Εὐριπίδη

Βάκχαι

Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη

Ε' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

(τίτλος, τα πρόσωπα, πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιμο, β' επεισόδιο, β' στάσιμο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο, δ' στάσιμο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιμο, έξοδος)

   

Έρχεται ένας μαντατοφόρος. Είναι ο ακόλου-
θος που είχε φύγει μαζί με τον Πενθέα.

  Ἄγγελος Β ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Β'
  ὦ δῶμ᾽ ὃ πρίν ποτ᾽ εὐτύχεις ἀν᾽ Ἑλλάδα, Ω ευτυχισμένο ως τώρα στην Ελλάδα
1025 Σιδωνίου γέροντος, ὃς τὸ γηγενὲς
δράκοντος ἔσπειρ᾽ Ὄφεος ἐν γαίᾳ θέρος,
ὥς σε στενάζω, δοῦλος ὢν μέν, ἀλλ᾽ ὅμως
[χρηστοῖσι δούλοις συμφορὰ τὰ δεσποτῶν].
ρηγόσπιτο του γέρου απ' τη Σιδώνα,
που τη γενιά του Δρακοντόφιδου είχε
σπείρει στη γης, πόσο θρηνώ για σένα !
Είμαι ένας δούλος, όμως τί κι αν είμαι;
  Χορός ΧΟΡΟΣ
Η κορυφαία
  τί δ᾽ ἔστιν; ἐκ βακχῶν τι μηνύεις νέον; Τί τρέχει; Φέρνεις νέα από τις βάκχες;
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
1030 Πενθεὺς ὄλωλεν, παῖς Ἐχίονος πατρός. Πάει ο Πενθέας, του Εχίονα το τέκνο !
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  ὦναξ Βρόμιε, θεὸς φαίνῃ μέγας. Βροντερέ ! Θεός δείχνεσαι μεγάλος.
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
  πῶς φῄς; τί τοῦτ᾽ ἔλεξας; ἦ ᾽πὶ τοῖς ἐμοῖς
χαίρεις κακῶς πράσσουσι δεσπόταις, γύναι;
Τί λες; Γιατί τό 'πες αυτό, γυναίκα;
Χαίρεσαι εσύ που ο αφέντης μου έχει πάθει;
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  εὐάζω ξένα μέλεσι βαρβάροις· Ξένη είμαι εγώ, και βάρβαρο τραγούδι
1035 οὐκέτι γὰρ δεσμῶν ὑπὸ φόβῳ πτήσσω. θα πω, τί δε με σκιάζουν πια αλυσίδες.
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
  Θήβας δ᾽ ἀνάνδρους ὧδ᾽ ἄγεις . . .
*
Και λες στη Θήβα να μη βρίσκουνται άντρες;
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  ὁ Διόνυσος ὁ Διόνυσος, οὐ Θῆβαι
κράτος ἔχουσ᾽ ἐμόν.
Ο Διόνυσος, ο Διόνυσος εμένα
είναι ο δικός μου αφέντης κι όχι η Θήβα.
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
  συγγνωστὰ μέν σοι, πλὴν ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις Συχωρεμένη νά 'σαι· μα στα πάθη
1040 κακοῖσι χαίρειν, ὦ γυναῖκες, οὐ καλόν. του άλλου να χαίρεσαι, όμορφο δεν είναι.
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  ἔννεπέ μοι, φράσον, τίνι μόρῳ θνῄσκει
ἄδικος ἄδικά τ᾽ ἐκπορίζων ἀνήρ;
Έλα, πες μου, δηγήσου πώς πέθανε
ο άντρας ο άδικος που άδικα λόγιαζε.
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
  ἐπεὶ θεράπνας τῆσδε Θηβαίας χθονὸς
λιπόντες ἐξέβημεν Ἀσωποῦ ῥοάς,
Αφού τα γυροχώρια της Θηβαίας
γης τ' αφήκαμε πίσω και το ρέμα
του Ασωπού το διαβήκαμε, τη ρίζα
1045 λέπας Κιθαιρώνειον εἰσεβάλλομεν
Πενθεύς τε κἀγώ--δεσπότῃ γὰρ εἱπόμην--
ξένος θ᾽ ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν θεωρίας.
πρῶτον μὲν οὖν ποιηρὸν ἵζομεν νάπος,
τά τ᾽ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ καὶ γλώσσης ἄπο
του Κιθαιρώνα πιάσαμε, ο Πενθέας
κ' εγώ που τον αφέντη μου ακλουθούσα
κι ο ξένος, ο οδηγός μας στο γιορτάσι.
Και πρώτα εμείς σε κλαδερό λακκούδι
καθίσαμε, λαγάζοντας, βαστώντας
1050 σῴζοντες, ὡς ὁρῷμεν οὐχ ὁρώμενοι.
ἦν δ᾽ ἄγκος ἀμφίκρημνον, ὕδασι διάβροχον,
πεύκαισι συσκιάζον, ἔνθα μαινάδες
καθῆντ᾽ ἔχουσαι χεῖρας ἐν τερπνοῖς πόνοις.
αἳ μὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα
τη μιλιά μας, να βλέπουμε μα δίχως
να μας βλέπουν. Παρέκει ένα λαγκάδι
με γκρέμνα δώθε κείθε, μουσκεμένο
στα νερά και βαθίσκιωτο στα πεύκα·
εκεί 'ταν καθισμένες οι μαινάδες
και σε δουλειές τερπνές ήταν δοσμένες.
Τούτες τους θύρσους, που ο κισσός τους είχε
1055 κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον,
αἳ δ᾽, ἐκλιποῦσαι ποικίλ᾽ ὡς πῶλοι ζυγά,
βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος.
Πενθεὺς δ᾽ ὁ τλήμων θῆλυν οὐχ ὁρῶν ὄχλον
ἔλεξε τοιάδ᾽· Ὦ ξέν᾽, οὗ μὲν ἕσταμεν,
φύγει, ξανά τους τύλιγαν εκείνες,
σαν τις φοραδοπούλες που γλίτωσαν
από τον πλουμιστά ζυγό, τραγούδια
βακχικά η μιά στην άλλη αντιφωνούσαν.
Μα το γυναικομάζωμα ο Πενθέας
ο δόλιος μη θωρώντας, λέγει τότε:
1060 οὐκ ἐξικνοῦμαι μαινάδων ὄσσοις νόθων·
ὄχθων δ᾽ ἔπ᾽, ἀμβὰς ἐς ἐλάτην ὑψαύχενα,
ἴδοιμ᾽ ἂν ὀρθῶς μαινάδων αἰσχρουργίαν.
τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ ξένου <τὸ> θαῦμ᾽ ὁρῶ·
λαβὼν γὰρ ἐλάτης οὐράνιον ἄκρον κλάδον
“Ω ξένε, εδώ που στέκουμε, δε σώνω
να δω τις ψεύτικες μαινάδες· όμως,
εκεί στη ράχη, αν σκαρφαλώσω πάνω
σε ψηλόφουντον έλατο, τις πράξες
τις αισχρές των μαινάδων θα ξεκρίνω”.
Ετότε πια του ξένου είδα το θάμα·
αρπάζοντας ακρόκλωνο του ελάτου
1065 κατῆγεν, ἦγεν, ἦγεν ἐς μέλαν πέδον·
κυκλοῦτο δ᾽ ὥστε τόξον ἢ κυρτὸς τροχὸς
τόρνῳ γραφόμενος περιφορὰν ἕλκει δρόμον·
ὣς κλῶν᾽ ὄρειον ὁ ξένος χεροῖν ἄγων
ἔκαμπτεν ἐς γῆν, ἔργματ᾽ οὐχὶ θνητὰ δρῶν.
εφτάψηλο, το σούρνει ίσαμε κάτω
κι ως χάμω εκεί στη μαύρη γης το φέρνει·
λυγούσε αυτό σαν τόξο ή σαν τη ρόδα
που ο διαβήτης το γύρο της χαράζει·
έτσι κι ο ξένος το βουνίσιο κλώνο,
με τα δυό του συγκλίνοντας τα χέρια,
τον λυγούσε στη γη, υπεράνθρωπο έργο.
1070 Πενθέα δ᾽ ἱδρύσας ἐλατίνων ὄζων ἔπι,
ὀρθὸν μεθίει διὰ χερῶν βλάστημ᾽ ἄνω
ἀτρέμα, φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν,
ὀρθὴ δ᾽ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ᾽ ἐστηρίζετο,
ἔχουσα νώτοις δεσπότην ἐφήμενον·
Και βάνοντας κει πάνω τον Πενθέα,
απ' τα χέρια του αφήνει το κλωνάρι
να ξαναπάει ψηλά, απαλά, με τρόπο
που να μην τον τινάξει η δύναμή του·
και στον αγέρα ο κλώνος ορθός στάθη
και στην κορφή του ο αφέντης μου καβάλα·
1075 ὤφθη δὲ μᾶλλον ἢ κατεῖδε μαινάδας.
ὅσον γὰρ οὔπω δῆλος ἦν θάσσων ἄνω,
καὶ τὸν ξένον μὲν οὐκέτ᾽ εἰσορᾶν παρῆν,
ἐκ δ᾽ αἰθέρος φωνή τις, ὡς μὲν εἰκάσαι
Διόνυσος, ἀνεβόησεν· Ὦ νεάνιδες,
μα πιότερο τον είδαν οι μαινάδες
παρά που αυτός τις είδε. Κι ότι πού 'χε
φανερωθεί κει πάνω κλαρωμένος,
ο ξένος έγινε άφαντος, εκείνος·
και μιά φωνή χουγιάζει απ' τον αιθέρα,
που σίγουρα του Διόνυσου θα νά 'ταν:
1080 ἄγω τὸν ὑμᾶς κἀμὲ τἀμά τ᾽ ὄργια
γέλων τιθέμενον· ἀλλὰ τιμωρεῖσθέ νιν.
καὶ ταῦθ᾽ ἅμ᾽ ἠγόρευε καὶ πρὸς οὐρανὸν
καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεμνοῦ πυρός.
σίγησε δ᾽ αἰθήρ, σῖγα δ᾽ ὕλιμος νάπη
“Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και μένα
και τη δικιά μου αναγελάει λατρεία·
εσείς παιδέψετε τον !” Καθώς τό 'πε,
ιερής φωτιάς εσήκωσε κολόνα
από τη γη να πάει ψηλά στα ουράνια.
Σίγησε ο αιθέρας, και βουβά τα φύλλα
1085 φύλλ᾽ εἶχε, θηρῶν δ᾽ οὐκ ἂν ἤκουσας βοήν.
αἳ δ᾽ ὠσὶν ἠχὴν οὐ σαφῶς δεδεγμέναι
ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κόρας.
ὃ δ᾽ αὖθις ἐπεκέλευσεν· ὡς δ᾽ ἐγνώρισαν
σαφῆ κελευσμὸν Βακχίου Κάδμου κόραι,
το δασωμένο κράτησε λαγκάδι,
φωνή αγριμιού δεν άκουες· οι μαινάδες,
που τον αχό το αυτί τους δεν τον πήρε
καθαρά, πετάχτηκαν ορθές πάνω
κ' ένα γύρο τα μάτια τους τα φέραν.
Τότε ξαναπροστάζει εκείνος· κι όταν
του Κάδμου οι θυγατέρες τη γνώρισαν
την προσταγή τη λαγαρή του Βάκχου,
1090 ᾖξαν πελείας ὠκύτητ᾽ οὐχ ἥσσονες
ποδῶν τρέχουσαι συντόνοις δραμήμασι,
μήτηρ Ἀγαύη σύγγονοί θ᾽ ὁμόσποροι
πᾶσαί τε βάκχαι· διὰ δὲ χειμάρρου νάπης
ἀγμῶν τ᾽ ἐπήδων θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς.
χιμίσανε γοργές σαν περιστέρια,
η μητέρα του αφέντη μου η Αγαύη,
οι αδερφές της οι ομόσπαρτες κ' οι βάκχες
όλες· κι απ' του θεού ξεφρενιασμένες
την εμπνοή, πηδούσαν τους ξεριάδες
της λαγκαδιάς και τους γκρεμούς. Κι ως είδαν
1095 ὡς δ᾽ εἶδον ἐλάτῃ δεσπότην ἐφήμενον,
πρῶτον μὲν αὐτοῦ χερμάδας κραταιβόλους
ἔρριπτον, ἀντίπυργον ἐπιβᾶσαι πέτραν,
ὄζοισί τ᾽ ἐλατίνοισιν ἠκοντίζετο.
ἄλλαι δὲ θύρσους ἵεσαν δι᾽ αἰθέρος
στο έλατο καθισμένο τον αφέντη,
πρώτα με ορμή τον πήραν με τις πέτρες,
πατώντας πα σε βράχο όπως σε πύργο,
και μ' ελάτου κλαριά τον κονταρίζαν.
Κι άλλες θύρσους πετούσαν στον Πενθέα,
1100 Πενθέως, στόχον δύστηνον· ἀλλ᾽ οὐκ ἤνυτον.
κρεῖσσον γὰρ ὕψος τῆς προθυμίας ἔχων
καθῆσθ᾽ ὁ τλήμων, ἀπορίᾳ λελημμένος.
τέλος δὲ δρυΐνους συγκεραυνοῦσαι κλάδους
ῥίζας ἀνεσπάρασσον ἀσιδήροις μοχλοῖς.
σε στόχο ελεεινό· μα δεν τον βρίσκαν.
Απ' το θυμό τους πιο ψηλά καθόταν
ο δύστυχος, τρελός απ' την αγκούσα.
Τέλος, βελανιδιά τετρακλαδιάσαν
και με τους ξύλινους λοστούς ξεχώναν
τις ρίζες του έλατου· χαμένος όμως
1105 ἐπεὶ δὲ μόχθων τέρματ᾽ οὐκ ἐξήνυτον,
ἔλεξ᾽ Ἀγαύη· Φέρε, περιστᾶσαι κύκλῳ
πτόρθου λάβεσθε, μαινάδες, τὸν ἀμβάτην
θῆρ᾽ ὡς ἕλωμεν, μηδ᾽ ἀπαγγείλῃ θεοῦ
χοροὺς κρυφαίους. αἳ δὲ μυρίαν χέρα
πήγε κι αυτός ο κόπος. Τότε η Αγαύη
τους λέγει: “Εμπρός, μαινάδες, κάντε κύκλο
κι απ' τα κλαριά πιαστείτε, αυτό το αγρίμι
το σβέλτο να τσακώσουμε, μη βγάλει
τους μυστικούς χορούς του θεού στα φόρα”.
1110 προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονός·
ὑψοῦ δὲ θάσσων ὑψόθεν χαμαιριφὴς
πίπτει πρὸς οὖδας μυρίοις οἰμώγμασιν
Πενθεύς· κακοῦ γὰρ ἐγγὺς ὢν ἐμάνθανεν.
πρώτη δὲ μήτηρ ἦρξεν ἱερέα φόνου
Με μύρια χέρια εκείνες τότε αρπάξαν
το ελάτι κι απ' το χώμα το ανασπάσαν·
κι από τα ύψη που καθόταν, χάμω
γκρεμίζεται ο Πενθέας με πολύ σκούσμα,
τί ένιωσε δα τη συφορά κοντά του.
Πρώτη η μάνα του βάνει αρχή στο φόνο
1115 καὶ προσπίτνει νιν· ὃ δὲ μίτραν κόμης ἄπο
ἔρριψεν, ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι
τλήμων Ἀγαύη, καὶ λέγει, παρηίδος
ψαύων· Ἐγώ τοι, μῆτερ, εἰμί, παῖς σέθεν
Πενθεύς, ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος·
και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει
απ' τα μαλλιά του το ανάδεμα, μήπως
η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει
και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει,
πιάνοντας της το μάγουλο: “Μητέρα,
εγώ 'μαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας,
που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι·
1120 οἴκτιρε δ᾽ ὦ μῆτέρ με, μηδὲ ταῖς ἐμαῖς
ἁμαρτίαισι παῖδα σὸν κατακτάνῃς.
ἣ δ᾽ ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους
κόρας ἑλίσσουσ᾽, οὐ φρονοῦσ᾽ ἃ χρὴ φρονεῖν,
ἐκ Βακχίου κατείχετ᾽, οὐδ᾽ ἔπειθέ νιν.
λυπήσου με, μητέρα, για δικό μου
αμάρτημα το γιο σου μη σκοτώσεις !”
Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει
τ' αλλοπαρμένα μάτια της, τη γνώση
ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει,
και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα !
1125 λαβοῦσα δ᾽ ὠλένης ἀριστερὰν χέρα,
πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα τοῦ δυσδαίμονος
ἀπεσπάραξεν ὦμον, οὐχ ὑπὸ σθένους,
ἀλλ᾽ ὁ θεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν·
Ἰνὼ δὲ τἀπὶ θάτερ᾽ ἐξειργάζετο,
Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει
τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του,
του αρμοχωρίζει τον ώμο, του δόλιου,
όχι απ' τη δύναμη της· μες στα χέρια
της έβανε ο θεός τη γεροσύνη.
Απ' την άλλη, η Ινώ χερομαχούσε
1130 ῥηγνῦσα σάρκας, Αὐτονόη τ᾽ ὄχλος τε πᾶς
ἐπεῖχε βακχῶν· ἦν δὲ πᾶσ᾽ ὁμοῦ βοή,
ὃ μὲν στενάζων ὅσον ἐτύγχαν᾽ ἐμπνέων,
αἳ δ᾽ ἠλάλαζον. ἔφερε δ᾽ ἣ μὲν ὠλένην,
ἣ δ᾽ ἴχνος αὐταῖς ἀρβύλαις· γυμνοῦντο δὲ
να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάμα
η Αυτονόη και το λεφούσι οι βάκχες·
κ' ήταν μιά ανάκατη βοή: να βογκεί
ο μαύρος με όση ανάσα αποκρατούσε,
και κείνες ν' αλαλάζουν ! Μιά βαστούσε
το καλαμόχερό του, μιά το πόδι,
με το σαντάλι ακόμα· κι απόμεναν
1135 πλευραὶ σπαραγμοῖς· πᾶσα δ᾽ ᾑματωμένη
χεῖρας διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως.
κεῖται δὲ χωρὶς σῶμα, τὸ μὲν ὑπὸ στύφλοις
πέτραις, τὸ δ᾽ ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃ,
οὐ ῥᾴδιον ζήτημα· κρᾶτα δ᾽ ἄθλιον,
ξέσαρκα, σπαραγμένα τα πλευρά του·
κι όλες μαζί, με ματωμένα χέρια,
κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα.
Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω
από βράχους τραχιούς κι άλλα στου λόγκου
τα χαμόδεντρα μέσα σκορπισμένα,
όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο
1140 ὅπερ λαβοῦσα τυγχάνει μήτηρ χεροῖν,
πήξασ᾽ ἐπ᾽ ἄκρον θύρσον ὡς ὀρεστέρου
φέρει λέοντος διὰ Κιθαιρῶνος μέσου,
λιποῦσ᾽ ἀδελφὰς ἐν χοροῖσι μαινάδων.
χωρεῖ δὲ θήρᾳ δυσπότμῳ γαυρουμένη
κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε
η μάνα του, σε θύρσου τό 'μπήξε άκρη
σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει
μέσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας
τις αδερφές της σε χορούς μαινάδων.
Για το φριχτό γαυριάζοντας κυνήγι,
1145 τειχέων ἔσω τῶνδ᾽, ἀνακαλοῦσα Βάκχιον
τὸν ξυγκύναγον, τὸν ξυνεργάτην ἄγρας,
τὸν καλλίνικον, ᾧ δάκρυα νικηφορεῖ.
ζυγώνει εδώ στο κάστρο, και το Βάκχον
ανακαλεί και συνεργό τον κράζει,
συγκυνηγό και καλλίνικο· ναί, δάκρυα
της χάρισεν αυτός αντί για νίκη.
  ἐγὼ μὲν οὖν <τῇδ᾽> ἐκποδὼν τῇ ξυμφορᾷ
ἄπειμ᾽, Ἀγαύην πρὶν μολεῖν πρὸς δώματα.
Εγώ τώρα πηγαίνω, κι από τούτη
τη συφορά αλαργεύω, προτού φτάσει
1150 τὸ σωφρονεῖν δὲ καὶ σέβειν τὰ τῶν θεῶν
κάλλιστον· οἶμαι δ᾽ αὐτὸ καὶ σοφώτατον
θνητοῖσιν εἶναι κτῆμα τοῖσι χρωμένοις.
η Αγαύη στο παλάτι. Η σωφροσύνη
και το σέβας των θεών το πιο όμορφό 'ναι·
αυτό για τους θνητούς το λογαριάζω
για το σοφώτερο αγαθό που μπορεί να 'χουν.
   

Φεύγει.

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Μάρτιος 2003