Μ. Ανδρεόπουλος: Νεανίσκος και γραύς -
Μήτσος Ατραΐδης: Αμανές -
Σωκράτης
Και όσο για καιρό δα έχουμε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μού φαίνεται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύ κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νού μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτα δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ, σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εκτίμηση.
Φαίδρος
Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.
Σωκράτης
Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχη ακούσει αυτά τα πράγματα. Νά, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί από αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιούν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες, δηλαδή να μην έχει αφότου γεννηθεί καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώη και να πίνη, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάει ως που να πεθάνη, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνη είδηση ποιός από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιάν απ' αυτές τιμάει. Και νά, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοί την ετίμησαν, κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μιά. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία που έρχεται έπειτα από αυτήν, αγγέλουν εκείνους που περνούνε την ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη. Αυτές δα είναι που πιό πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφότερη φωνή. Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.
Πλάτωνος Φαίδρος, μετάφραση Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου ("Πλάτωνος Φαίδρος", Γ' έκδοση Αθήνα 1971).ιστορικόν Συντίπα του φιλοσόφου ωραιότατον πάνυ
(ερμηνεία εκ της Αραβικής γλώσσης)
[μύθος νδ']
νεανίσκος και γραύς
νεανίσκος τις οδοιπορών εν ημέρα καύσωνος εντυγχάνει γυναικί τινι γραίδι, ήτις και αυτή την αυτήν οδόν τω νεανίσκω συνεπορεύετο. Ορών δε αυτήν εκείνος τω τε καύσωνι και τω της οδοιπορίας καμάτω δεινώς ιλλιγγιώσαν κατώκτειρε της ασθενείας και μηκέτι εξισχύουσαν όλως πορεύεσθαι άρας ταύτην της γής επί των νώτων αυτού διεβάσταζεν.
Ταύτην δε επιφερόμενος λογισμοίς τισιν αισχράς επιθυμίας δεινώς εταράττετο, υφ' ών και προς οίστρον ακολασίας και σφοδρόν έρωτα ο αυτού ήρθε φαλλός. Ευθύς δε τη γη καταθείς την γραίδα ταύτη ακολάστως συνεγίνετο. Η δε προς αυτόν απλοϊκώς έλεγε: "τι έστιν, ό επ' εμού εργάζη;" ο δε αυτή έφη ως "βαρεία πέφυκας και τούτου χάριν απογλύψαι σου της σαρκός διανενόημαι". Και ταύτα ειπών και εις τέλος αυτήν συμφαρείσαν πάλιν της γης εξάρας αυτήν επί των εαυτού νώτων επέθετο. Και μήκος οδού τινός διελάσαντος αυτού έφη προς αυτόν η γραύς: "ει έτι σοι βαρεία και επαχθής πέφυκα, πάλιν με καταγαγών πλέον εξ εμού απόγλυψον".
ο μύθος δηλοί, ως των ανθρώπων τινες την ιδίαν πληρούντες επιθυμίαν προφασίζονται, ως εξ αγνοίας το γεγονός διεπράξαντο, δόξαντες δήθεν μη εκείνο, αλλ' έτερον τι των δεόντων μάλλον πεποιηκέναι.
από Bibliotheca AugustanaΣυνέβη δε μετά χρόνον εν τω προϊέναι τον βασιλέα Θεοδόσιον εις την εκκλησίαν εν τοις αγίοις θεοφανίοις τον μάγιστρον Παυλίνον αηδισθέντα εκ του ποδός απρόϊτον μείναι και εκκουσσεύσαι. Προσήνεγκε δε τω αυτώ Θεοδοσίω βασιλεί πένης τις μήλον Φρυγιατικόν παμμέγεθες πολύ εις πάσαν υπερβολήν. Καί εξενίσθη ο βασιλεύς και πάσα η σύγκλητος αυτού· και ευθέως ο βασιλεύς, δεδωκώς τω προσαγαγόντι το μήλον νομίσματα εκατόν πεντήκοντα, έπεμψεν αυτό τη Αυγούστη Ευδοκία· και η Αύγουστα έπεμψεν αυτό Παυλίνω μαγίστρω, ως φίλω του βασιλέως· ο δέ μάγιστρος Παυλίνος, αγνοών ότι ο βασιλεύς έπεμψεν αυτό τη Αυγούστη, λαβών έπεμψεν αυτό τω βασιλεί Θεοδοσίω, ως εισέρχεται εις τό παλάτιον. Καί δεξάμενος αυτό ο βασιλεύς εγνώρισεν αυτό και απέκρυψεν αυτό· και καλέσας την Αύγουσταν επηρώτησεν αυτήν, λέγων, Πού εστι τό μήλον ό έπεμψά σοι; η δε είπεν ότι έφαγον αυτό. Και ώρκωσεν αυτήν κατά της αυτού σωτηρίας ει έφαγεν αυτό ή τινι αυτό έπεμψε. Και επωμόσατο ότι Ουδενί αυτό έπεμψα, αλλ΄ ότι αυτή αυτό έφαγε. Και εκέλευσεν ο βασιλεύς ενεχθήναι τό μήλον, και έδειξεν αυτή αυτό. Και ηγανάκτησε κατ΄ αυτής, υπονοήσας ότι ως ερώσα τω αυτώ Παυλίνω έπεμψεν αυτώ το μήλον και ηρνήσατο. Και διά τούτο ανείλε τόν αυτόν Παυλίνον ο βασιλεύς Θεοδόσιος.
από το "Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ" του Π. Θεοδωρίδη