Πρόλογος | Πάροδος | Πορεία προς τον Αγώνα | Ιαμβική Σκηνή | Αγώνας με Ιαμβική Σφραγίδα | Παράβαση | Ιαμβική Σκηνή | Λυρικός Διάλογος | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστικό ξέσπασμα της πρώτης | Διάλογος των Δύο Χορών | Μέλος (Στάσιμο) | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική εισαγωγή η κάθε μία | Μέλος | Ιαμβική σκηνή | Έξοδος

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η

Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)

Αγώνας με (608-613) Ιαμβική Σφραγίδα (467-613)

 

       
   Χορὸς Γερόντων  
    ὦ πόλλ᾽ ἀναλώσας ἔπη πρόβουλε τῆσδε <τῆς γῆς,
τί τοῖσδε σαυτὸν ἐς λόγους τοῖς θηρίοις συνάπτεις;
οὐκ οἶσθα λουτρὸν οἷον αἵδ᾽ ἡμᾶς ἔλουσαν ἄρτι
Τί τόσα λόγια χάνεις,
και με της όχεντρες αυτές κουβέντες τώρα πιάνεις,
Επίτροπε της χώρας;
Δεν ξέρεις πώς μας κάνανε λουτρό προ λίγης ώρας 
470   ἐν τοῖσιν ἱματιδίοις, καὶ ταῦτ᾽ ἄνευ κονίας; στα ρουχαλάκια μας, χωρίς καί μ' αλυσσίβας σκόνη;
   Χορὸς Γυναικῶν  
    ἀλλ᾽ ὦ μέλ᾽ οὐ χρὴ προσφέρειν τοῖς πλησίοισιν εἰκῇ
τὴν χεῖρ᾽· ἐὰν δὲ τοῦτο δρᾷς, κυλοιδιᾶν ἀνάγκη.
ἐπεὶ ᾽θέλω ᾽γὼ σωφρόνως ὥσπερ κόρη καθῆσθαι,
λυποῦσα μηδέν᾽ ἐνθαδί, κινοῦσα μηδὲ κάρφος,
(προς τον Χορόν Γερόντων)
Βρε κουτεντέ! το χέρι του δεν πρέπει να σηκώνη 
ο άνθρωπος αυθαίρετα στον άλλον κατ' επάνω· 
σαν το σηκώνης, τούμπανα τα μάτια θα σου κάνω. 
Κακό δεν κάνω κανενός· φρόνιμα θα καθήσω, 
σαν κοριτσάκι· ούτε κλωνί αχύρου θα κινήσω,—
ενόσω δεν θελήση
475   ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ. κανείς, σαν τη σφηγκοφωλιά να ρθή να μ' ερεθίση.
  Χ Γε ὦ Ζεῦ τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε τοῖς κνωδάλοις;
ου᾽ γὰρ ἔτ᾽ ἀνεκτὰ τάδε γ᾽, ἀλλὰ βασανιστέον
τόδε σοι τὸ πάθος μετ᾽ ἐμοῦ
Ώ Ζεύ! έχουμε τάχα χρεία,
από αυτά τα κνώδαλα τ' αχρεία;
(Τω Προβούλω:)
Κανείς να υποφέρη δεν μπορεί
480   ὅ τι βουλόμεναί ποτε τὴν
Κραναὰν κατέλαβον, ἐφ᾽ ὅ τι τε
μεγαλόπετρον ἄβατον ἀκρόπολιν
ἱερὸν τέμενος.
ἀλλ᾽ ἀνερώτα καὶ μὴ πείθου καὶ πρόσφερε πάντας ἐλέγχους,
αυτό το πράμα το βαρύ.
Λοιπόν να εξετάσουμε τί φτιάσανε,
γιατ' ήλθανε το φρούριο τουΚραναού κ' επιάσανε,
την άβατη Ακρόπολι, την πέτρα τη μεγάλη
καί τον ναό τον Ιερό. Εξέτασε καί πάλι—
καί μη πεισθής,
κι' όλα τα μέσα που μπορείς, να μεταχειρισθής.
485   ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα μεθέντας.  Γιατί ντροπή θα πάθουμε,
εάν δεν εξετάσουμε τί τρέχει καί δεν μάθουμε.
   Πρόβουλος  
    καὶ μὴν αὐτῶν τοῦτ᾽ ἐπιθυμῶ νὴ τὸν Δία πρῶτα πυθέσθαι,
ὅ τι βουλόμεναι τὴν πόλιν ἡμῶν ἀπεκλῄσατε τοῖσι μοχλοῖσιν.
Και, μα τον Δία, βέβαια· σείς πρώτες θα μου πήτε
τι ταχα στην Ακρόπολι γυρεύατε να μπήτε
καί με μοχλούς την κλείσατε;
  Λυσιστράτη  
    ἵνα τἀργύριον σῶν παρέχοιμεν καὶ μὴ πολεμοῖτε δι᾽ αὐτό. Το χρήμα να κρατήσουμε
σωστό, να μην αφήσουμε
για χρήματα στον πόλεμο το αίμά σας να χύνετε.
  Πρ διὰ τἀργύριον πολεμοῦμεν γάρ; Θαρρείτε για τα χρήματα ο πόλεμος πώς γίνεται;
  Λυς καὶ τἄλλα γε πάντ᾽ ἐκυκήθη. Καί γι' άλλους λόγους γίνεται αυτό το ανακάτωμα:
490   ἵνα γὰρ Πείσανδρος ἔχοι κλέπτειν χοἰ ταῖς ἀρχαῖς ἐπέχοντες,
ἀεί τινα κορκορυγὴν ἐκύκων. οἱ δ᾽ οὖν τοῦδ᾽ οὕνεκα δρώντων
ὅ τι βούλονται· τὸ γὰρ ἀργύριον τοῦτ᾽ οὐκέτι μὴ καθέλωσιν.
Για να μπορή οΠείσανδρος, καί όλα τ' άλλα άτομα 
που την αρχήν βυζαίνουνε, να βρίσκουν ευκαιρίες
για κλέψιμο, ανοίγοντες στον τόπο φασαρίες. 
Άς κάμουν ό,τι θέλουνε και ό,τι τους αρέσει· 
να βγάλη νόημα από δω κανείς δεν θα μπόρεση.
  Πρ ἀλλὰ τί δράσεις; Καί τί θα κάμης ;
  Λυς τοῦτό μ᾽ ἐρωτᾷς; ἡμεῖς ταμιεύσομεν αὐτό. Το ρωτάς; τί άλλο δα θα πράξουμε.
παρά να το φυλάξουμε;
  Πρ ὑμεῖς ταμιεύσετε τἀργύριον; Συ φύλακας στης πόλεως τα χρήματα θα γίνης;
  Λυσ τί <δὲ δεινὸν τοῦτο νομίζεις; Μπά! δύσκολο το κρίνεις;
495   οὐ καὶ τἄνδον χρήματα πάντως ἡμεῖς ταμιεύομεν ὑμῖν; Μήπως εμείς δεν είμαστε καί φύλακες συνάμα 
για του σπιτιού τα χρήματα;
  Πρ ἀλλ᾽ οὐ ταὐτόν. Δεν είν' το ίδιο πράμα.
  Λυσ πῶς οὐ ταὐτόν; Δεν είν' το ίδιο πράμα;
  Πρ πολεμητέον ἔστ᾽ ἀπὸ τούτου. Ναί· μ' αυτό θα πολεμήσουμε.
  Λυσ ἀλλ᾽ οὐδὲν δεῖ πρῶτον πολεμεῖν. Μα και γι' αυτό τον πόλεμο να γίνη δεν θ' αφήσουμε.
  Πρ πῶς γὰρ σωθησόμεθ᾽ ἄλλως; Την πόλι πώς θα σώσουμε;
  Λυσ ἡμεῖς ὑμᾶς σώσομεν. Εμείς θα σας γλυτώσουμε.
  Πρ ὑμεῖς; Σείς, λέει;
  Λυσ ἡμεῖς μέντοι. Βέβαια εμείς.
  Πρ σχέτλιόν γε. Σαν δύσκολο πολύ.
  Λυσ ὡς σωθήσει, κἂν μὴ βούλῃ. Μα κι' αν δέν θέλης, θα σωθής.
  Πρ δεινόν <γε λέγεις. Η γλώσσά σου μιλεί 
πολύ κακά.
  Λυσ ἀγανακτεῖς. Αγανακτείς; 
500   ἀλλὰ ποιητέα ταῦτ᾽ ἐστὶν ὅμως. μα θα το κατορθώσουμε.
  Πρ νὴ τὴν Δήμητρ᾽ ἄδικόν γε. Άδικο, μα τη Δήμητρα!
  Λυσ σωστέον ὦ τᾶν. Ά, πρέπει να σας σώσουμε.
  Πρ κεἰ μὴ δέομαι; Κι' αν ίσως δεν θελήσω;
  Λυσ τοῦδ᾽ οὕνεκα καὶ πολὺ μᾶλλον. Να κ' ένας λόγος πλειότερος το ζήτημα να λύσω.
  Πρ ὑμῖν δὲ πόθεν περὶ τοῦ πολέμου τῆς τ᾽ εἰρήνης ἐμέλησεν; Αλλά κι' αν πρέπ' ειρήνη
ή πόλεμος να γίνη,
πώς βγήκατε τη γνώμη σας να δώσετε στη χώρα;
  Λυσ ἡμεῖς φράσομεν. Θα σου τα πούμε τώρα.
  Πρ λέγε δὴ ταχέως, ἵνα μὴ κλάῃς, Θα κλάψης· λέγε γρήγορα.
  Λυσ ἀκροῶ δή,
καὶ τὰς χεῖρας πειρῶ κατέχειν.
Άκου λοιπόν καί στάσου,
καί μη μας τα παρακουνάς μπροστά μας τα ξερά σου.
  Πρ ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι· χαλεπὸν γὰρ Να τα κρατήσω δεν μπορώ· με πιάνουνε κ' εξάψεις 
505   ὑπὸ τῆς ὀργῆς αὐτὰς ἴσχειν. απ' το θυμό μου.
    Γυνὴ Α.  
    κλαύσει τοίνυν πολὺ μᾶλλον. Έ, λοιπόν περσσότερο θα κλάψης.
  Πρ τοῦτο μὲν ὦ γραῦ σαυτῇ κρώξαις· σὺ δέ μοι λέγε.
(προς την α' Γυναίκα)
Πες το αυτό καλήτερα, γρηά, στον εαυτό σου.
(Τη Λυσιστράτη)
Για έλα τώρα, λέγε μας εσύ το σχέδιο σου.
  Λυσ ταῦτα ποιήσω.
ἡμεῖς τὸν μὲν πρότερον πόλεμον καὶ τὸν χρόνον ἠνεσχόμεθα
ὑπὸ σωφροσύνης τῆς ἡμετέρας τῶν ἀνδρῶν ἅττ᾽ ἐποιεῖτε.
οὐ γὰρ γρύζειν εἰᾶθ᾽ ἡμᾶς. καίτοὐκ ἠρέσκετέ γ᾽ ἡμᾶς.
Αυτό κ' εγώ έχω σκοπό,
το σχέδιο μου να σου ειπώ. 
Εμείς αυτόν τον πόλεμο, [πού τρώει την Ελλάδα], 
πρώτες τον ανεχθήκαμε με τόση φρονιμάδα,
κι' απ' τον καιρό πού αρχίσατε, 
ούτε καί να γκρινιάσουμε καθόλου μας αφήσατε· 
μα μολονότι είμαστε καί δυσαρεστημένες,
510   ἀλλ᾽ ᾐσθανόμεσθα καλῶς ὑμῶν, καὶ πολλάκις ἔνδον ἂν οὖσαι
ἠκούσαμεν ἄν τι κακῶς ὑμᾶς βουλευσαμένους μέγα πρᾶγμα·
εἶτ᾽ ἀλγοῦσαι τἄνδοθεν ὑμᾶς ἐπανηρόμεθ᾽ ἂν γελάσασαι,
“τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι
ἐν τῷ δήμῳ τήμερον ὑμῖν;” “τίδὲ σοὶ ταῦτ᾽;” ἦ δ᾽ ὃς ἂν ἁνήρ.
κ' εμέναμε κλεισμένες
στα σπίτια μας, πολλές φορές
σε υποθέσεις σοβαρές
να παίρνετε απόφασι πολύ κακή ακούσαμε.
Κατόπιν σας ρωτούσαμε—
με γέλιο και με λύπη μας μέσ' την ψυχή κρυφή:
—"Τί αποφάσισ' η Βουλή στηστήλη να γραφή 
γιά την ειρήνη σήμερα;". —"Είν' αλλουνού δουλεία"
515   “οὐ σιγήσει;” κἀγὼ ἐσίγων. μου 'λεγε ο άνδρας μου. "Σκασμός!" Δεν έβγαζα μιλιά!
    Γυνὴ Β Α' Γυνή
    ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐγώ ποτ᾽ ἐσίγων. Ά, να κρατήσω σιωπή ποτέ δεν θα μπορούσα.
  Πρ κἂν ᾤμωζές γ᾽, εἰ μὴ ᾽σίγας. Θα 'σκουζες, αν δεν σώπαινες.
  Λυσ τοιγὰρ ἔγωγ᾽ ἔνδον ἐσίγων.
. . . ἔτερόν τι πονηρότερον βούλευμ᾽ ἐπεπύσμεθ᾽ ἂν ὑμῶν·
εἶτ᾽ ἠρόμεθ᾽ ἄν· “πῶς ταῦτ᾽ ὦνερ διαπράττεσθ᾽ ὧδ᾽ ἀνοήτως;”
ὁ δέ μ᾽ εὐθὺς ὑποβλέψας <ἂν ἔφασκ᾽, εἰ μὴ τὸν στήμονα νήσω,
ὀτοτύξεσθαι μακρὰ τὴν κεφαλήν· “πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει.”
Γι' αυτό κ' εγώ σιωπούσα.
Καί όταν εμαθαίναμε πού' χατε ξαναβγάλη 
απόφασι χειρότερη, ρωτούσαμε καί πάλι:
— "Μά πώς τα καταφέρατε με τόση κουταμάρα";
Κ' εκείνος, μ' ένα βλέμμα του πού σ' έπιανε τρομάρα, 
αν δεν καθήσω, μου λέγε, μονάχα με τη ρόκα μου
θα μου σπάζε την κόκα μου.
Ο πόλεμος είνε δουλειά καί σκέψις ανδρική.
520 Πρ ὀρθῶς γε λέγων νὴ Δί᾽ ἐκεῖνος. Ώ, μα τον Δία, στά λεγε καλά.
  Λυσ πῶς ὀρθῶς ὦ κακόδαιμον,
εἰ μηδὲ κακῶς βουλευομένοις ἐξῆν ὑμῖν ὑποθέσθαι;
ὅτε δὴ δ᾽ ὑμῶν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς φανερῶς ἠκούομεν ἤδη,
“οὐκ ἔστιν ἀνὴρ ἐν τῇ χώρᾳ;“ “μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽,“ <εἶφ᾽ ἕτερός τις·
Ακούς εκεί,
μου τα 'λεγε καλά!
πώς τάχα - όταν σκέπτεσθε καί σείς χωρίς μυαλά,
πρέπει να σας αφίνουμε
καί γνώμες να μη δίνουμε;
καί όταν μια φορά
στο δρόμο σας ακούσαμε να λέτε φανερά
πώς άνδρας μέσ' στη χώρα
δεν απομένει τώρα,
κι' ο άλλος είπε: "ναί, κανείς, μα το θεό", —σκεφθήκαμε, 
525   μετὰ ταῦθ᾽ ἡμῖν εὐθὺς ἔδοξεν σῶσαι τὴν Ἑλλάδα κοινῇ
ταῖσι γυναιξὶν συλλεχθείσαις. ποῖ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῖναι;
ἢν οὖν ἡμῶν χρηστὰ λεγουσῶν ἐθελήσητ᾽ ἀντακροᾶσθαι
κἀντισιωπᾶθ᾽ ὥσπερ χἠμεῖς, ἐπανορθώσαιμεν ἂν ὑμᾶς.
και η γυναίκες γρήγορα μαζύ εσυναχθήκαμε 
καί την Ελλάδα σήμερα να σώσουμ' είνε χρεία. 
Πούθε θα περιμέναμε για νάρθ' η σωτηρία;
Λοιπόν, αν ίσως σήμερα είν' καί δικό σας θέλημα, 
άνδρες, ν' ακούσετε αυτά τα λόγια τα ωφέλιμα,
κι' όπως εκάναμε κ' εμείς το στόμα να βουλλώσετε, 
μπορούμε να σας σώσουμε.
  Πρ ὑμεῖς ἡμᾶς; δεινόν γε λέγεις κοὐ τλητὸν ἔμοιγε. Εσείς εμάς να σώσετε;
Βαρύς και ανυπόφορος ο λόγος οπού βγαίνει 
από το στόμα σου.
  Λυσ σιώπα. Σκασμός!
530 Πρ σοί γ᾽ ὦ κατάρατε σιωπῶ ᾽γώ, καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ
περὶ τὴν κεφαλήν; μή νυν ζῴην.
Μωρή καταραμένη!
Εσύ θα δώσης προσταγή 'ς εμέ να σιωπήσω, 
με τη μανδήλα πού φορείς; Μπα! κάλλιο να μη ζήσω!
  Λυσ ἀλλ᾽ εἰ τοῦτ᾽ ἐμπόδιόν σοι,
παρ᾽ ἐμοῦ τουτὶ τὸ κάλυμμα λαβὼν
ἔχε καὶ περίθου περὶ τὴν κεφαλήν,
κᾆτα σιώπα
Αν με τούτο σ' εμποδίζω,
τη μανδήλα σου χαρίζω,
το κεφάλι σου να δένης,
να σιωπαίνης.
  Γυνὴ Γ  
535   καὶ τοῦτον τὸν καλαθίσκον. Να καλάθι, βάλ 'το μπρος σου,
  Λυσ κᾆτα ξαίνειν ξυζωσάμενος
κυάμους τρώγων·
πόλεμος δὲ γυναιξὶ μελήσει.
πάρε καί την ρόκα ζώσου,
καί κάθησε να τρως κουκκιά καί ξαίνε τα μαλλιά. 
Ά, τώρα είν' ο πόλεμος των γυναικών δουλειά!
  Χορὸς Γυναικῶν  
    αἰρώμεθ᾽ ὦ γυναῖκες ἀπὸ τῶν καλπίδων, ὅπως ἂν Έλα, γυναίκες, κάθε μια
αφήστε κάτω τα σταμνιά,
540   ἐν τῷ μέρει χἠμεῖς τι ταῖς φίλαισι συλλάβωμεν.
ἔγωγε γὰρ <ἂν οὔποτε κάμοιμ᾽ ἂν ὀρχουμένη,
οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἕλοι μου καματηρός·
ἐθέλω δ᾽ ἐπὶ πᾶν ἰέναι
μετὰ τῶνδ᾽ ἀρετῆς ἕνεχ᾽, αἷς
στης φίλες μας να ρθούμε
μαζύ τους να ενωθούμε.
Με δίχως κούρασι μπορώ
να μπαίνω πάντα στο χορό —
[χωρίς να πέφτω χάμου,]
κι' ο κόπος δεν εκούρασε ποτέ τα γόνατα μου. 
Θέλω να κάνω κάθε τί
πού το προστάζ' η αρετή,
[καί να περάσω από κεί]
545   ἔνι φύσις, ἔνι χάρις, ἔνι θράσος,
ἔνι δὲ σοφόν, ἔνι <δὲ φιλόπολις
ἀρετὴ φρόνιμος.
μαζύ μ' αυτές να ενωθώ, πούχουνε χάρι, λογική,
πού έχει τόλμη κάθε μια, κ' είνε σοφία όλη,
καί αγαπάνε μ' αρετή καί φρόνησι την πόλι.
    ἀλλ᾽ ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτων καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν, Συ, πούσαι μια γρηά γερή,
καί σαν τσουκνίδα τσουχτερή,
550   χωρεῖτ᾽ ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ᾽· ἔτι γὰρ νῦν οὔρια θεῖτε. να μη δειλιάσης, τράβα 'μπρός,
γιατ' είνε πρίμος ο καιρός.
  Λυσ ἀλλ᾽ ἤνπερ ὅ <τε γλυκύθυμος Ἔρως χἠ Κυπρογένει᾽ Ἀφροδίτη
ἵμερον ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων καὶ τῶν μηρῶν καταπνεύσῃ,
κᾆτ᾽ ἐντήξῃ τέτανον τερπνὸν τοῖς ἀνδράσι καὶ ῥοπαλισμούς,
οἶμαί ποτε Λυσιμάχας ἡμᾶς ἐν τοῖς Ἕλλησι καλεῖσθαι.
Κι' αν ο γλυκός ο έρως επιμένη— 
κ' η Αφροδίτ' η Κυπρογεννημένη
πόθο μέσα στους κόρφους μας ν' ανάψη, 
καί τα μεριά μας με φωτιές να κάψη, 
καί αν τους άνδρες απ' την καύλα λειώση, καί σαν το ρόπαλο τους την τεντώση,— 
στους Έλληνας, θα μας ειπούν μια μέρα 
πολεμοκαταλύτρες πέρα ως πέρα!
555 Πρ τί ποιησάσας; Πώς θα το καταφέρνατε καί τούτο ;
  Λυσ ἢν Παύσωμεν πρώτιστον μὲν ξὺν ὅπλοισιν
ἀγοράζοντας καὶ μαινομένους.
[Μια χαρά!] 
Να παύσουνε στην αγορά 
να βγαίνουν λυσσασμένοι 
καί πάντοτ' ωπλισμένοι.
    Γυνὴ Α  
    νὴ τὴν Παφίαν Ἀφροδίτην. Ναί, μα της Πάφου τη θεά!
  Λυσ νῦν μὲν γὰρ δὴ κἀν ταῖσι χύτραις κἀν τοῖς λαχάνοισιν ὁμοίως
περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγορὰν ξὺν ὅπλοις ὥσπερ Κορύβαντες.
Κι' άλλη δουλειά δεν έχουνε,
παρά σαν τους Κορύβαντας στην αγορά να τρέχουνε,
κ' εκεί ν' ανακατώνουνε τα όπλα τα πολεμικά,
με χύτρες καί λαχανικά!
  Πρ νὴ Δία· χρὴ γὰρ τοὺς ἀνδρείους. Κ' έτσι πρέπει, μα τον Δία!
Να, αυτό θα πή ανδρεία·
  Λυσ καὶ μὴν τό γε πρᾶγμα γέλοιον, Κι' όμως είν' αστείο πράμα, να κρατή κανείς ασπίδες με
560   ὅταν ἀσπίδ᾽ ἔχων καὶ Γοργόνα τις κᾆτ᾽ ὠνῆται κορακίνους. Γοργόνες, καί να τρέχη ν' αγοράζη, τί;—μαρίδες!
    Γυνὴ Β  
    νὴ Δί᾽ ἐγὼ γοῦν ἄνδρα κομήτην φυλαρχοῦντ᾽ εἶδον ἐφ᾽ ἵππου
ἐς τὸν χαλκοῦν ἐμβαλλόμενον πῖλον λέκιθον παρὰ γραός·
ἕτερος δ᾽ <αὖ Θρᾷξ πέλτην σείων κἀκόντιον ὥσπερ ὁ Τηρεύς,
ἐδεδίσκετο τὴν ἰσχαδόπωλιν καὶ τὰς δρυπεπεῖς κατέπινεν.
Μα το θεό, είδα κ' εγώ 
καβάλλ' απάνω 'ς τ' άλογο σπουδαίον αρχηγό,
να βγάν' υπερηφάνως
το χάλκινο του κράνος
με τα μαλλιά τα μακρυά,— 
να βάλη μέσα εν' αυγό, π' αγόρασε από μια γρηά!
Κ' ένα άλλο παλληκάρι, 
πού ήτανε σαν τον Τηρέα, με ασπίδα καί κοντάρι, κ' είχε 'ρθή από τη Θράκη, μια γυναίκα απειλούσε,
όπου σύκα επουλούσε,
καί της έχαφτ' ένα-ένα
όσα ήσαν γινωμένα.
565 Πρ πῶς οὖν ὑμεῖς δυναταὶ παῦσαι τεταραγμένα πράγματα πολλὰ
ἐν ταῖς χώραις καὶ διαλῦσαι;
Καί πώς θα ήσθε δυνατές, 
της ταραχές όλες αυτές 
οπού στης χώρες γίνονται, εσείς να καταπνίξετε ;
  Λυσ φαύλως πάνυ. Ά, είνε τόσον εύκολο.
  Πρ πῶς; ἀπόδειξον. Μα πώς; να τ' αποδείξετε,
  Λυσ ὥσπερ κλωστῆρ᾽, ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος, ὧδε λαβοῦσαι,
ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν ἐνταυθοῖ τὸ δ᾽ ἐκεῖσε,
οὕτως καὶ τὸν πόλεμον τοῦτον διαλύσομεν, ἤν τις ἐάσῃ,
Σαν κλωστές, πού όταν πέφτουν σε μια μπερδεψιά κακή, 
της τραβούμε με τ' αδράχτια, μια από 'δώ καί μια από 'κεί, 
έτσι καί τον πόλεμο σας θα διαλύσω τον μεγάλο,
570   Διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῖ τὸ δ᾽ ἐκεῖσε. στέλνοντας αμέσως πρέσβεις στο 'να μέρος καί στο άλλο.
  Πρ ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων πράγματα δεινὰ
παύσειν οἴεσθ᾽ ὦ ἀνόητοι;
Τί μας λέτε, βρε κουτές, 
με μαλλιά καί με κλωστές
καί μ' αδράχτια σείς θαρρείτε 
τέτοια πράματα μεγάλα πώς να παύσετε μπορείτε ;
  Λυσ κἂν ὑμῖν γ᾽ εἴ τις ἐνῆν νοῦς,
ἐκ τῶν ἐρίων τῶν ἡμετέρων ἐπολιτεύεσθ᾽ ἂν ἅπαντα.
Αλλ' αν είχατε σείς γνώσι, κι' από τούτα τα μαλλιά 
μάθημα θάχατε πάρη για τη κάθε σας δουλειά.
  Πρ πῶς δή; φέρ᾽ ἴδω. Πώς λοιπόν; για να το ιδούμε.
  Λυσ πρῶτον μὲν ἐχρῆν, ὥσπερ πόκου ἐν βαλανείῳ Όπως βάζομε στην πλύσι
575   ἐκπλύναντας τὴν οἰσπώτην, ἐκ τῆς πόλεως ἐπὶ κλίνης
ἐκραβδίζειν τοὺς μοχθηροὺς καὶ τοὺς τριβόλους ἀπολέξαι,
καὶ τούς γε συνισταμένους τούτους καὶ τοὺς πιλοῦντας ἑαυτοὺς
ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖσι διαξῆναι καὶ τὰς κεφαλὰς ἀποτῖλαι·
εἶτα ξαίνειν ἐς καλαθίσκον κοινὴν εὔνοιαν, ἅπαντας
πρώτα-πρώτ' από τη βρώμα το μαλλί να καθαρίςη, 
έτσι έπρεπ' οι πολίται τα ραβδιά να πάρετ' όλοι, 
μοχθηρούς καί ραδιούργους να πετάξετ' απ' την πόλι· 
καί αυτούς, πού κάνουν πάντα μεταξύ τους μια φατρία
καί κολλούν στην εξουσία, 
να τους ξύνετε, μαδώντας το [κακό τους] το κεφάλι· 
έπειτα μέσ' στο καλάθι να τους ξάνετ' όλους πάλι— 
προς ωφέλεια της χώρας· νάχετε' ανακατωμένους
580   καταμιγνύντας τούς τε μετοίκους κεἴ τις ξένος ἢ φίλος ὑμῖν,
κεἴ τις ὀφείλει τῷ δημοσίῳ, καὶ τούτους ἐγκαταμεῖξαι·
καὶ νὴ Δία τάς γε πόλεις, ὁπόσαι τῆς γῆς τῆσδ᾽ εἰσὶν ἄποικοι,
διαγιγνώσκειν ὅτι ταῦθ᾽ ἡμῖν ὥσπερ τὰ κατάγματα κεῖται
χωρὶς ἕκαστον· κᾆτ᾽ ἀπὸ τούτων πάντων τὸ κάταγμα λαβόντας
εκεί μέσα τους μετοίκους καί τους φίλους σας τους ξένους· 
άλλ' αν τύχη και κανένας στο δημόσιο χρωστά, 
βάλτε τον κ' εκείνον μέσα [να μη μένη χωριστά.] 
Και η πόλεις, μα τον Δία, όπου είνε μέχρις ώρας
άποικοι αυτής της χώρας, 
να το ξέρετε πώς είνε σαν κομμάτια χωρισμένα:
πάρετε κάθε κομμάτι, να τα κάμετ' όλα ένα.
585   δεῦρο ξυνάγειν καὶ συναθροίξειν εἰς ἕν, κἄπειτα ποιῆσαι
τολύπην μεγάλην κᾆτ᾽ ἐκ ταύτης τῷ δήμῳ χλαῖναν ὑφῆναι.
Φτιάστε μια τρανή τουλούπα μ' όλ' αυτά τα μαζωμένα,
κ' έπειτα μ' αυτή του Δήμου να υφαίνετε τη χλαίνα.
  Πρ οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίξειν καὶ τολυπεύειν,
αἶς οὐδὲ μετῆν πάνυ τοῦ πολέμου;
Δεν είνε ανυπόφορο τέτοια μαλλιά να ξαίνουν 
αυτές, οπού στον πόλεμο καί μέρος δεν λαβαίνουν;
  Λυσ καὶ μὴν ὦ παγκατάρατε
πλεῖν ἤ γε διπλοῦν αὐτὸν φέρομεν, πρώτιστον μέν γετεκοῦσαι
Καί όμως, τρισκατάρατε ! [στον πόλεμο δεν πάμε] 
μα δίνουμε περσότερο κι' απ' το διπλό:—γεννάμε
590   κἀκπέμψασαι παῖδας ὁπλίτας. τα τέκνα ημείς πρώτες
πού πάνε στρατιώτες.
  Πρ σίγα, μὴ μνησικακήσῃς. Μη μου θυμίζης το κακό!
  Λυσ εἶθ᾽ ἡνίκα χρῆν εὐφρανθῆναι καὶ τῆς ἥβης ἀπολαῦσαι,
μονοκοιτοῦμεν διὰ τὰς στρατιάς. καὶ θἠμέτερον μὲν ἐᾶτε,
περὶ τῶν δὲ κορῶν ἐν τοῖς θαλάμοις γηρασκουσῶν ἀνιῶμαι.
Δεν πρέπει να χαρούμε
λοιπόν κ' εμείς τα νηάτα μας; να ευχαριστηθούμε, 
πού σήμερα κοιμώμεθα μονάχες, εξ αιτίας 
αυτής της εκστρατείας;
Κι' όσο για μας αφήστέ το, [δεν μας πολυπειράζει]· 
μα κείνο, όπου τώχουμε μέσ' στην καρδιά μαράζι, 
είνε που τα κορίτσια μας ανύπανδρα γερνάνε.
  Πρ οὔκουν χἄνδρες γηράσκουσιν; Μήπως κ' οι άνδρες δεν γερνούν;
  Λυσ μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ οὐκ
εἶπας ὅμοιον.
Μπα! λες το ίδιο νάνε;
595   ὁ μὲν ἥκων γάρ, κἂν ᾖ πολιός, ταχὺ παῖδα κόρην γεγάμηκεν·
τῆς δὲ γυναικὸς σμικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ᾽πιλάβηται,
οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην, ὀττευομένη δὲ κάθηται.
Ο άνδρας, επιστρέφοντας και γέρος απ' τη μάχη, 
μπορεί λαμπρά να πανδρευθή καί νηά γυναίκα νάχη. 
Μα της γυναίκας φεύγουνε τα νηάτα καί η χάρι, 
κι' αν δεν προφθάση γρήγορα, κανείς δεν θα την πάρη,
καί κάθεται [στο ράφι] 
για να ρωτάη από κεί τη μοίρα, τι τής γράφει!
  Πρ ἀλλ᾽ ὅστις ἔτι στῦσαι δυνατὸς-- Αλλά γιατί, αφού μπορεί καί γέρος να την πάρη, 
οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι;
  Λυσ σὺ δὲ δὴ τί μαθὼν οὐκ ἀποθνῄσκεις; Συ, για πες μου τώρα: τάχα τί να μάθεις περιμένεις
πού ακόμα δεν πεθαίνεις;
600   χωρίον ἐστί· σορὸν ὠνήσει·
μελιτοῦτταν ἐγὼ καὶ δὴ μάξω.
λαβὲ ταυτὶ καὶ στεφάνωσαι.
Να σε θάψουν έχεις τόπο·
[λοιπόν κάμε καί τον κόπο] 
καί αγόρασε μια κάσσα, καί για χάρι σου ως τόσο 
τα μελομακάρουνά σου μοναχή θα σου ζυμώσω.
Να κι' αυτό για στέφανο σου·
πάρε το και στεφανώσου.
(Του ρίπτει άνωθεν στέφανον)
    Γυνὴ Γ Γυνή Γ'
    καὶ ταυτασὶ δέξαι παρ᾽ ἐμοῦ.
(ρίπτουσα ταινίας)
Να κι' αυτά, δικό μου δώρο.
    Γυνὴ Α Γυνή Α'
    καὶ τουτονγὶ λαβὲ τὸν στέφανον.
(ρίπτουσα στέφανον)
Καί στεφάνι θα σου βάλλω.
605 Λυσ τοῦ δεῖ; τί ποθεῖς; χώρει ᾽ς τὴν ναῦν·
ὁ Χάρων σε καλεῖ,
σὺ δὲ κωλύεις ἀνάγεσθαι.
Πες μου, τί σου λείπει άλλο;
Καί τί θέλεις [να σου πάρω;]
Τράβα γρήγορα στη βάρκα... [δεν ακούς, καλέ], το Χάρο;...
σε φωνάζει... σε προσμένει... 
Δεν μπορεί να ξεκινήση, [κ' είν' ή βάρκα του δεμένη!]
  Πρ εἶτ᾽ οὐχὶ ταῦτα δεινὰ πάσχειν ἔστ᾽ ἐμέ;
νὴ τὸν Δί᾽ ἀλλὰ τοῖς προβούλοις ἄντικρυς
Δεν είνε πράμα φοβερό; [δεν είνε αηδία] 
αυτά πού σήμερα εδώ παθαίνω; Μα τον Δία,
610   ἐμαυτὸν ἐπιδείξω βαδίζων ὡς ἔχω. θά πάω κ' οι επίτροποι για να μ' ιδούν οι άλλοι, 
καί να με καμαρώσουνε 'ς αυτό τό μαύρο χάλι!
(Φεύγει)
  Λυσ μῶν ἐγκαλεῖς ὅτι οὐχὶ προὐθέμεσθά σε;
ἀλλ᾽ ἐς τρίτην γοῦν ἡμέραν σοὶ πρῲ πάνυ
ἥξει παρ᾽ ἡμῶν τὰ τρίτ᾽ ἐπεσκευασμένα.
(κραυγάζουσα όπισθεν του:)
Μη τύχη κ' εναντίον μας θα φτιάσης κατηγόρια, 
πού τάχα σου το κρύψαμε τολείψανο σου χώρια;
Έννοια σου, σαν περάσουνε τρείς μέρες από σήμερα, 
θα ρθούμε να σου κάνουμε πρωί-πρωί τα τρήμερα!
(Εισέρχεται)

 

"Κρανάα" ωνομάζετο η πετρώδης ακρόπολις, από του βασιλέως Κραναού.

Ο Πείσανδρος ήτο συνάρχων μετά του Φρυνίχου καί του Θηραμένους, κωμωδείται ως δωροδοκούμενος, καταχραστής καί δειλός.

Η στήλη ήτο ορθογώνιος λιθίνη ή χαλκή, εκτεθειμένη εις δημόσιον μέρος, επί της οποίας ανεγράφοντο τα ψηφίσματα, αι συνθήκαι καί αι πράξεις των στηλιτευομένων επί κακία ή επαινουμένων επ' αρετή.

κουκιά: Σατυρίζει τους δικαστάς· τινές των οποίων υπεχρεούντο να τρώγουν κουκκιά, δια να μη νυστάζουν κατά τάς δίκας.

Κορύβαντας: Υιοί του Ηφαίστου, ιερείς της Κυβέλης, τελούντες τα όργια αυτής με ύμνους θορυβώδεις και με παράφορους κινήσεις, εν Φρυγία καί Κρήτη.

Τηρέας: Ήρως καί βασιλεύς Θρακικός, περί του οποίου πλειότερα εις τα σχόλια των “Ορνίθων".

"Μελιτούττα": παρασκεύασμα ζύμης μετά μέλιτος, το οποίον ετίθετο πλησίον των νεκρών, δια να χρησιμεύση ως τροφή του Κέρβερου κατά την διάβασιν εις τον Άδην.

Το λείψανον απετίθετο εις δημόσιον θέαν προ της θύρας τής οικίας και εκεί το έκλαιον αι γυναίκες.

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr
Νοέμβριος 2000