Χορὸς Γερόντων | |||
μῦθον βούλομαι λέξαι τιν᾽ ὑμῖν, ὅν ποτ᾽ ἤκουσ᾽ αὐτὸς ἔτι παῖς ὤν. |
Άκουσ' ένα παραμύθι από το δικό μου στόμα, πούχα μια φοράν ακούση, πού μουνα παιδί ακόμα. |
||
785 | οὕτως ἦν νεανίσκος Μελανίων τις, ὃς φεύγων γάμον ἀφίκετ᾽ ἐς ἐρημίαν, κἀν τοῖς ὄρεσιν ᾤκει· κᾆτ᾽ ἐλαγοθήρει |
Λοιπόν ήταν ένας νέος, Μελανίων
τώνομά του, μια φορά, όπου το γάμο δεν τον ήθελ' η καρδιά του, και την ερημιά επήρε και τα όρη εκατοικούσε· |
|
790 | πλεξάμενος ἄρκυς, καὶ κύνα τιν᾽ εἶχεν, κοὐκέτι κατῆλθε πάλιν οἴκαδ᾽ ὑπὸ μίσους. οὕτω τὰς γυναῖκας ἐβδελύχθη |
είχε και σκυλλί και δίχτυ και λαγούς εκυνηγούσε. Λοιπόν έτσι, τής γυναίκες είχε τόσο σιχαθή, πού σε πόλι και σε σπίτι δεν μπορούσε να σταθή,— |
|
795 | ᾽κεῖνος, ἡμεῖς τ᾽ οὐδὲν ἧττον τοῦ Μελανίωνος οἱ σώφρονες. |
μα κοντεύω κι' από κείνον πειό πολύ να σε μισήσω· | |
Γέρων | |||
βούλομαί σε γραῦ κύσαι-- | μολαταύτα σαν να θέλω, βρε γρηά, να σε φιλήσω. | ||
Γυνή | |||
κρόμμυόν τἄρ᾽ οὐκ ἔδει. | Αλλ' ανάγκη πειά δεν θάχης από κρομμυδιού κομμάτια να σου κλάψουνε τα μάτια. |
||
Γέρ | κἀνατείνας λακτίσαι. | Και το πόδι θα σηκώσω με κλωτσιές να σε φορτώσω. |
|
800 | Γυν | τὴν λόχμην πολλὴν φορεῖς. | Βλέπω πούχεις κρεμασμένη γενειάδα φυτρωμένη. |
Χορὸς Γερόντων | |||
καὶ Μυρωνίδης γὰρ ἦν τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν, ὥς δὲ καὶ Φορμίων. |
Μα κι' αυτός ο Μυρωνίδης τους εχθρούς εφόβιζ' όλους με τους μαύρους του τους κώλους και με την τραχεία του όψι, —όπως κάνει κι ο Φορμίων. |
||
Χορὸς Γυναικῶν | |||
805 | κἀγὼ βούλομαι μῦθόν τιν᾽ ὑμῖν ἀντιλέξαι τῷ Μελανίωνι. Τίμων ἦν ἀίδρυτός τις ἀβάτοισιν |
Αφού είπες συ εκείνο, πού καμεν ο Μελανίων, έχω και εγώ σκοπό ένα μύθο να σου ειπώ: Κάποιος Τίμων είχε ζήση, με μορφή σκουντουφλιασμένη, |
|
810 | ἐν σκώλοισι τὸ πρόσωπον περιειργμένος, Ἐρινύων ἀπορρώξ. οὗτος οὖν ὁ Τίμων * ᾤχεθ᾽ ὑπὸ μίσους |
λες και ήτανε μ' αγκάθια γύρω-γύρω της φραγμένη, όπως βράχος Ερινύων. Έ, λοιπόν, αυτός ό Τίμων έφυγεν από το πλήθος των κακών και των ατίμων. |
|
815 | πολλὰ καταρασάμενος ἀνδράσι πονηροῖς. οὕτω ᾽κεῖνος ὑμῶν ἀντεμίσει τοὺς πονηροὺς ἄνδρας ἀεί, |
Τους αχρείους όπως είσθε, είχε σιχαθή κι' αυτός,— κι' όμως ήταν στης γυναίκες τρυφερός κι' αγαπητός,— |
|
820 | ταῖσι δὲ γυναιξὶν ἦν φίλτατος. | ||
Γυν | τὴν γνάθον βούλει θένω; | Τη μασσέλα θα σου σπάσω! | |
Γέρ | μηδαμῶς· ἔδεισά γε. | Καλέ σώπα! μην το κάνης,—κι' απ' το φόβο θα τα χάσω | |
Γυν | ἀλλὰ κρούσω τῷ σκέλει; | Νά, τα σκέλια θά σηκώσω και θα σε κλωτσήσω. | |
Γέρ | τὸν σάκανδρον ἐκφανεῖς. | Κτύπα! να σου ιδούμε και την τούπα. |
|
825 | Χ Γυν | ἀλλ᾽ ὅμως ἂν οὐκ ἴδοις καίπερ οὔσης γραὸς ὄντ᾽ αὐτὸν κομήτην, ἀλλ᾽ ἀπεψιλωμένον τῷ λύχνῳ. |
Τώρα 'ς τα γεράματα μου δεν θα ιδής αυτήν τη χάρι, γιατί τόχω μαδημένο σαν να το κάψε λυχνάρι. |
Μελανίων ή Μειλανίων, σύζυγος της Αταλάντης, μεταμορφωθείς εις λέοντα. Ενταύθα αναγράφει τον μύθον προς ειρωνείαν, διότι ο Μελανίων, συναντηθείς μετά της Αταλάντης εις κυνήγιον επί των ορέων της Αρκαδίας, την κατεδίωξε και την εβίασεν.
Μελανίων και Φορμίων. Γενναίοι στρατηγοί, Τους μελαμπύγους εθεώρουν γενναίους, τουναντίον δε δειλούς και θηλυπρεπείς τους λευκοπύγους.
Τίμων ο Μισάνθρωπος: ούτος αποφεύγων τους ανθρώπους, κατέφυγεν εις ερημικά μέρη· καταπεσών δε από απιδέαν και μη θέλων να προσκαλέση ιατρόν να περιποιηθή το τραύμα του, απέθανεν εκ γαγγραίνης, ο δε τάφος του κατεκλύσθη υπό της θαλάσσης επί της οδού της οδηγούσης από Πειραιώς εις Σούνιον.