ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  E΄

(στίχοι  : 677-766)

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

 

Τον Κοίρανον και Αλάστορα, τον Άλιον και Χρομίον

τον Νοήμονα, τον Άλκανδρον, τον Πρύτανιν φονεύει.

Και άλλους θα έκοφτε πολλούς ο θείος Οδυσσέας,

μακρόθε αν δεν τον έβλεπεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Κι εβγήκε με λαμπρ’ άρματα ζωσμένος στους προμάχους,

φόβος πολύς των Δαναών. Άμα τον είδ’ εχάρη

ο Σαρπηδών ο διογενής και θλιβερά του είπε:

 

 

 

Ἔνθ᾽ ὅ γε Κοίρανον* εἷλεν Ἀλάστορά τε Χρομίον τε

Ἄλκανδρόν θ᾽ Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε.

Καί νύ κ᾽ ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς

εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ· 680

βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ

δεῖμα φέρων Δαναοῖσι· χάρη δ᾽ ἄρα οἱ προσιόντι

Σαρπηδὼν Διὸς υἱός, ἔπος δ᾽ ὀλοφυδνὸν ἔειπε·

 

 

 

«Πριαμίδη, μη στων Δαναών τα χέρια ’δω μ’ αφήσης

αλλά βοήθειαν δώσε μου. Καν στην δικήν σας πόλιν

ας ξεψυχήσω, αφού σ’ εμέ δεν ήταν διορισμένο

να γύρω στην αγαπητήν πατρίδα να χαρύνω

την ποθητήν μου σύντροφον  και το γλυκό μου βρέφος.».

 

Πριαμίδη, μὴ δή με ἕλωρ Δαναοῖσιν ἐάσῃς

κεῖσθαι, ἀλλ᾽ ἐπάμυνον· ἔπειτά με καὶ λίποι αἰὼν

ἐν πόλει ὑμετέρῃ, ἐπεὶ οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλον ἔγωγε

νοστήσας οἶκον δὲ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν

εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν.

 

Τίποτε δεν του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ,

αλλά με ορμήν προσπέρασε ποθώντας ν’ αποδιώξη

τους Δαναούς και άνδρες πολλούς να θανατώση ακόμη.

Κι εκάθισαν  οι σύντροφοι τον θείον Σαρπηδόνα

κάτω απ’ την εύμορφην βελανιδιά του αιγιδοφόρου Δία

και όπως του βγάζει απ’ το μερί το φράξινο κοντάρι

ο ποθητός του σύντροφος Πελάγων ο γενναίος,

έχαν’ εκείνος την ψυχήν, τα μάτια του θαμπώναν.

Και πάλιν επήρε ανάσαμα και ο δροσερός Βορέας,

φυσώντας την μισόσβηστην ψυχήν του ζωντανεύει.

 

Και αν και τους κτύπησ’ ο Έκτορας και αν και τους κτύπησ’ ο Άρης

οι Αργείοι δεν εστρέφοντο να φύγουν προς τα πλοία,

αλλ’ ούτε ορμούσαν προς αυτούς, αλλ’ οπισθοδρομούσαν

πάντοτ’ ευθύς τους νόησαν τον Άρη μες στους Τρώες.

 

Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ,

ἀλλὰ παρήϊξεν λελιημένος ὄφρα τάχιστα          690

ὤσαιτ᾽ Ἀργείους, πολέων δ᾽ ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.

Οἳ μὲν ἄρ᾽ ἀντίθεον Σαρπηδόνα δῖοι ἑταῖροι

εἷσαν ὑπ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ[1]·

ἐκ δ᾽ ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε

ἴφθιμος Πελάγων, ὅς οἱ φίλος ἦεν ἑταῖρος.          695

Τὸν δ᾽ ἔλιπε ψυχή, κατὰ δ᾽ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾽ ἀχλύς·

αὖτις δ᾽ ἐμπνύνθη, περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο

ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν.

Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπ᾽ Ἄρηϊ καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ

οὔτε ποτὲ προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν   700

οὔτε ποτ᾽ ἀντεφέροντο μάχῃ, ἀλλ᾽ αἰὲν ὀπίσσω

χάζονθ᾽, ὡς ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν Ἄρηα.

 

 

Τότε ποιον πρώτον φόνευσεν, ποιον ύστερον ο Έκτωρ

ο Πριαμίδης, και μ’ αυτόν ο χαλκοφόρος Άρης;

 

Ο θείος Τεύθρας έπεσεν, ο πλήξιππος Ορέστης,

ο Αιτωλός Τρήχος λογχιστής, ο Οινόμαος, ο Οινοπίδης

Έλενος και ο λαμπρόζωνος Ορέσβιος που στην Ύλην

εγκάτοικος εφρόντιζε πολλά να θησαυρίζη,

σιμά  στους άλλους Βοιωτούς οπού στης Κηφισίδος

λίμνης τα πλάγια χαίρονται της γης την αφθονίαν.

 

Ἔνθα τίνα πρῶτον τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξαν

Ἕκτωρ τε Πριάμοιο πάϊς καὶ χάλκεος Ἄρης;

 

ἀντίθεον Τεύθραντ᾽, ἐπὶ δὲ πλήξιππον Ὀρέστην,

Τρῆχόν τ᾽ αἰχμητὴν Αἰτώλιον Οἰνόμαόν τε,

Οἰνοπίδην θ᾽ Ἕλενον καὶ Ὀρέσβιον αἰολομίτρην,

ὅς ῥ᾽ ἐν Ὕλῃ ναίεσκε μέγα πλούτοιο μεμηλώς^,

λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι· πὰρ δέ οἱ ἄλλοι

ναῖον Βοιωτοὶ μάλα πίονα δῆμον ἔχοντες.

 

Και άμα η θεά τους νόησεν η Ήρα η λευκοχέρα

οπού στον σφοδρόν πόλεμον χαλούσαν τους Αργείους,

προσφώνησε την Αθηνά με λόγια φτερωμένα:

 

 

«Οϊμένα, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,

αν να λυσσάξη αφήσωμεν τον Άρην, ως τον βλέπεις,

ο λόγος θα ματαιωθή, που εδώκαμε του Ατρείδη,

πως θα γυρίση πορθητής του πυργωμένου Ιλίου.

Κι έλα κι εμείς τον πόλεμον ας θυμηθούμε τώρα.».

 

 

Αυτά ’πε την υπάκουσεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη,

τα χρυσοφάλαρ’ άλογα τότ’ ευπρεπίζ’ η Ήρα

του υψίστου Κρόνου σεβαστή κόρη κι ευθύς η Ήβη

στον σιδερένιο άξονα της άμαξας περνάει

τροχούς οπού ’ναι  χάλκινοι με οκτώ στη μέση ακτίνες.

 

 

 

 

Τοὺς δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη

Ἀργείους ὀλέκοντας ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ,

αὐτίκ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·

 

ὢ πόποι αἰγιόχοιο Διὸς τέκος Ἀτρυτώνη,

ἦ ῥ᾽ ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ          715

Ἴλιον ἐκπέρσαντ᾽ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι,

εἰ οὕτω μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα.

Ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς.

 

ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.

Ἣ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους  720

Ἥρη πρέσβα θεὰ θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο·

Ἥβη δ᾽ ἀμφ᾽ ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα

χάλκεα ὀκτάκνημα[2] σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς.

 

 

Και των τροχών είν’ άφθαρτος χρυσός ο γύρος όλος

κι έχει στεφάνια χάλκινα π’ όποιος τα ιδή θαυμάζει.

Και απ’ τα δύο μέρη ολάργυρο το κεφαλάρι αστράφτει.

Σύρματα ολάργυρα, χρυσά στηρίζουν τεντωμένα

τον θρόνον πόχει ένα πλευρό κυρτό στο κάθε μέρος.

 

 

Εις το τιμόνι ολάργυρο σμίγει χρυσόν ωραίον

ζυγόν με τα ζυγόλουρα που’ναι χρυσά κι εκείνα.

Κι έφερε κάτω απ’ τον ζυγόν τα γρήγορα πουλάρια

η Ήρα που την έριδα διψά και τον αγώνα.

Τῶν ἤτοι χρυσέη ἴτυς ἄφθιτος, αὐτὰρ ὕπερθε

χάλκε᾽ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι·

πλῆμναι δ᾽ ἀργύρου εἰσὶ περίδρομοι ἀμφοτέρωθεν·

δίφρος δὲ χρυσέοισι καὶ ἀργυρέοισιν ἱμᾶσιν

ἐντέταται, δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές εἰσι.

 

Τοῦ δ᾽ ἐξ ἀργύρεος ῥυμὸς πέλεν· αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄκρῳ

δῆσε χρύσειον καλὸν ζυγόν, ἐν δὲ λέπαδνα         730

κάλ᾽ ἔβαλε χρύσει᾽· ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν Ἥρη

ἵππους ὠκύποδας, μεμαυῖ᾽ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς.

 

Κι η Αθηνά, κόρη σεμνή του αιγιδοφόρου Δία,

εις του πατρός το έδαφος τον πέπλον απολνάει

τον αγανόν, τον πλουμιστόν που’χε ποιήσει εκείνη.

Στους ώμους  βάζει την φρικτήν, την κροσωτήν ασπίδα,

πόχει τριγύρω την φυγήν κι η Έρις είναι μέσα.

Η Δύναμις και ο Διωγμός, οπού καρδιές παγώνει,

και της Γοργούς η κεφαλή, τρομακτικό και μέγα

τέρας, που δείχνει των θνητών ο αιγιδοφόρος Δίας.

 

 

 

 

 

Κράνος δικέφαλο φορεί, τετράλοφον, ωραίον,

χρυσό, που πόλεων εκατόν στρατούς αντισηκώνει.

Και ανέβηκε στο φλογερόν αμάξι και κοντάρι

φουκτώνει μέγα, στερεά  μ’ αυτό δαμάζ’ ηρώων

τα πλήθη σ’ όποιους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη.

 

Αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο

πέπλον μὲν κατέχευεν ἑανὸν** πατρὸς ἐπ᾽ οὔδει

ποικίλον, ὅν ῥ᾽ αὐτὴ ποιήσατο καὶ κάμε χερσίν· 735

ἣ δὲ χιτῶν᾽ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο

τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.

Ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ὤμοισιν βάλετ᾽ αἰγίδα θυσσανόεσσαν

δεινήν, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται,

ἐν δ᾽ Ἔρις, ἐν δ᾽ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή,         740

ἐν δέ τε Γοργείη κεφαλὴ δεινοῖο πελώρου

δεινή τε σμερδνή τε, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο.

Κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον

χρυσείην, ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ᾽ ἀραρυῖαν·

ἐς δ᾽ ὄχεα φλόγεα ποσὶ βήσετο, λάζετο δ᾽ ἔγχος

βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν

ἡρώων, οἷσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.

 

Κι η Ήρα με την μάστιγα σφοδρά κινεί τους ίππους.

Βροντούν οι πύλες τ’ ουρανού αυτάνοικτες μπροστά τους,

οπού του απέραντ’ ουρανού φυλάκτρες και του Ολύμπου

την φράζουν με το σύγνεφον ή τ’ αφαιρούν οι Ώρες.

 

Και ως τα κεντούσαν, τ’ άλογα περάσαν απ’ την πύλην.

Και τον Κρονίδην εύρηκαν  ανάμερ’ απ’ τους άλλους

θεούς στην άκρην κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου.

Τους ίππους εκεί εκράτησεν η Ήρα η λευκοχέρα

και ομίλησε κι εξέτασε τον ύψιστον Κρονίδην.

 

Ἥρη δὲ μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ᾽ ἄρ᾽ ἵππους·

αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ ἃς ἔχον Ὧραι,

τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Οὔλυμπός τε

ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι.

 

Τῇ ῥα δι᾽ αὐτάων κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους·

εὗρον δὲ Κρονίωνα θεῶν ἄτερ ἥμενον ἄλλων

ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο.

Ἔνθ᾽ ἵππους στήσασα θεὰ λευκώλενος Ἥρη      755

Ζῆν᾽ ὕπατον Κρονίδην ἐξείρετο καὶ προσέειπε·

 

«Δία πατέρ’, αρέγουν σε τα έργ’ αυτά του Άρη;

Άδικ’ αφάνισε απρεπώς τόσον λαόν ανδρείον

των Αχαιών, λύπη σ’ εμέ, κι ήσυχοι ωστόσο επάνω

ευφραίνοντ’ ο αργυρότοξος Απόλλων κι η Αφροδίτη

πως απολύσαν τον τρελόν που νόμον δεν γνωρίζει.

 

Τάχα σ’ εμέ θα χολωθής, πατέρ’ , αν εγώ διώξω

μ’ ελεεινά κτυπήματα τον Άρη από την μάχην;»

 

Ζεῦ πάτερ οὐ νεμεσίζῃ Ἄρῃ τάδε καρτερὰ ἔργα

ὁσσάτιόν τε καὶ οἷον ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν

μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον ἐμοὶ δ᾽ ἄχος, οἳ δὲ ἕκηλοι

τέρπονται Κύπρίς τε καὶ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων

ἄφρονα τοῦτον ἀνέντες, ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα;

Ζεῦ πάτερ ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι, αἴ κεν Ἄρηα

λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι;

 

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυντάκτης:

 

«Την ανδρειωμένην Αθηνά σπρώξε του ευθύς επάνω.

Που συνηθά μάλιστ’ αυτή μ’ οδύνες να τον πλήττη.».

 

 τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·

ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην ἀγελείην,          765

ἥ ἑ μάλιστ᾽ εἴωθε κακῇς ὀδύνῃσι πελάζειν.

 

 

ß                                                            à

G

 



[1]Το δέντρο ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ (φηγός), σύμβολο του αιγιδοφόρου Δία.

 

[2]Ο αριθμός ΟΚΤΩ στους αρχαίους Έλληνες, συμβόλιζε την σταθερότητα.

 



*  Κοίρανος ήτα και ένας πολεμιστής από την Λύκτο της  Κρήτης, ακόλουθος του Μηριόνη [βλ.  ΡΑΨΩΔΙΑ Ρ, στ.  611]

 

^  Ο Ορέσβιος  κατοικούσε στην Ύλη της Βοιωτίας, περιοχή κοντά στον Ελεώνα και τον Πετεώνα, στην ανατολική πλευρά της Βοιωτίας, ανάμεσα στην λίμνη ΚΗΦΙΣΙΔΑ [Κωπαϊδα] και τον Ευβοϊκό κόλπο. [Βλ. ΡΑΨΩΔΙΑ Β, στ. 500]. Από την Ύλη ήταν ο Τυχίος ο οποίος έφτιαξε την ΑΣΠΙΔΑ του Αίαντα [Βλ. Ραψωδία Η, στ. 220]. Από τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο Όμηρος  για α) την ασπίδα του Αίαντα [σάκος αίολον] και  β) για τον Ορέσβιο [αιολομίτρης] οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως οι κάτοικοι της  Βοιωτικής Ύλης  ήταν  Αιολείς.

 

** Σε πινακίδα της Γραμμικής Β βρέθηκε η λέξη WEΑΝΟ = φόρεμα, πέπλο.

Βλέπουμε πως η ίδια λέξη στην Ιλιάδα είναι : ΕΑΝΟΣ

Εανός = λεπτός # αραχνοΰφαντος # αραχνοκέντητος # αραχνοειδής # αραχνοκεντημένος

Σήμερα χρησιμοποιούμε την λέξη Αγανός = αραιός  # χαλαρός

Εανηφόρος ήταν  επίθετο της Ηους  = αυτή που φορά λεπτό χιτώνα.

Βλ. όμως και   Ραψωδία Σ, 613, τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας ἑανοῦ κασσιτέροιο / και από λεπτόν κασσίτερον μορφώνει τες κνημίδες