Εὐριπίδη

Βάκχαι

Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη

Α' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

(τίτλος, τα πρόσωπα, πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιμο, β' επεισόδιο, β' στάσιμο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο, δ' στάσιμο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιμο, έξοδος)

Μπαίνει o γερο-Τειρεσίας, φορώντας στολή
βάκχου, στεφανωμένος με κισσό,
με το θύρσο στο χέρι.

  Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
170 τίς ἐν πύλαισι; Κάδμον ἐκκάλει δόμων,
Ἀγήνορος παῖδ᾽, ὃς πόλιν Σιδωνίαν
λιπὼν ἐπύργωσ᾽ ἄστυ Θηβαίων τόδε.
ἴτω τις, εἰσάγγελλε Τειρεσίας ὅτι
ζητεῖ νιν· οἶδε δ᾽ αὐτὸς ὧν ἥκω πέρι
Ποιός είναι κει στην πόρτα; Φώναξε μου
τον Κάδμο από το σπίτι, το βλαστάρι
του Αγήνορα, που αφήνοντας την πόλη
της Σιδώνας, επύργωσε της Θήβας
εδώ το κάστρο. Ας πάει κανένας μέσα
να πει πώς τον γυρεύει ο Τειρεσίας·
και κείνος ξέρει ποια αφορμή με φέρνει
175 ἅ τε ξυνεθέμην πρέσβυς ὢν γεραιτέρῳ,
θύρσους ἀνάπτειν καὶ νεβρῶν δορὰς ἔχειν
στεφανοῦν τε κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν.
και τί, γέρος εγώ, μ' άλλον πιο γέρο
μιλήσαμε: Να σιάξουμε τους θύρσους,
αλαφίσια να βάλουμε τομάρια
και στα κεφάλια μας κισσού στεφάνια.
    Βγαίνει απ' το παλάτι ο Κάδμος, βαθύγερος, με
βακχική στολή κι αυτός.
  Κάδμος ΚΑΔΜΟΣ
  ὦ φίλταθ᾽, ὡς σὴν γῆρυν ᾐσθόμην κλύων
σοφὴν σοφοῦ παρ᾽ ἀνδρός, ἐν δόμοισιν ὤν·
Ώ πλήθια αγαπημένε, τη μιλιά σου
τη σοφή του σοφού του αντρός αμέσως
τη γνώρισα, απ' το σπίτι μέσα που ήμουν
180 ἥκω δ᾽ ἕτοιμος τήνδ᾽ ἔχων σκευὴν θεοῦ·
δεῖ γάρ νιν ὄντα παῖδα θυγατρὸς ἐξ ἐμῆς
[Διόνυσον ὃς πέφηνεν ἀνθρώποις θεὸς]
ὅσον καθ᾽ ἡμᾶς δυνατὸν αὔξεσθαι μέγαν.
ποῖ δεῖ χορεύειν, ποῖ καθιστάναι πόδα
κ' έτοιμος φτάνω, τη στολή φορώντας
του θεού, γιατί πρέπει, μιά και τέκνο
της θυγατέρας μου είναι αυτός ο Βάκχος,
να τον δοξάζουμε όσο το μπορούμε.
Λοιπόν, που να χορεύουμε; Πού πόδι
να σύρουμε και το άσπρο μας κεφάλι
185 καὶ κρᾶτα σεῖσαι πολιόν; ἐξηγοῦ σύ μοι
γέρων γέροντι, Τειρεσία· σὺ γὰρ σοφός.
ὡς οὐ κάμοιμ᾽ ἂν οὔτε νύκτ᾽ οὔθ᾽ ἡμέραν
θύρσῳ κροτῶν γῆν· ἐπιλελήσμεθ᾽ ἡδέως
γέροντες ὄντες.
να σείσουμε; Εσύ ξήγα τα σε μένα,
γέρος στο γέρο, Τειρεσία· τί είσαι
σοφός εσύ. Κ' εγώ δε θ' αποστάσω
νυχτόημερα το θύρσο να τον κρούγω
στη γης· γλυκά που τό 'χουμε ξεχάσει
πώς είμαστε γερόντοι!
190 Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
  ταὔτ᾽ ἐμοὶ πάσχεις ἄρα·
κἀγὼ γὰρ ἡβῶ κἀπιχειρήσω χοροῖς.
Τα δικά μου
τραβάς κ' εσύ· κ' εγώ παλικαρεύω,
και θα με δεις χορούς να πιχειρήσω.
  Κάδμος ΚΑΔΜΟΣ
  οὐκοῦν ὄχοισιν εἰς ὄρος περάσομεν; Με αμάξι λοιπόν στ' όρος θα διαβούμε;
  Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
  ἀλλ᾽ οὐχ ὁμοίως ἂν ὁ θεὸς τιμὴν ἔχοι.
Τέτοιας λογής, το θεό δεν τον τιμούνε.
  Κάδμος
ΚΑΔΜΟΣ
  γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ᾽ ἐγώ.
Τότες, εγώ σε πάω, γέρος το γέρο.
  Τειρεσίας
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
  ὁ θεὸς ἀμοχθὶ κεῖσε νῷν ἡγήσεται.
Ο θεός άκοπα μας πάει κει πάνω.
  Κάδμος ΚΑΔΜΟΣ
195 μόνοι δὲ πόλεως Βακχίῳ χορεύσομεν; Και μόνοι θα χορέψουμε απ' την πόλη;
  Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
  μόνοι γὰρ εὖ φρονοῦμεν, οἱ δ᾽ ἄλλοι κακῶς. Μόνοι σωστά θωρούμε· κ' οι άλλοι σφάλλουν.
  Κάδμος ΚΑΔΜΟΣ
  μακρὸν τὸ μέλλειν· ἀλλ᾽ ἐμῆς ἔχου χερός. Μη χρονίζουμε· πιάσε με απ' το χέρι.
  Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
  ἰδού, ξύναπτε καὶ ξυνωρίζου χέρα. Νά, πάρε το, κι ας πάμε χέρι χέρι.
  Κάδμος ΚΑΔΜΟΣ
  οὐ καταφρονῶ ᾽γὼ τῶν θεῶν θνητὸς γεγώς. Θνητός εγώ, τους θεούς δεν αψηφάω.
  Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
200 οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσιν.
πατρίους παραδοχάς, ἅς θ᾽ ὁμήλικας χρόνῳ
κεκτήμεθ᾽, οὐδεὶς αὐτὰ καταβαλεῖ λόγος,
οὐδ᾽ εἰ δι᾽ ἄκρων τὸ σοφὸν ηὕρηται φρενῶν.
ἐρεῖ τις ὡς τὸ γῆρας οὐκ αἰσχύνομαι,
Με τους θεούς σοφίσματα δε στέκουν
κι όσα παραδομένα απ' τους πατέρες,
παλιά σαν τον καιρόν, εμείς κρατούμε,
λόγος αυτά κανείς δε θα γκρεμίσει
μηδ' αν στην άκρη ο νους της γνώσης φτάξει.
Πώς δεν ντρέπουμαι εγώ τα γερατιά μου,
205 μέλλων χορεύειν κρᾶτα κισσώσας ἐμόν;
οὐ γὰρ διῄρηχ᾽ ὁ θεός, οὔτε τὸν νέον
εἰ χρὴ χορεύειν οὔτε τὸν γεραίτερον,
ἀλλ᾽ ἐξ ἁπάντων βούλεται τιμὰς ἔχειν
κοινάς, διαριθμῶν δ᾽ οὐδέν᾽ αὔξεσθαι θέλει.
θα πει κανείς, που πάω για να χορέψω,
με το κεφάλι από κισσό ζωσμένο.
Μα δεν ξεχώρισε ο θεός αν πρέπει
ο νιός ή ο γέρος να χορεύει, μόνο
κοινές τιμές απ' όλους θέλει, κι όχι
να τον δοξάζουν τούτοι κι όχι εκείνοι.
  Κάδμος ΚΑΔΜΟΣ
210 ἐπεὶ σὺ φέγγος, Τειρεσία, τόδ᾽ οὐχ ὁρᾷς,
ἐγὼ προφήτης σοι λόγων γενήσομαι.
Μιά και δεν έχεις, Τειρεσία, το φως σου,
ό,τι γίνεται εγώ θα σου το λέω.
    Κοιτάζοντας προς τ' αριστερά.
  Πενθεὺς πρὸς οἴκους ὅδε διὰ σπουδῆς περᾷ,
Ἐχίονος παῖς, ᾧ κράτος δίδωμι γῆς.
ὡς ἐπτόηται· τί ποτ᾽ ἐρεῖ νεώτερον;
Κατά τα σπίτια εδώ, με βιά ζυγώνει
ο Πενθέας, του Εχίονα το τέκνο,
που τού 'δωκα την εξουσία του τόπου.
Σκιαγμένος δείχνει· τί μαντάτα φέρνει;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
215 ἔκδημος ὢν μὲν τῆσδ᾽ ἐτύγχανον χθονός,
κλύω δὲ νεοχμὰ τήνδ᾽ ἀνὰ πτόλιν κακά,
γυναῖκας ἡμῖν δώματ᾽ ἐκλελοιπέναι
πλασταῖσι βακχείαισιν, ἐν δὲ δασκίοις
ὄρεσι θοάζειν, τὸν νεωστὶ δαίμονα
Απ' τη χώρα μας έτυχε να λείπω
σαν έμαθα πρωτάκουστα πώς βρήκαν
δεινά την πόλη· πως τα σπίτια αφήκαν
οι γυναίκες για ψεύτικες βακχείες
και στα βαθίσκιωτα ρουμάνια τρέχουν,
220 Διόνυσον, ὅστις ἔστι, τιμώσας χοροῖς·
πλήρεις δὲ θιάσοις ἐν μέσοισιν ἑστάναι
κρατῆρας, ἄλλην δ᾽ ἄλλοσ᾽ εἰς ἐρημίαν
πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν,
πρόφασιν μὲν ὡς δὴ μαινάδας θυοσκόους,
το νέο θεό το Διόνυσο, οποίος νά 'ναι,
τιμώντας με χορούς· κ' έχουν στημένα
ανάμεσα στους θίασους γεμάτα
κρασοστάμνια, και πότε δώθε η μιά τους
πότε αποκείθε η άλλη τους ξεκόβουν
στις ερημιές και σμίγουν με τους άντρες,
κάνοντας τις θεόκρουστες μαινάδες·
225 τὴν δ᾽ Ἀφροδίτην πρόσθ᾽ ἄγειν τοῦ Βακχίου.
ὅσας μὲν οὖν εἴληφα, δεσμίους χέρας
σῴζουσι πανδήμοισι πρόσπολοι στέγαις·
ὅσαι δ᾽ ἄπεισιν, ἐξ ὄρους θηράσομαι,
[Ἰνώ τ᾽ Ἀγαύην θ᾽, ἥ μ᾽ ἔτικτ᾽ Ἐχίονι,
μα πιότερο τιμούν την Αφροδίτη
παρά το Βάκχο. Κι όσες από δαύτες
έπιασα εγώ, χεροδεμένες τώρα
στη φυλακή τις έχουν οι υπηρέτες·
κι όσες λείπουν θα πάω να κυνηγήσω
στο βουνό, σε πλεμάτια σιδερένια
230 Ἀκταίονός τε μητέρ᾽, Αὐτονόην λέγω.]
καὶ σφᾶς σιδηραῖς ἁρμόσας ἐν ἄρκυσιν
παύσω κακούργου τῆσδε βακχείας τάχα.
να τις τσακώσω και να δώσω τέλος,
μιά κι όξω, στην αχρεία τους βακχεία.
  λέγουσι δ᾽ ὥς τις εἰσελήλυθε ξένος,
γόης ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός,
Λεν ακόμα πώς ήρθε κάποιος ξένος
μάγος και ξορκιστής απ' τη Λυδία,
235 ξανθοῖσι βοστρύχοισιν εὐοσμῶν κόμην,
οἰνῶπας ὄσσοις χάριτας Ἀφροδίτης ἔχων,
ὃς ἡμέρας τε κεὐφρόνας συγγίγνεται
τελετὰς προτείνων εὐίους νεάνισιν.
εἰ δ᾽ αὐτὸν εἴσω τῆσδε λήψομαι στέγης,
με μυρωμένα τα ξανθά σγουρά του,
στην όψη κρασωπός, πού 'χει στα μάτια
της ερωτιάς τις χάρες και που σμίγει
με κορασιές τη μέρα και τη νύχτα,
καλώντας τις σε βακχικά γιορτάσια.
Μ' αν τόνε κλείσω μες στους τοίχους κείνους,
240 παύσω κτυποῦντα θύρσον ἀνασείοντά τε
κόμας, τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών.
θα πάψει αυτός το θύρσο να τον κρούγει
και ν' ανεμοσαλεύει τα μαλλιά του,
τι απ' το κορμί του παίρνω το κεφάλι.
  ἐκεῖνος εἶναί φησι Διόνυσον θεόν,
ἐκεῖνος ἐν μηρῷ ποτ᾽ ἐρράφθαι Διός,
ὃς ἐκπυροῦται λαμπάσιν κεραυνίαις
Ο θεός ο Διόνυσος πως είναι λέγει,
αυτός που μιά φορά τον είχε ράψει
ο Δίας στο μηρό του· ωστόσο εκείνον
του κεραυνού οι φωτιές αστραποκάψαν
245 σὺν μητρί, Δίους ὅτι γάμους ἐψεύσατο.
ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἔστ᾽ ἄξια,
ὕβρεις ὑβρίζειν, ὅστις ἔστιν ὁ ξένος;
ἀτὰρ τόδ᾽ ἄλλο θαῦμα, τὸν τερασκόπον
ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Τειρεσίαν ὁρῶ
με τη μάνα του αντάμα, για το ψέμα
που είπεν εκείνη για του Δία τους γάμους.
Δεν είναι για φριχτή κρεμάλα ετούτα
που ο ξένος, όποιος νά 'ναι, ανόσια σούρνει;
Μα άλλο και τούτο θάμασμα ! Το μάντη
τον Τειρεσία βλέπω τυλιμένο
σε παρδαλή λαφοπροβιά, κι αντάμα
250 πατέρα τε μητρὸς τῆς ἐμῆς--πολὺν γέλων--
νάρθηκι βακχεύοντ᾽· ἀναίνομαι, πάτερ,
τὸ γῆρας ὑμῶν εἰσορῶν νοῦν οὐκ ἔχον.
οὐκ ἀποτινάξεις κισσόν; οὐκ ἐλευθέραν
θύρσου μεθήσεις χεῖρ᾽, ἐμῆς μητρὸς πάτερ;
τον πατέρα της μάνας μου —μ' αυτά 'ναι
για να γελάς !— με θύρσο να βακχεύει.
Παππού, δεν το βαστώ τα γερατιά σας
να τα θωρώ δίχως μυαλό. Δε ρίχνεις
τον κισσό πέρα; Δεν το λευτερώνεις
απ' το θύρσο το χέρι σου, παππούλη;
255 σὺ ταῦτ᾽ ἔπεισας, Τειρεσία· τόνδ᾽ αὖ θέλεις
τὸν δαίμον᾽ ἀνθρώποισιν ἐσφέρων νέον
σκοπεῖν πτερωτοὺς κἀμπύρων μισθοὺς φέρειν.
εἰ μή σε γῆρας πολιὸν ἐξερρύετο,
καθῆσ᾽ ἂν ἐν βάκχαισι δέσμιος μέσαις,
Συ, Τειρεσία, τον έμπλεξες σε τούτα·
το θεόν αυτό, συ θέλεις για καινούριο
να τόνε μπάσεις μέσα στους ανθρώπους,
κ' υστέρα, από φωτιές μαντολογώντας
κι απ' όρνια, να σοδειάζεις. Τα λευκά σου
μαλλιά ας έχουν τη χάρη· τι αλλιώς, θά 'σουν
μέσα κ' εσύ, δεμένος, με τις βάκχες,
260 τελετὰς πονηρὰς εἰσάγων· γυναιξὶ γὰρ
ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος,
οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων.
που τελετές αισχρές πας να τις μάθεις·
γιατί αν στων γυναικών τα φαγοπότια
αναμιγεί του σταφυλιού η σπιρτάδα,
απ' τα όργιά τους προκοπή δε θά 'βγει.
  Χορός ΧΟΡΟΣ
Η κορυφαία
  τῆς δυσσεβείας. ὦ ξέν᾽, οὐκ αἰδῇ θεοὺς
Κάδμον τε τὸν σπείραντα γηγενῆ στάχυν,
Άκουσε ασέβεια ! Τους θεούς, ώ ξένε,
δεν τους σέβεσαι; μηδέ και τον Κάδμο,
που έσπειρε εδώ σα στάχυ τη γενιά σου,
265 Ἐχίονος δ᾽ ὢν παῖς καταισχύνεις γένος; πού, τέκνο εσύ του Εχίονα, τη ντροπιάζεις;
  Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
  ὅταν λάβῃ τις τῶν λόγων ἀνὴρ σοφὸς
καλὰς ἀφορμάς, οὐ μέγ᾽ ἔργον εὖ λέγειν·
σὺ δ᾽ εὔτροχον μὲν γλῶσσαν ὡς φρονῶν ἔχεις,
ἐν τοῖς λόγοισι δ᾽ οὐκ ἔνεισί σοι φρένες.
Όταν καλή αφορμή στο σοφόν άντρα
δοθεί για να μιλήσει, δεν είν' άθλος
αν όμορφα τα πει· κ' εσύ έχεις γλώσσα
γοργόστροφη, σα νά 'σουν μυαλωμένος,
μα φρόνηση τα λόγια σου δε δείχνουν.
270 θράσει δὲ δυνατὸς καὶ λέγειν οἷός τ᾽ ἀνὴρ
κακὸς πολίτης γίγνεται νοῦν οὐκ ἔχων.
οὗτος δ᾽ ὁ δαίμων ὁ νέος, ὃν σὺ διαγελᾷς,
οὐκ ἂν δυναίμην μέγεθος ἐξειπεῖν ὅσος
καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἔσται. δύο γάρ, ὦ νεανία,
Κι ο δυνατός στο λόγο και στο θάρρος,
κακός πολίτης βγαίνει, νου αν δεν έχει.
Ο καινούριος θεός, που εσύ αναμπαίζεις,
δε λέγεται σε ποια μεγαλοσύνη
θα φτάσει στην Ελλάδα· γιατί δυό 'ναι
τα πρώτα, παλικάρι μου, στον κόσμο:
275 τὰ πρῶτ᾽ ἐν ἀνθρώποισι· Δημήτηρ θεά--
γῆ δ᾽ ἐστίν, ὄνομα δ᾽ ὁπότερον βούλῃ κάλει·
αὕτη μὲν ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφει βροτούς·
ὃς δ᾽ ἦλθ᾽ ἔπειτ᾽, ἀντίπαλον ὁ Σεμέλης γόνος
βότρυος ὑγρὸν πῶμ᾽ ηὗρε κεἰσηνέγκατο
η θεά Δήμητρα, Γη πες την κάλλιο,
ή λέγε την με τ' όνομα που θέλεις·
αυτή με τα γεννήματα ταγίζει
τους ανθρώπους· και κείνος που ύστερα ήρθε,
της Σεμέλης ο γιος, το ισάξιο βρήκε
πιοτό του σταφυλιού και στους ανθρώπους
280 θνητοῖς, ὃ παύει τοὺς ταλαιπώρους βροτοὺς
λύπης, ὅταν πλησθῶσιν ἀμπέλου ῥοῆς,
ὕπνον τε λήθην τῶν καθ᾽ ἡμέραν κακῶν
δίδωσιν, οὐδ᾽ ἔστ᾽ ἄλλο φάρμακον πόνων.
οὗτος θεοῖσι σπένδεται θεὸς γεγώς,
τό 'φερε· αυτό αναπαύει από τη λύπη
τους άραχλους θνητούς, σα χορτασθούνε
απ' του αμπελιού το νάμα, και τους δίνει
τον ύπνο, λησμοσύνη από τα πάθια
της κάθε μέρας, που δε βρίσκεται άλλο
στους πόνους γιατρικό. Τούτος, κι ας είναι
θεός ο ίδιος, γίνεται στους άλλους
285 ὥστε διὰ τοῦτον τἀγάθ᾽ ἀνθρώπους ἔχειν.
καὶ καταγελᾷς νιν, ὡς ἐνερράφη Διὸς
μηρῷ; διδάξω σ᾽ ὡς καλῶς ἔχει τόδε.
ἐπεί νιν ἥρπασ᾽ ἐκ πυρὸς κεραυνίου
Ζεύς, ἐς δ᾽ Ὄλυμπον βρέφος ἀνήγαγεν θεόν,
θεούς σπονδή, κι απ' τη δική του χάρη
κάθε αγαθό το αξιώνονται οι ανθρώποι.
Κ' εσύ τον κοροϊδεύεις πώς στου Δία
ράφτηκε το μηρό· μα θα σου δείξω
πώς κάποιο νόημα κρύβεται σε τούτο.
Όταν ο Δίας τον άρπαξε από μέσα
από το αστραποπύρι, κ' έτσι βρέφος,
πάνω στον Όλυμπο, θεό τον πήγε,
290 Ἥρα νιν ἤθελ᾽ ἐκβαλεῖν ἀπ᾽ οὐρανοῦ·
Ζεὺς δ᾽ ἀντεμηχανήσαθ᾽ οἷα δὴ θεός.
ῥήξας μέρος τι τοῦ χθόν᾽ ἐγκυκλουμένου
αἰθέρος, ἔθηκε τόνδ᾽ ὅμηρον ἐκδιδούς,
η Ήρα βουλήθη να τον ρίξει κάτω
από τον ουρανό· μα καθώς ήταν
θεός κι ο Δίας, μηχανεύτηκε άλλα:
ξεσκίζει ένα κομμάτι απ' τον αιθέρα,
τη γη που περιζώνει, και το δίνει
  *  
  Διόνυσον Ἥρας νεικέων· χρόνῳ δέ νιν για όμηρο της Ήρας, αφού πρώτα
295 βροτοὶ ῥαφῆναί φασιν ἐν μηρῷ Διός,
ὄνομα μεταστήσαντες, ὅτι θεᾷ θεὸς
Ἥρᾳ ποθ᾽ ὡμήρευσε, συνθέντες λόγον.
το πλάθει ως βρέφος, κ' έτσι τον γλιτώνει
το Διόνυσο απ' την έχτρα της· απέκει,
με τον καιρόν, απ' τους ανθρώπους βγήκε,
από μιά λέξη που είπαν αλλαγμένη,
πώς ράφτηκε μες στο μηρό του Δία,
γιατί 'ταν κάποτε όμηρος της Ήρας.
  μάντις δ᾽ ὁ δαίμων ὅδε· τὸ γὰρ βακχεύσιμον
καὶ τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν ἔχει·
Κι ο θεός τούτος είναι μάντης, τι έχουν
δύναμη μαντοσύνης η βακχεία
κ' η μανία· και σαν ο θεός έρθει
300 ὅταν γὰρ ὁ θεὸς ἐς τὸ σῶμ᾽ ἔλθῃ πολύς,
λέγειν τὸ μέλλον τοὺς μεμηνότας ποιεῖ.
Ἄρεώς τε μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά·
στρατὸν γὰρ ἐν ὅπλοις ὄντα κἀπὶ τάξεσιν
φόβος διεπτόησε πρὶν λόγχης θιγεῖν.
πληθερός στο κορμί, τους μανιασμένους
τους κάνει το μελλούμενο να λέγουν.
Μα κι απ' τον Άρη αυτός βαστά σε κάτι·
οπλισμένο στρατό και συνταγμένο,
τον κόβει ο φόβος πριν τη λόγχη αγγίξει:
305 μανία δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ Διονύσου πάρα.
ἔτ᾽ αὐτὸν ὄψῃ κἀπὶ Δελφίσιν πέτραις
πηδῶντα σὺν πεύκαισι δικόρυφον πλάκα,
πάλλοντα καὶ σείοντα βακχεῖον κλάδον,
μέγαν τ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδα. ἀλλ᾽ ἐμοί, Πενθεῦ, πιθοῦ·
μανία κι αύτη που ο Διόνυσος τη στέλνει.
Και θα τον δεις αυτόν πάνω στους βράχους
τους δελφικούς, με τα δαδιά στα χέρια,
δίκορφο βουνοκάμπι να πηδάει,
το βακχικό κλαρί σεισοκουνώντας·
ναι, θα τον δεις τρανό μες στην Ελλάδα!
310 μὴ τὸ κράτος αὔχει δύναμιν ἀνθρώποις ἔχειν,
μηδ᾽, ἢν δοκῇς μέν, ἡ δὲ δόξα σου νοσῇ,
φρονεῖν δόκει τι· τὸν θεὸν δ᾽ ἐς γῆν δέχου
καὶ σπένδε καὶ βάκχευε καὶ στέφου κάρα.
Μα έλα, συνάκουσέ μου εσύ, Πενθέα,
και μην καυκιέσαι η εξουσία πώς δίνει
στους ανθρώπους τη δύναμη, κι αν έχεις
μιαν ιδέα, μα αυτή 'ναι λαθεμένη,
μη θαρρείς νου πώς έχεις· μόνο δέχου
στη χώρα το θεό και σπονδές κάνε,
και βάκχευε και στέφου το κεφάλι.
  οὐχ ὁ Διόνυσος σωφρονεῖν ἀναγκάσει Δεν είν' έργο του Διόνυσου να μάθει
315 γυναῖκας ἐς τὴν Κύπριν, ἀλλ᾽ ἐν τῇ φύσει
[τὸ σωφρονεῖν ἔνεστιν εἰς τὰ πάντ᾽ ἀεί]
τοῦτο σκοπεῖν χρή· καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν
οὖσ᾽ ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται.
τη σωφροσύνη στις γυναίκες· μόνο
όπου πάει καθεμιά το φυσικό της.
Αν είναι γνωστικιά η γυναίκα, μήδε
στα βακχεύματα μέσα θα χαλάσει.
  ὁρᾷς, σὺ χαίρεις, ὅταν ἐφεστῶσιν πύλαις Συ ξέρεις πώς το χαίρεσαι όταν πλήθος
320 πολλοί, τὸ Πενθέως δ᾽ ὄνομα μεγαλύνῃ πόλις·
κἀκεῖνος, οἶμαι, τέρπεται τιμώμενος.
ἐγὼ μὲν οὖν καὶ Κάδμος, ὃν σὺ διαγελᾷς,
κισσῷ τ᾽ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν,
πολιὰ ξυνωρίς, ἀλλ᾽ ὅμως χορευτέον,
συνάζεται στην πόρτα σου κ' η χώρα
τ' όνομα του Πενθέα το μεγαλύνει·
όμοια, θαρρώ, κι ο θεός αναγαλλιάζει
σαν τον τιμούν. Γι' αυτό κ' εγώ κι ο Κάδμος,
που αναγελάς εσύ, κισσού στεφάνια
βάνουμε και χορεύουμε, ζευγάρι
ψαρομάλλικο, αμή χορό που θέλει.
325 κοὐ θεομαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο.
μαίνῃ γὰρ ὡς ἄλγιστα, κοὔτε φαρμάκοις
ἄκη λάβοις ἂν οὔτ᾽ ἄνευ τούτων νοσεῖς.
Κ' εγώ, δε θεομάχομαι, όσα λέγεις
δε με πείθουν τί εσύ παρατρελάθης
και γιατρειά δε θα βρεις από βοτάνια,
μα μηδέ πάσχεις επειδή σου λείπουν.
  Χορός ΧΟΡΟΣ
Η κορυφαία
  ὦ πρέσβυ, Φοῖβόν τ᾽ οὐ καταισχύνεις λόγοις,
τιμῶν τε Βρόμιον σωφρονεῖς, μέγαν θεόν.
Ω γέροντα, το Φοίβο δεν ντροπιάζεις
με αυτά που λες, και δείχνεις φρονιμάδα
το Βροντερό τιμώντας, θεό μεγάλο.
  Κάδμος ΚΑΔΜΟΣ
330 ὦ παῖ, καλῶς σοι Τειρεσίας παρῄνεσεν.
οἴκει μεθ᾽ ἡμῶν, μὴ θύραζε τῶν νόμων.
νῦν γὰρ πέτῃ τε καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῖς.
κεἰ μὴ γὰρ ἔστιν ὁ θεὸς οὗτος, ὡς σὺ φῄς,
παρὰ σοὶ λεγέσθω· καὶ καταψεύδου καλῶς
Παιδί μου, ο Τειρεσίας καλήν ορμήνια
σού 'δωκε, κάθου με μας, μην ξεκόβεις
απ' τις συνήθειες. Τώρα ανεμοδέρνεις,
και γνωστικός θαρρείς πώς είσαι, γνώση
όμως δεν έχεις. Τί, κι αν δεν υπάρχει
ο θεός τούτος, —έτσι εσύ νομίζεις—
συ πρέπει να το λες τ' όμορφο ψέμα:
335 ὡς ἔστι, Σεμέλη θ᾽ ἵνα δοκῇ θεὸν τεκεῖν,
ἡμῖν τε τιμὴ παντὶ τῷ γένει προσῇ.
πως υπάρχει! για νά 'χουν τη Σεμέλη
πως γέννησε θεό, τιμή από τούτο
να παίρνουμε κ' εμείς κι όλη η γενιά μας.
  ὁρᾷς τὸν Ἀκτέωνος ἄθλιον μόρον,
ὃν ὠμόσιτοι σκύλακες ἃς ἐθρέψατο
διεσπάσαντο, κρείσσον᾽ ἐν κυναγίαις
Του Ακταίωνα το ξέρεις το άθλιο τέλος,
που ωμοφάγα σκυλιά, πού 'χε θρεμμένα
μόνος του, τον ξέσκισαν, τι εκαυκήθη
340 Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντ᾽, ἐν ὀργάσιν.
ὃ μὴ πάθῃς σύ· δεῦρό σου στέψω κάρα
κισσῷ· μεθ᾽ ἡμῶν τῷ θεῷ τιμὴν δίδου.
καλύτερος της Άρτεμης πώς ήταν
στο κυνήγι. Μην πάθεις τα ίδια, κοίτα !
Έλα κισσού στεφάνι να σου βάλω
στο κεφάλι· το θεό μαζί μας τίμα !
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  οὐ μὴ προσοίσεις χεῖρα, βακχεύσεις δ᾽ ἰών,
μηδ᾽ ἐξομόρξῃ μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί;
Μην απλώνεις το χέρι! Κι άλλου σύρε
να βακχεύεις, να μη με μαγαρίσεις
με τη λωλάδα σου εμένα· και τούτος,
345 τῆς σῆς <δ᾽> ἀνοίας τόνδε τὸν διδάσκαλον
δίκην μέτειμι.
της αμυαλιάς σου ο δάσκαλος, θα λάβει
την πλερωμή του.
    Στους ακολούθους του:
  στειχέτω τις ὡς τάχος,
ἐλθὼν δὲ θάκους τοῦδ᾽ ἵν᾽ οἰωνοσκοπεῖ
μοχλοῖς τριαίνου κἀνάτρεψον ἔμπαλιν,
ἄνω κάτω τὰ πάντα συγχέας ὁμοῦ,
Ας πάει γοργά κανείς σας
στα θρονιά πού 'χει αυτός, όθε αγναντεύει
τα πουλιά· με λοστούς ανάσκαψε τα,
ξεχαρβάλωσ' τα, φέρ' τα πάνω κάτω,
350 καὶ στέμματ᾽ ἀνέμοις καὶ θυέλλαισιν μέθες.
μάλιστα γάρ νιν δήξομαι δράσας τάδε.
οἳ δ᾽ ἀνὰ πόλιν στείχοντες ἐξιχνεύσατε
τὸν θηλύμορφον ξένον, ὃς ἐσφέρει νόσον
καινὴν γυναιξὶ καὶ λέχη λυμαίνεται.
και τις ταινίες του ρίξε στους ανέμους
και στις αντάρες! Όταν έτσι πράξω,
θα τόνε τσούξω εκεί που τον πονάει.
Και σεις, την πόλη πάρτε σβάρνα, ψάξτε
το θηλυκόμορφο να βρείτε ξένο,
που αρρώστια νέα μπάζει στις γυναίκες
και τα κρεβάτια μολεύει. Κι οπόταν
355 κἄνπερ λάβητε, δέσμιον πορεύσατε
δεῦρ᾽ αὐτόν, ὡς ἂν λευσίμου δίκης τυχὼν
θάνῃ, πικρὰν βάκχευσιν ἐν Θήβαις ἰδών.
τον πιάσετε, δεμένο φέρτε μου τον,
από το πετροβόλημα να λάβει
το θάνατο που αξίζει, και βακχεία
πικρήν εδώ στη Θήβα να γνωρίσει.
  Τειρεσίας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Ενώ φεύγει ο Πενθέας
  ὦ σχέτλι᾽, ὡς οὐκ οἶσθα ποῦ ποτ᾽ εἶ λόγων.
μέμηνας ἤδη· καὶ πρὶν ἐξέστης φρενῶν.
Α, δύστυχε, δεν ξέρεις που σε πάνε
τα λόγια σου· και πρώτα τρελός ήσουν,
360 στείχωμεν ἡμεῖς, Κάδμε, κἀξαιτώμεθα
ὑπέρ τε τούτου καίπερ ὄντος ἀγρίου
ὑπέρ τε πόλεως τὸν θεὸν μηδὲν νέον
δρᾶν. ἀλλ᾽ ἕπου μοι κισσίνου βάκτρου μέτα,
πειρῶ δ᾽ ἀνορθοῦν σῶμ᾽ ἐμόν, κἀγὼ τὸ σόν·
μα τώρα αποτρελάθης. —Άντε, Κάδμο,
οι δυό μας να δεηθούμε για την πόλη,
μα και γι' αυτόν εκεί, μ' όλο πού 'ν' άγριος,
κακό καινούριο ο θεός να μην τους δώσει.
Με το κίσσινο ακλούθα με ραβδί σου,
και τήρα το κορμί να μου στυλώνεις,
και το δικό σου εγώ, τί ντροπή θά 'ναι
365 γέροντε δ᾽ αἰσχρὸν δύο πεσεῖν· ἴτω δ᾽ ὅμως,
τῷ Βακχίῳ γὰρ τῷ Διὸς δουλευτέον.
Πενθεὺς δ᾽ ὅπως μὴ πένθος εἰσοίσει δόμοις
τοῖς σοῖσι, Κάδμε· μαντικῇ μὲν οὐ λέγω,
τοῖς πράγμασιν δέ· μῶρα γὰρ μῶρος λέγει.
να πέσουμε δυο γέροι· πάμε ωστόσο.
Ο γιος του Δία ο Βάκχος λάτρα θέλει.
Κ' έχε την έγνοια σου ο Πενθέας μην μπάσει
στο σπίτι σου το πένθος· σου το λέγω
απ' τα πράματα κι όχι από μαντεία·
και κείνος σα μωρός μωρίες θα λέει.

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Μάρτιος 2003