Εὐριπίδη

Βάκχαι

Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη

Β' Σ Τ Α Σ Ι Μ Ο

(τίτλος, τα πρόσωπα, πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιμο, β' επεισόδιο, β' στάσιμο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο, δ' στάσιμο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιμο, έξοδος)

Οι υπηρέτες παίρνουν μέσα στο παλάτι το Διό-
νυσο από μιά πλαϊνή πόρτα. Ο Πενθέας μπαίνει
από την κεντρική είσοδο.

  Χορός ΧΟΡΟΣ
  * [στρ.
  Ἀχελῴου θύγατερ, Ω κόρη του Αχελώου εσύ,
520 πότνι᾽ εὐπάρθενε Δίρκα,
σὺ γὰρ ἐν σαῖς ποτε παγαῖς
τὸ Διὸς βρέφος ἔλαβες,
ὅτε μηρῷ πυρὸς ἐξ ἀ-
θανάτου Ζεὺς ὁ τεκὼν ἥρ-
παρθένα Δίρκη σεβαστή,
μες στα νερά σου, άλλον καιρό,
του Δία δέχτηκες το γιο,
όταν απ' την αθάνατη
φωτιά τον άρπαξε ο γονιός
525 πασέ νιν, τάδ᾽ ἀναβοάσας·
Ἴθι, Διθύραμβ᾽, ἐμὰν ἄρ-
σενα τάνδε βᾶθι νηδύν·
ἀναφαίνω σε τόδ᾽, ὦ Βάκ-
χιε, Θήβαις ὀνομάζειν.
ο Δίας και τον έχωσε
μες στο μηρό του, κράζοντας:
“Διθύραμβε, έμπα στην κοιλιά
δω μέσα την αρσενικιά!
Σε φανερώνω, ω Βάκχϊε,
στη Θήβα μ' αυτό τ' όνομα !”
530 σὺ δέ μ᾽, ὦ μάκαιρα Δίρκα,
στεφανηφόρους ἀπωθῇ
θιάσους ἔχουσαν ἐν σοί.
τί μ᾽ ἀναίνῃ; τί με φεύγεις;
ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη
Μα, ώ Δίρκη εσύ τρισμάκαρη,
διώχνεις εμέ που θίασους
στεφανοφόρους σού 'φερα.
Γιατί με αρνιέσαι, και γιατί
με απέχεις; Η ώρα δεν αργεί
535 Διονύσου χάριν οἴνας,
ἔτι σοι τοῦ Βρομίου μελήσει.
—ναι, μα την πολυστάφυλη
χάρη του βακχικού αμπελιού !—
που θα νοιαστείς το Βροντερό.
    [αντ.
  οἵαν οἵαν ὀργὰν
ἀναφαίνει χθόνιον
γἑνος ἐκφύς τε δράκοντός
Τί μάνητα, τί μάνητα
δείχνει το απόγονο της γης,
του δράκοντα η σπορά, ο Πενθέας,
540 ποτε Πενθεύς, ὃν Ἐχίων
ἐφύτευσε χθόνιος,
ἀγριωπὸν τἑρας, οὐ φῶ-
τα βρότειον, φόνιον δ᾽ ὥσ-
τε γίγαντ᾽ ἀντίπαλον θεοῖς·
όπού 'χει τον Εχίονα
πατέρα, το βλαστό της γης !
Εκείνος τον γεννόσπειρε,
τέρας με πρόσωπο αγριωπό
κι όχι σαν άνθρωπο θνητό,
όμοιο με γίγαντα φονιά
που αντιπαλεύει τους θεούς.
545 ὃς ὰμ᾽ ἐν βρόχοισι τὰν τοῦ
Βρομίου τάχα ξυνάψει,
τὸν ἐμὸν δ᾽ ἐντὸς ὰχει δώ-
ματος ἤδη θιασώταν
σκοτίαις κρυπτὸν ἐν εἱρκταῖς.
Σε λίγο αυτός στις άλυσες
με ρίχνει που συμπερπατώ
με το θεό το Βροντερό,
κ' εκείνον πού 'χω γι' αρχηγό
στο θίασο, σε φυλακή
σκοταδερή τον έκλεισε
μέσα στα βάθη του σπιτιού.
550 ἐσορᾷς τάδ᾽, ὦ Διὸς παῖ
Διόνυσε, σοὺς προφἀτας
ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας;
μόλε, χρυσῶπα τινάσσων,
ἄνα, θύρσον κατ᾽ Ὄλυμπον,
Τα βλέπεις, ώ του Δία παιδί,
ώ Διόνυσε, οι προφήτες σου
σε ποιά τυραννία χάνονται;
Χυτάρισε απ' τον Όλυμπο,
555 φονίου δ᾽ ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες.
αφέντη, σειώντας το χρυσό
το θύρσο, και την ξιπασιά
παίδεψε τούτου του φονιά !
    [επωδ.
  πόθι Νύσας ἄρα τᾶς θη-
ροτρόφου θυρσοφορεῖς
θιάσους, ὦ Διόνυσ᾽, ἢ
κορυφαῖς Κωρυκίαις;
Ω Διόνυσε! Πού βρίσκεσαι;
Τάχα στης Νύσας τις πλαγιές
που θρέφει τα πολλά θεριά,
ή στις Κωρύκιες τις κορφές
σούρνεις τις βάκχες πίσω σου,
το θύρσο σου ανεμίζοντας;
560 τάχα δ᾽ ἐν ταῖς πολυδένδρεσ-
σιν Ὀλύμπου θαλάμαις, ἔν-
θα ποτ᾽ Ὀρφεὺς κιθαρίζων
σύναγεν δένδρεα μούσαις,
σύναγεν θῆρας ἀγρώτας.
Μπορεί και στα πολύδεντρα
λημέρια του Ολύμπου ψηλά,
εκεί που ο Ορφέας μιά φορά,
βαρώντας το λαγούτο του
και τραγουδώντας, σύναζε
τριγύρω του τα δεντρικά
κι όλα του λόγκου τα θεριά.
565 μάκαρ ὦ Πιερία,
σέβεταί σ᾽ Εὔιος, ἥξει
τε χορεύσων ἅμα βακχεύ-
μασι, τόν τ᾽ ὠκυρόαν
διαβὰς Ἀξιὸν εἱλισ-
Καλότυχη Πιερία εσύ,
εσένα ο Εύιος σε τιμά
και θενά σού 'ρθει με χορούς
και βακχικά ξεφωνητά.
θενά περάσει τον Αξιό
πού 'χει το ρέμα το γοργό,
570 σομένας Μαινάδας ἄξει,
Λυδίαν πατέρα τε, τὸν
τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς
ὀλβοδόταν, τὸν ἔκλυον
εὔιππον χώραν ὕδασιν
και λαό μαινάδες πίσω του
στρουφογυρίστρες θα τραβά.
Και το Λυδία θα τον διαβεί,
πατέρα πλουσοπάροχο
της ευτυχίας των θνητών,
που με νερά ολοκάθαρα
575 καλλίστοισι λιπαίνειν. λιπαίνει, ως έχω το ακουστά,
τον τόπο τον αλογατά.

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Μάρτιος 2003