(τίτλος,
τα πρόσωπα,
πρόλογος,
πάροδος,
α' επεισόδιο,
α' στάσιμο,
β' επεισόδιο,
β' στάσιμο,
γ' επεισόδιο,
γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο,
δ' στάσιμο,
ε' επεισόδιο,
ε' στάσιμο,
έξοδος)
Χορός | ΧΟΡΟΣ | |
[στρ. | ||
370 |
Ὁσία πότνα θεῶν, Ὁσία δ᾽ ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαν πτέρυγα φέρεις, τάδε Πενθέως ἀίεις; ἀίεις οὐχ ὁσίαν |
Ευσέβεια θεοδέσποινα, Ευσέβεια συ, κάτω στη γη που χαμηλώνεις με χρυσή φτερούγα, τά 'χεις ακουστά όσα ο Πενθέας ξεστομά; Την υβρισιά την άκουσες |
375 |
ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον, τὸν Σεμέλας, τὸν παρὰ καλλι- στεφάνοις εὐφροσύναις δαί- μονα πρῶτον μακάρων; ὃς τάδ᾽ ἔχει, θιασεύειν τε χοροῖς |
την άσεβη στο Βροντερό γιο της Σεμέλης, το θεό τον πρώτο στις ξεφάντωσες τις ομορφοστεφάνωτες που κάνουν οι τρισμάκαροι; Σε τούτα εκείνος κυβερνά: πολλούς να σμίγει στο χορό |
380 |
μετά τ᾽ αὐλοῦ γελάσαι ἀποπαῦσαί τε μερίμνας, ὁπόταν βότρυος ἔλθῃ γάνος ἐν δαιτὶ θεῶν, κισ- σοφόροις δ᾽ ἐν θαλίαις ἀν- |
και να γελάει με τον αυλό και τις φροντίδες να σκορπά, σα χύνεται του σταφυλιού η αναλαμπή μες στων θεών τα δείπνα κι όταν, στις γιορτές, τους άντρες τους κισσόστεφους |
385 | δράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμ- | με ύπνο τυλίγει το κρασί. |
385b | φιβάλλῃ. | |
[αντ. | ||
ἀχαλίνων στομάτων ἀνόμου τ᾽ ἀφροσύνας τὸ τέλος δυστυχία· ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας |
Στο στόμα το αχαλίνωτο, στην άνομην αστοχασιά, ένα το τέρμα, η δυστυχία. Μα η ζήση η ανεκύμαντη |
|
390 |
βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν ἀσάλευτόν τε μένει καὶ συνέχει δώματα· πόρσω γὰρ ὅμως αἰθέρα ναίον- τες ὁρῶσιν τὰ βροτῶν οὐρανίδαι. |
κ' η φρονιμάδα, ασάλευτοι στέκονται στύλοι των σπιτιών. Οι ουράνιοι βρίσκονται μακριά και τον αιθέρα κατοικούν, μα τα έργα των θνητών θωρούν. |
395 |
τὸ σοφὸν δ᾽ οὐ σοφία τό τε μὴ θνητὰ φρονεῖν. βραχὺς αἰών· ἐπὶ τούτῳ δέ τις ἂν μεγάλα διώκων τὰ παρόντ᾽ οὐχὶ φέροι. μαι- |
Σοφία δεν είναι το ξύπνο, το γαυρισμένο το μυαλό. Η ζήση γρήγορα περνά, κι όποιος μεγάλα κυνηγά θα σφάλει στα καθημερνά. |
400 | νομένων οἵδε τρόποι καὶ | Αυτά 'ναι τρόποι των τρελών |
401b |
κακοβούλων παρ᾽ ἔμοι- γε φωτῶν. |
και κακοκέφαλων, θαρρώ. |
[στρ. | ||
ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον, νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας, |
Στην Κύπρον άχ! να πήγαινα, στης Αφροδίτης το νησί, |
|
405 |
ἵν᾽ οἱ θελξίφρονες νέμον- ται θνατοῖσιν Ἔρωτες, Πάφον θ᾽ ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι. |
που οι Έρωτες το κατοικούν, οι καρδιοπλάνοι των θνητών ! Στην Πάφο να βρισκόμουνα, που ρέματα εκατόστομα του βάρβαρου του πόταμου ποτίζουν γης ανόμπριστη ! |
410 |
οὗ δ᾽ ἁ καλλιστευομένα Πιερία μούσειος ἕδρα, σεμνὰ κλιτὺς Ὀλύμπου, ἐκεῖσ᾽ ἄγε με, Βρόμιε Βρόμιε, πρόβακχ᾽ εὔιε δαῖμον. |
Πού 'ναι του Ολύμπου η σεβαστή πλαγιά; Πού 'ναι η πανόμορφη η Πιερία, των Μουσών ο τόπος; Πήγαινε με εκεί, θεέ Βροντερέ, Τρανόφωνε, και των βακχών διαφεντευτή ! |
415 |
ἐκεῖ Χάριτες, ἐκεῖ δὲ Πόθος· ἐκεῖ δὲ βάκ- χαις θέμις ὀργιάζειν. |
Εκεί θα βρω τις Χάριτες, τον Πόθο εκεί θα τόνε βρω, εκεί και οι βάκχες λεύτερο τό 'χουν να στήνουν το χορό. |
[αντ. | ||
ὁ δαίμων ὁ Διὸς παῖς χαίρει μὲν θαλίαισιν, |
Ο θεός, το τέκνο του Διός, τα γλεντοκόπια χαίρεται, |
|
420 |
φιλεῖ δ᾽ ὀλβοδότειραν Εᾇ- ρήναν, κουροτρόφον θεάν. ἴσαν δ᾽ ἔς τε τὸν ὄλβιον τόν τε χείρονα δῶκ᾽ ἔχειν οἴνου τέρψιν ἄλυπον· |
και την Ειρήνη τη θεά την πλουτοφέρουσα αγαπά, που θρέφει τη λεβεντουριά. Το ίδιο, σε πλούσιους και φτωχούς, δίνει ευφροσύνη απ' το κρασί |
425 |
μισεῖ δ᾽ ᾧ μὴ ταῦτα μέλει, κατὰ φάος νύκτας τε φίλας εὐαίωνα διαζῆν, σοφὰν δ᾽ ἀπέχειν πραπίδα φρένα τε περισσῶν παρὰ φωτῶν· |
απίκραντη· κι οχτρεύεται όποιον δε δείχνει προθυμία μέρα και νύχτα να περνά τη ζήση με καλή καρδιά κι όποιον το νου του δεν κρατά με φρόνηση μακριά απ' αυτούς που όλα τα ξέρουνε θαρρούν. |
430 | τὸ πλῆθος ὅ τι | Ό,τι ο λαός έχει σωστό |
τὸ φαυλότερον ἐνόμισε χρῆ- ταί τε, τόδ᾽ ἂν δεχοίμαν. |
και συνηθά, κ' εγώ ακλουθώ. |