ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  E΄

 

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

 

 

Δύναμιν τότ’ η Αθηνά και θάρρος του Διομήδη

έδωκεν ώσπ’ εξαίσια στα πλήθη των Αργείων

να δοξασθή και υπέρλαμπρην φήμην παντού να λάβη.

Από το κράνος του άναβε και απ’ την ασπίδα φλόγα

που ακτινοβόλ’ ακοίμητη, του φθινοπώρου ως τ’ άστρο

λουσμένο απ’ τον Ωκεανόν ολόφωτο αναλάμπει.

Φως τόσο από την κεφαλήν του ανάβει και απ’ τους ώμους

κι έσπρωξε αυτόν κει πόβαζε σφοδρότερος ο αγώνας.

 

Ήταν Τρωαδίτης άνθρωπος, ο Δάρης ιερέας

του Ηφαίστου, πλούσιος, άψεγος. Και τέκνα τον Φηγέα

και τον Ιδαίον είχε δυο, κι ήταν πολέμων γνώστες.

Κινήσαν εναντίον του κι οι δυο τους απ’ την τάξην,

στ’ αμάξι αυτοί, προχώρησαν, αντίκρυς εσταθήκαν,

έριξε πρώτος το μακρύ κοντάρι του ο Φηγέας. 

 

Ξάκρισε  η λόγχη αριστερά τον ώμον του Τυδείδη

και δεν τον πήρε. Ακόντισε και αυτός κι όχι χαμένα.

Αλλά στο στηθοκόκαλο τον κτύπησ’ ώστε χάμω

τον κρήμνισ’ απ’ την άμαξαν. Επήδησεν ο Ιδαίος

τ’ όμορφο αμάξι αφήνοντας, ούδ’ έλαβε την τόλμην

του φονευμένου του αδελφού φρουρός αυτού να μείνη,

ότι ούδ’ αυτός θε να’φευγε τον χάρον, αλλ΄εσώθη

από τον Ήφαιστον, οπού τον έζωσε με σκότος,

να μην του μείνη ο γέροντας χωρίς παρηγορίαν.

Τ’ άλογα τότε έζεψεν ο ένδοξος Τυδείδης,

και των συντρόφων τά’δωκε να σύρουν εις τα πλοία.

Και οι Τρώες, στην γενναίαν των ψυχήν εταραχθήκαν,

που τους υιούς του Δάρητος, τον έναν φονευμένον

είδαν, τον άλλον άφαντο. Κι η γλαυκομάτ’ Αθήνη

τον άγριον Άρη έπιασεν από το χέρι κι είπε:

 

«Ω Άρη φονικότατε, ως Άρη τειχοπλήκτη,

μόνους δεν τους αφήνομε τους Αχαιούς και Τρώας

να μάχωνται, και ας δοξασθούν όποιοι θελήση ο Δίας.

Από τη μέση ας λείψωμε μήπως σ’ εμάς θυμώση».

Αυτά’πε κι απ’ τον πόλεμον τον άγριον Άρη επήρε

κι έβαλε αυτόν ν’ αναπαυθή στες όχθες του Σκαμάνδρου.

Tότ’ έγειραν οι Δαναοί τους Τρώας  κι από ένα

κάθε αρχηγός τους φόνευε. Και πρώτος ο Αγαμέμνων

από τ’ αμάξι τον τρανόν έριξε κάτ’ Οδίον,

των Αλιζώνων αρχηγόν, που, ως πρώτος στράφη, εμπήχθη

τ’ ακόντι μες στους ώμους του και από τα στήθη εβγήκε.

Πέφτει με βρόνον και αντηχούν επάνω τ’ άρματά του.

 

Εφόνευσε ο Ιδομενεύς τον Φαίστον απ’ την Τάρνην

την μεγαλόσβολην, υιόν του Βώρου Μαιονίδου.

Αυτόν εκεί που ανέβαινε σ’ αμάξι με κοντάρι

στον δεξιόν ώμον λόγχισεν ο μέγας στρατηλάτης.

Κάτω εκρημνίσθη, κι έζωσεν αυτόν θανάτου σκότος.

Και οι σύντροφοι τον γύμνωσαν εκεί του Ιδομενέως.

Τότε ο Μενέλαος φόνευσε με λόγχην τον Στροφίδην

Σκαμάνδριον, που ήταν έξοχος εις το κυνήγι γνώστης

ότι τον είχ’ η Άρτεμις η ίδια μορφωμένον

όλα τ’ αγρίμια να κτυπά που στ’ όρος τρέφει ο λόγγος.

Τότε όμως ούτ’ η Άρτεμις τον έσωσε η τοξεύτρα,

ούτ’ οι μακροβολίες του που τόσο τον δοξάσαν.

Τον κτύπησ’ ο Μενέλαος,ο ανδρείος Ατρείδης,

με λόγχην, όπως έφευγεν εμπρός του, μες στους ώμος

στην ράχην. Και απ’ το στήθος του η άκρη πέρα εβγήκε.

Μπρούμητα πέφτει και βροντούν επάνω τ’ άρματά του.

 

Τον Αρμονίδη Φέρεκλον φονεύει ο Μηριόνης

αυτόν, που με τα χέρια θαυμάσια τεχνουργούσε,

ότ’ η Παλλάς η Αθηνά περίσσια τον αγάπα.

Και του Αλεξάνδρου έκαμε αυτός τα ισόπλευρα καράβια

τ’ αρχέκακα, που εγέννησαν κακό στους Τρώας όλους

και εις αυτόν, που των θεών τα ρήματ’ αγνοούσε.

Και αυτόν ως τον κατάτρεχεν, προφθάνει ο Μηριόνης

και τον χτυπά στο δεξιό μερί και αντίκρ ’η λόγχη

στην φούσκαν βγαίνει, αφού περνά στο κόκαλο αποκάτω.

Βογγά, πέφτει στα γόνατα και ο θάνατος τον ζώνει.

Εφόνευσε τον Πήδαιον Αντηνορίδη ο Μέγης,

νόθον και αυτόν. Η Θεανώ, θεία γυνή, προς χάριν

του ανδρός της, καλοανάτρεφεν ως τ’ ακριβά παιδιά της.

Εκείνον τότ’ από σιμά ο ανδρείος Φιλεϊδης

κτύπησε στ’ αντικέφαλο μ’ ακονισμένην λόγχην.

Την γλώσσαν έκοψ’ ο χαλκός κάτ’ ως τα δόντια πέρα.

Πέφτει. Σφίγγουν τα δόντια του το σίδερο το κρύο.

Τον θείον τότε Υψήνορα, του υπερηφάνου εκείνου

του Δολοπίονος υιόν, ιερέα του Σκαμάνδρου,

οπού ο λαός ολόκληρος ωσάν θεόν τιμούσε,

ο Ευαιμονίδης ο λαμπρός Ευρύπυλος τον φθάνει,

ομπρός του ως έφευγε, και αυτού του θέρισε απ’ τον ώμον

με μάχαιραν το δυνατό του χέρι. Και αυτό πέφτει

αιματωμένο κατά γης. τους οφθαλμούς του κλείσαν

η μοίρα η παντοδύναμη και του θανάτου σκότος.

Έτσι ενεργούσαν στον σφοδρόν αγώνα του πολέμου.

Και τότε δεν θα γνώριζες με ποιους είναι ο Τυδείδης,

αν πάει με τους Αχαιούς ή με τους Τρωαδίτες,

ότι στο σιάδι εμάνιζεν, ως φουσκωτό ποτάμι

που παίρνει κάθε πρόχωμα με την σφοδράν ροήν του.

Ούτε προχώματα κρατούν εκείνου την πλημμύραν,

ούτε των κήπων στερεό φραγμό την εμποδίζουν,

έξαφν’ αν φθάση, αν του Διός νεροποντιά πληθύνη.

Και καταστρέφει γεωργών έργα πολλά και ωραία.

Όμοια τες πυκνές φάλαγγες ετάραζε ο Τυδείδης

των Τρώων και τα πλήθη των δεν στέκονταν εμπρός του.

 

Τον είδε του Λυκάονος ο υιός ο επαινεμένος

τες φάλαγγες με μάνητα να σπάνη στην πεδιάδα.

Το κυρτό τόξο ετέντωσε ενάντιά του, ως ορμούσε

επάνω του. Τον πέτυχε στου θώρακος το κύτος,

στον δεξιόν ώμον. Το πικρόν ακόνι ανοίγει δρόμον

αντίπερα κι ο θώρακας εγέμισ’ όλος αίμα. 

 

Φώναξε τότε ο Πάνδαρος μακριά να τον ακούσουν: 

 

«Γενναίοι Τρώες, κεντηταί των ίππων, κινηθήτε

λαβώθ’ ιδού των Αχαιών ο πρώτος και θα πέση

απ’ το σφοδρό μου ακόντισμα. Αν μ’ έσπρωξε τωόντι

ο Απόλλων του Διός υιός ως ήλθ’ απ΄την Λυκίαν.».

 

Αυτά’πε αυτός καυχώμενος. Δεν έπεσε απ’ το βέλος

κείνος, αλλ’ αναμέρισε κι εμπρός στ’ αμάξι εστάθη

και είπε προς τον Σθένελον, υιόν του Καπανέως: 

 

«Έλα, Καπανειάδη μου, κατέβα από τ’ αμάξι

από τον ώμον το πικρόν ακόντι να μου σύρης.». 

 

Είπε και χάμου ο Σθένελος επήδησ’ απ’ τ’ αμάξι

και από τον ώμον μέσαθε του ετράβηκε το ακόντι,

και το αίμα ευθύς πετάχθηκεν απ’ τον κρουστόν χιτώνα. 

 

Και τότ’ ευχήθη ο ξακουστός στες μάχες Διομήδης:

 

«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,

εάν ποτέ στον πόλεμον εδείχθης του πατρός μου

καλή βοηθός, αγάπησε κι εμέ, θεά μου, τώρα.

Τον άνδρα που μ’ ελάβωσε κι επαίρεται και λέγει

που ολίγο ακόμη θα χαρώ το λαμπρό φως του ηλίου,

δός να τον φθάσ’ η λόγχη μου νεκρός να πέση εμπρός μου.».

 

Αρχή σελίδας 

Αυτά δεήθη, κι η θεά την δέησιν εδέχθη,

τα μέλη του’καμ’ ελαφρά, τα πόδια και τα χέρια,

κι ήλθε σιμά του κι είπε του με λόγια φτερωμένα: 

 

Διομήδη, τώρα θαρρετά πολέμησε τους Τρώας,

ότι στα στήθη σου’βαλα την πατρικήν ανδρείαν

ατρόμητην, ως ο Τυδεύς την είχε ο ασπιδοφόρος.

Και την κατάχνια αφαίρεσα που σκέπαζε το φως σου,

όπως θεόν από θνητόν ευκόλως ξεχωρίσης.

Δια τούτο αν έλθη εδώ θεός για να σε δοκιμάση,

μ’ άλλον αθάνατον θεό εσύ μην πολεμήσης

κανέναν. Αλλ’ αν του Διός η κόρη’ η Αφροδίτη

έλθη στον πόλεμον αυτήν με λόγχην θα κτυπήσης.».

 

Αυτά’πε και αναχώρησεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη.

 

Εις τους προμάχους όρμησε και πάλιν ο Τυδείδης

και αν ήταν πρόθυμος και πριν να πολεμά τους Τρώας,

τώρ’ είχε τρίδιπλην ορμήν, ως έχει το λεοντάρι,

που όταν πηδήση την αυλήν των μαλλιαρών προβάτων

και το σκαρφίση ο φύλακας, χωρίς να το φονεύση,

ανδρειά του δίδει και ποσώς δεν του αντιστέκει πλέον,

μέσα στες στάνες κρύβεται και τα ’ρημα σκορπιούνται.

εκείνα επανωβιάζονται κι εκείνο απ’ την βαθείαν

αυλήν με μέγα πήδημα στην εξοχήν πετιέται.

Έτσι στους Τρώας χύθηκεν ο δυνατός Τυδείδης.

 

Κτυπά κει τον Αστύνοον κι Υπείρονα τον άρχον.

Κείνον επάνω στον μαστόν με λογχοφόρο ακόντι,

τον άλλον με τρανό σπαθί μέσα στην ωμοπλάτην

και απ’ τον αυχένα εχώρισε τον ώμον και απ’ τα νώτα.

 

Εκείθεν στον Πολύιδον και Άβαντα περνάει,

υιούς του Ευρυδάμαντος, του γέρου ονειροκρίτου.

Σ’ αυτούς δεν ξήγησ’ όνειρα οπότε αναχωρούσαν,

αλλά νεκρούς τους γύμνωσεν ο δυνατός Διομήδης. 

 

Τον Ξάνθον και τον Θόωνα, δυο τέκνα και τα δύο

αγαπητά του Φαίνοπος, πού’χε κακό το γήρας,

ότι άλλον δεν εγέννησε το βιο του να του αφήση.

Τους πήρε την γλυκειά ζωήν  κι εγύμνωσε ο Τυδείδης

και άφην’ εις δάκρυα και οδυρμούς τον άκληρον πατέρα,

που δεν τους δέχθη ζωντανούς οπίσω από την μάχην

και μακρινοί του συγγενείς το βιος του εμοιρασθήκαν.

 

Του Δαρδανίδου πιάνει αυτού, δυο τέκνα, του Πριάμου

που σ’ ένα αμάξι εκάθονταν, Εχέμμων και Χρομίος.

Και ωσάν λιοντάρι που εις κοπήν βοδιών μέσα στον λόγγον

ορμά και από τον τράχηλον τραβά μοσχάρι ή ταύρον,

ομοίως απ’ την άμαξαν εκείνος και τους δύο

κακόσυρε και γύμνωσε νεκρούς. Και τ’ άλογά των

έδωκε των συντρόφων του να φέρουν εις τα πλοία.

Τον είδ’ ο Αινείας των ανδρών τες φάλαγγες να στρώνη

και μες από την ταραχήν διαβαίνει και απ’ τ’ ακόντια,

και τον ισόθεον Πάνδαρον ζητούσε ν’ απαντήση.

Κι εβρήκε τον ασύγκριτον και τον ανδρειωμένον

Λυκαονίδην, κι έμεινεν εμπρός του και του είπε:

«Πάνδαρε, που το τόξο, που τα φτερωτά σου βέλη,

η δόξα που; Και ισόπαλον κανένα εδώ δεν έχεις,

ουδέ μες στην Λυκίαν σου δεν είναι ανώτερός σου.

Αλλ’ έλλα, εύχου του Διός και βέλος ρίξε εις τούτον

τον άνδρα που μανίζει εδώ και αφάνισε τους Τρώας,

ότι τα γόνατ’ έλυσε πολλών και ανδρειωμένων,

εκτός αν είναι τις θεός που ωργίσθη δια θυσίες

στους Τρώες. Είναι φοβερή η οργή των αθανάτων.

 

 

Τότε ο λαμπρός απάντησε σ’ αυτόν Λυκαονίδης:

«Των χαλκοφράκτων Τρωαδιτών, ω βουληφόρ’ Αινεία,

εις όλα φαίνεταί μου αυτός ο ανδρείος Διομήδης,

διακρίνω την ασπίδα του, το κωνικό του κράνος

και τ’ άλογα. Πλην καθαρά δεν ξεύρω αν θεός είναι.

Και αν είναι αυτός που λέγω εγώ ο ανδρείος Τυδείδης,

δεν είναι ανθρώπου η λύσσ’ αυτή και κάποιον στο πλευρό του

έχει θεόν αθώρητον με νέφος τυλιγμένον,

που έγυρε αλλού το πτερωτόν ακόντι που τον πήρε,

ότι ήδη βέλος του’ριξα και τον δεξιόν του ώμον

του πέτυχα κι επέρασα του θώρακος το κύτπς

κι εθάρρουν πως τον έστειλα στο δώμα του Αϊδωνέως,

και όμως δεν τον φόνευσα. Θεός είναι οργισμένος.

Τους ίππους μου δια ν’ ανεβώ τ’ αμάξια εδώ δεν έχω,

αλλά μες στου Λυκάονος τα μέγαρ’ είναι αμάξια

ένδεκα νέα κι εύμορφα, με πέπλους σκεπασμένα

κι εις κάθε αμάξ’ είναι σιμά ζευγαρωτά πουλάρια,

στέκουν και τρώγουν την ζειά και το λευκό κριθάρι. 

 

Πολύ τωόντι ο γέροντας πολεμιστής Λυκάων

με νουθετούσ’ ότ’ άφηνα τα ωραία μέγαρά μας.

Μού’λεγε  εις τ’ αμάξια μου και στ’ άλογ’ αναβάτης

να οδηγώ Τρώας στους δεινούς αγώνες του πολέμου.

Και την καλήν του συμβουλήν  δεν άκουσ’ από φόβον

για τ’ άλογά μου εις άφθονην τροφήν συνηθισμένα,

μήπως εις τόπον, όπου κλειούν εχθροί, τροφήν τους λείψη.

 

Τ’ άφην’ αυτού, και ήλθα πεζός στο Ίλιον, θαρρώντας

στο τόξο, αλλά δεν έμελλεν αυτό να μ’ ωφελήση.

Διότι ως τώρα ετόξευσα των πολεμάρχων δύο,

τον Ατρείδην, έπειτα τον Διομήδη κι αίμα

το βέλος μου τους έβγαλε δια ν’ αγριεύσουν πλέον.

Σ’ ώρα κακήν ξεκρέμασα λοιπόν το τόξο τούτο,

όταν ανδρείων αρχηγός δια την τερπνήν Τρωάδα

του ισοθέου Έκτορος προς χάριν ξεκινούσα.

Κι αν γύρω από τον πόλεμον και ίδω την πατρίδα,

την ποθητήν συμβίαν μου και το υψηλό μου δώμα,

την κεφαλήν μου ας κόψη εχθρός, εάν μ’ αυτά τα χέρια

το τόξο αυτό συντρίμματα δεν κάνω, αν δεν το ρίξω

στες φλόγες, ότι ανώφελα αυτό με συνοδεύει.».

 

Ο Αινείας του απάντησε, των Τρώων πολεμάρχος:

 

«Αυτά μη λέγης παντελώς το πράγμα δεν θ’ αλλάξη.

Απ’ την ζεμένην άμαξαν αν δεν δοκιμασθούμε

στον άνδρα τούτον άντικρυ, με όλα τ’ άρματά μας.

Εμπρός, στ’ αμάξι ανέβα εδώ, δια να γνωρίσης ποία

τ’ άλογα είναι του Τρωός, πως ξεύρουν στην πεδιάδα,

κυνηγούντ’ είτε κυνηγούν, γοργότατα να τρέχουν.

Και αυτά στην πόλιν άσφαλτα μας σώζουν, αν την νίκην

εις του Τυδέως τον υιόν χαρίση πάλι ο Δίας.

Και πάρε συ την μάστιγα και τα λαμπρά λουριά της,

στ’ αμάξι θ’ ανεβώ κι εγώ, να μάχωμαι, ή να δείξω

του ανδρός εκείνου την ορμήν, κι εγώ τ’ αμάξι βλέπω.». 

 

Αντείπε του Λυκάονος ο υιός ο επαινεμένος:

 

«Ο ίδιος λάβε τα λουριά και τ’ άλογά σου, Αινεία.

Με κυβερνήτην τους γνωστόν καλύτερα θα παίρνουν

τ’ αμάξι, αν μας κυνηγά και πάλιν ο Τυδείδης.

Μην από φόβον οκνηρά, ποθώντας την φωνήν σου,

εμάς να φέρουν αρνηθούν μακράν απ’ τον αγώνα,

και τότ’ ορμήση επάνω μας ο ανδρείος Διομήδης

και μας φονεύση και τους δυο και πάρη και τους ίππους.

 

Αλλά εσύ τους ίππους σου κυβέρνα και τ’ αμάξι,

και την ορμήν του ανδρός, εγώ με λόγχην θ’ απαντήσω.».

Αυτά ’παν κι’ άμ’ ανέβηκαν στ’ ωραϊσμένο αμάξι

κινήταν τα γοργ’ άλογα με ορμήν προς τον Τυδείδη.».

 

Αρχή σελίδας 

 

Τους είδε ο Σθένελος, λαμπρός υιός του Καπανέως,

και στον Τυδείδη είπ’ ευθύς με λόγια φτερωμένα: 

 

«Τυδείδη, αγαπημένε μου Διομήδη, βλέπω δυο

ανδρειωμένους οπού ορμούν με σε να πολεμήσουν

και άμετρην έχουν δύναμην. Ο Πάνδαρος τοξότης

καλός και του Λυκάονος καυχάτ’ ότ’ είναι γόνος,

ο Αινείας πάλι όσ’ είναι υιός καυχάται του γενναίου

Αγχίση και μητέρα του την Αφροδίτην έχει.

Κι έλα στ’ αμάξι ανάμερα μ’ εμέ. Και στους προμάχους

μη τόσο μου λυσσομανάς, μη χάσης την ζωήν σου.».

 

Με λοξό βλέμμ’ απάντησεν ο δυνατός Διομήδης: 

 

«Μη κάμης λόγον δια φυγήν, ποσώς δεν θα με πείσης.

Ότι δεν το’χω φυσικό την μάχην ν’ αποφεύγω

ή να δειλιάζω. Ασάλευτην έχω καρδιάν ακόμη.

Μου είναι τ’ αμάξι βαρετό κι ενάντια τους θα ορμήσω

ως είμαι τώρα κι η Αθηνά δεν στέργει εγώ να φεύγω.

Και μ’ όλα τα γοργ’ άλογα δεν θα σωθούν εκείνοι.

Ο ένας απ’ τα χέρια μας θα πέση, αν και όχ’ οι δύο.

 

Και άλλο τι ακόμα θα σου ειπώ, και βάλε το στο νου σου.

Αν η πολύβουλη Αθηνά την δόξαν μας χαρίση

κι οι δυο να πέσουν, τ’ άλογα συ κράτει τα δικά σου

αυτού και από την άμαξαν τους χαλινούς των δέσε

και χύσου ευθύς εις τ’ άλογα του Αινεία να τα φέρης

εις τους γενναίους Αχαιούς απ’ τον στρατόν των Τρώων,

ότι κρατούν απ’ τ’ άλογα που ο βροντητής Κρονίδης

τους Τρώας έδωκε αμοιβήν του υιού του Γανυμήδη,

ως τα καλύτερα άλογα στον ήλιον αποκάτω.

 

Απ’ την σποράν τους έκλεψεν ο Αγχίσης βασιλέας

κρυφ’ απ’ τον Λαομέδοντα με θηλυκά δικά του

και έξι του γεννήθηκαν πουλάρια κι εκρατούσε

τα τέσερα κι ανάτρεφε στην φάτνην του και τούτα

τα δυο, πρόξενα φυγής, εχάρισε του Αινεία.

 

Εκείν’ αν πάρωμε, θα είν’ η δόξα μας μεγάλη.».

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους

κι ευθύς με τα γοργ’ άλογα πλησίασαν οι δύο.

 

Και πρώτος του Λυκάονος ο λαμπρός γόνος είπε: 

 

«Ω γόνε σιδηρόκαρδε του θαυμαστού Τυδέως,

το γοργό βέλος  το πικρό δεν σ’ έριξε. Και τώρα

με το κοντάρι δοκιμήν θα κάμω, αν σ’ επιτύχω.».

 

Είπε και το μακρόσκιον κοντάρι σφενδονίζει

και την ασπίδα τρύπησε του Διομήδη πέρα

η χάλκιν’ άκρη κι έφθασε τον θώρακα να εγγίξη

κι εφώναξεν ο Πάνδαρος μακράν να τον ακούσουν : 

 

«Λαβώθηκες εις το λαγγόνι διαπεραστά. Και ολίγην

έχεις ζωήν. Και καύχημα σ’ εμέ έδωκες μεγάλο».

 

Και ατρόμητος του απάντησεν ο δυνατός Διομήδης: 

 

«Έσφαλες, δεν μ’ επέτυχες. Αλλά δεν θα ησυχάστε,

πριν πέσει από τους δύο σας ο ένας και χορτάσω

στο αίμα τον αδάμαστον πολεμιστήν τον Άρη.».

 

Ρίχνει τ’ ακόντι. Κι η Αθηνά τ’ οδήγησε στην μύτην,

σιμά στο μάτι. Και ο σκληρός χαλκός τα λευκά δόντια

του πέρασε και του’κοψε τη γλώσσαν εις την ρίζα,

κι η χάλκιν’ άκρη κάτωθεν εφάνη απ’ το πηγούνι.

 

Πέφτει απ’ τ’ αμάξι και βροντούν επάνω τ’ άρματά του

τα εύμορφα και ολόλαμπρα κι ανάμερα από φόβον

συρθήκαν τα γοργ’ άλογα. Κι εκείνος ενεκρώθη.

 

Με την ασπίδα επήδησε και το μακρύ κοντάρι

ο Αινείας, μήπως οι Αχαιοί του πάρουν τον νεκρόν του.

Και ως θαρρετό στην ρώμην του λιοντάρι διασκελούσε

γύρω του με τ’ ακόντι εμπρός και την γλιστρήν ασπίδα,

έτοιμος να φονεύση αυτόν που στον νεκρόν σιμώση

κι εφώναζε τρομακτικά. Κι εσήκωσε ο Τυδείδης

πέτραν τρανήν, θεόρατην. Δεν θα την παίρναν δύο

των τωρινών θνητών κι αυτός την έπαιζε και μόνος.

Και τον Αινείαν κτύπησε μ’ αυτήν στο μέρος, όπου

στρέφεται ο γόφος στο μερί και λέγεται κουτάλα.

Και την κουτάλα σύντριψε και τα δυο νεύρ’ ακόμη.

Ο τραχύς λίθος του’γδαρε το δέρμα. Πέφτει ο ήρως

στα γόνατά του και στην γην  με το παχύ του χέρι

στηρίχθη και τα μάτια του μαύρη σκεπάζει νύκτα.

 

Κι θα έχανε τότε την ζωήν ο βασιλεύς Αινείας,

 

αλλ’ η Αφροδίτη του Διός η κόρη ευθύς τον είδε,

οπού στων μόσχων τας βοσκάς τον γέννησε του Αγχίση.

Έζωσε αυτή με τες λευκές αγκάλες το παιδί της

και ο φωτοβόλος πέπλος της στες δίπλες του τον κρύβει,

φράγμα στα βέλη, μη κανέν ακόντι χαλκοφόρο

των ταχυϊππων Δαναών τον εύρη μες στο στήθος.

Κι ενώ απ’ την μάχην έπαιρνε τον ποθητόν υιόν της

εκείνη, δεν λησμόνησεν ο υιός του Καπανέως

αυτά που του παράγγειλεν ο ανδρείος Διομήδης.

Και τα δικά του άλογα μακράν από τον κρότον

έστησε και τους χαλινούς προσέδεσε στ’ αμάξι.

 

Και τα καλότριχ’ άλογα του Αινεία παίρνει αμέσως

προς τους γενναίους Αχαιούς απ’ τον στρατόν των Τρώων

τα ’δωκε στον Δηίπυλον, τον σύντροφον που απ’ όλους

προτίμα τους ομήλικες, ότ’ είχαν μίαν γνώμην,

να τα οδηγήση στα βαθιά καράβια. Τότ’ ο ήρως

στ’ αμάξι ανέβη κι έπιασε τα ολόλαμπρα  λουρία

και τα στερεόποδ’ άλογα προς τον Τυδείδην σπρώχνει.

 

Τούτος την Κύπριν μ’ άπονο κοντάρι εκυνηγούσε,

ότ’ ήξευρε που ’ν’ άνανδρη θεά και δεν ομοιάζει

με τις θεές, οπού αρχηγούν στην μάχην των ανδρείων,

ούτε η πορθήτρα Ενυώ, ούτε η Παλλάς Αθήνη.

 

Αλλ’ ότε την επρόφθασε στο μέγα πλήθος μέσα

τινάχθη, επήδησ’ ο υιός του θαυμαστού Τυδέως.

Και με τ’ ακόντι εσκάρφισε το τρυφερό της χέρι.

τον πέπλον της, αμβρόσιον υφάδι των Χαρίτων,

πέρασ’ η λόγχη κι εύρηκε την άκρην της παλάμης.

Ρέει το αίμα της θεάς και άφθαρτον είν’ εκείνο,

το έχουν μόν’ οι μάκαρες θεοί και ιχώρ το λέγουν.

Οίνον δεν πίνουν οι θεοί, μήτε σιτάρι τρώγουν,

κι είναι δια τούτο αναίματοι και αθάνατοι καλούνται. 

 

Φώναξ’ εκείνη θλιβερά και αφήνει τον υιόν της.

Στα χέρια του τον σήκωσαν ο Απόλλων και με νέφος

μαύρο τον ζώνει, μη κανέν ακόντι χαλκοφόρο

των ταχυϊππων Δαναών τον εύρη μες στο στήθος.

Μακράν τότ’ έσυρε κραυγήν ο ανδρείος Διομήδης: 

 

«Φεύγε, ω κόρη του Διός, της μάχης τους αγώνες.

Η δεν σου αρκεί που ξεπλανάς τες άνανδρες γυναίκες;

Θαρρώ πως αν εις πόλεμον και πάλιν λάβης μέρος,

θ’ ανατριχάς κι εάν μακράν δια πόλεμον ακούσης.».

 

Αρχή σελίδας 

Αυτά ’πε κι έφευγε η θεά με ζάλην και με πόνους

σκληρούς κι εγίνη μελανό το ρόδινό της σώμα.

Κι η Ίρις η ανεμόποδη την πήρε από το πλήθος

τον Άγριον Άρη αριστερά της μάχης καθισμένον

ήβρε. Και ομίχλη σκέπαζε την λόγχην και τους ίππους. 

 

Τότ’ εγονάτισε η θεά και από τον αδελφόν της

τα χρυσοστέφαν’ άλογα πολύ θερμά ζητούσε:

 

«Γλυκέ, βοήθα με, αδελφέ, και δος μου τ’ άλογά σου

να μεταβώ στον Όλυμπον, έδραν των αθανάτων.

Πληγή με σφάζει οπού θνητός μου έκαμε, ο Τυδείδης,

που τώρα μάχην θα’καμνε και στον πατέρα Δία.».

Τα χρυσοστέφαν’ άλογα της έδωκεν ο Άρης.

Στ’ αμάξι ανέβ’ η θλιβερή. Στο πλάγι της η Ίρις

κάθισε και τους χαλινούς στα χέρια της επήρε.

Κτυπά κι εκείνα πρόθυμα πετούν και γοργά φθάνουν

εις τον υψηλόν Όλυμπον, των αθανάτων έδραν.

 

Τ’ άλογα αυτού σταμάτησεν η ανεμόποδ’ Ίρις

και αφού τα ξέζεψε, τροφήν τους έβαλε αμβροσίαν. 

 

Κι η Αφροδίτη έπεσε στον κόλπον της μητρός της

Διώνης. τούτη αγκάλιασε την ποθητήν της κόρην,

με το χέρι την χάϊδευσε κι είπε σ’ αυτήν : «Παιδί μου,

ποιος των θεών τόσ’ άπρεπα σού ’καμε αυτά που βλέπω,

ως να’χε σ’ έβρει φανερά κάποιο κακό να κάμνης;»

Σ΄εκείνην η φιλόγελη απάντησε Αφροδίτη:

 

«Εμένα ο μεγαλόψυχος ελάβωσε Τυδείδης,

διότι από τον πόλεμον έπαιρνα τον υιόν μου

Αινείαν, που υπεραγαπώ, καθώς κανέναν άλλον.

 

Διότι Τρώων και Αχαιών δεν είναι μάχη πλέον.

Πολεμούν ήδ’ οι Δαναοί και με τους αθανάτους.».

Και προς αυτήν απάντησεν η σεβαστή Διώνη:

 

«Με υπομονήν το πάθος σου, παιδί μου, να βαστάσης.

Απ’ τους ανθρώπους, πάθαμε πολλοί των Ολυμπίων,

ως εμείς δίδομε αφορμήν κακών ανάμεσόν μας. 

 

Βάσταξ’ ο Άρης τ’ άλυτα τον έδεσεν ο Ώτος

και ο Εφιάλτης ο δεινός, τα τέκνα του Αλωέως.

Κι έμεινε μήνες δεκατρείς στο χάλκινον αγγείον.

Και τότε ο πολεμόδιψος ο Άρης θα εχανόταν,

η μητριά του αν του Ερμή δεν το’λεγεν, η ωραία

Ηεριβοίη. Κι έκλεψεν αυτός τον Άρη, οπόταν

εκόντευε ο σκληρός δεσμός να πάρη την πνοήν του. 

 

Βάσταξ’ η Ήρα, ότε ο δεινός Αμφιτρυωνιάδης,

μ’ ακόντι τρίγωνο έπληξε τον δεξιόν μαστόν της

και την θεάν αγιάτρευτος βασάνιζεν ο πόνος. 

 

Βάσταξε και ο θεόρατος ο Άδης πικρό βέλος.

Ο ίδιος άνδρας, ο υιός του αιγιδοφόρου Δία,

στην Πύλο ανάμεσα στους νεκρούς οδυνηρά τον πλήγωσε.

Κίνησε προς τον Όλυμπον στο δώμα του Κρονίδη

περίλυπος και στην καρδιά τον έπιαναν οι πόνοι,

ότι τον μέγαν ώμον του τ’ ακόντ’ είχε περάσει.

Με βότανα παυσίπονα, που του’βαλε ο Παιήων,

τον γιάτρευσεν ότι θνητός δεν ήτο αυτός πλασμένος.

 

Ο άθλιος, ο αυθαδέστατος εργάτης ασεβείας,

που τους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο κτυπούσε, 

και αυτόν τώρα εναντίον σου η Αθήνη τον Τυδείδην

έβαλε και δεν σκέπτεται ο μωρός που ολίγες έχει

ημέρες όποιος πόλεμον κινεί των αθανάτων,

και οπίσω από τον πόλεμον δεν θα’λθη να του πέσουν

στα γόνατά του τα παιδιά, μπαμπά να του ψελλίζουν.

 

 

Δια τούτο, αν κι έχει δύναμιν μεγάλην ο Τυδείδης,

ας συλλογάται αντίμαχον μην έβρη ανώτερόν σου.

Μην η Αιγιάλεια ποτέ, η φρόνιμη Αδρηστίνη,

ξυπνήση τους ανθρώπους της θρηνώντας που της λείπει

ο νυμφευτός της σύντροφος των Αχαιών ο πρώτος,

του ιπποδάμου η θαυμαστή γυνή, του Διομήδη.».

Είπε. Και με τα χέρια της σφογγίζει τον ιχώρα

απ’ την παλάμη κι έκλεισ’  η πληγή κι οι πόνοι επαύσαν.

Κι απ’ τ’ άλλο μέρος η Αθηνά κι η Ήρα, ενώ τηράζουν,

με λόγια μετεωριστικά κεντούσαν τον Κρονίδην.

 

Και πρώτη τότ’ ομίλησεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη:

 

«Δία πατέρα, ότι θα ειπώ μη σε θυμώση τάχα;

Άσφαλτα η Κύπρις ήθελε καμίαν Αχαϊδα

των Τρώων που υπεραγαπά να φέρη στις αγκάλες

κι εκεί που την λαμπρόπεπλον εχάϊδευεν ωραίαν,

χρυσή βελόνη εσκάρφισε το τρυφερό της χέρι.».

Εις τούτο εγλυκογέλασεν ο ύψιστος πατέρας

και την χρυσήν προσκάλεσ’ Αφροδίτην και της είπε: 

 

«Τα έργα τα πολεμικά, παιδί μου, δεν σου ανήκουν.

στου γάμου συ τες ζηλευτές φροντίδες καταγίνου

και τ’ άλλα αχ’ η Αθηνά και ο μανιωμένος Άρης.».

 

Αρχή σελίδας 

 

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους,

και στον Αινείαν όρμησεν ο ανδρείος Τυδεϊδης,

αν κι ήξευρε που σκέπει αυτόν του Απόλλωνος το χέρι.

Αλλά και απέναντι θεού μεγάλου, θα φονεύση

και απ’ τα λαμπρά του άρματα θα γδύση τον Αινείαν.

 

Και τρεις εχύθηκε φορές με ορμήν να τον φονεύση

και τρεις του ετίναξε ο θεός την φωτεινήν του ασπίδα.

Αλλά την τέταρτην φοράν που ως δαίμων  επετάχθη,

με φοβερήν κραυγήν φρικτά τον αποπήρε ο Φοίβος:

 

«Σκέψου Τυδείδη, στρέψε αυτού. Και μη τον εαυτόν σου

ίσον νομίσης των θεών, ότι πολύ διαφέρει

το γένος των θνητών της γης από τους αθανάτους.».

 

 

Είπε. Και πίσω εσύρθηκεν ολίγον ο Τυδείδης,

ότι εφοβήθη την οργήν του μακροβόλου Φοίβου.

Και από το πλήθος έπαιρνεν ο Απόλλων τον Αινείαν

εις την αγίαν Πέργαμον, όπ’ είχε τον ναόν του. 

 

Και η τοξοφόρα Άρτεμις με την Λητώ στα βάθη

του ιερού τον έγιαναν και λάμψιν του χαρίζαν.

 

Και ο Φοίβος ο αργυρότοξος εποίησ’ ένα πλάσμα

ολόμοιον εις το πρόσωπο και στ’ άρματα του Αινεία,

στο φάσμα εκείνο οι Αχαιοί και οι Τρώες εκτυπιόνταν

και δια να φθάσουν εις του εχθρού το στήθος πολεμούσαν

ασπίδες ολοστρόγγυλες και ελαφρά σκουτάρια.

 

Τότε τον άγριον φώναξε τον Άρην ο Απόλλων:

«Άρη, ω Άρη, φονικέ, άπονε, τειχοπλήκτη,

δεν σέρνεις απ’ τον πόλεμμο εκείνον τον Τυδείδην,

που μάχην τώρα θα’καμνε και στον πατέρ Δία;

Πρώτα την Κύπριν λάβωσε στο χέρι και κατόπιν

κι εμέ τον ίδιον χύθη αυτός, ως δαίμων να χτυπήση.».

Είπε κι εκάθισεν αυτός στην άκρην της Περγάμου.

Κι ο Άρης τον Ακάμαντα τον Θράκα βασιλέα

όμοιασε κι εκινούσ’ εμπρός τες φάλαγγες των Τρώων.

Και στους Πριαμίδες φώναξε: «Διοθρέπτου βασιλέως,

ω τέκνα, του Πρίαμου σεις διόθρεπτα, και ως πότε

θ’ αφήνετε απ’ τους Αχαιούς να σφάζεται ο λαός σας;

Να φθάσ’ η μάχη θέλετε στις πύλες; Έπεσ’ άνδρας

που σαν τον θείον Έκτορα δοξάζομεν, ο Αινείας,

του Αγχίση υιός του δοξαστού. Προφθάστε, κινηθήτε

τον δοξαστόν μας σύντροφον να σώσουμ’ απ’ τον κτύπον.».

Είπε και εις όλους αύξησεν εις την καρδιά το θάρρος.

Τότε αποπήρε ο Σαρπηδών τον Έκτορα τον θείον: 

 

«Έκτορ, που είναι η πρώτη σου μεγάλη ανδραγαθεία;

Χωρίς λαούς, χωρίς βοηθούς είπες να σώσης μόνος

την πόλιν συ με τους γαμβρούς και με τους αδελφούς σου.

Και αυτών κανένα τώρα εγώ δεν βλέπω, δεν ξανοίγω,

αλλ’ ωσάν σκύλοι, κρύβονται, πόχουν λεοντάρι εμπρός τους.

 

Κι εμείς όσ’ είμασθε βοηθοί, τον πόλεμον κρατούμεν.

Των βοηθών είμαι κι εγώ, πολύ μακρόθεν ήλθα.

Πέρα στου Ξάνθου τες ροές επάνω είν’ η Λυκία,

ποθητήν όπου σύντροφον  και βρέφος  έχω αφήσει

και πολύ βιό που το ποθούν εκείνοι που δεν το’χουν.

Και όμως εγώ παρακινώ στην μάχην τους Λυκίους

και εγώ αντίπαλον ζητώ, αν και δεν έχω πράγμα

να μ’ αφαιρέσουν οι Αχαιοί ή πέρα να το πάρουν. 

 

Συ στέκεις, ουδέ τους λαούς παρακινείς τους άλλους

γυναίκες και παιδιά τους μ’ ανδρειά να υπερασπίσουν.

Και, ως από δίκτυ ολάρπαγο πιασμένο στες θηλιές τους,

μην ηύρεμεν και σπάραγμα γενήτ’ εχθρών ανθρώπων.

Και την ωραίαν πόλιν σας γρήγορ’ αυτοί θα πάρουν.

 

 

Κι όλ’ αυτά πρέπει να’χεις συ στον νουν σου νύκτα ημέρα

τους άρχους να παρακαλείς των ξένων βοηθών σου

ν’ανδρειωθούν ποτέ κανείς δεν θέλει σ’ ονειδίση.».

 

Οι λόγοι αυτοί κατάκαρδα τον Έκτορα πληγώσαν

και από τ’ αμάξι εβρόντησε στην γην αρματωμένος,

δυο λόγχες σείει και παντού στο στράτευμα γυρίζει,

στην μάχην σπρώχνει και δεινήν πολέμου φλόγ’ ανάφτει.

Στρέψαν κι ενάντια στήθηκαν των Αχαιών οι Τρώες

 

 

κι οι Αργείοι τους απάντησαν πυκνοί και δεν δειλιάσαν,

καθώς οπόταν στα ιερά τ’ αλώνια που λιχνίζουν,

τ’ άχυρα παίρν’ ο άνεμος και ως σπρώχνουν οι αέρες,

τ’ άχυρο η ξανθή Δήμητρα και τον καρπόν χωρίζει

και ασπρίζουν όλες οι αχυριές. Ομοίως ασπρίζ’ όλους

τους Αχαιούς ο κονιορτός, που ως τ’ ουρανού τον θόλον

τον χάλκινον εσήκωνε ποδόκτυπος των ίππων

οπού στην σμίξην έμπαζαν οπίσω οι κυβερνήτες,

 

 

Κι ίσια τον κτύπον έφερναν. Και βοηθός των Τρώων

ο άγριος Άρης κύκλωσε  με σκότος τον αγώνα,

παντού φερόμενος. Μ’ αυτό προστάγματα ενεργούσε

του χρυσοξίφου Απόλλωνος που του’χε παραγγείλει

τους Τρώας  να εμψυχώση ευθύς άμ’ είδεν ότι η Αθήνη

αναχωρούσε, η βοηθός των Δαναών. Κι εκείνος

έστειλε από το πάμπλουτον ιερόν του τον Αινείαν

και θάρρος του ’βαλε πολύ στα στήθη και κατέβη

ο Αινείας στους συντρόφους του. Χαρά τους πήρε άμ’ είδαν

τον αρχηγόν τους ζωντανόν, γερόν κι εμψυχωμένον,

αλλά δεν  τον ερώτησαν ότ’ είχαν τον αγώνα

που ο Φοίβος ο αργυρότοξος τους άναψε και ο Άρης

ο φονικός και η λυσσερή της Έριδος μανία.

 

Οι Αίαντες, ο Οδυσσεύς κινούσαν και ο Τυδείδης

στον πόλεμον τους Δαναούς και τούτοι αφ’ εαυτού των

στους κτύπους και στον θόρυβον των Τρώων δεν δειλιάζαν,

αλλ’ έμεναν ως σύννεφο οπού ο Κρονίδης σταίνει

εις των βουνών τες κορυφές με την ανανεμίαν,

ατάραχ’ όσο του Βοριά και των σφοδρών ανέμων

όλων κοιμάται η δύναμις, που εκείνοι διασκεδάζουν

με το ηχηρό τους φύσημα τα σκιοφόρα νέφη.

 

Ατάρακτ’ έτσι οι Δαναοί τους Τρώας απαντούσαν.

Και μες στα πλήθη εγύριζε κι ενουθετούσ’ ο Ατρείδης:

 

«Άνδρες, σταθήτε. Κάμετε, φίλοι, καρδιά και θάρρος,

ένας τον άλλον στους δεινούς αγώνες εντραπήτε.

Να σώση δύνατ’ η εντροπή τους άνδρες, όχι ο φόβος.

Και σ’ όσους φεύγουν δύνμις και δόξα δεν γεννάται.».

 

Είπε και τον Δηικόωντα, τον σύντροφον του Αινεία,

τον Περγασίδην κτύπησε μ’ ακόντι στους προμάχους,

που ως του Πριάμου τα παιδιά σέβονταν όλ’ οι Τρώες,

ότι εμαχόνταν πρόθυμος στην πρώτην τάξην πρώτος. 

 

Αυτόν μ’ ακόντι κτύπησεν ο Ατρείδης στην ασπίδα

και στον χαλκόν δεν βάσταξεν η ασπίδα, αλλ ετρυπήθη,

και στον ζωστήρα επέρασεν ως την γαστέρα η λόγχη.

Πέφτει με βρόντο και αντήχησαν επάνω τ’ άρματά του.

 

Τότε δυο πρώτους Δαναούς εφόνευσ’ ο Αινείας

τον Κρήθωνα και Ορσίλοχον, παιδιά του Διοκλέους,

που μέσα στην καλόκτιστην Φεράν εκατοικούσε

πάμπλουτος και απ’ τον Αλφειόν κρατούσεν όπου ρέει,

πλατύ ποτάμι, ανάμεσα στην χώρα των Πυλίων,

κι εγέννα τον Ορσίλοχον πολλων ανθρώπων άρχον.

Τούτος τον μεγαλόκαρδον εγέννησε Διοκλέα.

Και του Διοκλέους δίδυμα δυο τέκνα γεννηθήκαν

ο Κρήθων και ο Ορσίλοχος, γνώστες πολέμου πρώτοι.

Κι άμ’ ανδρωθήκαν έπλευσαν στην εύιππην Τρωάδα

με τους Αργείους πρόθυμοι και  αυτοί, δια τους Ατρείδες

Μενέλαον και Αγαμέμνονα εκδίκησιν να πάρουν.

Και ο θάνατος εσκέπασεν αυτούς στο χώμα εκείνο.

 

Όμοια με δυο λιοντάρια, που μέσα εις πυκνό λόγγο

σ’ υψηλόν όρος έθρεψε λεόντισσα μητέρα,

που μόσχους αφού άρπαξαν και πρόβατα παχέα

και στάνες αφού ερήμωσαν πολλές, έρχεται ώρα

οπού από χέρι ανθρώπινο και αυτά σφαγμένα πέφτουν,

ομοίως, αν τους έπιασεν η δύναμις του Αινεία,

ως πέφτουν έλατ’ υψηλοί κι εκείνοι εξαπλωθήκαν.

Ο θάνατός τους πόνεσε του ανδρείου Μενελάου

κι εβγήκε με λαμπρ’ άρματα ζωσμενος στους προμάχους

κι έσειε λόγχην. Δολερό τον έσπρωχνεν  ο Άρης

όπως του φέρη θάνατον να λάβη απ’ τον Αινείαν.

 

Τον είδ’  ο Αντίλοχος, υιός του Νέστορος γενναίου,

και στους προμάχους πρόβαλε φοβούμενος μη πάθει

ο βασιλέας  και πολύ τους βλάψη τον αγώνα.

Κι ενώ κείνοι αντιμέτωποι και χέρια και κοντάρια

τεντώναν ολοπρόθυμοι την μάχη ν’ αρχινήσουν,

εστήθηκε ο Αντίλοχος στου βασιλιά το πλάγι.

Και, αν και δεινός πολεμιστής, ο Αινείας δεν εστάθη

άμ’ είδε δυο μαχητάς να καρτερούν αντάμα.

 

Και αφού τους νεκρούς έσυραν εκείνοι στον στρατόν τους

κι έβαλαν τ’ άμοιρα παιδιά στα χέρια των συντρόφων,

εστράφηκαν κι εμάχονταν στην πρώτην τάξιν πάλιν.

Τον Πυλαιμένα φόνευσαν, ισόπαλον του Άρη,

τον αρχηγόν των ασπιστών γενναίων Παφλαγόνων.

Τούτον, ορθόν στην άμαξαν, ο ανδρείος Ατρείδης

μέσα στο κλειδοκόκαλον εκτύπησε μ’ ακόντι.

 

Αρχή σελίδας 

Ο Αντίλοχος τον Μύδωνα, τον άξιον κυβερνήτην

Ατυμνιάδην, πόστρεφε τους ίππους, τον κτυπάει

με πέτραν εις τον άγκωνα. του πέσαν απ’ τα χέρια

τα ελεφαντόλαμπρα λουριά. Κατόπιν του εχύθη

ο Αντίλοχος και με σπαθιά τον μήλιγγα του σχίζει.

Έπεσεν επικέφαλα βογγώντας απ’ τ΄αμάξι

κι εβύθισε το καύκαλο στο χώμα και τους ώμους.

Πολληώρα εστάθη, ως εύρηκαν αυτού βαθύν τον άμμον,

ώσπου τετραποδίζοντας οι ίπποι τον ξαπλώσαν,

που ραβδιζεν ο Αντίλοχος να πάρει στον στρατόν του.

 

Τους είδ’ ο Έκτωρ, με κραυγήν επάνω τους εχύθη.

Και οι φάλαγγες κατόπι του οι δυνατές  των Τρώων.

Η σεπτή δέσποινα Ενυώ προεξάρχει με τον Άρη.

Την λύσσαν αδιάντροπον έφερνε αυτή του φόνου.

Κρατούσ’ ο Άρης κι έσειε θεόρατο κοντάρι

και πότ’ εμπρός του Έκτορος φαινόταν πότε οπίσω.

Και άμα τον είδ’ ερίησεν ο ανδρείος Διομήδης.

 

Και ως από δρόμον μακρινόν οδίτης μ’ απορίαν

στέκει στην όχθην ποταμού που αφροκοπά και ρέει

ορμητικά στην θάλασσαν και οπίσω φεύγει εκείνος,

έτσι ο Τυδείδης σύρθηκε και προς το πλήθος είπε: 

 

«Φίλοι, τον θείον Έκτορα θαυμάζομεν ως μέγαν

πολεμιστήν ατρόμητον. Και ωστόσο έχει σημά του

πάντοτε κάποιον των θεών που την ζωή του σώζει.

Και τώρα ιδέτε με μορφήν θνητού τον Άρην έχει,

αλλ’ οπισθοποδήσετε γυρμένοι προς τους Τρώας

πάντοτε και μη πόλεμον προς τους θεού ζητείτε.».

 

Αυτά ’πε και πολύ σιμά τους έσμιξεν οι Τρώες.

Ο Έκτωρ τον Αγχίαλον και τον Μενέσθην άνδρες

ανδρειωμένους φόνευσεν εις εν’ αμάξι αντάμα.

Ο μέγας τους λυπήθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας,

προχώρησε κι εστήθη αυτού κι εκτύπησε μ’ ακόντι

τον Σελαγίδην Άμφιον, που στην Παισόν κατοίκα

και κτήματ’ είχε και πολλά χωράφια, πλην η μοίρα

στον Πρίαμον  τον έφερε βοηθόν και στα παιδιά του.

 

Στην ζώνην τον εκτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας

και στην γαστέρα εμπήχθηκε το απέραντον ακόντι.

Με βρόντον πέφτει. Τρέχει ευθύς τα όπλα να του πάρη

ο μέγας Αίας. Κι έχυναν  τα φονικά των βέλη

σ’ αυτόν οι Τρώες πάμπολλα κι επήρε η ασπίδα πλήθος.

Και ανταπατώντας έβγαλαν απ’ τον νεκρόν τ’ ακόντι.

Αλλ΄όμως δεν τον άφηναν τ’ ακότια  να τον γδύση

απ’ τα λαμπρά  του άρματα. Φοβήθη τότ’ ο Αίας

μη πάθη κύκλωσιν σφοδρήν των αγερώχων Τρώων,

που με κοντάρι επάνω του πολλοί και ανδρειωμένοι,

αν κι είχε μέγα θαυμαστό παράστημα και ωραίο,

τον έσπρωξαν. Τινάχθηκεν αυτός κι εσύρθη οπίσω.

Έτσι ενεργούσαν στον σφοδρόν αγώνα του πολέμου.

 

Κι έσπρωξ’ η μοίρα ανίκητη τον μέγαν Ηρακλείδην

Τληπτόλεμον ενάντια στον θείον Σαρπηδόνα.

Και άμ’ αντικρύ προχώρησαν ο ένας προς τον άλλον,

ο έγγονος με τον υιόν του βροντοφόρου Δία,

προσφώνησε  ο Τληπτόλεμος τον Σαρπηδόνα πρώτος: 

 

«Τι σ’ αναγκάζει, Σαρπηδών, ω των Λυκίων άρχε,

ως άνθρωπος απόλεμος να κρύβεσ’ εδώ πέρα;

Ψεύδοντ’ αν λέγουν που’σαι υιός του αιγιδοφόρου Δία

κι είσαι πολύ κατώτερος εκείνων των ηρώων

οπού στες πρώτες γενεές έχει γεννήσει ο Δίας,

ως ήταν ο πατέρας μου, ως λέγουν, ο Ηρακλέας

λεοντόψυχος, ατρόμητος, που ότ’ ήλθε εδώ να λάβη

τους ίππους του Λαομέδοντος, μ’ έξι καράβια μόνα

και μ’ ολιγότερον στρατόν,την πόλιν της Ιλίου

επόρθησε και από λαόν ορφάνωσε τους δρόμους.

Και συ ψυχή έχεις δειλήν και φθείροντ’ οι λαοί σου,

Ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θε νά’σαι συ των Τρώων,

αν και ανδρειωμένος βοηθός απ’ την Λυκίαν ήλθες.

Αλλά θα ιδής που η λόγχη μου στον Άδη θα σε στείλη.».

Και ο Σαρπηδών απάντησε: «Τληπόλεμε, ότι εκείνος

την Ίλιον τότ’ ερήμωσε, προήλθε απ’ την μωρίαν

του σεβαστού Λαομέδοντος, που αυτόν οπού τον είχε

ευεργετήσει εξύβρισε, κι έλειψε να του δώση

τους ίππους, που χάριν αυτών μακρόθεν είχεν έλθει.

Και σένα λέγ’ ότι απ’ εμέ φόνον και μαύρην μοίραν

εδώ θα λάβης και απ’ αυτήν την λόγχην μου θα πέσης,

το καύχημα να πάρω εγώ και ο Άδης την ψυχήν σου.».

 

Κι εσήκωσε  ο Τληπτόλεμος το φράξινο κοντάρι.

Σύγχρον’ από τα χέρια τους τ’ ακόντια πεταχθήκαν

το ζνίχι ο Σαρπηδών κτυπά και πέρα η πικρή λόγχη

εβγήκε και τα μάτια του μαύρο σκεπάζει σκότος. 

 

Αλλά τ’ αριστερό μερί του Σαρπηδόνος είχε

ήδη τρυπήσ’ η μακριά του Τληπολέμου λόγχη

και μανιωμένη ξάκρισε ξυστά τα κόκαλά του.

Ακόμη από τον θάνατον τον φύλαγε ο πατέρας.

 

Και οι σύντροφοι απ’ τον πόλεμον τον θείον Σαρπηδόνα

έπαιρναν. Τον εβάρυνεν, ως το’σερνε, το μέγα

κοντάρι ότι βιαζόμενοι και στενοχωρημένοι

κανείς δεν σκέφθη, όπως αυτός ελεύθερα πατήση,

να του αφαιρέση απ’ το μερί το φράξινο κοντάρι.

Ομοίως τον Τληπτόλεμον επαίρναν οι γενναίοι

οι Αχαιοί και ως είδε αυτούς ο θείος Οδυσσέας,

πάθος μεγάλο αισθάνθηκεν η ανδράγαθη καρδιά του,

κι εβάλθηκε στου λογισμού τα βάθη να μετρήση.

Θα κυνηγήσει τον υιόν του βαρυκτύπου Δία

ή αυτού θα δώση θάνατον στο πλήθος των Λυκίων;

 

Αλλ’ απ’ την λόγχην του υψηλού στο φρόνημα Οδυσσέως

να πέση ο γόνος του Διός δεν ήθελεν η μοίρα.

Κι η Αθηνά τον έκλινε στο πλήθος των Λυκίων.

Αρχή σελίδας 

 

Τον Κοίρανον και Αλάστορα, τον Άλιον και Χρομίον

τον Νοήμονα, τον Άλκανδρον, τον Πρύτανιν φονεύει.

Και άλλους θα έκοφτε πολλούς ο θείος Οδυσσέας,

μακρόθε αν δεν τον έβλεπεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Κι εβγήκε με λαμπρ’ άρματα ζωσμένος στους προμάχους,

φόβος πολύς των Δαναών. Άμα τον είδ’ εχάρη

ο Σαρπηδών ο διογενής και θλιβερά του είπε:

 

 

«Πριαμίδη, μη στων Δαναών τα χέρια ’δω μ’ αφήσης

αλλά βοήθειαν δώσε μου. Καν στην δικήν σας πόλιν

ας ξεψυχήσω, αφού σ’ εμέ δεν ήταν διορισμένο

να γύρω στην αγαπητήν πατρίδα να χαρύνω

την ποθητήν μου σύντροφον  και το γλυκό μου βρέφος.».

 

Τίποτε δεν του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ,

αλλά με ορμήν προσπέρασε ποθώντας ν’ αποδιώξη

τους Δαναούς και άνδρες πολλούς να θανατώση ακόμη.

Κι εκάθισαν  οι σύντροφοι τον θείον Σαρπηδόνα

κάτω απ’ την εύμορφην βελανιδιά του αιγιδοφόρου Δία

και όπως του βγάζει απ’ το μερί το φράξινο κοντάρι

ο ποθητός του σύντροφος Πελάγων ο γενναίος,

έχαν’ εκείνος την ψυχήν, τα μάτια του θαμπώναν.

Και πάλιν επήρε ανάσαμα και ο δροσερός Βορέας,

φυσώντας την μισόσβηστην ψυχήν του ζωντανεύει.

 

Και αν και τους κτύπησ’ ο Έκτορας και αν και τους κτύπησ’ ο Άρης

οι Αργείοι δεν εστρέφοντο να φύγουν προς τα πλοία,

αλλ’ ούτε ορμούσαν προς αυτούς, αλλ’ οπισθοδρομούσαν

πάντοτ’ ευθύς τους νόησαν τον Άρη μες στους Τρώες.

 

Τότε ποιον πρώτον φόνευσεν, ποιον ύστερον ο Έκτωρ

ο Πριαμίδης, και μ’ αυτόν ο χαλκοφόρος Άρης;

 

Ο θείος Τεύθρας έπεσεν, ο πλήξιππος Ορέστης,

ο Αιτωλός Τρήχος λογχιστής, ο Οινόμαος, ο Οινοπίδης

Έλενος και ο λαμπρόζωνος Ορέσβιος που στην Ίλην

εγκάτοικος εφρόντιζε πολλά να θησαυρίζη,

σιμά  στους άλλους Βοιωτούς οπού στης Κηφισίδος

λίμνης τα πλάγια χαίρονται της γης την αφθονίαν.

 

Και άμα η θεά τους νόησεν η Ήρα η λευκοχέρα

οπού στον σφοδρόν πόλεμον χαλούσαν τους Αργείους,

προσφώνησε την Αθηνά με λόγια φτερωμένα: 

 

«Οϊμένα, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,

αν να λυσσάξη αφήσωμεν τον Άρην, ως τον βλέπεις,

ο λόγος θα ματαιωθή, που εδώκαμε του Ατρείδη,

πως θα γυρίση πορθητής του πυργωμένου Ιλίου.

Κι έλα κι εμείς τον πόλεμον ας θυμηθούμε τώρα.». 

 

Αυτά ’πε την υπάκουσεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη,

τα χρυσοφάλαρ’ άλογα τότ’ ευπρεπίζ’ η Ήρα

του υψίστου Κρόνου σεβαστή κόρη κι ευθύς η Ήβη

στον σιδερένιο άξονα της άμαξας περνάει

τροχούς οπού ’ναι  χάλκινοι με οκτώ στη μέση ακτίνες. 

 

Και των τροχών είν’ άφθαρτος χρυσός ο γύρος όλος

κι έχει στεφάνια χάλκινα π’ όποιος τα ιδή θαυμάζει.

Και απ’ τα δύο μέρη ολάργυρο το κεφαλάρι αστράφτει.

Σύρματα ολάργυρα, χρυσά στηρίζουν τεντωμένα

τον θρόνον πόχει ένα πλευρό κυρτό στο κάθε μέρος. 

 

Εις το τιμόνι ολάργυρο σμίγει χρυσόν ωραίον

ζυγόν με τα ζυγόλουρα που’ναι χρυσά κι εκείνα.

Κι έφερε κάτω απ’ τον ζυγόν τα γρήγορα πουλάρια

η Ήρα που την έριδα διψά και τον αγώνα.

 

Κι η Αθηνά, κόρη σεμνή του αιγιδοφόρου Δία,

εις του πατρός το έδαφος τον πέπλον απολνάει

τον αγανόν, τον πλουμιστόν που’χε ποιήσει εκείνη.

Στους ώμους  βάζει την φρικτήν, την κροσωτήν ασπίδα,

πόχει τριγύρω την φυγήν κι η Έρις είναι μέσα.

Η Δύναμις και ο Διωγμός, οπού καρδιές παγώνει,

και της Γοργούς η κεφαλή, τρομακτικό και μέγα

τέρας, που δείχνει των θνητών ο αιγιδοφόρος Δίας. 

 

Κράνος δικέφαλο φορεί, τετράλοφον, ωραίον,

χρυσό, που πόλεων εκατόν στρατούς αντισηκώνει.

Και ανέβηκε στο φλογερόν αμάξι και κοντάρι

φουκτώνει μέγα, στερεά  μ’ αυτό δαμάζ’ ηρώων

τα πλήθη σ’ όποιους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη.

 

Κι η Ήρα με την μάστιγα σφοδρά κινεί τους ίππους.

Βροντούν οι πύλες τ’ ουρανού αυτάνοικτες μπροστά τους,

οπού του απέραντ’ ουρανού φυλάκτρες και του Ολύμπου

την φράζουν με το σύγνεφον ή τ’ αφαιρούν οι Ώρες.

 

Και ως τα κεντούσαν, τ’ άλογα περάσαν απ’ την πύλην.

Και τον Κρονίδην εύρηκαν  ανάμερ’ απ’ τους άλλους

θεούς στην άκρην κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου.

Τους ίππους εκεί εκράτησεν η Ήρα η λευκοχέρα

και ομίλησε κι εξέτασε τον ύψιστον Κρονίδην.

 

«Δία πατέρ’, αρέγουν σε τα έργ’ αυτά του Άρη;

Άδικ’ αφάνισε απρεπώς τόσον λαόν ανδρείον

των Αχαιών, λύπη σ’ εμέ, κι ήσυχοι ωστόσο επάνω

ευφραίνοντ’ ο αργυρότοξος Απόλλων κι η Αφροδίτη

πως απολύσαν τον τρελόν που νόμον δεν γνωρίζει.

 

Τάχα σ’ εμέ θα χολωθής, πατέρ’ , αν εγώ διώξω

μ’ ελεεινά κτυπήματα τον Άρη από την μάχην;»

 

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυντάκτης:

 

«Την ανδρειωμένην Αθηνά σπρώξε του ευθύς επάνω.

Που συνηθά μάλιστ’ αυτή μ’ οδύνες να τον πλήττη.».

 

Αρχή σελίδας 

Αυτά ’πε και τον άκουσεν η Ήρα η λευκοχέρα.

Και τ’ άλογά της ράβδισε και αυτά με προθυμίαν

πετούν ανάμεσα στην γην κι στ’ ουρανού τ’ αστέρια

και όσος αέρας φαίνεται στους οφθαλμούς του ανθρώπου

που απ’ ακρωτήρι θεωρεί τ’ απέραντα πελάγη,

διάστημα τόσο των θεών οι ίπποι διασκελίζουν. 

 

Και ότε στην Τροίαν ήλθαν κεί, που δυο ποτάμια ρέουν

και στου Σκαμάνδριου σμίγεται τα ρεύματα ο Σιμόεις,

τ’ άλογ’ αυτού σταμάτησεν η Ήρα η λευκοχέρα.

Τα ξέζεψε και ολόγυρα με καταχνιά τα ζώνει.

Κι αμβρόσιο φύλλο εβλάστησε να βόσκουν ο Σιμόεις. 

 

Κι εκείνες με το βάδισμα πόχει δειλή τρυγόνα

πηγαίναν ολοπρόθυμες να σώσουν τους Αργείους.

Αλλ’ ότε εις μέρος έφθασαν που’σαν πολλοί και ανδρείοι

συμπυκνωμένοι ολόγυρα  του τρομερού Διομήδη,

οπού στην όψιν έμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,

ή αγριοχοίρων φοβερών που αδάμαστά ’χουν στήθη,

εστάθη αυτού κι εκραύγασεν η Ήρα η λευκοχέρα,

με την φωνήν του Στέντορος που χάλκιν’ είχε στόμα.

Κι εφώναζ’όσο δεν μπορούν άνδρες ομού πενήντα:

«Ντροπή, Αργείοι θαυμαστοί στην όψιν, αλλ’ αχρείοι.

Στον πόλεμον όσο έρχονταν ο θείος Αχιλλέας,

την πύλην την Δαρδανικήν δεν διάβαιναν οι Τρώες

ποτέ. Τόσο της λόγχης του το βάρος ετρομάζαν.

τώρ’ απ’ την πόλιν τους μακράν σας πολεμούν στα πλοία.».

 

Αυτά ’πε. Και όλων των ανδρών εμψύχωσε το στήθος.

Και στον Τυδείδην έδραμεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη

και αυτού σιμά στ’ αμάξι του τον ήβρε να δροσίζη

το λάβωμα που του άνοιξε το βέλος του Πανδάρου.

Τον έκαιεν ο ίδρωτας απ’ τον πλαστόν ζωστήρα

της κυκλωτής ασπίδας του. Κι είχε βαρύ το χέρι.

Και τον ζωστήρα εσήκωσε κι εσφόγγιζε το αίμα.

Και τον ζυγόν των ίππων του πιάν’ η θεά και λέγει:

«Υιόν που ολίγον του’μοιασεν εγέννησε ο Τυδέας.

Ήτ’ ο Τυδέας μαχητής, αν και μικρός στο σώμα.

Και ότ’ εγώ τον μπόδιζα να δείξει την ανδρειά του

εις τον καιρόν που μηνυτής επήγεν εις τες Θήβες

μόνος μακράν των Αχαιών στα πλήθη των Καδμείων,

να ησυχάζη του’λεγα στην τράπεζαν μαζί τους.

Και αυτός οπού’χε την ψυχήν ως πρότερα γενναίαν,

προκάλεσε κι ενίκησε τ’ αγόρια των Καδμείων

ευκόλως. Ότι βοηθός ευρέθην στο πλευρό του. 

 

Και ομοίως συ μ’ έχεις κοντά και σε περιφυλάγω

και σε κεντώ με προθυμιά να κυνηγής τους Τρώας.

Αλλ’ ή ο κόπος ο βαρύς σου μούδιασε τα μέλη

ή ο φόβος σ’ απονέκρωσε και γόνος του Οινείδη

Τυδέως του πολεμικού τωόντι συ δεν είσαι.».

 

Εκείνης τότε  απάντησεν ο δυνατός Διομήδης:

 

«Καλώς γνωρίζω σε, θεά, σεπτή του Δία κόρη,

όθεν προθύμως θα σου ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω.

Ο κόπος δεν μ’ εμούδιασεν, ούτε ποσώς ο φόβος,

αλλ’ ενθυμούμαι ακόμη εδώ τι μόχεις παραγγείλει.

Μ’ εμπόδιζες άλλους θεούς στην μάχην ν’ αντικρύσω.

Αλλά την κόρη του Διός, στον πόλεμον αν έλθη,

την Αφροδίτην μού’λεγες με λόγχην να κτυπήσω.

Δια τούτο εγώ ανάμερα καθίζω και των άλλων

Αργείων είπα να σταθούν  εδώ, συγκεντρωμένοι,

ότι τον Άρην αρχηγόν στην μάχην τώρα βλέπω.».

 

Τότε η γλαυκόφθαλμη θεά του απάντησε και του’πε:

 

«Ω της καρδιάς μου αγαπητέ Τυδείδη, δια την ώραν

τον Άρην συ μη φοβηθείς μήτε των αθανάτων

κανέναν. Αφού βοηθός σου είμαι. Κι έλα σπρώξε

τα στερεόποδ’ άλογα στον Άρην εναντίον

και κτύπα τον από κοντά, σέβας ποσώς μην έχης

στον μανικόν, τον πάγκακον, τον άστατον, που πρώτα

της Ήρας έλεγε κι εμού πως θέλει πολεμήσει

τους Τρώας τάχα και βοηθός να γίνη των Αργείων,

και τώρα τα λησμόνησε κι επήγε με τους Τρώες.».

Και με το χέρι ετράβηξε τον Σθένελον και τούτος

από τ’ αμάξι επήδησε και ανέβηκε αναμμένη

στον θρόνον η Αθηνά σιμά στον θεϊκόν Τυδείδην.

Από το βάρος βρόντησε το δρύινον αξόνι,

ότ’ είχε επάνω τρομεράν θεάν κι εξαίσιον άνδρα.

Την μάστιγα, τους χαλινούς έχ’ η θεά και σπρώχνει

τα στερεόποδ’ άλογα στον Άρη εναντίον,

εκεί που τον θεόρατον Περίφαντα Οχησίδην

εγύμνωνε, των Αιτωλών εξαίσιον πολεμάρχον.

Τότε, να γίνει αόρατη στον ανδροφόνον Άρη,

στου Άδη εκρύφθη η θεά την περικεφαλαία.

Και άμ’ είδ’ ο Άρης ο σκληρός τον θείον Διομήδη,

άφησε τον θεόρατον Περίφαντα να κείται

νεκρός εκεί που  θάνατον του είχε δώσει πρώτα

κι ίσια στον ιπποδαμαστήν εχύθηκε Διομήδη,

κι οτ’ ήσαν αντιμέτωποι, το χάλκινο κοντάρι

ο Άρης ολοπρόθυμος να πάρη την ψυχήν του.

 

Τόπιασε με το χέρι της  η γλαυκομάτ’ Αθήνη

και από τον θρόνον το’καμε χαμένο αυτού να πέση.

Δεύτερος τότ’ εχύθηκε με χάλκινο κοντάρι

ο Διομήδης, κι η θεά τ’ άμπωσεν ώσπου εβρήκε

η λόγχη το λαγγόνι αυτού που ζώστρα  το σκεπάζει.

Και το κοντάρι ανέσπασε. Και ο χαλκοφόρος Άρης

βόησε τόσ’ όσο βοούν εννιά δέκα χιλιάδες

άνδρες ενώ συγκρούονται  στην φλόγα του πολέμου.

Κι έπεσε τρόμος στην καρδιά των Αχαιών και Τρώων.

Τόσο σφοδρώς εβόησεν ο αιμόχαρος ο Άρης. 

 

Και ως από νέφη φαίνεται σκοταδερός ο αέρας,

ότ’ άνεμος σηκώνεται κακός από το καύμα,

του Διομήδη εφαίνετο και ο χαλκοφόρος Άρης

ως μες στα νέφη ανέβαινεν εις τ’ ουρανού τον θόλον.

Κι έφθασε ευθύς στον Όλυμπον, έδραν των αθανάτων,

και λυπημένος κάθισε στο πλάγι του Κρονίδη

και τ’ άφθαρτ’ αίμα του’δειχνε, που απ’ την πληγήν του ρέει,

και του’λεγε οδυρόμενος με λόγια φτερωμένα:

«Πατέρα Δία, στο κακό που βλέπεις δεν θυμώνεις;

Φρικτά πάντοτ’ επάθαμεν οι αθάνατοι από γνώμην

δική μας όταν παίρνωμεν με τους ανθρώπους μέρος.

Και όλοι σ’ εσέ θυμώνομεν, διότι έχεις γεννήσει

κόρην τρελλήν, κακότροπην, που στ’ όνομα είναι  ο νους της.

Διότι οι επίλοιποι θεοί στον Όλυμπον όσ’ είναι,

όλοι σου υποτάσσονται, σ’ εσέ καθείς μας κλίνει.

Και αυτήν ποσώς δεν τιμωρείς με έργον ή με λόγον,

αλλ’ επειδή την γέννησες, κακήν την υποφέρεις,

που τώρα τον περήφανον Διομήδην έχει σπρώξει

να πολεμήση μανιακός αυτούς τους αθανάτους. 

 

Την Κύπριν  πρώτα ελάβωσε στο χέρι και κατόπιν

ως δαίμων ώρμησε σ’ εμέ. Και αν οι γοργοί μου πόδες

δεν μ’ έπαιρναν, θα εκείτομουν πολύν καιρόν με πόνους

κει μέσα στους ελεεινούς σωρούς των πεθαμένων

ή άψυχον ζωντόνεκρον θα μ’ έκαμναν οι λόγχες.».

Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης: 

 

«Εδώ μη κάθεσ’, άστατε, ωσάν παιδί να κλαίης.

Και απ’ τους θεούς του Ολύμπου σε μισώ με την καρδιά μου,

ότι την έριδ’ αγαπάς, τες μάχες, τους πολέμους.

Της μητρός σου έχεις την ορμήν ακράτητην, βαρείαν,

της Ήρας, όπου οι λόγοι μου δυσκόλως την δαμάζουν,

και τώρ’ αυτή σε πρόσταξε, θαρρώ, και αυτά παθαίνεις.

Αλλά να βασανίζεσαι δεν θέλει εγώ σ’ αφήσω.

Αίμα μου είσαι, και σ’ εμέ σ’ εγέννησε η μητέρα.

Κακός ως είσαι, αν είχε σε θεός άλλος γεννήσει

από καιρόν θα ευρίσκεσο μακράν των Ουρανίων.».

 

 

Είπε και τον Παιήονα προστάζει να τον ιάνη.

Με βότανα παυσίπονα που του’βαλε ο Παιήων,

τον ιάτρευσεν ότι θνητός δεν ήτο αυτός πλασμένος.

Και όπως γρήγορα η πυτιά το λευκό γάλα πήζει

που υγρόν γοργά συσφίγγεται, καθώς το ανακατώνουν,

έτσι εθεράπευσε γοργά τον άγριον Άρην εκείνος.

 

Και ο Άρης, ως τον έλουσεν η Ήβη, λαμπροφόρος

με περηφάνια κάθισε στο πλάγι του Κρονίδη.

Και προς το δώμα του Διός του μεγαλοδυνάμου

γύρισε με την Άργισσαν Ήραν η σώστρ’ Αθήνη

τον Άρη αφού εμπόδισαν απ’ τες ανδροφονίες.

 

Αρχή σελίδας