Εὐριπίδη

Βάκχαι

Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη

Β' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

(τίτλος, τα πρόσωπα, πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιμο, β' επεισόδιο, β' στάσιμο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο, δ' στάσιμο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιμο, έξοδος)

Με τα τελευταία λόγια του Χορού, ο Πενθέας
ξαναπαρουσιάζεται στην πύλη του παλατιού. Δυό
υπηρέτες φέρνουν το Διόνυσο δεμένο, από την αρι-
στερή πάροδο.

  Θεράπων ΥΠΗΡΕΤΗΣ
  Πενθεῦ, πάρεσμεν τήνδ᾽ ἄγραν ἠγρευκότες Εδώ είμαστε, Πενθέα! Το κυνήγι
που απάνω του μας έριξες, το πιάσαμε·
435 ἐφ᾽ ἣν ἔπεμψας, οὐδ᾽ ἄκρανθ᾽ ὡρμήσαμεν.
ὁ θὴρ δ᾽ ὅδ᾽ ἡμῖν πρᾶος οὐδ᾽ ὑπέσπασεν
φυγῇ πόδ᾽, ἀλλ᾽ ἔδωκεν οὐκ ἄκων χέρας
οὐδ᾽ ὠχρός, οὐδ᾽ ἤλλαξεν οἰνωπὸν γένυν,
γελῶν δὲ καὶ δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο
η παγάνα μας άδικα δεν πήγε.
Κ' ήμερο στάθηκε για μας το αγρίμι·
δεν τό 'βαλε στα πόδια, μοναχό του
μας άπλωσε τα χέρια του, και μήδε
κιτρίνισε μηδ' άλλαξε η θωριά του
η κρασωπή, παρά χαμογελώντας
αφήκε να το πάρουμε δεμένο,
440 ἔμενέ τε, τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος.
κἀγὼ δι᾽ αἰδοῦς εἶπον· Ὦ ξέν᾽, οὐχ ἑκὼν
ἄγω σε, Πενθέως δ᾽ ὅς μ᾽ ἔπεμψ᾽ ἐπιστολαῖς.
κι όλα τα δέχτηκε, ευκολύνοντας μας
τη δουλειά μας. Κ' εγώ, από την ντροπή μου,
τότες του κάνω: “Ξένε, αθέλητα μου
σε πιάνω, μου το πρόσταξε ο Πενθέας
που μ' έστειλε”.
  ἃς δ᾽ αὖ σὺ βάκχας εἷρξας, ἃς συνήρπασας
κἄδησας ἐν δεσμοῖσι πανδήμου στέγης,
Αμή οι βάκχες, που τις είχες
κλεισμένες, με τα μέλη τους δεμένα,
και ριγμένες στα σίδερα, γλίτωσαν,
445 φροῦδαί γ᾽ ἐκεῖναι λελυμέναι πρὸς ὀργάδας
σκιρτῶσι Βρόμιον ἀνακαλούμεναι θεόν·
αὐτόματα δ᾽ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν
κλῇδές τ᾽ ἀνῆκαν θύρετρ᾽ ἄνευ θνητῆς χερός.
πολλῶν δ᾽ ὅδ᾽ ἁνὴρ θαυμάτων ἥκει πλέως
το σκάσαν στα λιβάδια και χορεύουν,
το θεό, το Βροντερόν, ανακαλώντας.
Μονάχα τους λύθηκαν τα δεσμά τους
στα πόδια τους, κ' οι μάνταλοι στις πόρτες
τραβήχτηκαν χωρίς ανθρώπου χέρι
να τους αγγίξει. Τούτος ο άντρας φτάνει
εδώ στη Θήβα, θάματα γεμάτος!
450 ἐς τάσδε Θήβας. σοὶ δὲ τἄλλα χρὴ μέλειν. Μόν' κοίτα τώρα εσύ τί θ' αποκάμεις.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
455 μέθεσθε χειρῶν τοῦδ᾽· ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢν
οὐκ ἔστιν οὕτως ὠκὺς ὥστε μ᾽ ἐκφυγεῖν.
Αφήστε του τα χέρια· μες στο δίχτυ
που βρίσκεται, δεν είναι τόσο σβέλτος
να μου γλιτώσει.
  ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ᾽ οὐκ ἄμορφος εἶ, ξένε,
ὡς ἐς γυναῖκας, ἐφ᾽ ὅπερ ἐς Θήβας πάρει·
πλόκαμός τε γάρ σου ταναός, οὐ πάλης ὕπο,
Ξένε, το κορμί σου
δε θα το βρίσκουν άσκημο οι γυναίκες,
οπού γι' αυτές δα κόπιασες στη Θήβα·
κι ο πλόκαμος σου κρεμαστός, αμ' όχι
από το πάλεμα, στο μάγουλο σου
460 γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως·
λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις,
οὐχ ἡλίου βολαῖσιν, ἀλλ᾽ ὑπὸ σκιᾶς,
τὴν Ἀφροδίτην καλλονῇ θηρώμενος.
πρῶτον μὲν οὖν μοι λέξον ὅστις εἶ γένος.
δίπλα χυτός, της πεθυμιάς γεμάτος·
και νοιάστηκες λευκό να κάμεις δέρμα
στ' απόσκια και παράμερα απ' τους ήλιους,
με τα κάλλη την Κύπρη κυνηγώντας.
Μα πρώτα πες μου, που κρατά η γενιά σου;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  οὐ κόμπος οὐδείς· ῥᾴδιον δ᾽ εἰπεῖν τόδε.
τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον οἶσθά που κλύων.
Δεν πάω να καυκηθώ· στα χείλη τό 'χω:
θα ξέρεις το μυριάνθιστο τον Τμώλο.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  οἶδ᾽, ὃς τὸ Σάρδεων ἄστυ περιβάλλει κύκλῳ. Ναι, το βουνό τριγύρα από τις Σάρδεις.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἐντεῦθέν εἰμι, Λυδία δέ μοι πατρίς. Είμαι από κει, πατρίδα μου η Λυδία.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
465 πόθεν δὲ τελετὰς τάσδ᾽ ἄγεις ἐς Ἑλλάδα; Τη νέα λατρεία, πώς φέρνεις στην Ελλάδα;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  Διόνυσος ἡμᾶς εἰσέβησ᾽, ὁ τοῦ Διός. Ο Διόνυσος προστάζει, ο γιος του Δία.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  Ζεὺς δ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖ τις, ὃς νέους τίκτει θεούς; Γεννά άλλος Δίας εκεί θεούς καινούριους;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  οὔκ, ἀλλ᾽ ὁ Σεμέλην ἐνθάδε ζεύξας γάμοις. Κείνος πού 'σμιξε εδώ με τη Σεμέλη.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  πότερα δὲ νύκτωρ σ᾽ ἢ κατ᾽ ὄμμ᾽ ἠνάγκασεν; Στον ύπνο σου το πρόσταξε ή στον ξύπνο;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
470 ὁρῶν ὁρῶντα, καὶ δίδωσιν ὄργια. Ναί, πρόσωπο με πρόσωπο με μύησε.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  τὰ δ᾽ ὄργι᾽ ἐστὶ τίν᾽ ἰδέαν ἔχοντά σοι; Και τί 'ναι τα μυστήρια του, αφού ξέρεις;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἄρρητ᾽ ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν. Στους αμύητους δε λέγουνται· δεν κάνει.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἔχει δ᾽ ὄνησιν τοῖσι θύουσιν τίνα; Κι αυτοί που τα τελούν, τί κέρδος έχουν;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  οὐ θέμις ἀκοῦσαί σ᾽, ἔστι δ᾽ ἄξι᾽ εἰδέναι. Είναι κρυφό· μα θ' άξιζε να ξέρεις.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
475 εὖ τοῦτ᾽ ἐκιβδήλευσας, ἵν᾽ ἀκοῦσαι θέλω. Κατεργαριές· για να ζητώ να μάθω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἀσέβειαν ἀσκοῦντ᾽ ὄργι᾽ ἐχθαίρει θεοῦ. Τον άσεβο μισούν οι τελετές του.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  τὸν θεὸν ὁρᾶν γὰρ φῂς σαφῶς, ποῖός τις ἦν; Κι αφού τον είδες το θεό, πώς ήταν;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ὁποῖος ἤθελ᾽· οὐκ ἐγὼ ᾽τασσον τόδε. Ως ήθελε· δεν είχα να το ορίσω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων. Πάλι τα στρίβεις· τίποτα δε λέγεις.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
480 δόξει τις ἀμαθεῖ σοφὰ λέγων οὐκ εὖ φρονεῖν. Άμαθος παίρνει τα σοφά για κούφια.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἦλθες δὲ πρῶτα δεῦρ᾽ ἄγων τὸν δαίμονα; Κ' εδώ ήρθες πρώτος το θεό να φέρεις;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  πᾶς ἀναχορεύει βαρβάρων τάδ᾽ ὄργια. Χορεύουν τους χορούς του οι βάρβαροι όλοι.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  φρονοῦσι γὰρ κάκιον Ἑλλήνων πολύ. Τί πιο λίγο απ' τους Έλληνες νογάνε.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  τάδ᾽ εὖ γε μᾶλλον· οἱ νόμοι δὲ διάφοροι. Σ' αυτά τους ξεπερνούν άλλες συνήθειες.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
485 τὰ δ᾽ ἱερὰ νύκτωρ ἢ μεθ᾽ ἡμέραν τελεῖς; Και νύχτα ή μέρα οι λειτουργίες τελούνται;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  νύκτωρ τὰ πολλά· σεμνότητ᾽ ἔχει σκότος. Τη νύχτα πιότερο· σεμνό το σκότος.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  τοῦτ᾽ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν. Σαπρό και δολερό για τις γυναίκες.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  κἀν ἡμέρᾳ τό γ᾽ αἰσχρὸν ἐξεύροι τις ἄν. Το αισχρό θα το ανταμώσεις και τη μέρα.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  δίκην σε δοῦναι δεῖ σοφισμάτων κακῶν. Θα παιδευτείς για τα σοφίσματα σου !
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
490 σὲ δ᾽ ἀμαθίας γε κἀσεβοῦντ᾽ ἐς τὸν θεόν. Κ' εσύ για την ασέβεια και την τύφλα.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ὡς θρασὺς ὁ βάκχος κοὐκ ἀγύμναστος λόγων. Πώς κόβει η γλώσσα του και θράσος πού 'χει!
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  εἴφ᾽ ὅ τι παθεῖν δεῖ· τί με τὸ δεινὸν ἐργάσῃ; Πες τί θα πάθω· πώς θα με παιδέψεις;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  πρῶτον μὲν ἁβρὸν βόστρυχον τεμῶ σέθεν. Το αβρό πλεξούδι σου θα κόψω πρώτα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἱερὸς ὁ πλόκαμος· τῷ θεῷ δ᾽ αὐτὸν τρέφω. Είναι ιερό! Για το θεό το αφήνω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
495 ἔπειτα θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν. Έπειτα αυτόν παράδωσε το θύρσο.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  αὐτός μ᾽ ἀφαιροῦ· τόνδε Διονύσου φορῶ. Παρ' τον μου εσύ· τον έχω από το Βάκχο.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  εἱρκταῖσί τ᾽ ἔνδον σῶμα σὸν φυλάξομεν. Στή φυλακή κατόπι θα σε κλείσω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  λύσει μ᾽ ὁ δαίμων αὐτός, ὅταν ἐγὼ θέλω. Ο θεός με λευτερώνει όταν θελήσω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ὅταν γε καλέσῃς αὐτὸν ἐν βάκχαις σταθείς. Σαν ξαναβρείς τις βάκχες και τον κράξεις.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
500 καὶ νῦν ἃ πάσχω πλησίον παρὼν ὁρᾷ. Και τώρα από κοντά θωρεί όσα πάσχω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  καὶ ποῦ ᾽στιν; οὐ γὰρ φανερὸς ὄμμασίν γ᾽ ἐμοῖς. Πού βρίσκεται; Τί εγώ δεν τόνε βλέπω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  παρ᾽ ἐμοί· σὺ δ᾽ ἀσεβὴς αὐτὸς ὢν οὐκ εἰσορᾷς. Όπου είμαι εγώ· ασεβείς και δεν τον βλέπεις.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  λάζυσθε· καταφρονεῖ με καὶ Θήβας ὅδε. Πιάστε τον ! Αψηφά κ' εμέ και Θήβα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  αὐδῶ με μὴ δεῖν σωφρονῶν οὐ σώφροσιν. Φρόνιμος σε μουρλούς λέει: μη με δέστε !
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
505 ἐγὼ δὲ δεῖν γε, κυριώτερος σέθεν. Κ' εγώ, σαν πιο τρανός, λέω: να σε δέσουν !
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  οὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι ζῇς, οὐδ᾽ ὃ δρᾷς, οὐδ᾽ ὅστις εἶ. Μηδέ τι κάνεις ξέρεις, μηδέ τι είσαι!
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  Πενθεύς, Ἀγαύης παῖς, πατρὸς δ᾽ Ἐχίονος. Πενθέας, του Εχίονα γιος και της Αγαύης.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἐνδυστυχῆσαι τοὔνομ᾽ ἐπιτήδειος εἶ. Μες στ' όνομα σου είναι γραφτό το πένθος.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  χώρει· καθείρξατ᾽ αὐτὸν ἱππικαῖς πέλας Κουνήσου ! —Φυλακίστε τον κει χάμω
510 φάτναισιν, ὡς ἂν σκότιον εἰσορᾷ κνέφας.
ἐκεῖ χόρευε· τάσδε δ᾽ ἃς ἄγων πάρει
κακῶν συνεργοὺς ἢ διεμπολήσομεν
ἢ χεῖρα δούπου τοῦδε καὶ βύρσης κτύπου
παύσας, ἐφ᾽ ἱστοῖς δμωίδας κεκτήσομαι.
στους στάβλους των αλόγων, να κοιτάζει
το μαύρο σκότος ! —Χόρευε εκεί μέσα !
Αμ' κι αυτές που μαζί σου έχεις φερμένες
να βοηθούν στο κακό, θα τις πουλήσω,
ή τους κόβω και τούμπανα και κρότους,
και στ' αργαλειά τις ρίχνω να δουλεύουν.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
515 στείχοιμ᾽ ἄν· ὅ τι γὰρ μὴ χρεών, οὔτοι χρεὼν
παθεῖν. ἀτάρ τοι τῶνδ᾽ ἄποιν᾽ ὑβρισμάτων
μέτεισι Διόνυσός σ᾽, ὃν οὐκ εἶναι λέγεις·
ἡμᾶς γὰρ ἀδικῶν κεῖνον εἰς δεσμοὺς ἄγεις.
Θα σύρω εκεί που θες. Ό,τι δεν είναι
στη μοίρα μου να πάθω, δεν παθαίνω.
Μα ο Διόνυσος, που λες πώς δεν υπάρχει,
τις προσβολές θα σου πλερώσει· τι όταν
μας αδικάς, εκείνον φυλακίζεις.

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Μάρτιος 2003