ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Β΄(στίχοι : 786-877 [τέλος] ) [Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ] ΧΑΡΤΗΣ 1 ΛΑΟΙ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΧΑΡΤΗΣ 2 ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΧΑΡΤΗΣ 3 ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΡΩΩΝ [περιοχεές] |
|
Και αποσταλμένη του Διός η ανεμόποδ’ Ίρις ήλθε το μήνυμα πικρό να φέρη εκεί στους Τρώας κι είχαν εκείνοι σύνοδον στην θύραν του Πριάμου συναθροισμένοι όλοι μαζί και γέροντες και νέοι. |
Τρωσὶν δ᾽ ἄγγελος ἦλθε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις πὰρ Διὸς αἰγιόχοιο σὺν ἀγγελίῃ ἀλεγεινῇ· οἳ δ᾽ ἀγορὰς ἀγόρευον ἐπὶ Πριάμοιο θύρῃσι πάντες ὁμηγερέες ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες·
|
Κι αυτούς πλησίασε η θεά, και στην φωνήν ομοιώθη με του Πριάμου τον υιόν Πολίτην. Και των Τρώων αυτός εκάθιζε σκοπός, ως ήταν φτεροπόδης, ψηλά στον τάφον πόσκεπε τον γέροντ’ Αισυήτην, κι ετήρα πότ’ οι Αχαιοί θα ορμούσαν απ’ τα πλοία. |
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις· 790 εἴσατο[1] δὲ φθογγὴν υἷϊ Πριάμοιο Πολίτῃ, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε ποδωκείῃσι πεποιθὼς τύμβῳ ἐπ᾽ ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος, δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί·
|
Μ’ αυτόν ομοιώθη στην φωνήν η Ίρις και τους είπε:
|
τῷ μιν ἐεισαμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις· 795
|
«Ω γέρε, οι λόγοι περισσοί σ’ αρέσουν, σαν ακόμη να’χαμε ειρήνην. Κι έφθασεν ώρα φρικτού πολέμου. Μάχες ανδρών είδαν πολλές τα μάτια μου, αλλ’ ακόμα τόσον δεν είδα εγώ λαόν και τόσο ανδρειωμένον, ότι ωσάν φύλλ’ αμέτρητον τωόντι ή σαν τον άμμον τους βλέπω εδώ να χύνωνται την πόλιν να κτυπήσουν.
|
ὦ γέρον αἰεί τοι μῦθοι φίλοι ἄκριτοί εἰσιν, ὥς ποτ᾽ ἐπ᾽ εἰρήνης· πόλεμος δ᾽ ἀλίαστος ὄρωρεν. Ἤδη μὲν μάλα πολλὰ μάχας εἰσήλυθον ἀνδρῶν, ἀλλ᾽ οὔ πω τοιόνδε τοσόνδέ τε λαὸν ὄπωπα· λίην γὰρ φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 800 ἔρχονται πεδίοιο μαχησόμενοι προτὶ ἄστυ.
|
Ω Έκτωρ, εσύ μάλιστα τον λόγον μου ν’ ακούσης. Ως είναι οι βοηθοί πολλοί στην πόλιν του Πριάμου και γλώσσαν άλλην χωριστήν το κάθε γένος έχει, να διοική κάθε αρχηγός τους ιδικούς του κάμε και να οδηγή στον πόλεμον με τάξιν τους πολίτες». |
Ἕκτορ σοὶ δὲ μάλιστ᾽ ἐπιτέλλομαι, ὧδε δὲ ῥέξαι· πολλοὶ γὰρ κατὰ ἄστυ μέγα Πριάμου ἐπίκουροι, ἄλλη δ᾽ ἄλλων γλῶσσα[2] πολυσπερέων ἀνθρώπων· τοῖσιν ἕκαστος ἀνὴρ σημαινέτω οἷσί περ ἄρχει, 805 τῶν δ᾽ ἐξηγείσθω κοσμησάμενος πολιήτας.
|
Είπε και την θεία φωνή δεν αγνοεί ο Έκτωρ, κι έλυσ’ ευθύς την σύνοδον, και αρματωθήκαν όλοι. Οι πύλες όλες άνοιξαν, κι εχύνονταν τα πλήθη πεζοί και ιππείς και αλαλαγμός μεγάλος ακουόνταν. |
Ὣς ἔφαθ᾽, Ἕκτωρ δ᾽ οὔ τι θεᾶς ἔπος ἠγνοίησεν, αἶψα δ᾽ ἔλυσ᾽ ἀγορήν· ἐπὶ τεύχεα δ᾽ ἐσσεύοντο· πᾶσαι δ᾽ ὠΐγνυντο πύλαι, ἐκ δ᾽ ἔσσυτο λαὸς πεζοί θ᾽ ἱππῆές τε· πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει. 810
|
Εμπρός στην πόλιν υψηλή σηκώνεται μια ράχη στην πεδιάδ’ ανάμερα κι ελεύθερη τριγύρω και τάφον της πολύσκιρτης Μυρίνας την ελέγαν οι αθάνατοι και Βάτειαν οι άνθρωποι ονομάζαν.
|
Ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη ἐν πεδίῳ ἀπάνευθε περίδρομος ἔνθα καὶ ἔνθα, τὴν ἤτοι ἄνδρες Βατίειαν[3] κικλήσκουσιν, ἀθάνατοιδέ τε σῆμα πολυσκάρθμοιο Μυρίνης·
|
Εκεί εξεχωρίστηκαν οι βοηθοί και οι Τρώες.
|
ἔνθα τότε Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ᾽ ἐπίκουροι[4]. 815
|
Των Τρώων ήταν αρχηγός ο λοφοσείστης Έκτωρ ο Πριαμίδης, και λαός πλιότερος και ανδρείος στο πλάγι του εσυνάζονταν για μάχη διψασμένος. |
Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ Πριαμίδης· ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ θωρήσσοντο μεμαότες ἐγχείῃσι.
|
Των Δαρδανίων αρχηγός ήτ’ ο λαμπρός Αινείας. του Αγχίση τον εγέννησεν η ασύγκριτη Αφροδίτη, οπού θεά μ’ άνδρα θνητόν στην Ίδην εκοιμήθη. Κι είχε κοντά συναρχηγούς του Αντήνορος δύο τέκνα, Αρχέλοχον και Ακάμαντα στον πόλεμον τεχνίτες. |
Δαρδανίων[5] αὖτ᾽ ἦρχεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο Αἰνείας[6], τὸν ὑπ᾽ Ἀγχίσῃ τέκε δῖ᾽ Ἀφροδίτη[7] 820 Ἴδης ἐν κνημοῖσι θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω Ἀντήνορος** υἷε Ἀρχέλοχός τ᾽ Ἀκάμας τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης.
|
Από της Ίδης τες ποδιές οι Τρώες της Ζελείας, πλούσιος λαός που το βαθύ πίνει νερό του Αισήπου, τ’ αγόρι του Λυκάονος τους διοικούσ’ ο θείος ο Πάνδαρος, που έλαβε το τόξο από τον Φοίβον.
|
Οἳ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης ἀφνειοὶ πίνοντες ὕδωρ μέλαν Αἰσήποιο 825 Τρῶες, τῶν αὖτ᾽ ἦρχε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱὸς Πάνδαρος[8], ᾧ καὶ τόξον[9] Ἀπόλλων αὐτὸς ἔδωκεν.
|
Της Αδραστείας και Απαισού και της ψηλής Τηρείας και της Πιτύας τους λαούς εδιοικούσαν δύο, ο Άδραστος και ο Άμφιος λινοθωρακισμένος, του Περκωσίου Μέροπος υιοί, του εξόχου μάντη. Και να μην παν εξόρκιζε ο γέρος τα παιδιά του στον ανδροφθόρο πόλεμον. Και αυτοί δεν τον ακούσαν, ότ’ οι κακές τους έσερναν μαύρου θανάτου μοίρες. |
Οἳ δ᾽ Ἀδρήστειάν τ᾽ εἶχον καὶ δῆμον[10] Ἀπαισοῦ καὶ Πιτύειαν ἔχον καὶ Τηρείης ὄρος αἰπύ, τῶν ἦρχ᾽ Ἄδρηστός τε καὶ Ἄμφιος λινοθώρηξ 830 υἷε δύω Μέροπος Περκωσίου, ὃς περὶ πάντων ᾔδεε μαντοσύνας, οὐδὲ οὓς παῖδας ἔασκε στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα· τὼ δέ οἱ οὔ τι πειθέσθην· κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο.
|
Όσ’ ήλθαν από Πράκτιον, από Περκώτην άνδρες, από Σηστόν, απ’ Άβυδον και απ’ την λαμπρήν Αρίσβην, ο Υρτακίδης Άσιος τους διοικούσε ο μέγας. Και αυτόν απ’ τον Σελλήεντα, ποτάμι της Αρίσβης, ίπποι μεγάλοι αστραφτεροί εφέραν τον ανδρείον.
|
Οἳ δ᾽ ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο 835 καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον ἔχον καὶ δῖαν Ἀρίσβην, τῶν αὖθ᾽ Ὑρτακίδης ἦρχ᾽ Ἄσιος ὄρχαμος ἀνδρῶν, Ἄσιος Ὑρτακίδης ὃν Ἀρίσβηθεν φέρον ἵπποι αἴθωνες μεγάλοι ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος.
|
Τα γένη ακόμη Πελασγών καλών κονταρομάχων, που της Λαρίσης κατοικούν στα κάρπιμα πεδία. Ο Ιππόθοος και ο Πύλαιος τα διοικούσαν δύο τέκνα του Λήθου Πελασγού του Τευταμίδη ανδρεία. |
Ἱππόθοος δ᾽ ἄγε φῦλα Πελασγῶν[11] ἐγχεσιμώρων[12] τῶν οἳ Λάρισαν ἐριβώλακα ναιετάασκον· τῶν ἦρχ᾽ Ἱππόθοός τε Πύλαιός τ᾽ ὄζος Ἄρηος, υἷε δύω Λήθοιο Πελασγοῦ Τευταμίδαο.
|
Ο Ακάμας και ο Πείροος τους Θράκες διοικούσαν όσ’ είναι απ’ τον ορμητικόν Ελλήσποντον κλεισμένοι. |
Αὐτὰρ Θρήϊκας ἦγ᾽ Ἀκάμας καὶ Πείροος ἥρως ὅσσους Ἑλλήσποντος ἀγάρροος ἐντὸς ἐέργει 845
|
Ο Εύφημος ήτο αρχηγός των λογχιστών Κικόνων. Τον γέννησε ο θεοφίλητος ο Τροίζηνος Κεάδης.
|
Εὔφημος δ᾽ ἀρχὸς Κικόνων ἦν αἰχμητάων υἱὸς Τροιζήνοιο διοτρεφέος Κεάδαο.
|
Οι τοξοφόροι Παίονες με τον Πυραίχμην ήλθαν μακρόθε, από τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι το ωραιότερο της γης, και απ’ την Αμυδώνα. |
Αὐτὰρ Πυραίχμης ἄγε Παίονας ἀγκυλοτόξους τηλόθεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ᾽ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος, Ἀξιοῦ οὗ κάλλιστον ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν. 850
|
Τους Παφλαγόνας έφερεν ο ανδρείος Πυλαιμένης από την γην των Ενετών, π’ άγρια μουλάρια τρέφει, τους έστειλεν η Κύτωρος, η Σήσαμος που έχουν στου Παρθενίου την ροήν λαμπρές τες κατοικίες, η Κρώμνα και ο Αιγιαλός κι οι απόκρημνοι Ερυθίνοι.
|
Παφλαγόνων δ᾽ ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν#, ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων, οἵ ῥα Κύτωρον ἔχον καὶ Σήσαμον ἀμφενέμοντο ἀμφί τε Παρθένιον ποταμὸν κλυτὰ δώματ᾽ ἔναιον Κρῶμνάν τ᾽ Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς Ἐρυθίνους. 855
|
Τους Αλιζώνας έφεραν οι Επίστροφος και Οδίος, όθεν μακράν ο άργυρος γεννάται, στην Αλύβην. |
Αὐτὰρ Ἁλιζώνων Ὀδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον τηλόθεν ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη.
|
Ο Χρόμις είχε τους Μυσούς κι ο Έννομος ο μάντις και μ’ όλην του την μαντικήν δεν ξέφυγε την μοίραν, αλλά και αυτόν εφόνευσεν ο γρήγορος Πηλείδης μες στο ποτάμι, ότ’ έσφαξε και τόσους άλλους Τρώες.
|
Μυσῶν δὲ Χρόμις ἦρχε καὶ Ἔννομος οἰωνιστής· ἀλλ᾽ οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσατο κῆρα μέλαιναν, ἀλλ᾽ ἐδάμη ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο 860 ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους.
|
Τους Φρύγας τους πολεμικούς από την Ασκανίαν ο θεϊκός Ασκάνιος και ο Φόρκυς διοικουσαν. |
Φόρκυς αὖ Φρύγας ἦγε καὶ Ἀσκάνιος θεοειδὴς τῆλ᾽ ἐξ Ἀσκανίης· μέμασαν δ᾽ ὑσμῖνι μάχεσθαι.
|
Ο Άντιφος τους Μήονας και ο Μέσθλης διοικούσαν που ο Ταλαιμένης γέννησε και η Γυγαία λίμνη. Τους Μήονας που κατοικούν εις τες ποδιές του Τμώλου. |
Μῄοσιν# αὖ Μέσθλης τε καὶ Ἄντιφος ἡγησάσθην υἷε Ταλαιμένεος τὼ Γυγαίη τέκε λίμνη, 865 οἳ καὶ Μῄονας ἦγον ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας.
|
Ο Νάστης πάλιν των Καρών, λαών βαρβαροφώνων, ήτο αρχηγός που των Φθιρών τους έστειλαν τα πλάγια πολύδενδρα και η Μίλητος και οι πέτρες της Μυκάλης. |
Νάστης αὖ Καρῶν ἡγήσατο βαρβαροφώνων, οἳ Μίλητον* ἔχον Φθιρῶν τ᾽ ὄρος ἀκριτόφυλλον Μαιάνδρου τε ῥοὰς Μυκάλης τ᾽ αἰπεινὰ κάρηνα·
|
Δυο τέκνα του Νομίονος, αγόρια παινεμένα, ήσαν εκείνων οι αρχηγοί, Αμφίμαχος και Νάστης, που ως κόρη χρυσοστόλιστος στον πόλεμον κινούσε. Μωρός κι από τον θάνατον με τούτο δεν εσώθη, αλλά νεκρόν τον έστρωσεν ο τρομερό Πηλείδης μες στο ποτάμι κι έπειτα του επήρε το χρυσάφι.
|
τῶν μὲν ἄρ᾽ Ἀμφίμαχος καὶ Νάστης ἡγησάσθην, 870 Νάστης Ἀμφίμαχός τε Νομίονος ἀγλαὰ τέκνα, ὃς καὶ χρυσὸν ἔχων πόλεμον δ᾽ ἴεν ἠΰτε κούρη[13] νήπιος, οὐδέ τί οἱ τό γ᾽ ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον, ἀλλ᾽ ἐδάμη[14] ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο[15] ἐν ποταμῷ, χρυσὸν δ᾽ Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε δαΐφρων. 875
|
Και τους Λυκίους έφεραν ο Σαρπηδών και ο Γλαύκος απ’ της Λυκίας τους αγρούς οπού ποτίζει ο Ξάνθος. |
Σαρπηδὼν δ᾽ ἦρχεν Λυκίων καὶ Γλαῦκος ἀμύμων τηλόθεν ἐκ Λυκίης, Ξάνθου ἄπο δινήεντος. |
[1] ΟΜΟΙΩΘΗ. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα της Ιλιάδας. Δηλαδή, ΟΙ ΘΕΟΙ, ενώ εμφανίζονται και αναγνωρίζονται και μιλούν απευθείας με τους ΈΛΛΗΝΕΣ, όταν θέλουν να επικοινωνήσουν με τους ΤΡΩΕΣ παίρνουν ανθρώπινη μορφή (συνήθως κάποιου ΤΡΩΑ ή κάποιου ΣΥΜΜΑΧΟΥ τους) για να μιλήσουν. Συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης της Ιλιάδας.
Στους ΕΛΛΗΝΕΣ κάτι αντίστοιχο συνέβη στην περιπτωση του ψεύτικου όνειρου στον Αγαμέμνονα κατά τη διάρκεια του ύπνου του, όπου ο θεός ΟΝΕΙΡΟΣ πήρε την μορφή του ΝΕΣΤΟΡΑ. [Ιλιάδα, ΡΑΨΩΔΙΑ Β΄, στ. 20 :Στῆ δ᾽ ἄρ᾽ (ΟΝΕΙΡΟΣ) ὑπὲρ κεφαλῆς Νηληΐῳ υἷι ἐοικώς Νέστορι]
Από την Ηλέκτρα την κόρη του ΑΤΛΑΝΤΟΣ [ Η Ηλέκτρα ήταν μια από
τις Πλειάδες. Μητέρα της η Πλειόνη, η κόρη του Ωκεανού.], και τον Δία
γεννήθηκαν δυο παιδιά, ο Ιασίων και ο Δάρδανος. Ο Ιασίων ερωτεύτηκε την
θεά ΔΗΜΗΤΡΑ και θέλησε να την ντροπιάσει, γι’ αυτό κεραυνοβολήθηκε. Ο Δάρδανος,
στενοχωρημένος από τον θάνατο του αδελφού του, εγκατέλειψε την ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ
όπου έμεναν, και πήγε στην απέναντι όχθη. Εκεί βασίλευε ο ΤΕΥΚΡΟΣ, γιος
του Σκάμανδρου και της νύμφης ΙΔΑΙΑΣ, γι’ αυτό οι κάτοικοι της περιοχής
ονομάζονταν Τεύκροι. Ο βασιλιάς υποδέχθηκε τον Δάρδανο και του έδωσε γυναίκα
την κόρη του την Βάτεια. Όταν πέθανε ο Τεύκρος, ονόμασε την χώρα ΔΑΡΔΑΝΙΑ. Ο Δάρδανος και η Βάτεια έκαναν δυο παιδιά. Τον Ίλο και τον
Εριχθόνιο.
Αινός = φοβερός, σκληρός, τρομερός.
Όπως λέει ο Ηρόδοτος, την Αφροδίτη Ουρανία, με το
όνομα ΑΛΙΛΑ, λάτρευαν οι αραβικές φυλές.
Τα βέλη
του Πάνδαρου φαίνεται να είναι ποτισμένα σε δηλητήριο. [Ιός = το βέλος, έρμα μελανέων
οδυνάων = βάση (αρχή) μαύρων οδύνων, πικρός οϊστός = πικρό βέλος. Ο Απόλλωνας που του έδωσε το
τόξο ήταν ο Απόλλων Λυκηγενής (Λύκιος) = της Λυκίας]. [ΡΑΨΩΔΙΑ Δ, στ. 116-121 Αὐτὰρ ὁ
σύλα πῶμα φαρέτρης, ἐκ δ᾽ ἕλετ᾽
ἰὸν // ἀβλῆτα πτερόεντα μελαινέων
ἕρμ᾽ ὀδυνάων· // αἶψα δ᾽
ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν,
// εὔχετο δ᾽ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέϊ
κλυτοτόξῳ // ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν
κλειτὴν ἑκατόμβην // οἴκαδε νοστήσας
ἱερῆς εἰς ἄστυ Ζελείης.].
Οι Κάρες υπό Μίνω
ετάττοντο τότε Λέλεγες καλούμενοι, και τας νήσους ώκουν. Είτ’ ηπειρώται
γενόμενοι, πολλήν της παραλίας και της μεσογαίας κατέσχον, τους προκατέχοντας
αφελόμενοι. Και ούτοι δε ήσαν πλείω Λέλεγες και Πελασγοί. Πάλιν δε
τούτους αφείλοντο μέρος οι Έλληνες, Ίωνές τε και οι Δωριείς. Του δε
παρά τα στρατιωτικά ζήλου τά τε όχανα ποιούνται τεκμήρια, και τα επίσημα
και τους λόφους. Άπαντα γαρ λέγεται Καρικά. Ανακρέων δε φασί Δια τούτο Καριοεργέος οχάνοιο Χείρα τιθέμενη Ο δ’ Αλκαίος Λόφον τε σείων Καρικόν.
**OΑντήνωρ ήταν στην τάξη της
Τροίας δεύτερος μετά τον Πρίαμο. Είχε σύζυγο την Θεανώ,
κόρη του Κισσέως που ήταν η ιέρεια του Ναού της Αθηνάς, ο
οποίος βρισκόταν στην ακρόπολη της Τροίας. (Βλ.ΙΛΙΑΔΟΣ
ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ, στ. 297). Επειδή αυτός είχε φιλοξενήσει τον Μενέλαο και τον
Οδυσσέα όταν είχαν πάει στην Τροία να ζητήσουν πίσω την Ελένη με ειρηνικό
τρόπο, οι Έλληνες, κατά τον Τρωικό πόλεμο, δεν πείραξαν το σπίτι τους,
σεβόμενοι τον δεσμό ‘ξενίας’ που τους συνέδεε. Ο Αντήνορας και η Θεανώ, μαζί με την οικογένειά τους, μετά
τον Τρωικό πόλεμο, ΑΦΕΘΗΚΑΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ από τους
Έλληνες. Ο
περιηγητής
Παυσανίας, στο
βιβλίο Χ, ‘Φωκικά’ (κεφ. 27, 4), περιγράφοντας την ζωγραφιά του Πολύγνωτου
που υπήρχε στους Δελφούς και απεικόνιζε την άλωση της Τροίας,
αναφέρει πως είχε απεικονιστεί και η οικογένεια της Θεανούς και του
Αντήνορα, να φορτώνουν τα απαραίτητα σε έναν όνο και να
ετοιμάζονται να φύγουν στην Θράκη (εκεί όπου ήταν ο πατέρας της
Θεανούς, ο Κισσεύς). Όπως λέει, είχε καταγραφεί και από τον Στράβωνα, 13:608: «Τον μεν ουν Αντήνορα
και τους παίδας μετά των παραγενομένων Eνετών εις την Θράκην περισωθήναι,
κακείθεν διαπεσείν εις την λεγομένην κατά τον Αδρίαν Ενετικήν». Αναφορές
της Ιλιάδας στον Αντήνορα και την οικογένειά του: Β, στ. 802 - Γ, στ. 148
- Γ, στ. 203
- Γ, στ.
262 - Γ,
στ. 312 - Ζ, στ. 299 - Η, στ. 347 - Η, στ. 357 - Λ, στ. 262
- Μ, στ. 99 -
Ξ, στ.
463 - Ξ, στ. 473 - Ο, στ. 517
- Υ, στ. 396
- Φ, στ.
546 - Φ, στ. 577
Την Μίλητο την έκτισε ο Νηλεύς εκ Πύλου το γένος. (Ο
Έφορος λέει πως το πρώτο κτίσμα εκεί ήταν κρητικό. Ο Σαρπηδών από την Μίλητο
την Κρητική, μαζί με οικήτορες). Μίλητος
υπήρχε και στην ΚΡΗΤΗ. Βλ. ΡΑΨΩΔΙΑ Β, στ. 647.