ανήκεν εις την Δήμητρα, έλαβε και η θεά το επίθετον Προηροσία.

135. Το επίθετον Φυτάλμιος του Ποσειδώνος απαντά και αλλαχού. Πρβλ. Συμποσ. Προβλ. 675f: "Καὶ Ποσειδῶνι γε Φυταλμίῳ, Διονύσῳ δὲ Δενδρίτῃ, πάντες, ὡς ἔπος εἰπεῖν, Ἕλληνες θύουσιν"· και 730d: "ἀεὶ οἱ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερεῖς, οὓς ἱερομνήμονας καλοῦμεν, ἰχθῦς οὐκ ἐσθίουσιν· ὁ γὰρ θεὸς λέγεται Φυτάλμιος".

136. Το επίθετον Χαριδότης απεδίδετο υπό των Σαμίων και εις τον Ερμήν.

137. Απαρχαί ήσαν τα πρωτόλεια των προϊόντων, τα οποία επρόσφεραν εις τους θεούς.

138. Είναι η μόνη ηδονή, διά την οποίαν δεν εντρέπονται να την εκτελούν όλοι φανερά. Του χωρίου δεν είναι απολύτως βεβαία η παράδοσις.

139. Την έννοιαν αυτήν αναπτύσσει ο Πλούταρχος και εις τα Συμποσιακά προβλήματα 674e.

140. Τούτο ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τον Διοκλέα ως μάντιν.

*

 

 

 

 

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Οκτώβριος 2002